LOUKOS TRADING CO LTD κ.α. ν. ΡΕΙΝΜΠΟΟΥ ΠΛΗΤΣΙΗΓΚ ΚΑΙ ΝΤΑΙΓΚ ΚΟ. ΛΤΔ (2000) 1 ΑΑΔ 1014 LOUKOS TRADING CO. LTD κ.α. ν. ΡΕΙΝΜΠΟΟΥ ΠΛΗΤΣΙΗΓΚ ΚΑΙ ΝΤΑΙΓΚ ΚΟ. ΛΤΔ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10543., 26 Ιουνίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1014

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10543.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

1. LOUKOS TRADING CO. LTD,

2. ΛΟΥΚΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσείοντε ς

και

ΡΕΙΝΜΠΟΟΥ ΠΛΗΤΣΙΗΓΚ ΚΑΙ ΝΤΑΙΓΚ ΚΟ. ΛΤΔ,

Εφεσεσιβλή των.

_______________

26 Ιουνίου, 2000.

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 12.6.2000 ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ 2.

Για τον εφεσείοντα-αιτητή: Σ. Δράκος.

Για τους εφεσίβλητους-καθ΄ ων η αίτηση: Δ. Παπαχρυσοστόμου.

________________

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex-tempore)

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την πιο πάνω αίτηση ο εφεσείων 2 (ο αιτητής) ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

“Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή κάθε διαδικασίας εκτέλεσης της αποφάσεως της εκδοθείσας εις την αγωγήν υπ΄ αριθμό 10565/93 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας συμπεριλαμβανομένης της ειδοποίησης πτώχευσης υπ΄ αρ. 1062/99 μέχρι εκδικάσεως και τελείας αποπερατώσεως της εφέσεως που κατεχώρησαν οι εφεσείοντες-αιτητές κατά της ρηθείσης αποφάσεως”.

Αυτή είναι η τρίτη αίτηση του αιτητή με το ίδιο αίτημα. Η πρώτη καταχωρήθηκε στις 9.12.99 και αποσύρθηκε. Η δεύτερη στις 8.5.2000 και απορρίφθηκε λόγω της απουσίας του αιτητή και του δικηγόρου του κατά την ημέρα της ακρόασης.

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του στην οποία προβάλλονται οι πιο κάτω θέσεις:

(1) Εάν προχωρήσει η διαδικασία πτώχευσης εναντίον του αιτητή η έφεση

θα καταστεί άνευ αντικειμένου και θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.

(2) Οι εφεσίβλητοι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και εάν ο αιτητής πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος του και επιτύχει στην έφεση του δεν θα

μπορέσει να δικαιωθεί.

(3) Είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως εκδοθεί το αιτούμενο

διάταγμα. Ο αιτητής είναι διατεθειμένος να δεχθεί ως όρο την ανάληψη

υποχρέωσης έναντι των εφεσιβλήτων όπως αποπληρωθούν για το εξ

αποφάσεως χρέος με εγγυητές την σύζυγο του και τις δύο θυγατέρες

του, όπως ήταν η απαίτηση των εφεσιβλήτων στην αίτηση του ημερ.

9.12.99.

Ο αιτητής απέδωσε τη μη εμφάνιση του δικηγόρου του κατά την ακρόαση της δεύτερης αίτησης - ημερ. 8.5.2000 - σε λάθος της δικηγόρου του “η οποία σημείωσε ως ώρα ακρόασης την 11 π.μ. αντί την 9.30 π.μ.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν ένσταση. Ισχυρίσθηκαν ότι οι προβαλλόμενοι από τον εφεσείοντα λόγοι “νομικά δεν ευσταθούν και είναι αόριστοι. Υποστήριξαν, επίσης, ότι “ουδείς ισχυρισμός προβάλλεται ότι η εταιρεία των εφεσιβλήτων είναι αφερέγγυα”. ΄Εκαμαν αναφορά στις δύο προηγούμενες αιτήσεις και υποστήριξαν ότι ο αιτητής καταχράται την εξουσία που του παρέχει ο Νόμος.

΄Εχει νομολογηθεί ότι τα δικαστήρια έχουν εξουσία να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεως της δικαστικής διαδικασίας. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές και ότι ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του δικαστηρίου για την παρεμπόδιση της (βλ. Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, ΄Ελληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248, Διευθυντής Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Re Beogradska D.D., Πολιτική ΄Εφεση 9495/6.9.1996 και Βασιλείου ν. Μακρίδη, Ποινική ΄Εφεση 6804/24.2.2000).

Στην Περρέλλα, πιο πάνω, σελ. 222, υποδείχθηκε ότι “η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας, που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυση του”.

Στην παρούσα υπόθεση απουσιάζει οποιαδήποτε εξήγηση για την απόσυρση της πρώτης αίτησης. Η δε εξήγηση για τη μη παρουσία του αιτητή ή του δικηγόρου του κατά την ημέρα της ακρόασης της δεύτερης αίτησης δεν είναι ικανοποιητική, είναι πολύ φτωχή. Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι ακροάσεις ενώπιον του Εφετείου αρχίζουν στις 9.30 π.μ. Θεωρούμε λοιπόν ότι η υποβολή του ίδιου ένδικου διαβήματος για τρίτη φορά, στην απουσία αποδεκτής εξήγησης αναφορικά με τα δύο προηγούμενα διαβήματα συνιστά κλασσική περίπτωση κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Στην άσκηση της σύμφυτης δικαιοδοσίας μας, η οποία, όπως υποδείχθηκε στην Constantinides (πιο πάνω), αποβλέπει στην αποτροπή υπονόμευσης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, θεωρούμε ότι πρέπει να δοθεί τέλος στην παρούσα διαδικασία με διάταγμα απόρριψης της αίτησης.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο παράγοντας προστασίας της άλλης πλευράς από ταλαιπωρία που προκύπτει από συμπεριφορά του αντιδίκου η οποία συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσίβλητοι έχουν ετοιμάσει τρεις ένορκες δηλώσεις και εμφανίσθηκαν 5 φορές, μέσω δικηγόρου, ενώπιον του δικαστηρίου για σκοπούς ακρόασης των τριών αιτήσεων. Το διάταγμα εξόδων εναντίον του αιτητή δεν αποτελεί αντιστάθμισμα για την ταλαιπωρία την οποία έχουν υποστεί.

Τέλος θα πρέπει να προστεθεί ότι η αίτηση δεν θα είχε οποιαδήποτε προοπτική επιτυχίας έστω και αν εξεταζόταν επί της ουσίας της και στη βάση των αρχών που διέπουν την αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης. ΄Οπως λέχθηκε στην Βογιαζιανού ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική ΄Εφεση 9715/23.5.1997: “Το ορθό κριτήριο για την παροχή δικαστικής αναστολής έγκειται στην εξισορρόπιση δύο παραγόντων. Πρώτον, της φυσιολογικής προσδοκίας του ενάγοντα να δρέψει άμεσα τους καρπούς της νίκης του στο δικαστικό αγώνα που διεξήγαγε. Και, δεύτερον, την ανάγκη η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης να μη χάσει τη σημασία της μένοντας χωρίς κανένα αντίκρυσμα (βλ. I. Aristidou v. N. Aristidou (1985) 1 C.L.R. 649, Christofi and Others v. Iacovidou (1985) 1 C.L.R. 713, Charalambous v. Nicolaides & Neophytou (1985) 1 C.L.R. 737, Νεοφύτου ν. Δημητρίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 592, ABP Holdings Ltd και ΄Αλλοι ν. Κιταλίδη και ΄Αλλων (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 287 και Θωμά ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική ΄Εφεση 9901/10.7.97).

Στην κρινόμενη περίπτωση ο εφεσείων-αιτητής δεν έχει δείξει γιατί η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης θα χάσει τη σημασία της. Ανέφερε απλώς ότι οι εφεσίβλητοι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Αυτή η υπόσταση της εφεσίβλητης δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκην ότι είναι και αφερέγγυα. ΄Επεται πως ο εφεσείων δεν έχει ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομολογία για τη χορήγηση της επίδικης θεραπείας. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι είχαν, με την ένσταση τους στην αίτηση ημερ. 9.12.99, δηλώσει ότι θα ήταν διατεθειμένοι να δεχθούν αναστολή νοουμένου ότι ο αιτητής, η σύζυγος του και οι τρεις θυγατέρες του “εγγυηθούν την εξόφληση της εκδοθείσης απόφασης με την υπογραφή εγγυητικής προς όφελος των εφεσιβλήτων” δεν είναι αρκετό αφ΄ εαυτό να οδηγήσει στην χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας. Ζήτημα εγγύησης εγείρεται μόνο εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την χορήγηση αναστολής και για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει δεν συντρέχουν.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

Δ.

Δ.

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο