Zeeland Navigation Company Limited ν. Banque Worms (2000) 1 ΑΑΔ 707 Zeeland Navigation Company Limited ν. Banque Worms, ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΣΤΗΝ, 18 Μαίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 707

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

< U>ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΣΤΗΝ

< U>ΑΓΩΓΗ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΡ.51/98

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

Μεταξύ -

Zeeland Navigation Company Limited

Ενάγουσας

- και -

Banque Worms

Εναγομένης

--------------------

Ημερομηνια: 18 Μαίου, 2000

Για την αιτήτρια/ενάγουσα: Ε. Μοντάνιος με Γρ. Λεοντίου

Για την καθής η αίτηση/εναγόμενη: Π. Πολυβίου

---------------------

- Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής

Σ. Νικήτας -

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Στις 10/12/99 λύθηκε, με ενδιάμεση απόφαση μας, δικονομικής χροιάς ζήτημα, που έθεσε η καθής η αίτηση/εναγόμενη (εφεξής η Τράπεζα ή εναγόμενη). Αναπόφευκτα είχαμε τότε αναφερθεί στο ιστορικό της υπόθεσης, το πολλαπλό αίτημα θεραπείας και φυσικά το αντικείμενο της κρινόμενης αίτησης για αναθεώρηση. Η αναφορά μας επεκτάθηκε και στην ίδια την απόφαση του δικαστηρίου, που βρίσκεται υπό αναθεώρηση, με την οποία παραμερίστηκε η εκτός δικαιοδοσίας επίδοση και αναστάληκε κάθε περαιτέρω διαδικασία στην αγωγή. Δε θα επαναλάβουμε ό,τι σχετικό προελέχθη. Ας θεωρηθεί μέρος της απόφασης αυτής. Μπορεί όμως να επανέλθουμε για οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση, προσθήκη ή διευκρίνηση.

Οι δικηγόροι της αιτήτριας/ενάγουσας (εφεξής η ενάγουσα) με μακρά και εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευση, που εκτείνεται σε 37 σελίδες, υποστήριξαν πως η παραπάνω τελική κρίση του δικαστή, που αποποιήθηκε τη δικαιοδοσία του με βάση την αρχή forum non conveniens, είναι λανθασμένη. Και ότι συνακόλουθα, εμείς μπορούμε, ενασκώντας την πρωτογενή διακριτική εξουσία που διαθέτουμε, να ανατρέψουμε το αποτέλεσμα, απορρίπτοντας την αίτηση της εναγόμενης Τράπεζας για παραμερισμό του κλητηρίου.

Το πρώτο θέμα που έχει εγείρει η ενάγουσα αφορά το βάρος απόδειξης με την έννοια που θα εξηγήσουμε. Η εισήγηση εδώ είναι ότι η εναγόμενη δεν ικανοποίησε απαράβατη υποχρέωση της να δείξει, χρησιμοποιώντας μαρτυρία εμπειρογνώμονα, με βάση ποία πρόνοια του αγγλικού δικαίου το αγγλικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να δικάσει αυτή την υπόθεση. Οι μόνες νύξεις προέρχονται από τον κ. Charles Jackson, υπάλληλο της Tράπεζας, στην ένορκη δήλωση του, με την οποία συνοδεύθηκε η αίτηση για παραμερισμό και αναστολή της διαδικασίας.

Σε διάφορα σημεία της ένορκης βεβαίωσης του, o μάρτυς ισχυρίστηκε ότι το αγγλικό δικαστήριο είναι καταλληλότερο δικαστικό βήμα από το κυπριακό. Η μαρτυρία του όμως αυτή, στο βαθμό που είναι δυνατό να σχετίζεται με το συζητούμενο θέμα, πρέπει να αγνοηθεί όλως διόλου. Ο μάρτυς δεν είναι εμπειρογνώμονας του αγγλικού δικαίου. Ούτε η διαβούλευση του με τον άγγλο δικηγόρο (solicitor) που κατονομάζει ή με τον κύπριο δικηγόρο του, του δίνουν το χρίσμα του ειδικού στο θέμα αυτό.

Στη μαρτυρία του που έδωσε στο δικαστήριο ο κ. Jackson, προσδιόρισε τη θέση του στην Τράπεζα ως υπεύθυνος “για τα διεθνή νομικά θέματα της Τράπεζας, όπως επίσης και για εσωτερικά νομικά γαλλικά θέματα”. Διαφάνηκε επίσης από την εξέταση του ότι δικηγορούσε στην Αγγλία από της εγγραφής του το 1977 μέχρι το 1982. και ότι οι θέσεις του αναφορικά με το αγγλικό δίκαιο στην ένορκη δήλωση του, πέρα από τη συμβουλή του άγγλου solicitor, προέρχονται και από τη δική του γνώση και εμπειρία. Παρεμπιπτόντως, στην Αγγλία, με βάση το άρθρ. 4(1) του Civil Evidence Act του 1972, πρόσωπο που διαθέτει νομικά προσόντα είναι ικανός μάρτυς, ανεξάρτητα αν άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα ή είχε δικαίωμα άσκησης του.

Η δυνατότητα ο μάρτυς αυτός να μπορούσε να θεωρηθεί εμπειρογνώμονας δεν απασχόλησε κανένα παράγοντα της δίκης. Απλούστατα δεν τέθηκε τέτοιο θέμα. Ο κ. Ε. Μοντάνιος υπέβαλε ότι είναι δυνατή η έγερση του σε αυτό το δικαστήριο “λόγω της φύσης της διαδικασίας για αναθεώρηση”. Το βάρος της απόδειξης με τη μορφή που έχει τεθεί από την ενάγουσα έμεινε ουσιαστικά αναπάντητο. Δεν αντιμετωπίστηκε από την άλλη πλευρά.

Σε αυτό το τελευταίο επιχείρημα της ενάγουσας θα παρατηρούσαμε ότι η αίτηση για αναθεώρηση δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μας, δεύτερη ευκαιρία για να εξεταστούν επιχειρήματα που παραλείφθηκαν. Κάτι τέτοιο θα συντελούσε στον εκτροχιασμό της διαδικασίας αναθεώρησης από τους σκοπούς που εξυπηρετεί. Και θα υπέσκαπτε το σύστημα εκδίκασης υποθέσεων που ακολουθούμε.

Θα απορρίπταμε όμως το επιχείρημα και από ουσιαστική άποψη. Είναι ορθό, όπως υπέβαλε ο δικηγόρος της ενάγουσας, ότι το αλλοδαπό δίκαιο πρέπει να αποδεικνύεται όπως κάθε άλλο πραγματικό γεγονός. Την πρόταση αυτή υποστηρίζει η υπόθεση Williams & Glyn’s Bank v. The Ship “Maria” (1992) 1 A.A.Δ. 309, στην οποία μας παρέπεμψε. Χρήσιμη αναφορά στο ίδιο θέμα μπορεί να γίνει και στην πρόσφατη απόφαση Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co. Ltd. κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 753. Άνκαι πρέπει να αναγνωρισθεί το στοιχείο που τόνισε η Parkasho v. Singh (1968) P. 233, 250, ότι είναι ιδιαίτερης μορφής περιστατικό (question of fact of a peculiar kind). Tην ολοκληρωμένη αυτή αντιμετώπιση του θέματος επικρότησε η εφετειακή απόφαση Dalmia Dairy Industries Ltd.v. National Bank of Pakistan (1978) 2 Lloyd’s Rep. 223, 226. Βλέπε επίσης Bumper Development Corporation v. Commissioner of the Metropolitan Police (1991) 1 W.L.R. 1362.

Έχουμε διεξέλθει το μαρτυρικό υλικό. Επίσης τις αγορεύσεις των διαδίκων στην πρώτη διαδικασία. Δε διαπιστώσαμε σε κανένα σημείο αμφισβήτηση του ισχυρισμού ότι μπορούσε και το αγγλικό δικαστήριο να δικάσει τη διαφορά. Η όλη συζήτηση περιορίστηκε στο ερώτημα ποιό από τα δύο δικαστήρια, το αγγλικό ή το κυπριακό, ήταν το πιο κατάλληλο να τη δικάσει. Εκλήφθηκε ως δεδομένο ότι το αγγλικό δικαστήριο είχε δικαιοδοσία. Μια γενική ματιά στην αγόρευση της ενάγουσας μπορεί να επαληθεύσει τη θέση αυτή. Κατά την άποψη μας ήταν αχρείαστη η προσκόμιση μαρτυρίας για να αποδειχθεί εκείνο το οποίο ήταν αμοιβαία αποδεκτό. Η παρακάτω λακωνική διατύπωση από το σύγγραμμα “The Conflict of Laws” των Dicey & Morris, 12η έκδοση, σελ. 228, επιβεβαιώνει την άποψη που έχουμε:

“Foreign law need not be proved if it is admitted.”

Η δεύτερη εισήγηση, που αναπτύχθηκε σε έκταση, είναι ότι η εναγόμενη δεν απέδειξε ότι το αγγλικό δικαστήριο είναι “πιο κατάλληλο” από το κυπριακό για να εκδικάσει την υπόθεση. Η λέξη “κατάλληλο” αποδίδει πιο σωστά στα ελληνικά τη λέξη “conveniens”. Χρησιμοποιούνται όμως και άλλα επίθετα όπως, για παράδειγμα, “φυσικό βήμα ή πρόσφορο ή ευθετότερο” στα οποία αποδίδεται ουσιαστικά το ίδιο νόημα.

Ο δικηγόρος της ενάγουσας μας παρέπεμψε σε δύο τελευταίες αποφάσεις που επιδοκίμασαν ξανά και εμπέδωσαν το φάσμα των κανόνων που εκφράζει η φράση “forum non conveniens”, η οποία περιλαμβάνει και τον κανόνα απόδειξης. Αναφορά έγινε συγκεκριμένα στην αίτηση για αναθεώρηση στην αγωγή ναυτοδικείου 55/97 Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd, ημερ. 21/7/99 και Π.Ε. 9512 Λοϊζος Λουκά & Yιοί Λτδ. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας Α.Ε., ημερ. 10/9/99. Από αυτές προκύπτει η ευθυγράμμιση της νομολογίας μας με την αγγλική και η υιοθέτηση της ίδιας αρχής στις περιπτώσεις που δύο ή περισσότερα δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία.

Με σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων εμπεδώθηκε στο αγγλικό δίκαιο η πιο πάνω αρχή. Αποκορύφωμα της εξελικτικής της πορείας αποτέλεσε η απόφαση Spiliada Maritime Corporation v. Cansulex Ltd. (1986) 3 All E.R. 843. Οι κανόνες που έθεσε δεν είναι περίπλοκοι. Ο προβληματισμός εμφανίζεται κατά την πρακτική εφαρμογή τους. Τη βασική απόφαση έδωσε ο Λόρδος Δικαστής Goff. Από αυτή, όπως και τις άλλες αποφάσεις που δόθηκαν, διαφαίνεται η βαθιά επίδραση των Σκωτικών υποθέσεων (βλ. π.χ. Sim v. Robinow (1892) 19 R Ct. of Sess. 665 και Societe Du Gaz De Paris v. S.A. de Navigation “Les Armateurs Francais” (1926) S.C. (H.L.) 13). Με τη Spiliada, ανωτέρω, επικυρώθηκε η ουσιαστική μεταστροφή του αγγλικού δικαίου. Είναι ενδιαφέρον ότι οι κανόνες αναστολής κατ’ εφαρμογή της αρχής αυτής συσχετίστηκαν με τις δικονομικές διατάξεις της Δ.11 θ.1.1., που ρυθμίζουν τα της άδειας επίδοσης στην αλλοδαπή. Κρίθηκε ότι ισχύουν οι ίδιοι κανόνες πλην του ότι ο κανόνας για το βάρος απόδειξης είναι αντίθετoς. Ο ενάγων οφείλει να πείσει για την αναγκαιότητα παραχώρησης άδειας.

Θα επιχειρήσουμε τώρα μια συνοπτική παρουσίαση των κανόνων αυτών, όπως καθορίστηκαν από τη νομολογία, από τους οποίους θα αντλήσουμε καθοδήγηση:

A. Βασική προϋπόθεση για εφαρμογή του forum non conveniens είναι η ύπαρξη δυνατότητας επιλογής μεταξύ των δικαστηρίων δυο τουλάχιστον χωρών στο καθένα από τα οποία είναι δυνατή η κατάθεση και εκδίκαση της αγωγής. Αναπόφευκτα, ο ενάγων έχει τον πρώτο λόγο και πιθανότατα η επιλογή του συναρτάται με τα δικά του ελατήρια. Όμως είναι εδώ που διαδραματίζει το ρόλο της η παραπάνω αρχή, που διατυπώνεται ως εξής στη Spiliada, ανωτέρω, σελ. 854:

“The basic principle is that a stay will only be granted on the ground of forum non conveniens where the court is satisfied that there is some other available forum, having competent jurisdiction, which is the appropriate forum for trial of the action, ie in which the case may be tried more suitably for the interests of all the parties and the ends of justice.”

Είναι ένας κανόνας που εφαρμόζεται όταν υπάρχει lis alibi pendens, αλλά και χωρίς να υπάρχει εκκρεμοδικία.

B. Ο εναγόμενος σε κάθε περίπτωση βαρύνεται με την ευθύνη να πείσει το δικαστήριο ότι επιβάλλεται αναστολή. Πρέπει πρόσθετα να δείξει όχι μόνο ότι η Κύπρος δεν είναι το κατάλληλο forum, αλλά ότι το άλλο forum καθαρά ή ευδιάκριτα είναι κατάλληλο. Παραδείγματα ύπαρξης της προϋπόθεσης αυτής είναι οι υποθέσεις: The Atlantic Star (1973) 2 All E.R. 175 (Βέλγιο), McShannon v. Rockware Glass Ltd. (1978) 1 All E.R. 625 (Σκωτία), Trendex Trading Corporation v. Credit Suisse (1981) 3 All E.R. 520 (Ελβετία), The Αbidin Daver (1984) 1 All E.R. 470 (Tουρκία) και Μuduroglu v. TC Ziraat Bankasi (1986) 3 All E.R. 682 (Τουρκία). Στην τελευταία αυτή περίπτωση το δικαστήριο, ύστερα από εξονυχιστική επισκόπηση της προηγούμενης νομολογίας, επεξήγησε ότι οι κανόνες που καθιέρωσε η νομολογία δεν θεωρούνται και δεν πρέπει να ερμηνεύονται με την αυστηρότητα εφαρμογής νομοθετικών προνοιών. Χρήσιμη αναφορά στο θέμα μπορεί να γίνει στους Cheshire “Private International Law”, 12η έκδοση, 223 και 224.

Γ. Προτού σχηματίσει την κρίση του για το κατάλληλο forum, το δικαστήριο έχει να σταθμίσει πολλά στοιχεία. Σημαντικός παράγων είναι το εφαρμοστέο δίκαιο. Όπως και η ύπαρξη εχέγγυων στο εναλλακτικό forum για καλή απονομή της δικαιοσύνης. Άλλοι παράγοντες αφορούν τους μάρτυρες, την ευχερέστερη διεξαγωγή της δίκης, ή συνδέονται με τις δαπάνες που συνεπάγεται. Δεν υπάρχει όμως εξαντλητικός κατάλογος των κριτηρίων όπως παρατηρεί το δικαστήριο στη Spiliada. O Λόρδος δικαστής Templeman, στη σελ. 846 αναφέρει:

“Τhe factors which the court is entitled to take into account in considering whether one forum is more appropriate are legion. The authorities do not, perhaps cannot, give any clear guidance as to how these factors are to be weighed in any particular case....”

 

Στη συνέχεια, στην ίδια υπόθεση, απαριθμούνται μερικοί παράγοντες:

“the availability of witnesses......, the law governing the relevant transaction ....., the places where the parties respectively reside or carry on business, and whether the plaintiff “can obtain justice in the foreign jurisdiction.”

 

To σημαντικό είναι ότι τα στοιχεία, όποια και να είναι, πρέπει να δακτυλοδείχνουν το δικαστήριο με το οποίο “η αγωγή έχει το στενότερο και ρεαλιστικότερο σύνδεσμο (that with which the action has the most real and substantial connection.). Βλ. απόφαση του Λόρδου Keith στην Abidin Daver, ανωτέρω, σελ. 479.

Οι εκδότες του συγγράμματος Cheshire & North του “Private International Law”, ανωτέρω, αναφέρονται στα κριτήρια (στη σελ. 224) με βάση τα οποία σχηματίζεται η κρίση του δικαστηρίου:

“In ascertaining whether there is a clearly more appropriate forum abroad, the search is for the country with which the action has the most real and substantial connection. The court will look for connecting factors “and these will include not only factors affecting convenience or expense (such as availability of witnesses), but also other factors such as the law governing the relevant transaction ....., and the place where the parties respectively reside or carry on business.”

Η αρχή έχει εξελιχθεί - και τελικά επικρατήσει - μέσα από δικαιοκρατικές αντιλήψεις, από τις οποίες είναι διαποτισμένη. Τούτο επισφραγίζει και η ρήση του αμερικανού δικαστή Frankfurter στην Baltimore and Ohio Railroad v. Kepner 314 U.S. 44, 55 (1941), ότι αυτή αποτελεί “ a manifestation of a civilised judicial system”. Ενώ στην υπόθεση Abidin Daver ο Λόρδος Diplock, διαπνεόμενος από το ίδιο πνεύμα, αναφέρει, στη σελ. 476:

“Judicial chauvinism has been replaced by judicial comity to an extent which I think the time is now ripe to acknowledge frankly is ........ indistinguishable from the Scottish legal doctrine of forum non conveniens.”

Υπάρχει στην τελευταία πρόταση η έμμεση αναγνώριση της συμβολής της σκωτικής νομικής θεωρίας.

Εδώ θα μας επιτραπεί να υπομνήσουμε ότι το βάρος απόδειξης μετακυλά στον εναγόμενο όταν πρόκειται να δείξει πως υπάρχει πιο κατάλληλο forum αλλού. Ωστόσο στην περίπτωση που δε διαφαίνεται καθαρά πού υπάρχει αυτό το forum, όπου, δηλαδή, δεν υπάρχει τόπος που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του φυσικού forum, το δικαστήριο οφείλει να μην ικανοποιήσει το αίτημα αναστολής: παράδειγμα προσφέρει η υπόθεση European Asian Bank A.G. v. Punjab and Sind Bank (1982) 2 Lloyd’s Rep. 356, στα γεγονότα της οποίας παραπέμπουμε.

Η αγόρευση της ενάγουσας βρίθει επιχειρημάτων με τα οποία υποστηρίζει ότι η Κύπρος είναι ο φυσιολογικός χώρος εκδίκασης της υπόθεσης. Θα συνοψίσουμε τη συλλογιστική τους, ευελπιστώντας ότι δε θα παραλείψουμε οτιδήποτε που αγγίζει την ουσία τους. Θα έχουμε όμως υπόψη την κάθε λεπτομέρεια που γράφτηκε ή ειπώθηκε προς διευκρίνηση. Το ίδιο ισχύει και για την επιχειρηματολογία, γραπτή ή προφορική, της εναγομένης.

Ένας από τους παράγοντες που το δικαστήριο θεώρησε ότι συνηγορούσε υπέρ αποποίησης της δικαιοδοσίας του ήταν ότι οι απαιτήσεις στην αγωγή στηρίζονται περισσότερο στον τρόπο πώλησης του πλοίου παρά στα έγγραφα με τα οποία εξασφαλίστηκε η αποπληρωμή του δανείου (Υποθήκη και Συμφωνία Υποχρεώσεων), που χορήγησε στην ενάγουσα η Τράπεζα. Η αγωγή άλλωστε, όπως αναφέρει περαιτέρω η απόφαση του, περιέχει ισχυρισμούς για κακή πίστη και αμέλεια της εναγομένης κατά τη διαδικασία πώλησης του πλοίου.

Η άλλη αιτιολογική βάση της απόφασης είναι πως τα επίδικα θέματα, αφού είναι παραδεκτό ότι το πλοίο πωλήθηκε στην Αγγλία και το πωλητήριο έγγραφο (bill of sale) υπογράφτηκε επίσης στην Αγγλία, έχουν άμεση σχέση με το αγγλικό δίκαιο. Αυτό είναι και το δίκαιο της υπόθεσης. Προς αυτή την κατεύθυνση η απόφαση έκρινε πως πιο βασικό είναι το Έγγραφο Δανείου, που πάλιν υπογράφτηκε στην αλλοδαπή και συγκεκριμένα στο Παρίσι. Το δικαστήριο θεώρησε τα άλλα έγγραφα (Υποθήκη και Συμφωνία Υποχρεώσεων) συμπληρωματικά της συμφωνίας αυτής.

Η λύση που δόθηκε πρωτόδικα και η βασική θεμελίωση της φαίνεται από το πιο κάτω μέρος της απόφασης:

“Παρατηρώ ότι αυστηρά ομιλούντες η απαίτηση στην αγωγή αυτή δεν αφορά άμεσα τα διάφορα έγγραφα που έχουν υπογραφεί σε σχέση με το δάνειο και την επακόλουθη πώληση του πλοίου, δηλαδή τη Συμφωνία Δανείου, ή την Υποθήκη και τη Συμφωνία Υποχρεώσεων (Deed of Covenant), αλλά τον τρόπο που έγινε η πώληση, αφού πρόκειται για ισχυρισμό για κακή πίστη και αμέλεια στη διαδικασία πώλησης του πλοίου και υπάρχει και απαίτηση για αποζημιώσεις. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να προβληθεί και να ευσταθήσει το επιχείρημα ότι, αφού η διαδικασία πώλησης έγινε στο εξωτερικό και το Έγγραφο Πώλησης υπεγράφη στην Αγγλία, η άμεση σχέση των επιδίκων θεμάτων είναι με την Αγγλική δικαιοδοσία και κανένα δεσμό δεν έχουν με την Κυπριακή δικαιοδοσία.”

Κεντρική εισήγηση της ενάγουσας είναι πως η αιτία αγωγής είναι η θέσμια Υποθήκη. Έχει εγγραφεί στην Κύπρο σε κυπριακό πλοίο και διέπεται από το ημεδαπό δίκαιο. Η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι δεν αφορά άμεσα την Υποθήκη είναι λανθασμένη. Η τεκμηρίωση της απόφασης πάσχει γιατί η αναφορά στο κλητήριο σε αμέλεια και κακή πίστη γίνεται στο πλαίσιο παράβασης, από μέρους της Τράπεζας, των καθηκόντων της ως ενυπόθηκης δανείστριας. Δε γίνεται προς θεμελίωση αδικοπραξίας ως ανεξάρτητης βάσης αγωγής. Σχετική με τα επίδικα θέματα είναι και η Συμφωνία Υποχρεώσεων (Deed of Covenant), αφού προβλέφθηκε από την παράγραφο 7 ότι σε περίπτωση παράλειψης εκπλήρωσης υποχρέωσης (default) παρέχεται δικαίωμα πώλησης του πλοίου.

Προσβάλλεται περαιτέρω η δεύτερη διαπίστωση ότι υπάρχει ουσιαστικός σύνδεσμος με την αγγλική δικαιοδοσία, εφόσον η Συμφωνία Πώλησης του πλοίου έγινε στην Αγγλία. Φαίνεται ότι του πωλητηρίου προηγήθηκε Μνημόνιο της Συμφωνίας Πώλησης, που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 7/6/94. Ο δικηγόρος της ενάγουσας αναφέρθηκε σε όρους που περιέχει αναφορικά με το τίμημα πώλησης, την παράδοση, μεταβίβαση κυριότητας και διαγραφή του πλοίου από το κυπριακό νηολόγιο. Το έγγραφο αυτό περιέχει δεσμευτική συμφωνία της εναγόμενης να πωλήσει το πλοίο για $4.000.000. Κατά την άποψη του συνηγόρου, που δεν ανέπτυξε ουσιαστικά, τούτο συνιστά “συμφωνία πώλησης που είναι απόλυτα σύμφωνη με τον περί Πώλησης Αγαθών Νόμο του 1994 (άρθρ. 4 και 5). Η εκτέλεση των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν με βάση το μνημόνιο σε διάφορες χώρες (πληρωμή τιμήματος στη Γαλλία, παράδοση του πλοίου στη Σιγγαπούρη και διαγραφή από το νηολόγιο στην Κύπρο) καθιστά άνευ σημασίας τον τόπο που έγινε το πωλητήριο. Ή στην καλύτερη περίπτωση το γεγονός αυτό είναι περιορισμένης σπουδαιότητας για το υπό πραγμάτευση θέμα.

Βάλλεται και η τρίτη διαπίστωση που αφορά τη Συμφωνία Δανείου. Η ενάγουσα λέγει ότι δεν είναι σε αυτήν που βασίζει την απαίτηση της. Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί ότι είναι η Συμφωνία Δανείου που καθορίζει τις διάφορες παραλείψεις που ενεργοποιούν τις εξουσίες του ενυπόθηκου δανειστή. Όμως, αντιπαρατηρεί η ενάγουσα ότι, σύμφωνα με το άρθρ. 31(2) του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμου αρ. 45/63, όπως τροποποιήθηκε, είναι η Συμφωνία Υποθήκης που έχει σημασία. Αυτή ορίζει τις παραλείψεις που αποτελούν την προϋπόθεση για την άσκηση των εξουσιών του ενυπόθηκου δανειστή. Είναι σωστό ότι η Συμφωνία Υποχρεώσεων δεν εξειδικεύει τις παραλείψεις. Όμως υιοθετεί (παράγραφος 7) στο θέμα αυτό τις λεπτομέρειες της Συμφωνίας Δανείου. Πετυχαίνει, με θεμιτό νομικό τρόπο, την ενσωμάτωση των παραλείψεων στην Υποθήκη, που αποτελεί το βασικό έγγραφο και το υπόβαθρο της αγωγής. Ας λεχθεί εδώ ότι ο θεσμός της Υποθήκης, που στο αστικό δίκαιο αφορά την εμπράγματη ασφάλεια σε ακίνητο εφαρμόζεται και στα πλοία (άρθρ. 31-38 του ν. 45/63).

Ακολουθούν επιχειρήματα που στοχεύουν να πείσουν ότι η αρμοδιότητα εκδίκασης ανήκει στην Κύπρο. Παρατίθεται ρήτρα της Υποθήκης ότι οι ενυπόθηκοι δανειστές έχουν δικαίωμα προτεραιότητας σύμφωνα με τον κυπριακό νόμο. Αναφορά γίνεται και στην παράγραφο 17(α) της Συμφωνίας Υποχρεώσεων:

“This Deed shall be governed by the laws of the Republic of Cyprus”.

H κατακλείδα των επιχειρημάτων αυτών είναι ότι τα επίδικα θέματα διέπονται από το κυπριακό δίκαιο και έχουν έτσι ένα ακαταμάχητο δεσμό με την κυπριακή δικαιοδοσία. Δε λήφθηκε επίσης υπόψη ο παράγων της έδρας. Η εταιρεία έχει το εγγεγραμμένο γραφείο της στη Λευκωσία. Η Τράπεζα είναι αλλοδαπή οντότητα, που εδρεύει στη Γαλλία.

Ο δικηγόρος της ενάγουσας έθιξε και ένα άλλο θέμα. Ουσιαστικά παραπονέθηκε ότι δεν έγινε εύρημα κατά πόσο οι μάρτυρες της εναγομένης, που περιλάμβαναν όσους κατέθεσαν στην αγγλική αγωγή (βλέπε λεπτομέρειες στην ενδιάμεση απόφαση μου ημερ. 10/12/99), είχαν κώλυμα να έλθουν στην Κύπρο για να δώσουν μαρτυρία. Από την άλλη ο νηολόγος κυπριακών πλοίων, που έχει στη φύλαξη του όλα τα σχετικά έγγραφα, όντας αξιωματούχος της κυπριακής πολιτείας, θα έχει πρόβλημα (είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στην αγόρευση) να μεταβεί στην Αγγλία.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο πρωτόδικος δικαστής απέκλινε υπέρ του αγγλικού forum ως του πιο κατάλληλου είναι η μεγαλύτερη ευχέρεια που υπάρχει για εκδίκαση της υπόθεσης σε αυτό:

“Η αγωγή και τα θέματα της συνδέονται περισσότερο με την Αγγλική δικαιοδοσία παρά με την Κύπρο, είναι δε, λόγω της προέλευσης των μαρτύρων και της γλώσσας που μπορεί να χρησιμοποιούν, πρακτικότερο η αγωγή να εκδικασθεί στην Αγγλία, αλλά και λιγότερο δαπανηρό, τουλάχιστο όσον αφορά τους μάρτυρες.”

Το βάρος του επιχειρήματος της ενάγουσας έγκειται στη φράση που υπογραμμίστηκε. Η κρίση του δικαστηρίου, που εντοπίζεται εδώ στην υπογράμμιση μου, αμφισβητείται. Διαζευκτικά προβάλλεται ισχυρισμός ότι η διαφορά υπέρ του ξένου δικαστηρίου είναι αμελητέα. Εν πάση περιπτώσει δεν είναι ορθή η παρατήρηση του δικαστηρίου ότι “κανένας μάρτυρας στην υπόθεση δεν είναι από την Κύπρο”. Θα χρειαστεί να μεταβούν στην Αγγλία 3 μάρτυρες, ο νηολόγος, ένας ειδικός σε θέματα κυπριακού δικαίου (για κάθε πλευρά) και ο διευθυντής της ενάγουσας για να εξηγήσει τη σχέση της εταιρείας Foresight Ltd., και του προέδρου της κ. Ravi Mehrotra με την ενάγουσα. Διευκρινίζεται ότι ο τελευταίος έκαμε, εκ μέρους της ενάγουσας, την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης. Εξηγεί σε αυτήν πως η ενάγουσα, όπως και οι άλλες εταιρείες που κατονομάζει, αντιπροσωπεύονται από την εταιρεία του.

Είναι δεκτό από την ενάγουσα ότι θέμα μετάφρασης της μαρτυρίας και της εν γένει διαδικασίας γεννάται μόνο για την Κύπρο. Αυτό όμως το πλεονέκτημα αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι οι συγκοινωνίες προς και από την Κύπρο είναι πολύ καλές. Οπωσδήποτε όμως και κάποια διαφορά να παραμένει, που μπορεί να καθιστά βολικότερη τη διεξαγωγή της υπόθεσης στην αλλοδαπή, αυτή είναι ασήμαντη.

Στη συνέχεια η ενάγουσα καταπιάνεται με τις ευρύτερες δαπάνες της διεξαγωγής δίκης στην καθεμιά από τις δύο χώρες. Με αρκετές λεπτομέρειες και από διάφορες όψεις. Είναι λανθασμένη, όπως έχει λεχθεί, η άποψη του δικαστηρίου ότι είναι “λιγότερο δαπανηρό” να δικασθεί η υπόθεση στην Αγγλία “τουλάχιστον όσον αφορά τους μάρτυρες”. Όμως λείπει το υπόστρωμα για τη συναγωγή αυτού του συμπεράσματος. Έπρεπε να είχε προσκομισθεί από την εναγόμενη, μαρτυρία για το συγκριτικό κόστος των ναύλων και της διαμονής σε κάθε χώρα. Και να συνυπολογισθεί η δαπάνη μετάφρασης. Δεν υπήρξε μαρτυρία για κανένα από τα κονδύλια αυτά. Ούτε λήφθηκαν υπόψη οι δαπάνες των κυπρίων μαρτύρων στην Αγγλία. Σημασία έχει το ύψος της συνολικής δαπάνης για την οποία δεν υπήρξαν αποδείξεις, που βαρύνουν την εναγόμενη.

Οι δικηγόροι της ενάγουσας συμπαραθέτουν κάποια στοιχεία, αναφορικά με τη συνολική δαπάνη και το συγκριτικό δικηγορικό κόστος, για να καταλήξουν πως η δίκη στην Κύπρο είναι ασύγκριτα πιο φτηνή. Το δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του τον ισχυρισμό του κ. Ravi για μεγαλύτερη δαπάνη στην Αγγλία. Παρατήρησε όμως συγχρόνως ότι δεν είχε μαρτυρία για τα δικηγορικά έξοδα στην Κύπρο.

Εντοπίζεται και εδώ σφάλμα. Η δικηγορική αμοιβή καθορίζεται από διαδικαστικό κανονισμό για τον οποίο το δικαστήριο έχει δικαστική γνώση: Καν. 184Α του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) Διαδικαστικού Κανονισμού, που καθιστά εφαρμοστέες τις κλίμακες αμοιβής σε αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο, όπως αναπροσαρμόστηκαν το 1996. Σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό και τον κατάλογο που περιλήφθηκε στην αγόρευση τα έξοδα, για δύο μάλιστα δικηγόρους, ανέρχονται σε μόνο £12.000. Ο κ. Mehrotra είπε για τη δίκη που η ενάγουσα έχασε στην Αγγλία ότι πληρώθηκε στην αντίδικο συμφωνημένο ποσό εξόδων £99.000, ενώ κατέβαλαν στους δικηγόρους τους £360.000. Με βάση άλλους υπολογισμούς η δαπάνη για την ακρόαση της μαρτυρίας στην Αγγλία θα ήταν, υπό τις καλύτερες συνθήκες, υπερδιπλάσια από τη δαπάνη στην Κύπρο.

Σε επίρρωση του κεντρικού ισχυρισμού της, η ενάγουσα αναφέρθηκε και στην παράγραφο 17(δ) της Συμφωνίας Υποχρεώσεων. Περιέχει πρόβλεψη για επίδοση κλητηρίου εντάλματος αγωγής και άλλης φύσεως δικαστικών εγγράφων σε περίπτωση έγερσης αγωγής στην Κύπρο σε σχέση με την Υποθήκη ως και τη Συμφωνία Δανείου. Κατά την εισήγηση αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο που συμπληρώνει τον ευρύτερο κύκλο συνδετικών στοιχείων με την κυπριακή δικαιοδοσία.

Τελικά, αναφέρθηκε ότι η κατάθεση αγωγής από την ενάγουσα στην Αγγλία κατά της εναγόμενης αφορούσε μόνο την εγκυρότητα της ειδοποίησης της τελευταίας να προβεί η ίδια σε πώληση του πλοίου και όχι την πώληση καθαυτή. Η επιλογή της ενάγουσας να προσφύγει τότε στο αγγλικό δικαστήριο δεν αποτελεί κριτήριο καταλληλότητας. Συγκεκριμένα έχει λεχθεί στο προκείμενο:

“η επιλογή (του αγγλικού forum) μπορεί να ήταν λανθασμένη............ Ο άνθρωπος μαθαίνει με εμπειρία. Μια από τις εμπειρίες των εναγόντων από την αγγλική αγωγή του 1994 ήταν το πόσο δαπανηρή ήταν η διαδικασία ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου.”

 

Ο δικηγόρος της Τράπεζας αντέτεινε ότι η καταφυγή της ενάγουσας στην Κύπρο, μετά την αποτυχία της στην Αγγλία, αποτελεί παράδειγμα άγρας δικαστηρίου (forum shοpping), που δεν πρέπει να τύχει επιδοκιμασίας.

Τα πιο βασικά επιχειρήματα του δικηγόρου της Τράπεζας αφορούν τη σχετικότητα της αγγλικής αγωγής και της μαρτυρίας που δόθηκε σ’ αυτήν με την κρινόμενη. Η ουσία τους είναι ότι η εκδίκαση στην Αγγλία θα είναι, όπως τέθηκε, η φυσική συνέχεια της αγγλικής διαδικασίας. Τονίστηκε ότι η απόφαση του Rix Δ., (που είναι ενώπιον μας) διαπίστωσε παραβάσεις από πλευράς ενάγουσας της Συμφωνίας Δανείου που έδιναν το δικαίωμα στην ενάγουσα (που αναγνώρισε και διακήρυξε η εν λόγω απόφαση) να πωλήσει η ίδια το πλοίο. Άνκαι καταχωρήθηκε έφεση η ενάγουσα δεν επέμεινε. Την απέσυρε.

Ο κ. Πολυβίου υιοθέτησε το σκεπτικό της απόφασης σε ενίσχυση της οποίας παρέθεσε την αναντίλεκτη δήλωση του κ. Charles Jackson ότι:

“Τhe process of the negotiations leading to and the actual sale of the Vessel took place abroad” [παράγρ. 16 (vii)]

Kαι στη δήλωση του από την παράγρ. 7 (v):

“Ιn dealing with the matter, Rix J. reviewed in great detail the history of the dispute between the parties and made numerous relevant findings of fact, prior to and in the process of arriving at his determinations and conclusions.”

Για την αναγκαία μαρτυρία ο ίδιος μάρτυς αναφέρει και τα εξής:

“(viii) All the principal persons involved in the present case (including expert witnesses) and who will be called upon to give evidence are abroad, and are not residents of Cyprus. They are mostly English or French. These are, broadly, the same persons who gave evidence in the English proceedings. The names of these persons appear both in the judgment of Rix J. as well as in the affirmation of Mr. R. Mehrotra in the present case. Further, the language of all these persons is English or in any event they are fluent in the english language.”

Τέλος, έχει λεχθεί ότι η εταιρεία του κ. Mehrotra ασκεί “γενικό έλεχο επί των εναγόντων” και ότι η Εταιρεία αυτή είναι εγγεγραμμένη στην Αγγλία, όπου φαίνεται πως κατοικεί και ο ίδιος.

Δυο πρόσθετες παρατηρήσεις αναφορικά με τη φύση και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας μας. Στην Abidin Daver, ανωτέρω, ο Λόρδος δικαστής Brandon είπε, στη σελ. 482, ότι:

“the exercise of the Court’s discretion in any particular case necessarily involves the balancing of all the relevant factors on either side, those favouring the grant of a stay on the one hand, and those militating against it on the other.”

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά το συσχετισμό της εξουσίας μας με την υπό αναθεώρηση απόφαση. Αναμφίβολα είναι πρωτογενούς χαρακτήρα και ασκείται αυτοτελώς. Αποδίδεται όμως στην απόφαση του μονομελούς δικαστηρίου η βαρύτητα που της αρμόζει. Η απόφαση του Λόρδου Atkin στην Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646 (που υιοθέτησε η κυπριακή απόφαση Williams v. Glyn’s Bank, ανωτέρω), θέτει, στη σωστή της διάσταση, τη φύση της διαδικασίας αυτής (σελ. 648-649):

“I stay only to mention a contention of the respondent that, the master having exercised his discretion, the judge in chambers should not reverse him unless it was made evident that the master had exercised his discretion on wrong principles. I wish to state my conviction that, where there is a discretionary jurisdiction given to the Court or a judge, the judge in chambers is in no way fettered by the previous exercise of the master’s discretion. His own discretion is intended by the rules to determine the parties’ rights, and he is entitled to exercise it as though the matter came before him for the first time. He will, of course, give the weight it deserves to the previous decision of the master, but he is in no way bound by it. This, in my experience, has always been the practice in chambers, and I am glad to find it confirmed by the recent decision of the Court of Appeal in Cooper v. Cooper (1936) 2 All E.R. 542 with which I entirely agree.”

Η υπόθεση αφορούσε ανάλογη περίπτωση, δηλαδή, αναθεώρηση (review) της απόφασης κατώτερου δικαστικού από δικαστή Ανώτερου δικαστηρίου.

Η ενάγουσα πρσπάθησε να δείξει ότι η αιτία της αγωγής της, αντίθετα με τα συμπεράσματα του δικαστηρίου, έχει ως βάθρο την υποθήκη. Το έγγραφο αυτό διέπεται από το ημεδαπό δίκαιο, όντας κυπριακή υποθήκη από τοπική εταιρεία σε πλοίο της ίδιας εθνικότητας. Αυτή η πρόταση, ας μας επιτραπεί η παρατήρηση, συνοψίζει περιεκτικά τις βασικότερες θέσεις που ανέπτυξαν οι δικηγόροι της ενάγουσας. Γιαυτό και επικρίνεται ως λαθασμένη η προσέγγιση του δικαστηρίου και τα τρία, σχετικά με το θέμα, ευρήματα του. Η απόφαση, κατά την εισήγηση, παραγνωρίζει την πραγματικότητα αυτή.

Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν τα παραπάνω συνδετικά στοιχεία με το κυπριακό δίκαιο. Ωστόσο ο δεσμός αυτός είναι φαινομενικός. Η ουσία της υπόθεσης δεν αφορά άμεσα τα έγγραφα με τα οποία εξασφαλίστηκε, στον τόπο νηολόγησης του πλοίου, η αποπληρωμή του δανείου. Το κέντρο βάρους είναι αυτή καθαυτή η πώληση του πλοίου, που πραγματοποιήθηκε στην Αγγλία. Τα έγγραφα που την αφορούν δεν έχουν σχέση με την Κύπρο, αλλά την Αγγλία (και τη Γαλλία). Υπήρξε βέβαια παράβαση υποχρέωσης που, σύμφωνα με την αγγλική απόφαση, καθιστούσε την υποθήκη εκποιήσιμη. Και διακηρύχθηκε το δικαίωμα της Τράπεζας να προχωρήσει η ίδια με τη διαδικασία της πώλησης.

Ωστόσο η Συμφωνία Υποχρεώσεων, στην οποία η ενάγουσα εναπόθεσε μεγάλη βαρύτητα, θεωρήθηκε όχι μόνο συμπληρωματική της Υποθήκης, αλλά και της Συμφωνίας Δανείου, που έγινε επίσης εκτός Κύπρου. Μάλιστα υπάρχει πρόνοια ότι σε περίπτωση σύγκρουσης της τελευταίας με τη Συμφωνία Υποθήκης, οι διατάξεις της πρώτης (Συμφωνία Δανείου), που προσδιορίζουν τις παραλείψεις που παρέχουν δικαίωμα εκποίησης, θα υπερισχύουν. Η αρχή της ενσωμάτωσης που επικαλείται η ενάγουσα δεν διαφοροποιεί τον κυριαρχικό ρόλο της Συμφωνίας Δανείου.

Περαιτέρω, θα υπομνήσουμε ότι η αγωγή αυτή δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε παράβαση των καθηκόντων της εναγομένης ως ενυποθήκου δανείστριας. Οι υπόλοιπες ουσιαστικές αξιώσεις φαίνεται να έχουν την αυτοτέλεια τους. Και αφορούν άμεσα την πώληση. Τις παραθέτουμε όπως έχουν:

“(2) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η τιμή των Δολ. Η.Π.Α. 4.000.000 στην οποία οι Εναγόμενοι επώλησαν το Πλοίο δεν ήταν η ορθή και λογική τιμή και δεν αντιπροσώπευε κατά τον χρόνο πώλησης του την πραγματική αγοραία αξία του.

(3) Δολλάρια ΗΠΑ 4.500.000 (τέσσερα εκατομύρια και πεντακόσιες χιλιάδες) σαν αποζημιώσεις για την ζημιά την οποίαν οι Ενάγοντες υπέστησαν λόγω της πιο πάνω παράβασης των καθηκόντων των Εναγομένων και που είναι ίση με την διαφορά μεταξύ της τιμής στην οποία το Πλοίο επωλήθη και της πραγματικής αγοραίας αξίας του κατά τον χρόνο πώλησης του.”

Αναφορικά με το αίτημα θεραπείας (1) που αναφέρεται σε παράβαση των υποχρεώσεων της ενυποθήκου δανείστριας μπορεί να τεκμαρθεί, ελλείψει μαρτυρίας, πως το κυπριακό δίκαιο, που προέρχεται από το αγγλοσαξωνικό, δεν διαφέρει. Το σχετικό κανόνα διατυπώνουν οι Dicey & Morris στο παραπάνω σύγγραμμα τους “Τhe Conflict of Laws”, σελ. 238:

“Τhe burden of proving foreign law lies on the party who bases his claim or defence on it. If that party adduces no evidence, or insufficient evidence, of the foreign law, the court applies English law. This principle is sometimes expressed in the form that foreign law is presumed to be the same as English law until the contrary is proved.”

Υπάρχει και μια άλλη σημαντική όψη του υπό διαπραγμάτευση θέματος. Για θέματα απτόμενα απευθείας του δικαιώματος πώλησης της Τράπεζας η ενάγουσα, στηριζόμενη στα ίδια έγγραφα, θεώρησε το αγγλικό ως εναλλακτικό προσφορότερο forum και κίνησε αγωγή σ’ αυτό. Επρόκειτο για την ίδια κυπριακή εταιρεία και του νηολογημένου και υποθηκευμένου στην Κύπρο πλοίου της. Η απόφαση του Rix Δ., αρχίζει ως εξής:

“This case concerns a dispute between a bank and its clients as to the disposition of a vessel in respect of which the bank has made a loan secured by a mortgage”.

Δεν μπορεί να είναι δικαιολογία η κακή εμπειρία, που προφανώς δεν ανέμενε, της ενάγουσας λόγω ψηλού κόστους της δίκης. Δεν πείθει το επιχείρημα. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με την αγγλική απόφαση, η εταιρεία Foresight Ltd., που φαίνεται πως έχει την έδρα και τον κύκλο εργασιών της στο Λονδίνο, είναι γενική αντιπρόσωπος της ενάγουσας. Δοθέντος δε ότι και ο διευθυντής της διαμένει και εργάζεται εκεί δε θα ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί προκαταβολικά το κόστος της αγγλικής δίκης. Η έγερση της αγγλικής αγωγής συνιστούσε ελεύθερη επιλογή ως προς το προσφορότερο εναλλακτικό βήμα. Ενυπάρχει στο δεδομένο αυτό ένα ισχυρό τεκμήριο υπέρ του επιλεγέντος αρχικά από την ενάγουσα βήματος.

Ακόμη, τα γεγονότα που περιστοιχίζουν την πώληση, διαδραματίστηκαν εκτός δικαιοδοσίας. Κυρίως στην Αγγλία. Τίποτε απολύτως δε συνέβηκε εδώ. Μια γενική ματιά στην αγγλική απόφαση αποκαλύπτει πως ακούστηκε και μαρτυρία που σχετίζεται με την αξία του πλοίου. Ας σημειωθεί πως τούτο είναι ειδικά κατασκευασμένο για ανεύρεση πετρελαίου. Περιγράφεται ως driller ship. Κατά την εν λόγω απόφαση, το πλοίο δεν κατάφερε να απασχοληθεί από τότε που αγοράστηκε. Περαιτέρω έγιναν επιθεωρήσεις του πλοίου που περιγράφουν την κατάσταση του.

Δε φαίνεται να αμφισβητήθηκαν τα της Υποθήκης έτσι ώστε να απαιτείται μαρτυρία. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, ο όγκος της μαρτυρίας πάνω στα ουσιαστικά γεγονότα που αφορούν την πώληση καθώς και τα δικαιϊκά ζητήματα που την αφορούν είναι εκτός δικαιοδοσίας. Και να χρειασθεί η μαρτυρία του νηολόγου δε βλέπουμε πού υπάρχει το πρόβλημα. Εν πάση περιπτώσει για να κλείσουμε το θέμα αυτό και η ίδια η ενάγουσα δέχθηκε - κατά κάποιο τρόπο - ότι είναι πιο βολικό για τους μάρτυρες να ταξιδεύσουν στην Αγγλία παρά στην Κύπρο. Επισημαίνουμε και άλλο πλεονέκτημα, ότι δε θα χρειασθεί μετάφραση στην Αγγλία, που ασφαλώς θα περιλαμβάνει και τεχνικής φύσεως θέματα, γιατί όλοι οι μάρτυρες μιλούν αγγλικά.

Δεν υπάρχει απευθείας μαρτυρία από άγγλο δικηγόρο, υπό μορφή ένορκης βεβαίωσης ή άλλωσπως, αναφορικά με την υπολογιζόμενη δαπάνη μιας τέτοιας δίκης. Αλλά και να το λάβουμε ως δεδομένο ότι αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη δεν μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα σε μια τόσο μεγάλη υπόθεση. Ως προς το επιχείρημα που αφορά την έδρα, φαίνεται και από την κρινόμενη περίπτωση πως ο κύκλος των εργασιών της ενάγουσας βρίσκεται στο εξωτερικό. Δεν πεισθήκαμε, με την απλή αναφορά που έγινε, πως η υπόθεση συμπλέκεται και με τον περί Πώλησης Αγαθών Νόμο του 1994.

Δεν είναι πάντοτε εύκολη η ιεράρχηση των κριτηρίων. Η απόφαση του δικαστηρίου λαμβάνεται αφού προηγηθεί σφαιρική ανάλυση του συνόλου των κριτηρίων. Μια τέτοια θεώρηση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο δικαστής άσκησε δικαστικά τη σχετική διακριτική του ευχέρεια. Και δεν βλέπουμε λόγο γιατί αυτό το δικαστήριο πρέπει να την ασκήσει διαφορετικά.

Η αίτηση για αναθεώρηση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος της ενάγουσας/αιτήτριας. Το αποτέλεσμα ανακοινώθηκε στις 11/4/00. Το κείμενο αυτό είναι η αιτιολογημένη απόφαση μας.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

/ΚΑΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο