Αναφορικά με την αίτηση του Κυριάκου Θεοδούλου (2000) 1 ΑΑΔ 771 Αναφορικά με την αίτηση του Κυριάκου Θεοδούλου, Αίτηση Αρ. 57/2000, 23 Μαΐου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 771

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Αίτηση Αρ. 57/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και

το άρθρο 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης

(Διάφοροι Διατάξεις) Νόμου του 1964

- και -

Αναφορικά με το Άρθρο 70 του Κεφ. 155 όπως έχει τροποποιηθεί

- και -

Αναφορικά με την αίτηση του Κυριάκου Θεοδούλου,

από τον Πύργο Λεμεσού, και νυν υπόδικου στις Κεντρικές Φυλακές

- και -

Αναφορικά με την έρευνα που διεξήγαγε το Κακουργιοδικείο

που συνεδρίασε στη Λεμεσό στην Ποινική Υπόθεση αρ. 27914/99

σύμφωνα με το άρθρο 70 του Κεφ. 155.

-----------------------------

23 Μαΐου 2000

Για τον αιτητή: Ε. Πουργουρίδης.

Για τη Δημοκρατία: Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Στις 17 Απριλίου 2000 παραχώρησα άδεια στον Κυριάκο Θεοδούλου από τον Πύργο, κατηγορούμενο ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού στην ποινική υπόθεση 27914/99 για ανθρωποκτονία, κατά παράβαση του άρθρου 205(1) και (3) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (όπως τροποποιήθηκε), να καταχωρίσει την παρούσα αίτηση, ημερ. 20 Απριλίου 2000 προς έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition αναφορικά με ζήτημα που προέκυψε σε διαδικασία βάσει του άρθρου 70 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως αυτό το άρθρο τροποποιήθηκε με τον Ν. 89(Ι)/97. Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω το άρθρο ολόκληρο ώστε, με την εικόνα του συνόλου του προβλεπομένου μηχανισμού, να καθίσταται ευχερέστερη η αναφορά στα εδάφια (2) και (3) στα οποία επικεντρώνεται εδώ το πρόβλημα. Έχει ως εξής:

“70. - (1) Αν κατά τη δίκη οποιουδήποτε προσώπου εγείρεται το ερώτημα, είτε εκ μέρους της υπεράσπισης είτε εκ μέρους οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου μέρους στη διαδικασία είτε εκ μέρους του δικαστηρίου, κατά πόσο ο κατηγορούμενος είναι ανίκανος λόγω ψυχικής διαταραχής σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου να παρακολουθήσει τη διαδικασία, το δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) δύναται να διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας, για να εξακριβώσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος πάσχει από ψυχική διαταραχή που τον καθιστά ανίκανο να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Αν, μετά τη διεξαγωγή της έρευνας, το δικαστήριο είναι της γνώμης ότι ο κατηγορούμενος είναι πράγματι ανίκανος να παρακολουθήσει τη διαδικασία, τότε διατάσσει αυτός να -

(α) Κρατηθεί σε κρατικό ψυχιατρικό κέντρο σύνηθες ή ασφαλούς κράτησης για τη νοσηλεία ψυχικά ασθενών προσώπων για χρονική περίοδο όπως αυτή ορίζεται στο εδάφιο (5)· ή

(β) τεθεί υπό παρακολούθηση ψυχιάτρου για την παροχή της αναγκαίας νοσηλείας, μέχρις ότου βελτιωθεί η κατάστασή του σε σημείο που να δύναται να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή αναβάλλει την υπόθεση για χρονικά διαστήματα τα οποία στο σύνολό τους δεν υπερβαίνουν τους τέσσερις μήνες. Αν στο τέλος της περιόδου αυτής ο κατηγορούμενος εξακολουθεί να μην είναι σε θέση να παρακολουθήσει τη διαδικασία, το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α).

(2) Το δικαστήριο προτού διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας βεβαιώνεται ότι υπάρχουν καταθέσεις και τυχόν άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εύλογα στοιχειοθετούν το αδίκημα με το οποίο βαρύνεται ο κατηγορούμενος. Για το σκοπό αυτό το δικαστήριο επιθεωρεί και μελετά στην παρουσία του κατηγορουμένου ή του δικηγόρου του όλες τις καταθέσεις και τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση της κατηγορούσας αρχής, επί των οποίων στηρίζεται η κατηγορία.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο κρίνει ότι η διαθέσιμη εναντίον του κατηγορουμένου μαρτυρία και τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία δε στοιχειοθετούν το αδίκημα, απαλλάσσει τον κατηγορούμενο από τις κατηγορίες με τις οποίες βαρύνεται, ως αν αυτές να είχαν αποσυρθεί δυνάμει του άρθρου 92 του παρόντος Νόμου, προτού κληθεί ο κατηγορούμενος να απαντήσει στο κατηγορητήριο, ανεξάρτητα αν ο κατηγορούμενος απάντησε ή όχι στο κατηγορητήριο.

(4) Στις περιπτώσεις που πρόσωπο αθωώνεται κατόπιν δίκης δυνάμει του άρθρου 12 του Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που συνιστά το αδίκημα, αλλά αθωώνεται λόγω ψυχικής διαταραχής και ακολούθως εκδίδει διάταγμα για κράτησή του σε κρατικό ψυχιατρικό κέντρο σύνηθες ή ασφαλούς κράτησης για τη νοσηλεία ψυχικά ασθενών προσώπων ανάλογα με την κατάσταση του κατηγορουμένου.

(5) Η χρονική περίοδος κράτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με τον ίδιο τρόπο ως αν ο κατηγορούμενος να είναι πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε διάταγμα διάρκειας δυνάμει του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου και υπόκειται στις ίδιες διατάξεις σχετικά με την ανανέωση ή τον τερματισμό του.”

 

Μετά που ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε και παραδέχθηκε ενοχή, η υπεράσπιση υπέβαλε αίτημα βάσει του άρθρου 70(1) για διεξαγωγή έρευνας προς εξακρίβωση του κατά πόσο ο κατηγορούμενος πάσχει από ψυχική διαταραχή που τον καθιστά ανίκανο να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Το Κακουργιοδικείο ενέκρινε το αίτημα. Ως προς το πώς θα προχωρούσε, ακολούθησε την εισήγηση της συνηγόρου της Δημοκρατίας ότι η πρόνοια, στο εδάφιο (2), περί εξέτασης του κατά πόσο εν προκειμένω εύλογα στοιχειοθετείται το αδίκημα, περιοριζόταν σε περιπτώσεις συνοπτικής δίκης και δεν είχε εφαρμογή σε δίκη στο Κακουργιοδικείο. Ως εκ τούτου το Κακουργιοδικείο προχώρησε στη διεξαγωγή έρευνας χωρίς να ακολουθήσει ό,τι προβλέπεται στα εδάφια (2) και (3). Παραθέτω την επ΄ αυτού απόφαση του Κακουργιοδικείου:

Δικαστήριο:

Έχουμε ακούσει τις θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των δύο πλευρών. Θεωρούμε ότι στην παρούσα διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το Κακουργιοδικείο δεν θα πρέπει να εξετάσει τις καταθέσεις και να αποφανθεί κατά πόσο στοιχειοθετείται αδίκημα εναντίον του κατηγορούμενου, δεδομένου ότι η υπόθεση έχει ήδη παραπεμφθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου και προηγήθηκε στάδιο εξέτασης των καταθέσεων από άλλο Δικαστήριο.

Εν όψει των όσων αναφέρθηκαν θεωρούμε ορθό και δίκαιο να διεξάγουμε έρευνα σε σχέση με την ικανότητα του κατηγορούμενου να παρακολουθήσει τη διαδικασία και υπό τις περιστάσεις η υπόθεση ορίζεται γι΄ αυτό το σκοπό στις 6.3.2000 στις 10.00 το πρωΐ.

Δίνονται οδηγίες όπως στο μεταξύ ο κατηγορούμενος εξεταστεί από κυβερνητικό ψυχίατρο, ο οποίος θα πρέπει να βρίσκεται ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 6.3.2000 στις 10.00 το πρωΐ έτοιμος για να δώσει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.”

 

Είναι η θέση του αιτητή, την οποία ανέπτυξε ο συνήγορος του, ότι τα εδάφια (2) και (3) ισχύουν και στην περίπτωση δίκης στο Κακουργιοδικείο και επομένως η μη τήρηση των προνοιών τους, αποτέλεσε νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό το οποίο σήμαινε, επιπλέον, ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε έξω από το τεθέν δικαιοδοτικό πλαίσιο.

Η Δημοκρατία υπέβαλε ένσταση στην παρούσα αίτηση. Ο συνήγορος που εμφανίστηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας υιοθέτησε την άποψη της συναδέλφου του στο Κακουργιοδικείο και προώθησε τη θέση ότι τα εδάφια (2) και (3) “αφορούν μόνο συνοπτική διαδικασία, όχι διαδικασία ενώπιον Κακουργιοδικείου”. Εισηγήθηκε ότι παρόλον που τέτοια διάκριση δεν εκτίθεται ρητά στο Νόμο, εντούτοις αυτή μπορούσε να συναχθεί αν στην ερμηνεία λαμβανόταν υπόψη ο σκοπός των εν λόγω διατάξεων, ιδωμένων μέσα στο πλαίσιο των αντίστοιχων δικονομικών προνοιών που αφορούν στις δύο περιπτώσεις. Στήριξε την εισήγηση του βασικά στο ότι στην περίπτωση δίκης στο Κακουργιοδικείο, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στη διαδικασία για συνοπτική δίκη, η υπόθεση παραπέμπεται από το Επαρχιακό Δικαστήριο εφόσον αυτό θεωρήσει ότι υπάρχει μαρτυρία που δικαιολογεί την παραπομπή και, σύμφωνα με τη νομολογία, το Κακουργιοδικείο δεν έχει εξουσία να αμφισβήτησει την κατάληξη. Έθεσε το ζήτημα ως εξής:

“Αναφέρομαι σε δύο αυθεντίες In re Ellinas (1988) 1 C.L.R. 57 και η δεύτερη και πάλι In re Ellinas (1988) 1 C.L.R. 354. Στη μεν πρώτη απεφασίσθη ότι ό,τι έχει να κάμει το παραπέμπον Δικαστήριο είναι να δει αν η μαρτυρία που υπάρχει από τις καταθέσεις είτε αν έχει γίνει προανάκριση είναι τέτοια που αν παραμείνει αναμφισβήτητη θα μπορούσε να παραπέμψει την υπόθεση. Και επομένως το Δικαστήριο έρχομαι να πω για να παραπέμψει την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο έχει εξετάσει τη μαρτυρία όπως προβλέπει ο Νόμος του 1974 και ικανοποιείται ότι υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία για να παραπέμψει τον κατηγορούμενο σε δίκη. Επομένως το στοιχείο αυτό της ύπαρξης μαρτυρίας ικανοποιείται με βάση τα ευρήματα του παραπέμποντος Δικαστηρίου το οποίο είναι εκείνο το Δικαστήριο που είναι αρμόδιο για να κρίνει κατά πόσο η μαρτυρία είναι τέτοια που να δικαιολογεί την παραπομπή. Εάν παραπέμψει το θέμα στο Κακουργιοδικείο με βάση τη δεύτερη αυθεντία στη σελ. 361 αναφέρεται ότι “The trial court has no right to refer .....” “The Assize Court again ....” (διαβάζει). Θέλω να πω ότι το Κακουργιοδικείο δεν έχει καν εξουσία, στερείται εξουσίας να εξετάσει κατά πόσο ορθά παραπέμπει ο πρωτόδικος Δικαστής ή όχι. Και αφού ο πρωτόδικος Δικαστής παραπέμπει οι πρόνοιες του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται διότι το Κακουργιοδικείο με βάση την απόφαση In re Ellinas στερείται αυτής της ευχέρειας να εξετάσει αν ορθά το παραπέμπον Δικαστήριο έστειλε την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο. Δεν αλλοιώνει η τροποποίηση του άρθρου 50 τις πρόνοιες του άρθρου 155 της Ποινικής Δικονομίας και του Συντάγματος. Εξακολουθούν να παραμένουν εκεί.

.................................. .................................................. .....................

Το επειχείρημα μου έχει τελειώσει με το ότι το Κακουργιοδικείο αν στηρίχθηκε στην υπόθεση τη δεύτερη In re Ellinas στερείται ευχέρειας να εξετάσει αν ορθά το Δικαστήριο παρέπεμψε ή όχι. Και αφού στερείται πώς θα έλθει να εξετάσει και να πει ότι ξέρετε βλέποντας τις καταθέσεις βλέπω ότι δεν στοιχειοθετείται αδίκημα αφού αυτή την αρμοδιότητα το σύνολο της Ποινικής Δικονομίας ερμηνευόμενο την δίνει στο παραπέμπον Δικαστήριο.”

 

Ο συνήγορος πρόσθεσε εξ άλλου πως η πρόνοια στο εδάφιο (2) ότι “το δικαστήριο επιθεωρεί και μελετά στην παρουσία του κατηγορουμένου ή του δικηγόρου του όλες τις καταθέσεις και τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση της κατηγορούσας αρχής, επί των οποίων στηρίζεται η κατηγορία” υποδηλώνει εγχείρημα στο πλαίσιο συνοπτικής δίκης - όπου οι καταθέσεις “βρίσκονται στη διάθεση της Κατηγορούσας Αρχής” - ενώ στην περίπτωση δίκης στο Κακουργιοδικείο, οι καταθέσεις ήδη βρίσκονται στο φάκελο του δικαστηρίου.

Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 70 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου δεν επιδέχεται ερμηνεία άλλη από εκείνη που πρότεινε ο συνήγορος του αιτητή. Τα εδάφια (2) και (3) εφαρμόζονται το ίδιο σε κάθε ποινική δίκη, είτε πρόκειται για περίπτωση συνοπτικής διαδικασίας είτε για περίπτωση ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Το έργο του παραπέμποντος δικαστηρίου ανήκει σε σφαίρα διαφορετική από εκείνη στην οποία εντάσσεται η εξέταση θέματος βάσει του άρθρου 70: διαφορετικός είναι ο αντίστοιχος σκοπός τους και, κατά συνέπεια, διαφορετικό είναι το κριτήριο για την κατάληξη. Κατηγορούμενος παραπέμπεται στο Κακουργιοδικείο εφόσον, όπου διεξάγεται προανάκριση, “υπάρχουν επαρκείς λόγοι”. Αυτό εξειδικεύεται να σημαίνει ότι όπου υπάρχει σύγκρουση αποδείξεων “ο Δικαστής πρέπει να θεωρεί την απόδειξη ως επαρκή ..... αν η απόδειξη εναντίον του είναι τέτοια ώστε, αν παρέμενε αδιάψευστη, θα δημιουργούσε πιθανόν τεκμήριο ενοχής αυτού”: βλ. άρθρα 93(η) και (θ) και 94. Εξ άλλου και βάσει του περί Ποινικής Δικονομίας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1974 (Ν. 42/74) δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να χρειάζεται ο,τιδήποτε περισσότερο: βλ. Constantinides v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 337.

Η διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 70 αποβλέπει σε εγχείρημα πλέον ουσιαστικό από εκείνο που αναλαμβάνει το παραπέμπον δικαστήριο. Κι αυτό, διότι εξετάζεται το αποδεικτικό υλικό με προοπτική να διαπιστωθεί αν εύλογα στοιχειοθετείται το αδίκημα. Η στοιχειοθέτηση εξυπονοεί τη στάθμιση του αποδεικτικού υλικού. Και μάλιστα του συνόλου. Ενώ στην παραπομπή, ενδιαφέρει μόνο το αν προκύπτουν επαρκείς λόγοι από το μέρος που είναι εναντίον του κατηγορουμένου. Το εύλογο δε της στοιχειοθέτησης υποδηλώνει την περιορισμένη εμβέλεια του εγχειρήματος, όχι μόνο διότι από τη φύση των πραγμάτων περιορισμένες είναι και οι δυνατότητες αλλά και διότι πρόκειται για μια προκαταρκτική εξέταση αφού παραμένει το ενδεχόμενο εν τέλει να προχωρήσει η δίκη κανονικά. Πάντως το έργο στο οποίο αναφέρονται τα εδάφια (2) και (3) ανατίθεται από το άρθρο 70(1) στο εκδικάζον δικαστήριο. “Αν κατά τη δίκη ....” λέγει το εδάφιο (1). Συνεπώς δεν θα μπορούσε να είχε αναληφθεί από άλλο δικαστήριο.

Ο σκοπός της διαδικασίας που προβλέπεται στα εδάφια (2) και (3) καθίσταται νομίζω σαφής. Γίνεται μια πρώτη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων εναντίον κατηγορουμένου έτσι ώστε, αν η ισχύς της υπόθεσης δεν φτάνει στο προβλεπόμενο επίπεδο της εύλογης στοιχειοθέτησης του αδικήματος, να μη συνεχίζεται η υπόθεση· και να αποφεύγεται έτσι η διεξαγωγή της ενδεχομένως δραστικής, στα αποτελέσματα της, έρευνας που προβλέπεται στο εδάφιο (1).

Διαπιστώνω λοιπόν εμφανές νομικό λάθος στην ερμηνεία που το Κακουργιοδικείο έδωσε στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 70 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 όπως τροποποιήθηκε. Προσθέτω δε ότι, ενόψει αυτού του λάθους, το Κακουργιοδικείο ενήργησε, καθώς μου φαίνεται, έξω από το ορισθέν δικαιοδοτικό πλαίσιο.

Η αίτηση επιτυγχάνει με έξοδα. Εκδίδονται επί του προκειμένου εντάλματα certiorari και prohibition. Σε σχέση με το δεύτερο, επειδή η διαδικασία στο Κακουργιοδικείο προχώρησε, αναμένεται από το Κακουργιοδικείο με νέα πλέον σύνθεση να αναλάβει εκ νέου τη διαδικασία εντός των εδώ τεθέντων ορίων.

 

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο