Γιαννάκης Πολυκάρπου ν. ELNEDA TRADING LTD (2000) 1 ΑΑΔ 699 Γιαννάκης Πολυκάρπου ν. ELNEDA TRADING LTD, ΠΟΛΙΤΙ ΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9077, 18 Μαΐου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 699

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙ ΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9077

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.

 

Γιαννάκης Πολυκάρπου, από τη Λευκωσία,

Εφεσείων-ε νάγων,

- ν -

ELNEDA TRADING LTD, από τα Λατσιά,

Εφεσίβλητη ς-εναγόμενης.

- - - - - -

18 Μαΐου, 2000.

Για τον εφεσείοντα: κ. Χρ. Κιτρομηλίδης.

Για τον εφεσίβλητο: κ. Κ. Κούσιος και κ. Θ. Κορφιώτης.

- - - - - -

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Α. Κραμβής.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Για να παρέχει η Τράπεζα Κύπρου πιστωτικές και άλλες τραπεζικές διευκολύνσεις στους εφεσίβλητους, ο εφεσείων στις 16.11.1977 κατέθεσε σε ειδικό λογαριασμό ΛΚ20100.00, με τη συμφωνία ότι το ποσό της κατάθεσης και οι τόκοι θα παρέμεναν υπό δέσμευση και με δικαίωμα κατάσχεσής τους από την Τράπεζα σε περίπτωση που οι εφεσίβλητοι αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς την Τράπεζα. Το ποσό της κατάθεσης ήταν προηγουμένως κατατεθειμένο στην Ελληνική Τράπεζα και μεταφέρθηκε στην Τράπεζα Κύπρου από την Ελληνική με πιστωτική σημείωση.

Στις 19.11.1980 η Τράπεζα Κύπρου κατέσχε το ποσό της κατάθεσης που με τους τόκους ανήλθε στις £22948,00 και με το ισόποσο πιστώθηκε ο λογαριασμός των εφεσιβλήτων.

Ο εφεσείων κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων με την οποία απαιτούσε το ποσό των £22848,00 τόκους και έξοδα.

Η αγωγή απορρίφθηκε επειδή ο εφεσείων απέτυχε να τεκμηριώσει την απαίτηση του. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ποσό της απαίτησης είχε εξοφληθεί από τους εφεσίβλητους και ότι οι τελευταίοι δεν όφειλαν κανένα ποσό στον εφεσείοντα. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι το χρέος εξοφλήθηκε,:

(α) με πληρωμές που έγιναν σταδιακά από τους εφεσίβλητους προς τον εφεσείοντα από το 1976 μέχρι το 1979, συμποσούμενες στις ΛΚ 11910,00.

(β) με σταδιακές πληρωμές ύψους £10938,00 που έγιναν μέσω της Τράπεζας Κύπρου με αποκοπές ποσοστού 10% επί των εξαγωγών που πραγματοποίησαν οι εφεσίβλητοι από τον Μάρτιο 1979 μέχρι τον Απρίλιο 1980, ως η μεταξύ των διαδίκων σχετική συμφωνία.

 

Ο εφεσείων, παραδέχεται ότι μεταξύ 31.3.1979 και 30.4.1980 εισέπραξε από τους εφεσίβλητους το δεύτερο κονδύλι των ΛΚ10938,00 διά της αποκοπής ποσοστού 10% επί των εξαγωγών, πρόβαλε όμως ότι η πληρωμή του εν λόγω ποσού δεν σχετιζόταν με το ποσό της απαίτησης. Καθόσον αφορά το πρώτο κονδύλι των ΛΚ 11910,00, ο εφεσείων αρνήθηκε ότι εισέπραξε τούτο από τους εφεσίβλητους.

Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Προβλήθηκαν οκτώ λόγοι έφεσης. Από αυτούς, εγκαταλείφθηκαν ο πρώτος και ο τέταρτος. Οι υπόλοιποι θα συνεξετασθούν.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης διατυπώνεται στο εφετήριο ως εξής:

"Το Δικαστήριο εσφαλμένα και σε πλήρη αντίθεση με την ενώπιον του μαρτυρία ευρήκε ότι οι Εναγόμενοι εξόφλησαν το οφειλόμενο ποσό και άρα απέσεισαν το βάρος από τους ώμους των. Η θέση των Εναγομένων ότι εξόφλησαν εστηρίζετο σε δύο σκέλη. Πρώτον:- ότι επλήρωσαν ποσό εκ Λ.Κ.10,938.70 με την αποκοπήν ποσοστού 10% από κάθε εξαγωγή και Δεύτερον:- διά της πληρωμής προς τον Ενάγοντα ή διά λογαριασμόν του του υπολοίπου ποσού εκ Λ.Κ.11,910.38. Παρ΄ όλο που τέτοιος ισχυρισμός ουδόλως προβάλλεται στην Υπεράσπιση, τόσο το ποσό των Λ.Κ.10,938.70 όσο και το ποσό των Λ.Κ.11,910.38 παρουσιάζονται ως να έχουν πληρωθεί προτού δημιουργηθεί η οφειλή. Επιπρόσθετα το μεγαλύτερο μέρος των ισχυριζόμενων επιταγών δεν έχουν καμία σχέση με τον Ενάγοντα καθ΄ ότι εξεδόθησαν από τους Εναγόμενους και από άλλα πρόσωπα ή εταιρείες προς τρίτους χωρίς να υπάρξει καμία απολύτως σύνδεση με τον Ενάγοντα. Ούτε οι εκδότες έδωσαν μαρτυρίαν περί τούτου ούτε οι δικαιούχοι των επιταγών αυτών."

 

Κατά την ακρόαση της έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντα περιόρισε την έφεση μόνο σε ό,τι αφορά τη διαπίστωση περί πληρωμής του κονδυλίου των ΛΚ11910 και εγκατέλειψε κάθε άλλο ισχυρισμό που αναφέρεται στο πρώτο κονδύλι των ΛΚ10938 που είχε πληρωθεί σταδιακά διά της αποκοπής ποσοστού 10% επί των εξαγωγών.

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε και έλαβε υπόψη μαρτυρία αναφορικά με την πληρωμή του ποσού των ΛΚ11910 χωρίς να υπάρχει προς τούτο η ανάλογη υποστήλωση στην Εκθεση Υπεράσπισης, δεν ευσταθεί. Στην παράγραφο 7 της Εκθεσης Υπεράσπισης οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι "παν οφειλόμενο προς τον ενάγοντα ποσό έχει καταβληθεί". Για την απόδειξη του ισχυρισμού τους οι εφεσίβλητοι όφειλαν να προσκομίσουν μαρτυρία και αυτό έπραξαν. Η Διαταγή 19 κ.4 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει:

"Κάθε δικόγραφο πρέπει να περιλαμβάνει, και να περιλαμβάνει μόνο συνοπτική δήλωση των ουσιωδών γεγονότων πάνω στα οποία το μέρος που τα υποστηρίζει βασίζει την απαίτηση ή την υπεράσπιση του, ανάλογα με την υπόθεση και όχι τη μαρτυρία με την οποία αυτά θα αποδειχθούν."

 

 

 

Η Εκθεση Υπεράσπισης δεν ήταν εγγενώς ελαττωματική εφόσον περιείχε γενικό ισχυρισμό περί ενός ουσιώδους γεγονότος της εξόφλησης. Θα ήταν αποδεκτό, από πλευράς εφεσείοντα, να ζητηθούν λεπτομέρειες. Βλ. Χαρ. Αχ. Δημήτρη κα ν. Paul Beven κα, ΠΕ 9689, ημερ. 29.4.89. Η μαρτυρία που οι εφεσίβλητοι προσκόμισαν, βρισκόταν στα πλαίσια του γενικού ισχυρισμού περί εξόφλησης και πάνω σ΄ αυτή τη μαρτυρία, θεμελιώθηκε η διαπίστωση ότι το πρώτο κονδύλι των ΛΚ11910 πληρώθηκε στον εφεσείοντα με επιταγές. Θεωρούμε πως τα επίδικα θέματα περιορίστηκαν σε εκείνα που προσδιορίζονται στη δικογραφία και ότι δεν επηρεάστηκαν με οποιοδήποτε τρόπο δικαιώματα του εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατόπιν εκτίμησης των στοιχείων που είχε ενώπιόν του, προέβη σε δυο κρίσιμες διαπιστώσεις. Η πρώτη, είναι ότι οι διάδικοι δεν είχαν μεταξύ τους οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή εκτός από αυτή του επίδικου χρέους. Η δεύτερη, αναφέρεται στη συνάντηση των διαδίκων που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία των εφεσιβλήτων στις 30.4.1980 κατά την οποία οι διάδικοι ύστερα από έλεγχο του λογαριασμού τους διαπίστωσαν ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πληρώσει ΛΚ2000 πέρα από το οφειλόμενο επίδικο χρέος, ποσό το οποίο ο εφεσείων επέστρεψε στους εφεσίβλητους με την τραπεζική επιταγή (τεκμ. 31) που εξέδωσε στο όνομα του κ. Φίλιππου Μιχαήλ ο οποίος ενεργούσε εκ μέρους των εφεσιβλήτων.

Για τα διαμειφθέντα στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 30.4.1980, έγινε αποδεκτή η εκδοχή των εφεσιβλήτων. Στην απόφαση γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην αξιόπιστη μαρτυρία της διευθύντριας και γραμματέως των εφεσιβλήτων κας Ελλης Μιχαήλ (ΜΥ2) η οποία ήταν παρούσα και έλαβε μέρος στη συζήτηση. Η μαρτυρία του εφεσείοντα, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση, κρίθηκε ως αναξιόπιστη.

Το Δικαστήριο, ύστερα από τις πιο πάνω διαπιστώσεις επεσήμανε ότι το άθροισμα των δυο κονδυλίων (ΛΚ10938.702 μιλς + ΛΚ11910,938 μιλς) που με διαφορετικούς τρόπους πληρώθηκαν στον εφεσείοντα μέχρι την 30.4.1980 ισούται με το ποσό του επίδικου χρέους, διαπίστωση που θεωρήθηκε πως από μόνη της ήταν αρκετή για να θέσει εκτός συζήτησης την απαίτηση του εφεσείοντα.

Το δεύτερο σκέλος του λόγου έφεσης 2 αναφέρεται στη διαπίστωση ότι οι εφεσίβλητοι πλήρωσαν στον εφεσείοντα το συνολικό ποσό των £11910,38. Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε για να καταδειχθεί το σφάλμα της διαπίστωσης, συνοψίζεται στο πιο κάτω απόσπασμα από το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα.

"Είναι ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι σε διάφορες ημερομηνίες από την 12.3.1976 μέχρι 31.3.1979 επλήρωσαν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των Λ.Κ.11,910.38. Η μαρτυρία η οποία παρουσιάσθη για απόδειξη αυτού του ισχυρισμού είναι αριθμός επιταγών οι οποίες κατ΄ ισχυρισμόν εδόθησαν στον ενάγοντα ή διά λογαριασμό του ενάγοντα. Ολες οι επιταγές αυτές φαίνονται ότι έχουν πληρωθεί πολύ πριν την κατάσχεση του ποσού της εγγύησης η οποία έγινε στις 19.11.1980. Οι πλείστες από αυτές φαίνεται ότι έγιναν ακόμη πολύ πριν την κατάθεση της εγγύησης, ήτοι πριν από την 16.11.1977. Δέκα τέτοιες επιταγές εξεδόθησαν εντός του 1976 αρχίζοντας από την 12.3.1976 και μετά. Είναι αξιοσημείωτο ότι πλείστες επιταγές έχουν εκδοθεί σε άλλα ονόματα, πλην όμως το Δικαστήριο αντικανονικά και κατά παράβαση του δικαίου της απόδειξης εδέχθη προφορική μαρτυρία η οποία ανέτρεπε ουσιαστικά τη γραπτή μαρτυρία, ήτοι τις επιταγές οι οποίες ομιλούσαν αφ΄ εαυτών.

Είναι αδιανόητο και έξω από κάθε λογική να πιστέψει κανείς ότι οι εναγόμενοι άρχισαν το 1976 να πληρώνουν έναντι χρέους και ή οφειλής η οποία κατέστη πληρωτέα την 19.11.1980 ή καλύτερα οφειλής η οποία θα μπορούσε να προκύψει μετά την 16.11.1977 που εδόθη η κατάθεση προς εγγύηση.

Πλείστες επιταγές είχαν εκδοθεί από πρόσωπα και ή εταιρείες άλλες εκτός των εναγομένων και καμία μαρτυρία δεν υπάρχει ούτε εδόθη ότι εκείνες οι πληρωμές εγένοντο διά λογαριασμό των εναγόντων."

 

 

Οπως έχει προλεχθεί, το ποσό που κατατέθηκε στην Τράπεζα Κύπρου είχε μεταφερθεί από την Ελληνική Τράπεζα όπου ήταν κατατεθειμένο ως ασφάλεια της Ελληνικής Τράπεζας για τις διευκολύνσεις που παρείχε στον διευθυντή των εφεσιβλήτων κ. Φ. Μιχαήλ. Οταν ο λογαριασμός του κ. Φ. Μιχαήλ μεταφέρθηκε στην Τράπεζα Κύπρου, το χρέος μεταβιβάστηκε στους εφεσίβλητους. Παράλληλα, μεταφέρθηκε και το ποσό της εγγύησης προς όφελος των εφεσιβλήτων που ανέλαβαν το χρέος του διευθυντή τους.

Η εκδοχή των εφεσιβλήτων όπως αυτή αναδύεται από τη μαρτυρία της κας Μιχαήλ η οποία, καθώς αναφέραμε κρίθηκε αξιόπιστη, ήταν πως με βάση τη συμφωνία του εφεσείοντα και του κ. Φ. Μιχαήλ αρχικά και του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων μετέπειτα, το ποσό της εγγύησης θα πληρωνόταν σταδιακά από τον κ. Μιχαήλ από τότε που κατατέθηκε στην Ελληνική Τράπεζα. και όταν ο λογαριασμός μεταφέρθηκε στην Τράπεζα Κύπρου, οι εφεσίβλητοι θα συνέχιζαν τις πληρωμές. Η συμφωνία διελάμβανε πως οι εφεσίβλητοι θα καθίσταντο δικαιούχοι του εν λόγω ποσού μόλις οι πληρωμές θα έφθαναν το ποσό της εγγύησης. Ετσι, οι πληρωμές με επιταγές που έγιναν σταδιακά από το 1976 μέχρι το 1979 λογίστηκαν ως πληρωμές, πρώτα έναντι του ποσού της κατάθεσης στην Ελληνική Τράπεζα και στη συνέχεια, συνέχισαν να λογίζονται ως πληρωμές έναντι του ιδίου ποσού κατάθεσης όταν αυτή μεταφέρθηκε στην Τράπεζα Κύπρου. Πάνω στην ίδια βάση, έγιναν και οι πληρωμές διά των αποκοπών του 10% επί των εξαγωγών που άρχισαν να γίνονται από τον Μάρτη του 1979 δηλαδή, προτού το ποσό της εγγύησης κατασχεθεί από την Τράπεζα Κύπρου. Οι εν λόγω πληρωμές καταγράφονται λεπτομερώς στο τεκμήριο 9.

Η εκδοχή των εφεσιβλήτων υποστηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα τεκμήρια και κυρίως τις επιταγές που εξέδωσαν οι εφεσίβλητοι και εισέπραξε ο εφεσείων και οι οποίες επιμαρτυρούν πληρωμές έναντι του επίδικου χρέους. Η μαρτυρία της κας Μιχαήλ αναφορικά με το περιεχόμενο και την κατάληξη της συνάντησης των διαδίκων που πραγματοποιήθηκε στις 30.4.80 έρριξε φως στις συναλλαγές και τις δοσοληψίες των διαδίκων. Επρόκειτο για συναλλαγές χωρίς ξεκάθαρο αντικείμενο και δοσοληψίες χωρίς λογιστική τάξη και τεκμηρίωση. Η κα Μιχαήλ παρουσίασε τα γεγονότα με λογική σειρά και αλληλουχία σε αντίθεση με τη μαρτυρία του εφεσείοντα η οποία βρίθει από αόριστους ισχυρισμούς, αναιρέσεις, αντιφάσεις και υπεκφυγές.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι πληρωμές που έγιναν με αποκοπές ποσοστού 10% επί των εξαγωγών άρχισαν προτού κατασχεθεί το ποσό της εγγύησης από την τράπεζα, γεγονός το οποίο συνάδει προς την εκδοχή των εφεσιβλήτων ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε συμφωνία για σταδιακή αποπληρωμή του ποσού που ο εφεσείων κατέθεσε στην τράπεζα ως εγγύηση, με προοπτική να καταστούν οι εφεσίβλητοι δικαιούχοι του εν λόγω ποσού όταν θα εξοφλούσαν τούτο με σταδιακές πληρωμές. Επρόκειτο δηλαδή για ένα ποσό το οποίο είτε θα έπαιρνε η τράπεζα σε περίπτωση που θα ασκούσε τα δικαιώματά της με βάση τη συμφωνία εγγύησης, οπότε οι εφεσίβλητοι θα εξακολουθούσαν να ήταν υπόλογοι έναντι του εφεσείοντα για την εξόφληση του ή θα καθίσταντο οι εφεσίβλητοι δικαιούχοι του ποσού τούτου όταν και εφόσον θα το εξοφλούσαν με σταδιακές πληρωμές προς τον εφεσείοντα ως η μεταξύ τους συμφωνία.

Οι λόγοι έφεσης ουσιαστικά στρέφονται εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Οι αρχές οι οποίες διέπουν την προσέγγιση του Εφετείου σε υποθέσεις στις οποίες οι λόγοι έφεσης προσβάλλουν ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνοψίζονται στο ότι η ευθύνη για τη διαπίστωση και τον προσδιορισμό των γεγονότων ενόψει συγκρουόμενων εκδοχών ανήκει κατ΄ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει το πλεονέκτημα να ακούει και να παρακολουθεί τους μάρτυρες και να εκτιμά την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης. Το Εφετείο επεμβαίνει προς ανατροπή ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι τα ευρήματα είναι αυθαίρετα ή παράλογα ή βρίσκονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Βλ. Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δημητράκη Ευγενίου (1989) 1 (Ε) ΑΑΔ 691.

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας. Με σαφήνεια διατυπώνονται στην απόφαση οι λόγοι για τους οποίους η μαρτυρία του εφεσείοντα κρίθηκε ως αναξιόπιστη ενώ από την άλλη εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους έγινε αποδεκτή η εκδοχή των εφεσιβλήτων. Τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε ως αξιόπιστη και δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε μεμπτότητα που να δικαιολογεί τη δική μας επέμβαση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο