Κυριάκου Παύλου ν. Ανδρέα Παπακυπριανού (2000) 1 ΑΑΔ 974 Κυριάκου Παύλου ν. Ανδρέα Παπακυπριανού, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10527., 26 Ιουνίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 974

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10527.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Κυριάκου Παύλου,

Εφεσείοντα

και

Ανδρέα Παπακυπριανού,

Εφεσίβλητου.

__________________

26 Ιουνίου, 2000.

Για τον εφεσείοντα: Στ. Ερωτοκρίτου (κα.).

Για τον εφεσίβλητο: Α. Σαλαχώρης.

__________________

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα αντιδικία πηγάζει από τροχαίο ατύχημα που συνέβη στο νέο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού πλησίον της συμβολής του με πάροδο που οδηγεί στον Κοτσιάτη.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του στην αριστερή λωρίδα του δρόμου με κατεύθυνση τη Λευκωσία και ο εφεσίβλητος στη δεξιά λωρίδα προς την ίδια κατεύθυνση. Αποτελεί, επίσης, κοινό έδαφος ότι ενώ ο εφεσίβλητος προσπερνούσε τον εφεσείοντα ο τελευταίος αιφνιδίως έστριψε το αυτοκίνητο του προς τα δεξιά και ο εφεσίβλητος στην προσπάθεια του να αποφύγει τη σύγκρουση οδήγησε δεξιότερα και στη συνέχεια κτύπησε σε διαχωριστική νησίδα η οποία χώριζε τις δύο κατευθύνσεις του δρόμου, ανέβηκε σε αυτή και ακολούθως προσέκρουσε σε γεφύρι και ακινητοποιήθηκε.

Ο αυτοκινητόδρομος στο σημείο του ατυχήματος έχει 4 λωρίδες, 2 προς Λευκωσία και 2 προς Λεμεσό. ΄Ηταν ελεύθερες, αλλά στην πορεία προς Λευκωσία που ήταν η κατεύθυνση αμφοτέρων των οχημάτων, κατά μήκος της άκρης της αριστερής λωρίδας είχαν τοποθετηθεί φωσφορούχοι κώνοι, οι οποίοι διαχώριζαν την αριστερή λωρίδα από οδικά έργα που γίνονταν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επιπρόσθετα, 210 μέτρα πριν την πάροδο είχε τοποθετηθεί σήμα τροχαίας, σε τρίποδα, το οποίο δείκνυε ότι απαγορευόταν το προσπέρασμα.

΄Ηταν ο βασικός ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο λόγος που τον έκαμε να οδηγήσει προς τα δεξιά ήταν η εμφάνιση στον κύριο δρόμο άγνωστου αυτοκινήτου που ερχόταν από την πάροδο Κοτσιάτη. Το άγνωστο αυτοκίνητο δεν σταμάτησε στον κύριο δρόμο αλλά εισήλθε στη λωρίδα του εφεσείοντα με αποτέλεσμα να τον θέσει σε κίνδυνο σύγκρουσης και να τον αναγκάσει να αντιδράσει με το να οδηγήσει δεξιότερα το αυτοκίνητο του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας δέχθηκε τον πιο πάνω ισχυρισμό του εφεσείοντα για την ύπαρξη του άγνωστου οχήματος στην πάροδο Κοτσιάτη. Δέχθηκε επίσης ότι το άγνωστο όχημα εισήλθε μερικώς (1-2 πόδια) στον κύριο δρόμο “δηλαδή στη λωρίδα του εφεσείοντα”.

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστηρίο κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα:

Κατά τον ουσιώδη χρόνο οι δύο οδηγοί οδηγούσαν τα αντίστοιχα οχήματά τους στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Λευκωσίας με κατεύθυνση προς Λευκωσία. Κοντά στην πάροδο προς Κοτσιάτη ο ενάγοντας (εφεσίβλητος) επιχείρησε να προσπεράσει το όχημα του εναγομένου (εφεσείοντα). Ενώ το όχημα του ήταν στη διαδικασία του προσπεράσματος, δηλαδή το μπροστινό μέρος του οχήματος του ήταν δίπλα δεξιά από το πισινό μέρος του οχήματος του εναγομένου (εφεσείοντα), ο τελευταίος έκαμε ξαφνικό ελιγμό προς τα δεξιά και εισήλθε περί τα 90-100 εκ. στη δεξιά λωρίδα αποκόπτοντας έτσι την πορεία του οχήματος του ενάγοντα (εφεσίβλητου).

Ο λόγος για την ξαφνική αυτή ενέργεια του εναγομένου (εφεσείοντα) ήταν ότι το άγνωστο όχημα το οποίο κατευθυνόταν από την πάροδο Κοτσιάτη προς τον αυτοκινητόδρομο είχε εισέλθει περί τα 1-2 πόδια στη δική του λωρίδα.

Ο ενάγοντας (εφεσίβλητος) προ της απρόοπτης αυτής εξέλιξης και στην προσπάθεια του να αποφύγει τη σύγκρουση με το όχημα του εναγομένου (εφεσείοντα) εισήλθε στην τρίτη λωρίδα η οποία υπήρχε λόγω της διασταύρωσης και ανέπτυξε ταχύτητα για να ξαναπάρει την κανονική του πορεία. Προβαίνοντας όμως στην ενέργεια αυτή λόγω της ύπαρξης αμμοχάλικων στο οδόστρωμα “το αυτοκίνητο του τον ‘έσυρε’ με αποτέλεσμα, παρά την προσπάθεια του να ακινητοποιήσει το όχημα του, να επιπέσει σε παρακείμενο γεφύρι και λάκκο”.

Ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και οι δύο οδηγοί φέρουν ευθύνη για το ατύχημα. Για την κατάληξη του αυτή το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι και οι δύο οδηγοί παρέβησαν θέσμια καθήκοντα τους. ΄Εθεσε το θέμα ως εξής:

“Πλησιάζοντας τη διασταύρωση είχαν καθήκον να ελαττώσουν ταχύτητα σε ασφαλές όριο και επιπρόσθετα ο ενάγοντας (εφεσίβλητος) είχε καθήκον να μην επιχειρήσει να προσπεράσει άλλο όχημα και λόγω της ύπαρξης της διασταύρωσης και λόγω της απαγορευτικής πινακίδας - η οποία απαγόρευε το προσπέρασμα (βλ. Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμοί του 1984, Καν. 58(ια) (ιγ) (ιε) και (κγ)).

.................................. .................................................. ..........

Φυσικά η παράβαση θέσμιου καθήκοντος αυτή καθ΄ εαυτή δεν συνιστά κατ΄ ανάγκη αμέλεια (βλ. Φλωρέντζου ν. Χριστοδούλου (1988) 1 Α.Α.Δ. 791), όμως στην παρούσα περίπτωση τη θεωρώ ως ένδειξη αμέλειας αμφοτέρων των οδηγών αφού σε συνδυασμό με την καλή ορατότητα που είχαν προς την πάροδο και τη δυνατότητα εμφάνισης κινδύνου όφειλαν να ελαττώσουν ταχύτητα σε βαθμό που να τους επέτρεπε να αντιμετωπίσουν οιοδήποτε ορατό κίνδυνο, ο δε ενάγοντας (εφεσίβλητος) είχε το επιπρόσθετο βάρος μέσα στα πλαίσια των συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή να μην επιχειρήσει να προσπεράσει.

΄Ολες οι πιο πάνω ενέργειες και παραλείψεις αμφοτέρων των οδηγών σε συνδυασμό με το τι θα αναφερθεί πιο κάτω, συνέβαλαν σε κάποιο βαθμό στην πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος. Στην υπόθεση Παρασκευαΐδης ν. Συμεωνίδης και Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 560 αναφέρθηκε ότι θα πρέπει να αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης νόμιμου καθήκοντος και της προκληθείσας ζημιάς. Πιστεύω ότι κάτι τέτοιο έχει αποδειχθεί στην παρούσα περίπτωση αφού εάν η ταχύτητα και των δύο οδηγών μειωνόταν σε ασφαλές όριο θα ήταν πιο έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν τη στιγμή του δυστυχήματος.

 

.................................. .................................................. ............

Δέουσα Παρατηρητικότητα

Κάθε οδηγός έχει καθήκον να ασκεί δέουσα παρατηρητικότητα (proper lookout) σε κάθε στιγμή και προς οιαδήποτε κατεύθυνση. Χαρακτηριστικό είναι το κλασικό πλέον απόσπασμα στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Κατσούρης (1975) 1 Α.Α.Δ. 188, 192.

Από την ενώπιον μου μαρτυρία ευρίσκω ότι αμφότεροι οι οδηγοί, αλλά περισσότερο ο εναγόμενος (εφεσείων) δεν ασκούσαν τη δέουσα παρατηρητικότητα. Οδηγούσαν σε δρόμο πλατύ με αρκετή ορατότητα προς όλες τις κατευθύνσεις και παρόλα αυτά ο μεν ενάγοντας (εφεσίβλητος), σύμφωνα με τη δική του εκδοχή οδήγησε το όχημα του σε τέτοια θέση που να μην μπορεί να δει και να ελέγξει την τροχαία κίνηση εντός της παρόδου Κοτσιάτη, ο δε εναγόμενος (εφεσείων) έχει διαφανεί ότι την κρίσιμη στιγμή δεν είχε αντιληφθεί καθόλου το όχημα του ενάγονα (εφεσίβλητου) και το αντιλήφθηκε μόνο κατά τη στιγμή που ο ίδιος έκανε απότομο ελιγμό προς τα δεξιά. Επιπρόσθετα ο εναγόμενος (εφεσείων) δεν φαίνεται να είχε δέουσα και συνεχή παρατηρητικότητα εντός της παρόδου Κοτσιάτη στην οποία είχε μεν αντιληφθεί ότι κινούντο οχήματα με κατεύθυνση προς τον κύριο δρόμο, αλλά καθυστέρησε να αντιληφθεί επακριβώς την οδική συμπεριφορά του αγνώστου οχήματος.

Λαμβάνοντας υπόψη τα οχήματα αυτά και το γεγονός ότι τα όρια του κυρίου δρόμου και η συμβολή του με την πάροδο δεν εμφαίνονται επακριβώς αφού δεν υπήρχε Αλτ, εάν ο εναγόμενος (εφεσείων) ασκούσε τη δέουσα παρατηρητικότητα και ήταν προσεκτικός, δεν θα χρειαζόταν να κάμει την ξαφνική ενέργεια και τον απότομο ελιγμό που τον έφερε 4.3 μέτρα απόσταση από την αριστερή άκρη του δρόμου τη στιγμή που το άγνωστο όχημα δεν του είχε αποκόψει πλήρως την πορεία του αλλά είχε εισέλθει περί τα 0.6 μέτρα στη δική του λωρίδα και ενώ το όχημα του είχε πλάτος μόνο 1.60 - 1.70 μέτρα.

Δεν μου διαφεύγει της προσοχής το πόσο ξαφνικά επεσυνέβησαν όλα αυτά και ότι η εξέταση από το Δικαστήριο, όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω πρέπει να είναι μακροσκοπική και όχι μικροσκοπική, αλλά και πάλι καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η αντίδραση του εναγόμενου (εφεσείοντα) στην ενέργεια του αγνώστου οχήματος ήταν υπερβολική υπό τις περιστάσεις.”

Τέλος το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος φέρει διπλάσια ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος. Καταμέρισε τα 2/3 της ευθύνης στον εφεσίβλητο και το 1/3 στον εφεσείοντα. ΄Εκρινε ότι ο ενάγοντας (εφεσίβλητος) βαρύνεται με περισσότερη ευθύνη από τον εναγόμενο (εφεσείοντα) για το λόγο ότι εκτός της υπερβολικής, υπό τις περιστάσεις ταχύτητας του, επιχείρησε να προσπεράσει το όχημα του εναγομένου (εφεσείοντα) και γενικά προέβη σε ενέργειες επικίνδυνες οι οποίες συνέβαλαν σε μεγαλύτερο βαθμό στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος.

Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση, η οποία ασκήθηκε από τον εναγόμενο, ο τελευταίος αμφισβητεί την ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου με το οποίο κρίθηκε ότι είχε ευθύνη για το ατύχημα. Υπέβαλε ότι ήταν εσφαλμένο γιατί δεν δικαιολογείται από τα ευρήματα στα οποία κατέληξε.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα, κα. Ερωτοκρίτου, ανέφερε ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, η οποία έγινε πιστευτή, ο τελευταίος πρόσεξε το άγνωστο αυτοκίνητο να εισέρχεται στο δρόμο και να του αποκόπτει την πορεία του από απόσταση 8-10 μ.. Κάτω από αυτές τις συνθήκες - υπέβαλε η κα. Ερωτοκρίτου - ο εφεσείων ενεργούσε υπό το κράτος της αγωνίας της στιγμής.

Εσφαλμένο ήταν, σύμφωνα με την κα. Ερωτοκρίτου, και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου που αφορούσε την ταχύτητα των δύο οδηγών, η οποία όπως φαίνεται από τα πρακτικά (βλ. σελ. 22 και 36) ήταν γύρω στα 55-60 μ.α.ω. Ο όρος ασφαλές όριο, που χρησιμοποίησε το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι “αόριστος” έτσι ώστε εάν ο εφεσείων έπρεπε να οδηγεί με δεδομένο ότι στα 8-10 μ. απόσταση από την πάροδο του Κοτσιάτη άγνωστον όχημα θα του ανέκοπτε την πορεία του, τότε θα έπρεπε σε κάθε πάροδο να ελαττώνει τόσον την ταχύτητα του ώστε στα 8-10 μ. να μπορεί να σταματά πράγμα που σημαίνει ότι θα έπρεπε σε κάθε πάροδο να κινείται με την ελάχιστη ταχύτητα ώστε να μπορεί να σταματά αμέσως.

Η Νομολογία όμως - κατέληξε η κα. Ερωτοκρίτου - δεν επιβάλλει στους οδηγούς να λαμβάνουν αποτρεπτικά μέτρα πριν την εκδήλωση κινδύνου ούτε να οδηγούν με δεδομένο ότι άλλοι οδηγοί οπωσδήποτε θα οδηγήσουν αμελώς.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε κατά πόσο τα σφάλματα τα οποία καταλόγισε το πρωτόδικο δικαστηρίο στον εφεσείοντα στοιχειοθετούν αμέλεια.

Το πρώτο σφάλμα που καταλόγισε στον εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν η παράλειψη του να ελαττώσει ταχύτητα σε ασφαλές όριο όταν πλησιάσε τη διασταύρωση.

Το δεύτερο σφάλμα που απέδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στον εφεσείοντα ήταν η παράλειψη του να τηρεί τη δέουσα παρατηρητικότητα (proper lookout). ΄Επρεπε, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, να τηρεί τη δέουσα παρατηρητικότητα για να αντιληφθεί το όχημα του εφεσίβλητου ενώ το αντιλήφθηκε μόνο κατά τη στιγμή που ο ίδιος έκανε τον απότομο ελιγμό προς τα αριστερά. ΄Επρεπε, επίσης, να είχε δέουσα και συνεχή παρατηρητικότητα εντός της παρόδου Κοτσιάτη.

Η πιο πάνω θεώρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ισοδυναμεί με επιβολή υποχρέωσης προς τους οδηγούς να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα έναντι της εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Ισοδυναμεί, επίσης, με επιβολή υποχρέωσης προς τους οδηγούς του κύριου δρόμου να ελαττώνουν ταχύτητα κάθε φορά που πλησιάζουν πάροδο, μήπως ο οδηγός της παρόδου ενεργήσει αμελώς. Αυτή η θεώρηση αντιστρατεύεται την πάγια θέση της νομολογίας.

Σε σχέση με την πρώτη υποχρέωση έχει νομολογηθεί ότι το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Ο νουνεχής οδηγός μπορεί εύλογα να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και άλλων οδηγών (Βλ. Varnakides v. Police (1969) 2 C.L.R. 1, Νικολαΐδης κ.α. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422, 428, Κυριάκου κ.α. ν. Κανάρη, Πολιτική ΄Εφεση 8907/5.11.97).

Σε σχέση με τον οδηγό οχήματος που οδηγεί κατά μήκος κύριου δρόμου, έχει νομολογηθεί ότι, δεν χρειάζεται, εκτός αν υπάρχουν συνθήκες τέτοιες που να προδιαθέτουν για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, να προβλέψει ότι άλλος οδηγός θα μπεί από πάροδο στον κύριο δρόμο, χωρίς πρώτα να σταματήσει και να βεβαιωθεί ότι είναι ασφαλές να το πράξει (Βλ. Varnakides v. Papamichael and Another (1970) 1 C.L.R. 367 και Χατζηγιάννη ν. Κουμάση κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 150, 154). Δεν έχει καθήκον να λάβει εξαιρετικές προφυλάξεις εκτός εάν είχε οποιαδήποτε προειδοποίηση ή ένδειξη ότι άλλος οδηγός που χρησιμοποιεί το δρόμο θα εισέρχετο στον κύριο δρόμο από πάροδο χωρίς να σταματήσει στη συμβολή των δύο δρόμων και να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να προχωρήσει (Βλ. Τουλουπή ν. Λαμπασκή, Πολιτική ΄Εφεση 9605/23.9.97, Σοφοκλέους ν. Χαριλάου, Πολιτική ΄Εφεση 9761/22.9.98).

΄Εχουμε υπόψη μας ότι ο Καν. 58(1) (κγ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 επιβάλλει στους οδηγούς την υποχρέωση να ανακόπτουν ταχύτητα εις ασφαλές όριον “κατά την διασταύρωσιν”. Ωστόσο αυτή η υποχρέωση πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και υποχρεώσεις του οδηγού του κύριου δρόμου και τις περιστάσεις και συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων - ο οδηγός του κύριου δρόμου - βρέθηκε αντιμέτωπος με το άγνωστο όχημα όταν αυτό βρισκόταν σε απόσταση 8-10 μ. Ελάττωση της ταχύτητας σε όριο που να επιτρέπει τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων σε περίπτωση τέτοιας συμπεριφοράς από τους οδηγούς της παρόδου θα εναπόθετε ένα δύσκολο καθήκο στους οδηγούς του κυρίου δρόμου και ταυτόχρονα θα προκαλούσε προβλήματα στην τροχαία κίνηση πάνω σε ένα πολυσύχναστο δρόμο. Θεωρούμε λοιπόν ότι η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο εφεσείων (55-60 μ.α.ω.) δεν αποτελεί παράβαση του πιο πάνω κανονισμού.

΄Εχουμε, επομένως, την άποψη ότι στην απουσία ένδειξης ότι ο άγνωστος οδηγός δεν θα σταματούσε στη συμβολή των δύο δρόμων, ο εφεσείων δεν είχε υποχρέωση να ελαττώσει την ταχύτητα του. Καθώς έχει νομολογηθεί η ταχύτητα από μόνη της δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε συμπέρασμα για αμέλεια (Βλ. Demou v. Constantinou and Another (1979) 1 C.L.R. 21, Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175, Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5, Βρυωνίδη ν. Σωφρονίου, Πολιτική ΄Εφεση 9479/23.9.97 και Ξυπτερά ν. Κυπριανού, Πολιτική ΄Εφεση 9250/16.12.97). Στην κρινόμενη περίπτωση ο εφεσείων οδηγούσε εντός του ορίου της επιτρεπόμενης ταχύτητας. Δεν υπάρχει τίποτε ενώπιον μας που να υποδεικνύει ότι η ταχύτητα του εφεσείοντα έχει αιτιώδη συνάφεια με το συμβάν.

Αναφορικά με τα έργα επισκευής του δρόμου, σύμφωνα με τη μαρτυρία, οι δύο λωρίδες κυκλοφορίας προς τη Λευκωσία ήταν ελεύθερες. Δεν μπορεί επομένως να λεχθεί ότι η ύπαρξη φωσφορούχων κώνων, οι οποίοι διαχώριζαν την αριστερή λωρίδα από οδικά έργα που γίνονταν κατά του ουσιώδη χρόνο, επέβαλλαν στον εφεσείοντα την υποχρέωση να ελαττώσει ταχύτητα ή να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο.

Αναφορικά με τη δέουσα παρατηρητικότητα (proper lookout) με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτόδικο δικαστήριο εναπόθεσε υποχρέωση στον εφεσείοντα να τηρεί δέουσα και συνεχή παρατηρητικότητα εντός της παρόδου Κοτσιάτη. ΄Εχουμε ήδη υποδείξει ότι οι οδηγοί του κύριου δρόμου δεν υπέχουν τέτοια υποχρέωση εκτός αν συντρέχουν οι ενδείξεις που υποδεικνύονται πιο πάνω. Και εδώ δεν υπήρχαν τέτοιες ενδείξεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο εναπόθεσε, επίσης, υποχρέωση στον εφεσείοντα να τηρεί τη δέουσα παρατηρητικότητα για να αντιληφθεί το όχημα του εφεσίβλητου. Αυτή η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου εναποθέτει υποχρέωση στον προπορευόμενο οδηγό να ελέγχει συνέχεια την τροχαία που τον ακολουθεί. Δεν υφίσταται τέτοια απόλυτη υποχρέωση. Είναι μεν αλήθεια ότι η υποχρέωση τήρησης δέουσας παρατηρητικότητας βαρύνει τους οδηγούς πάντοτε και υπό όλας τας περιστάσεις (βλ. Constantinou v. Katsouris and Another (1975) 1 C.L.R. 188, 192). Ωστόσο αυτή η υποχρέωση πρέπει να κρίνεται υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της κάθε περίπτωσης και των οδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες βρίσκεται ένας οδηγός. Ο εφεσείων οδηγούσε σε υπεραστικό δρόμο μονόδρομης κατεύθυνσης με δύο λωρίδες κυκλοφορίας. Δεν είχε υποχρέωση να ελέγχει συνέχεια την τροχαία που τον ακολουθούσε. Τέτοια υποχρέωση εγείρεται στην περίπτωση που ο προπορευόμενος οδηγός προτίθεται να προβεί σε οποιοδήποτε ελιγμό π.χ. να σταματήσει (βλ. Σαββίδης ν. Ηρακλέους (1992) 1 Α.Α.Δ. 1290, 1295), να ελαττώσει ταχύτητα, να στρίψει δεξιά ή αριστερά (βλ. Constantinou, πιο πάνω, σελ. 192) ή να αλλάξει λωρίδα κυκλοφορίας (βλ. Γεωργίου κ.α. ν. Πιερίδη, Πολιτική ΄Εφεση 8959/23.9.97).

Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι δεν θα μπορούσε να καταλογιστεί οποιαδήποτε αμέλεια στον εφεσείοντα σε σχέση με την οδική συμπεριφορά του, η οποία είχε προηγηθεί της εισόδου στον κύριο δρόμο. Σε σχέση με το τί ακολουθησε την είσοδο του αγνώστου αυτοκινήτου στον κύριο δρόμο οι πράξεις του εφεσείοντα πρέπει να εξεταστούν κάτω από το πρίσμα της διλημματικής κατάστασης που του προκάλεσε ο άγνωστος οδηγός.

Καθώς έχει νομολογηθεί οι πράξεις του οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα το οποίο παρουσιάζεται στο δρόμο δεν κρίνονται μικροσκοπικά. Κρίνονται υπό το πρίσμα της διλημματικής κατάστασης που προκάλεσε ο άλλος οδηγός. ΄Ενα εσφαλμένο μέτρο που λαμβάνεται από ένα οδηγό κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης δεν συνιστά κατ΄ ανάγκη αμέλεια (Βλ. Ioannou and Another v. Michaelides (1966) 1 C.L.R. 235, Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746, 750, 751, Georgiades v. HadjiSavva (1984) 1 C.L.R. 597, Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12, Δημητρίου ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6295/20.6.97, Κωνσταντίνου ν. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110, Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642, Παπαχριστοδούλου ν. Χ” Νεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426, Κασιέρη κ.α. ν. Κυριάκου, Πολιτική ΄Εφεση 9049/29.9.97 και Ξυπτερά, πιο πάνω).

΄Οπως λέχθηκε στην Adamis, πιο πάνω, (σε μετάφραση από το αγγλικό κείμενο) “οι πράξεις του οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα το οποίο παρουσιάζεται στο δρόμο, κρίνονται υπό το πρίσμα της αγωνιώδους κατάστασης στην οποία ανευρίσκει τον εαυτό του, και του γεγονότος ότι ένας οδηγός κάτω από τέτοια πίεση μπορεί να επιλέξει πορεία η οποία δεν είναι η πλέον ενδεδειγμένη υπό τις δεδομένες συνθήκες. Δεν έχει την άνεση ή τον αναγκαίο χρόνο να αξιολογήσει διαζευκτικές λύσεις που του προσφέρονται” (Βλ. και Κωνσταντίνου ν. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110, 1115, 1116. Βλ. επίσης Georghiades, πιο πάνω, στη σελ. 602: “... η λήψη περαιτέρω ή διαφορετικών μέτρων αποφυγής της σύγκρουσης με πιθανά καλύτερα αποτελέσματα δεν πρέπει να εξετάζεται και να μελετάται αυστηρά και με μαθηματικό τρόπο εντός της ήρεμης ατμόσφαιρας της αίθουσας του Δικαστηρίου με απόντα τα στοιχεία του πανικού και της αγωνίας ...” ).

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων έκαμε ξαφνικό ελιγμό προς τα δεξιά λόγω του ότι το άγνωστο όχημα “το οποίο κατευθυνόταν από την πάροδο Κοτσιάτη προς τον αυτοκινητόδρομο είχε εισέλθει περί τα 1-2 πόδια στη δική του λωρίδα”. Αυτή η είσοδος δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει μια αγωνιώδη και διλημματική κατάσταση για τον εφεσείοντα. Ο εφεσείων στην προσπάθεια του να αποφύγει τη σύγκρουση με το άγνωστο όχημα έστριψε δεξιά. Δεν μπορεί να λεχθεί ότι η ενέργεια του αυτή, κρινόμενη υπό το πρίσμα της πιο πάνω κατάστασης, που του είχε δημιουργήσει ο άγνωστος οδηγός, ήταν αμελής.

Γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν η είσοδος του άγνωστου οχήματος στον αυτοκινητόδρομο. Δεν μπορούσε, επομένως, να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στον εφεσείοντα. Η θέση μας αυτή βρίσκει έρεισμα και στην πρόσφατη νομολογία. Παραπέμπουμε στην Λουκαϊδη ν. Γεωργίου, Πολιτική ΄Εφεση 9181/29.10.97. Στην υπόθεση εκείνη ο εφεσίβλητος οδηγούσε κανονικά στην πορεία του. Το αυτοκίνητο του τριτοδιάδικου ήταν σταματημένο κατά μήκος της πορείας του εφεσίβλητου εξ αντιθέτου. ΄Οταν το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου πλησιάσε στα 10 μέτρα το αυτοκίνητο του τριτοδιάδικου ο τελευταίος άνοιξε εντελώς την πόρτα του αυτοκινήτου του. Ο εφεσίβλητος έστριψε δεξιά και πάτησε φρένα για να αποφύγει τη σύγκρουση με το σταματημένο αυτοκίνητο του τριτοδιάδικου. Στην προσπάθεια του να αποφύγει τη σύγκρουση και κάτω από καθεστώς αγωνίας ο εφεσίβλητος συγκρούστηκε με το ποδήλατο του εφεσείοντα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Κρίθηκε ότι γενεσιουργός αιτία της σύγκρουσης ήταν το άνοιγμα της πόρτας του αυτοκινήτου του τριτοδιάδικου. Μέχρι τη στιγμή εκείνη ο εφεσίβλητος δεν είχε καθήκο να λάβει οποιοδήποτε αποτρεπτό μέτρο και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν του απέδωσε ευθύνη για τη σύγκρουση.

Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει πιο πάνω θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα καταλόγισε ευθύνη στον εφεσείοντα. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να πετύχει με έξοδα και η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Δ.

Δ.

 

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο