Οικονόμου Αρχιτέκτονες Μηχανικοί, Λευκωσία κ.α. ν. Ανδρούλας Δημητρίου (2000) 1 ΑΑΔ 853 Οικονόμου Αρχιτέκτονες Μηχανικοί, Λευκωσία κ.α. ν. Ανδρούλας Δημητρίου, ΥΠΟΜΝΗΜΑ 334, 29 Μαΐου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 853

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ 334

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.

ΜΕΤΑΞΥ:

1. Οικονόμου Αρχιτέκτονες & Μηχανικοί, Λευκωσία,

2. Σταύρος Οικονόμου, Λευκωσία,

3. Νικόλας Οικονόμου, Λευκωσία,

Εφεσείοντες,

- και -

Ανδρούλας Δημητρίου, από τη Λευκωσία,

Εφεσίβλητης.

- - - - - -

29 Μαΐου, 2000.

Για τους εφεσείοντες: κ. Γ. Παπαθεοδώρου.

Για την εφεσίβλητη: κ. Α. Χ"Σέργης.

Για το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού: κα Στ. Χούρρη.

- - - - - -

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Α. Κραμβής.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι αρχιτέκτονες. Η εφεσίβλητη προσελήφθη στην υπηρεσία τους την 1.1.1980 ως σχεδιάστρια αρχιτεκτονικού σχεδίου. Εργάστηκε συνεχώς μέχρι το Φεβράρη 1996. Στις 10.2.1996 οι εφεσείοντες τερμάτισαν τις υπηρεσίες της. Κατέβαλαν στην εφεσίβλητη μισθούς δύο μηνών που αντιπροσώπευαν την πληρωμή αντί προειδοποίησης και την απέλυσαν. Σύμφωνα με την επιστολή που της επέδοσαν, ο τερματισμός των υπηρεσιών της οφειλόταν στον περιορισμό του όγκου των εργασιών.

Η εφεσίβλητη με αίτηση που καταχώρησε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, διεκδίκησε από τους εφεσείοντες εργοδότες της, αποζημιώσεις για αδικαιολόγητο και παράνομο τερματισμό της απασχόλησής της σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67, όπως τροποποιήθηκε.

Το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού κλήθηκε και έλαβε μέρος στη διαδικασία ως Αναγκαίος Διάδικος σύμφωνα με τη δικονομική πρακτική που επεκράτησε, αφού στους Γενικούς Λόγους Απαίτησης των εφεσειόντων, προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι η αιτήτρια απελύθη λόγω πλεονασμού.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της εφεσίβλητης ήταν αδικαιολόγητος και παράνομος. Κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες, που είχαν το βάρος απόδειξης σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Νόμου, απέτυχαν να αποδείξουν ότι ο τερματισμός της εργοδότησης οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού, σύμφωνα με το άρθρο 5(β) του Νόμου. Το Δικαστήριο, ενασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει η παράγραφος 4 του Πρώτου Πίνακος του Νόμου και αφού έλαβε υπόψη όλες τις προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης ήτοι, "την σχετική μακρόχρονη υπηρεσία της, την ηλικία της κατά το χρόνο της απόλυσης, την ουσιαστική απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας καθώς και τις συνθήκες απόλυσής της" επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης αποζημιώσεις, αντίστοιχες του ύψους των απολαβών της για 78 εβδομάδες. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εφεσίβλητη σύμφωνα με τον τέταρτο Πίνακα του Νόμου, εάν κηρυσσόταν ως πλεονάζουσα και με βάση τα 16 έτη υπηρεσίας της, θα εδικαιούτο πληρωμής από το Ταμείο, ποσού ίσου με τις απολαβές 41,5 εβδομάδων.

Η εφεσίβλητη, την ημέρα που απολύθηκε, ήταν 44 ετών και ο τελευταίος εβδομαδιαίος μισθός της ήταν £135,27 συμπεριλαμβανομένου και του 13ου μισθού. Οι αποζημιώσεις υπολογίστηκαν στις £10.551,06. Σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του Νόμου οι απολαβές ενός έτους που ανέρχονται στις £7034,04 θα καταβληθούν στην εφεσίβλητη από τους εφεσείοντες, το δε υπόλοιπο εκ £3517,02 θα καταβληθεί στην εφεσίβλητη από το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό. Το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση £350 έξοδα.

Παραπέμφθηκαν υπό μορφή υπομνήματος τέσσερα ερωτήματα, χαρακτηριζόμενα ως νομικά, με βάση τα οποία προσβάλλεται με έφεση η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Τα προς απάντηση Ερωτήματα είναι τα ακόλουθα:

1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση του συνόλου της δοθείσης ενώπιόν του μαρτυρίας ή του μέρους της μαρτυρίας των καθ΄ ων η αίτηση η οποία δεν αμφισβητήθηκε ή η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη υπό της αιτήτριας, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν απέσεισαν το βάρος της απόδειξης ότι η απόλυση της αιτήτριας οφείλετο σε μείωση του όγκου των εργασιών τους ήτοι σε πλεονασμό.

2. Καμιά μαρτυρία δεν ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου εκ μέρους της αιτήτριας η οποία θα μπορούσε νομικά να στηρίξει τη γενική και αόριστη θέση της ότι όλα τα χρόνια οι εργασίες των καθ΄ ων η αίτηση ήσαν σταθερές.

3. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει ή να μη χρησιμοποιήσει ή να μη λάβει υπόψη του τη διαφοροποίηση - μείωση του όγκου εργασίας, την έλλειψη νέων εντολών - παραγγελιών για νέες εργασίες των καθ΄ ων η αίτηση κατά την επίδικη περίοδο αλλά η απόφασή του να λάβει υπόψη μόνο τις εισπράξεις των καθ΄΄ ων η αίτηση, είναι λανθασμένη και αντίθετη με τις πρόνοιες του άρθρου 18(γ)(ν) και (νιι) του περί Τερματισμού απασχολήσεως Νόμου 1967, Ν. 24/67.

4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεφάσισε ή δεν εξέτασε ή παρεγνώρισε και παρεβίασε το νόμιμο δικαίωμα των καθ΄ ων η αίτηση όπως αποφασίσουν περί τους μεγέθους της εις την επιχείρηση τους εργατικής δύναμης κατά ρητή παράβαση του άρθρου 23 του περί Τερματισμού Απασχολήσεων Νόμου, 1967 - 24/1967.

Οι νομοθετικές πρόνοιες οι οποίες ρυθμίζουν την έφεση με υπόμνημα περιέχονται στο άρθρο 13(β)(ιι) του περί Ετησίων Αδειών Μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67 όπως τροποποιήθηκε και στον Κανονισμό 17 των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του Νόμου 5/73.

Η νομολογία μας επιβεβαιώνει ότι με την έφεση δι΄ υπομνήματος το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει μόνο λόγους συνεπαγόμενους νομικά σημεία. Βλ. Christofides v. Redundant Employers Fund (1978) 1 CLR 208, Αντωνάκης Λοϊζου ν. STYLSON ENGINEERING CO LTD, Υπόμνημα αρ. 323, ημερ. 12.11.1998 και Υπόμνημα αρ. 329, ημερ. 24.11.1999.

Η έφεση δι΄ υπομνήματος, ως είναι η παρούσα, διακρίνεται από τη συνήθη έφεση όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ενεργώντας ως Εφετείο δεν δεσμεύεται από διαπιστώσεις επί γεγονότων στις οποίες έχει προβεί το πρωτόδικο δικαστήριο και οι οποίες μπορούν να αμφισβητηθούν κατά την έφεση. Στην έφεση δι΄ υπομνήματος (by way of case stated) οι διαπιστώσεις επί γεγονότων δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση.

Στην Alouet Clothing Manufactures Ltd v. Athanasiou (1988) 1 CLR 626 ειπώθηκαν τα εξής:

"Learned counsel for the appellants must have confused the concepts of an appeal by way of case stated with an ordinary appeal where the Supreme Court, sitting as appellate Court, is not bound by any findings of fact made by the trial court, and which therefore, may be challenged before it by the appellant (see section 25(3) of the Courts of Justice Law No. 14 of 1960 as amended), albeit with little chance of success unless unwarranted by the evidence adduced. If the appeal is by way of case stated findings of fact are not the subject of review."

 

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αναφέρεται στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι καθ΄ ων η αίτηση-εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης ότι η απόλυση της αιτήτριας-εφεσίβλητης οφειλόταν σε πλεονασμό λόγω μείωσης του όγκου εργασιών. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το εν προκειμένω συμπέρασμα του Δικαστηρίου οφείλεται σε λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας.

Το ζήτημα θα ήταν νομικό αν τα διαπιστωθέντα από το Δικαστήριο γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η εκτίμηση περί της αποτυχίας των εφεσειόντων να αποσείσουν το νομικό βάρος απόδειξης και κατ΄ επέκταση το τελικό συμπέρασμα, παρέμεναν, από πλευράς εφεσειόντων αδιαμφισβήτητα. Αν ήταν αυτή η περίπτωση, η εξέταση θα είχε ως αντικείμενο τον έλεγχο της ορθότητας της εκτίμησης του Δικαστηρίου στη βάση των αδιαμφισβήτητων πραγματικών γεγονότων. Ομως τα γεγονότα, όπως έχουν διαπιστωθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αμφισβητούνται από τους ίδιους τους εφεσείοντες και η αμφισβήτηση περιλαμβάνει την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας στην οποία προέβη το Δικαστήριο.

Οπως έχει ήδη ειπωθεί, οι διαπιστώσεις του δικάσαντος Δικαστηρίου επί γεγονότων δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση με έφεση δι΄ υπομνήματος και συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης ο οποίος εμπεριέχει αμφισβήτηση των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου επί των πραγματικών γεγονότων δεν συνεπάγεται νομικό ερώτημα.

Προδήλως, ούτε ο αναφερόμενος στο υπόμνημα δεύτερος λόγος έφεσης συνεπάγεται νομικό σημείο εφόσον η εξέταση του εγειρόμενου ζητήματος εξυπακούει έλεγχο της μαρτυρίας σε συνάρτηση προς τα ευρήματα γεγονότων στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Καθόσον αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης, παρατηρούμε πως δεν είχε προταθεί πρωτόδικα, και ούτε λογικά, μπορούσε να προταθεί, ως εκ της φύσεως των εργασιών των εφεσειόντων, σαν λόγος πλεονασμού "η έλλειψη παραγγελιών ή πρώτων υλών", συνθήκες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 18(γ)(ν) του Νόμου και συνεπώς δεν παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης ενός τέτοιου λόγου που προβάλλεται για πρώτη φορά κατά την έφεση.

Το δικαίωμα του εργοδότη να αποφασίζει περί του μεγέθους της εργατικής δύναμης της επιχείρησής του δεν είναι απόλυτο. Εξετάζεται σε συνάρτηση, μεταξύ άλλων, και με τις πρόνοιες του άρθρου 5(β) του Νόμου που αναφέρονται στις συνθήκες πλεονασμού, η απόδειξη των οποίων παρέχει στον εργοδότη την ευχέρεια τερματισμού της εργοδότησης προσωπικού. Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο αφού στάθμισε τα γεγονότα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες τερμάτισαν τις υπηρεσίες της εφεσίβλητης όχι υπό συνθήκες πλεονασμού αλλά αυθαίρετα. Τα γεγονότα υποστηρίζουν την κατάληξη και συνεπώς ούτε ο τέταρτος λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο