PERPETTI SPA ν. Lounic Confectionery Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 960 PERPETTI S.P.A. ν. Lounic Confectionery Ltd, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10262, 21 Ιουνίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 960

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10262

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.

 

PERPETTI S.P.A. από την Ιταλία,

Εφεσείοντε ς-ενάγοντες,

- ν -

 

Lounic Confectionery Ltd,

Εφεσιβλήτω ν-εναγομένων.

- - - - - -

21 Ιουνίου, 2000.

Για τους εφεσείοντες: κ. Σταυρινός.

Για τους εφεσίβλητους: κ. Μ. Ηλιάδης.

- - - - - -

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Α. Κραμβής.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι κατασκευαστές προϊόντων στην Ιταλία. Οι εφεσίβλητοι ήταν εισαγωγείς προϊόντων των εφεσειόντων τα οποία διέθεταν στην κυπριακή αγορά μέχρι το 1993. Από το 1994 και μετά, τα προϊόντα των εφεσειόντων εισάγονται στην Κύπρο και διατίθενται στο εμπόριο από την INEXPO LTD.

Μεταξύ άλλων ειδών των εφεσειόντων που διατίθενται στην κυπριακή αγορά είναι οι τσιχλόφουσκες BIG BABOL. Οι εν λόγω τσιχλόφουσκες καλύπτονται από το εγγεγραμμένο στην Κύπρο εμπορικό σήμα BIG BABOL των εφεσειόντων (αρ. εγγραφής 37763, ημερ. 11.1.1993).

Στις 14.4.1998 οι εφεσείοντες κίνησαν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων με την οποία ζητούν θεραπείες και αποζημιώσεις στη βάση ισχυρισμών ότι οι εφεσίβλητοι παραβιάζουν (infringe) το εμπορικό σήμα BIG BABOL και ότι κατασκευάζουν και πωλούν στην Κύπρο τσιχλόφουσκες όπως οι BIG BABOL με το όνομα Babble up σε συσκευασίες που προσομοιάζουν με τις συσκευασίες των BIG BABOL, εμφανίζοντας έτσι κατά τρόπο παραπλανητικό τα προϊόντα τους ως τα προϊόντα των εφεσειόντων.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κατόπιν ex parte αίτησης των εφεσειόντων εξέδωσε παρεμπίπτον διάταγμα απαγορεύον στους εφεσίβλητους να κατασκευάζουν, πωλούν, εμπορεύονται κλπ προϊόντα περιλαμβανομένων και τσιχλόφουσκων με το όνομα Babble up κλπ.

Οι εφεσίβλητοι τάχθηκαν εναντίον της διατήρησης της ισχύος του παρεμπίπτοντος διατάγματος και καταχώρησαν ένσταση. Στην ένσταση ήγειραν ζήτημα κύρους της ένορκης δήλωσης του κ. Καλαβανά η οποία συνόδευε τη μονομερή αίτηση των εφεσειόντων στη βάση της οποίας εκδόθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι ότι κατά την έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν υπήρχε έγκυρο πραγματικό υπόβαθρο επειδή η ένορκος δήλωση του κ. Καλαβανά που συνόδευε την ex parte αίτηση έγινε στις 13.4.1998 ενώ η αγωγή καταχωρήθηκε την επομένη 14.4.1998.

Κατά την έναρξη της ακρόασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο ζητήθηκε από πλευράς εφεσειόντων όπως το Δικαστήριο επιτρέψει να επανορκιστεί ο μάρτυρας και καταθέσει νέα ένορκη δήλωση. Το αίτημα συνάντησε την ένσταση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων ο οποίος αγόρευσε με συντομία επί του θέματος.

Ας σημειωθεί ότι ο δικηγόρος των εφεσειόντων εκτός από την απλή υποβολή του αιτήματος για παραχώρηση άδειας προς επανόρκιση του κ. Καλαβανά και κατάθεση νέας ένορκης δήλωσης δεν ανέφερε ο,τιδήποτε άλλο επί του θέματος.

Η πρωτόδικος δικαστής έκρινε αδικαιολόγητο το αίτημα και το απέρριψε. Η εν προκειμένω ενδιάμεση απόφαση κανονικά θα έπρεπε να είχε θέσει τέρμα στη διαδικασία εφόσον, όπως αργότερα θα διαφανεί από την απόφασή μας, η προχρονολογημένη ένορκη δήλωση δεν μπορούσε να αποτελεί πλέον στοιχείο μαρτυρίας και συνεπώς δεν υπήρχε το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο για εξέταση της αίτησης.

Παρά ταύτα, ο δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε άδεια για προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας. Η άδεια δόθηκε και κατέθεσαν δύο μάρτυρες για τους εφεσείοντες, ο ένας από τους οποίους ήταν ο κ. Καλαβανάς. Αδεια για προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας δόθηκε και στους εφεσίβλητους.

Η πρωτόδικος δικαστής με αναφορά στη νομολογία και τις αυθεντίες που διέπουν το θέμα αποφάσισε ότι η προχρονολογημένη ένορκη δήλωση του κ. Καλαβανά δεν αποτελούσε στοιχείο μαρτυρίας που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος και συνεπώς το διάταγμα εκδόθηκε χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο.

Στην απόφαση γίνεται επίσης αναφορά στην απόρριψη του αιτήματος των εφεσειόντων για επανόρκιση του κ. Καλαβανά και κατάθεση νέας ένορκης δήλωσης προς άρση του ελαττώματος της προχρονολογημένης ένορκης δήλωσης. Αυτό έγινε για να δοθεί προφανώς περαιτέρω αιτιολογία εκείνης της ενδιάμεσης απόφασης. Συναφώς αναφέρεται ότι η ανάληψη υποχρέωσης για επανόρκιση και κατάθεση νέας ένορκης δήλωσης έπρεπε να είχε ζητηθεί κατά το χρόνο έκδοσης του παρεμπίπτοντος διατάγματος που ήταν ο ουσιώδης χρόνος και όχι εκ των υστέρων Green v. Prior (1866) W.N. 50.

Ενόψει των πιο πάνω η δικαστής αποφάσισε πως εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατη πλέον η εξέταση της ουσίας της αίτησης. Η αίτηση απορρίφθηκε και αυτό επέφερε την άρση της ισχύος του παρεμπίπτοντος διατάγματος.

Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Το παράπονο των εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ή και ερμήνευσε λανθασμένα τη νομολογία για να καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι είναι άκυρη η διαδικασία. Λέγουν επίσης ότι εσφαλμένα δεν έγινε αποδεκτό αίτημα για επανόρκιση του κ. Καλαβανά και ότι το Δικαστήριο μπορούσε αυτεπάγγελτα να διορθώσει το τυπικό σφάλμα της προγενέστερης ημερομηνίας και να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της αίτησης. Τέλος, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα ακύρωσε για τυπικό λόγο το ανασταλτικό διάταγμα και λανθασμένα επίσης επιβάρυνε τους εφεσείοντες με έξοδα.

Οι αυθεντίες συγκλίνουν στο ότι το Δικαστήριο διατηρεί δυνατότητα έκδοσης παρεμπίπτοντος διατάγματος στη βάση μαρτυρίας η οποία περιέχεται σε ένορκη δήλωση που έγινε πριν από την καταχώρηση της αγωγής μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Εφόσον διαπιστωθεί ότι η περίπτωση είναι εξαιρετική το Δικαστήριο απαιτεί επανόρκιση του ενόρκως δηλώσαντα και καταχώρηση της ένορκης δήλωσης μετά την επανόρκιση. Ζητείται επίσης από τον ενάγοντα να αναλάβει ευθύνη ότι θα πραγματοποιηθούν αυτά που ζητά το Δικαστήριο προκειμένου το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος.

Στους Halsbury's Laws of England, 4η έκδ., τόμος 24 αναφέρονται τα εξής:

"Τhe affidavit should not, as a rule, be sworn until after the issue of writ, but in exceptional cases the court may grant an interim order even though the affidavit was sworn before the issue of the writ. In such cases the Court now requires the affidavit to be resworn and filed and the plaintinff is required to give an undertaking to have this done."

 

 

 

Η παραπάνω προσέγγιση φαίνεται ότι έχει επιδοκιμασθεί και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου. Βλ. Re Stavros Hotel Appartments Ltd & Others (1994) 1 ΑΑΔ 836 και Re ΒΑΒΕΛ ΜΠΟΥΤΙΚ ΛΤΔ (1995) 1 ΑΑΔ 947.

Στην Re ΒΑΒΕΛ ΜΠΟΥΤΙΚ ΛΤΔ (1995) 1 ΑΑΔ 947 ο Δικαστής Νικήτας τόνισε ότι η ένορκη δήλωση που προηγείται χρονικά της καταχώρησης της αγωγής δεν μπορεί να αποτελέσει το πραγματικό υπόβαθρο για τη χορήγηση της θεραπείας που ζητείται γιατί το περιεχόμενό της συναρτάται με ανύπαρκτη αγωγή. Είναι όμως δυνατή η λήψη υπόψη τέτοιας μαρτυρίας εφόσον ακολουθήσει ο απαραίτητος συσχετισμός της με την αγωγή και η ενσωμάτωση του περιεχομένου στα δεδομένα της.

Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο εξέδωσε το παρεμπίπτον διάταγμα χωρίς να γίνει οποιαδήποτε αναφορά στο γεγονός ότι η ένορκη δήλωση προηγείτο χρονικά της αγωγής. Προφανώς οι ημερομηνίες πέρασαν απαρατήρητες από το Δικαστήριο. Οι εφεσείοντες-αιτητές είχαν καθήκον να επισημάνουν το γεγονός και αν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν παρέκκλιση από τον κανόνα όφειλαν να τις εκθέσουν έτσι ώστε το Δικαστήριο να είχε τη δυνατότητα να τροχιοδρομήσει τη διαδικασία στην ορθή της πορεία σύμφωνα με τις αυθεντίες που διέπουν το θέμα. Βλ. Halsbury's Laws of England (ανωτέρω).

Η έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος έγινε στη βάση ένορκης δήλωσης η οποία κατά τα προλεχθέντα δεν αποτελούσε το πραγματικό υπόβαθρο για τη χορήγηση των θεραπειών που είχαν ζητηθεί.

Το εκδοθέν, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις παρεμπίπτον διάταγμα, ήταν άκυρο από της εκδόσεώς του. Το αίτημα που υποβλήθηκε εκ των υστέρων για επανόρκιση του κ. Καλαβανά δεν μπορούσε να θεραπεύσει την ακυρότητα. Αν η διαπίστωση περί ακυρότητας του διατάγματος γινόταν έγκαιρα, το θέμα θα τελείωνε στο στάδιο που ηγέρθη. Εσφαλμένα λοιπόν το Δικαστήριο επέτρεψε προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας χωρίς να υπήρχαν οι προϋποθέσεις που σύμφωνα με τη νομολογία απαιτούνται για ένα τέτοιο διάβημα. Βλ. Louis Vuitton v. Δέρμοσακ & Αλλων (1992) 1 ΑΑΔ 453.

Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Δ.

Δ.

Δ.

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο