Αναστάσιου Μαρκιτανή ν. Απόστολου Μουτζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923 Αναστάσιου Μαρκιτανή ν. Απόστολου Μουτζούρη, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10606., 20 Ιουνίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 923

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10606.

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Αναστάσιου Μαρκιτανή, από τη Λευκωσία,

Εφεσειόντα-Καθ ΄ ου η αίτηση.

και

Απόστολου Μουτζούρη, από τη Σκίαθο (Ελλάδα),

Εφεσίβλητου-Αι τητή.

___________________

20 Ιουνίου, 2000.

Για τον εφεσείοντα: Μ. Τριανταφυλλίδης.

Για τον εφεσίβλητο: Λ. Βραχίμης.

___________________

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος είναι πατέρας την ανήλικης Γεωργίας Μουτζούρη (η ανήλικη) η οποία γεννήθηκε στην Ελλάδα, κατά ή περί την 6.7.1991, κατά τη διάρκεια του γάμου του εφεσίβλητου με τη μητέρα της ανήλικης Αικατερίνη Θεοδώρου, από την Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1994 επήλθε διάσταση στις σχέσεις του εφεσίβλητου με την εν λόγω Αικατερίνη Θεοδώρου όταν αυτή εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Κύπρο με τον εφεσείοντα, Αναστάσιο Μαρκιτανή. Η Αικατερίνη Θεοδώρου απέθανε την 2.1.1997. Την 3.4.97 ο εφεσείων καταχώρησε τη Μονομερή Αίτηση (Ex parte) αρ. 65/97 στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία ζητούσε να διοριστεί Επίτροπος της ανήλικης με εξουσία (α) να προσβάλει εκ μέρους της την ιδιότητα της ως τέκνου γεννημένου σε γάμο της μητέρας της Αικατερίνης Θεοδώρου με τον Απόστολο Μουτζούρη, και (β) να προβεί σε όλα τα αναγκαία διαβήματα, περιλαμβανομένης και της λήψης αίματος από την ανήλικη, με σκοπό τη διενέργεια γενετικής εξέτασης αναφορικά με την πατρότητά της. Η μονομερής αυτή Αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα σύμφωνα με την οποία φυσικός πατέρας της ανήλικης ήταν αυτός και όχι ο εφεσίβλητος για το λόγο ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις με τη μητέρα της ανήλικης Αικατερίνη Θεοδώρου ενώ, κατά τον ίδιο χρόνο, ο εφεσίβλητος ήταν αποδεδειγμένα ανίκανος για τεκνοποίηση λόγω νεκροσπερμίας. Η Αίτηση αρ. 65/97 επιδόθηκε στον εφεσίβλητο στις 17.4.1997. Αφού δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε ένσταση, το Οικογενειακό Δικαστήριο, στις 22.5.1997 και στις 17.9.1997 εξέδωσε τα πιο κάτω διατάγματα (τα επίδικα διατάγματα):

(α) Διάταγμα (ημερ. 22.5.97) με το οποίο ο εφεσείων διορίστηκε Επίτροπος της ανήλικης Γεωργίας Μουτζούρη με εξουσία να προσβάλει εκ μέρους της, σύμφωνα με το άρθρο 10 του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991 (Νόμος 187 του 1991), την ιδιότητα της ως τέκνου γεννημένου με νόμιμο γάμο της μητέρας της Αικατερίνης Θεοδώρου με τον εφεσίβλητο.

(β) Διάταγμα (ημερ. 17.9.97) με το οποίο ο εφεσείων διορίστηκε Επίτροπος της εν λόγω ανήλικης με εξουσία να προβεί σε όλα τα αναγκαία διαβήματα, περιλαμβανομένης και της λήψης αίματος από την ανήλικη, με σκοπό τη διενέργεια γενετικής εξέτασης σχετικά με την πατρότητά της.

Στηριζόμενος στο πρώτο διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ο εφεσείων, ως Επίτροπος της ανήλικης, στις 17.7.97, καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο (Δικαιοδοσία Νομικής Υπόστασης Τέκνου) την υπ΄ αρ. 7/97 Γενική Αίτηση σχετικά με την πατρότητα της ανήλικης.

Στις 17.5.1999 ο εφεσίβλητος ζήτησε την έκδοση διατάγματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο της πιο πάνω υπ΄ αριθμό 65/97 Αίτησης με σκοπό την ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων.

Η αίτηση για έκδοση διατάγματος Certiorari έγινε δεκτή και τα πιο πάνω δύο διατάγματα ακύρωθηκαν.

Ο συνάδελφος ο οποίος επιλήφθηκε της αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari (το πρωτόδικο δικαστήριο) έκρινε ότι από το κείμενο των άρθρων 18, 19, 21, 24 και 32 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν 216/90) είναι σαφές ότι για να έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο δικαιοδοσία να διορίσει Επίτροπο ανήλικου, η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί είτε από γονέα του ανήλικου είτε από το Διευθυντή του Γραφείου Ευημερίας. Αν η αίτηση υποβληθεί από οποιοδήποτε τρίτο το Οικογενειακό Δικαστήριο οφείλει να την απορρίψει για έλλειψη δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε το θέμα ως εξής:

“Στην προκείμενη περίπτωση ο Απόστολος Μουτζούρης (ο εφεσίβλητος) είναι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Νόμου 187/91, ο κατά νόμο γονέας της ανήλικης ενώ ο Αναστάσιος Μαρκιτανής (ο εφεσείων), είναι κατά τους ισχυρισμούς του, ο φυσικός γονέας της ίδιας ανήλικης. Και το ερώτημα το οποίο καλούμαι να αποφασίσω είναι κατά πόσο, όταν ο Νόμος 216/90 αναφέρεται σε ‘γονέα’, εννοεί και περιορίζεται στον ‘κατά νόμο γονέα’ ή εννοεί και επεκτείνεται και στον ‘κατ΄ ισχυρισμό φυσικό γονέα’. ΄Εχω την άποψη ότι η ορθή ερμηνεία είναι εκείνη που περιορίζει την έννοια του ‘γονέα’ στα πλαίσια που διαγράφει το ‘τεκμήριο καταγωγής από γάμο’, όπως αυτό διατυπώνεται στο άρθρο 6 του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991 (Ν 187/91). Η έννοια, δηλαδή, του ‘γονέα’ περιορίζεται στον ‘κατά νόμο γονέα’ ο οποίος, άλλωστε, έχει και την Επιτροπεία του ανήλικου τέκνου του ευθέως δυνάμει των διατάξεων του Νόμου 216/90. Αν μέσα στην έννοια του ‘γονέα’ περιλαμβανόταν και ο ‘κατ΄ ισχυρισμό φυσικός γονέας’ του ανηλίκου τότε θα ΄πρεπε να είχε και αυτός την Επιτροπεία του ανήλικου δυνάμει των διατάξεων του ίδιου Νόμου και δεν θα χρειαζόταν να ζητήσει το διορισμό του από το Δικαστήριο.

Με βάση την πιο πάνω ερμηνεία της έννοιας του ‘γονέα’ στο Νόμο 216/90 καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο Αναστάσιος Μαρκιτανής (ο εφεσείων) δεν νομιμοποιείτο να υποβάλει στο Οικογενειακό Δικαστήριο αίτηση για να διοριστεί Επίτροπος της ανήλικης Γεωργίας Μουτζούρη,

για οποιοδήποτε σκοπό, και, επομένως, το εν λόγω Δικαστήριο δεν είχε κατά νόμο δικαιοδοσία, ούτε βέβαια συμφυή, να επιληφθεί της Αίτησης και, κατ΄ ακολουθία, να εκδώσει τα επίδικα Διατάγματα. Τα επίδικα Διατάγματα εκδόθηκαν χωρίς δικαιοδοσία.”

Ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, θα έπρεπε να εκδώσει το ζητούμενο διάταγμα για ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων. Στην άσκηση της εξουσίας του εξέτασε τις ενστάσεις που είχε προβάλει ο εφεσείων στην έκδοση του ζητούμενου διατάγματος Certiorari. Με τις ενστάσεις του ο εφεσείων υποστήριξε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι έστω και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν χωρίς δικαιοδοσία το ζητούμενο διάταγμα Certiorari δεν θα έπρεπε να χορηγηθεί. Οι ενστάσεις του εφεσείοντα είχαν εστιασθεί στους πιο κάτω λόγους:

1. Στην ύπαρξη άλλου παράλληλου ένδικου μέσου.

2. Στη μη υποβολή ένστασης στην Αίτηση αρ. 65/97 στην οποία εκδόθηκαν

τα επίδικα διατάγματα.

3. Στην καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης για διάταγμα Certiorari.

Το άλλο παράλληλο ένδικο μέσο ήταν η πιο πάνω Γενική Αίτηση 7/97 η οποία καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα στις 17.7.1997 σχετικά με την πατρότητα της ανήλικης. Στην έκθεση υπεράσπισης στην εν λόγω αίτηση ο εφεσίβλητος ήγειρε, ανάμεσα σ΄ άλλα, την προδικαστική ένσταση ότι η διαδικασία είναι νομικά αβάσιμη καθότι αν εκδόθηκε Διάταγμα διορισμού του εφεσείοντα ως Επίτροπου της ανήλικης Γεωργίας Μουτζούρη, το Διάταγμα αυτό είναι νομικά άκυρο και ανυπόστατο. Η προδικαστική αυτή ένσταση έδωσε λαβή στο συνήγορο του εφεσείοντα να υποστηρίξει (επικαλούμενος τον κανόνα ότι όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο μόνο κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις δίδεται άδεια για την καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού διατάγματος) ότι, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσο για το ίδιο ζήτημα υπάρχει σε εξέλιξη άλλο παράλληλο ένδικο μέσο, δεν χωρεί Certiorari.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν συμφώνησε με την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα. ΄Εκρινε ότι η προδικαστική ένσταση στη Γενική Αίτηση αρ. 7/97 δεν αποτελεί “ένδικο μέσο” με στόχο την ακύρωση των επίδικων Διαταγμάτων. Ούτε και έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο δικαιοδοσία, τυχόν αποδεχόμενο την προδικαστική ένσταση, να ακυρώσει τα επίδικα Διατάγματα. Τέτοια δικαιοδοσία - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο. Στην ουσία, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει καν δικαιοδοσία να αποφανθεί επί του κύρους των εν λόγω Διαταγμάτων, έστω και χωρίς να τα ακυρώσει, και τούτο διότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν μπορεί, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας νομικής υπόστασης τέκνου, να λειτουργήσει ως εφετείο αναφορικά με το κύρος διαταγμάτων που εξέδωσε προηγουμένως στα πλαίσια της δικαιοδοσίας γονικής μέριμνας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και το δεύτερο λόγο της ένστασης. ΄Ελαβε υπόψη τη δικαιολογία του εφεσίβλητου ότι η παράλειψη του να καταχωρήσει ένσταση στην Αίτηση 65/97, παρά το γεγονός ότι του επιδόθηκε έγκαιρα, οφείλεται στην απουσία του στην Ελλάδα και στη δυσκολία του να επικοινωνήσει με τους δικηγόρους του στην Κύπρο και να τους δώσει έγκαιρα τις αναγκαίες οδηγίες για την καταχώριση ένστασης ή για τον παραμερισμό των επιδίκων διαταγμάτων. ΄Εκρινε ότι, κάτω από τις περιστάσεις, η προσβαλλόμενη δικαιολογία δεν είναι παράλογη.

Αναφορικά με τον τρίτο λόγο της ένστασης τα επίδικα Διατάγματα εκδόθηκαν από το Οικογενειακό Δικαστήριο το μεν πρώτο δύο περίπου χρόνια, το δε δεύτερο ενάμισι χρόνο, πριν την καταχώριση της ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου Αίτησης. Επικαλούμενος αυτή την καθυστέρηση στην καταχώριση της Αίτησης, ο εφεσείων υποστήριξε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι γι΄ αυτό κυρίως το λόγο, θα πρέπει να αρνηθεί την έκδοση του ζητούμενου διατάγματος Certiorari. Παρέπεμψε σχετικά στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις In re Manolis Christophi (1985) 1 C.L.R. 692, In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746, In re Smith (1989) 1 C.L.R. 416 και Beogradska Banka D.D. (1995) 1 Α.Α.Δ. 737.

΄Εκαμε ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση του Δικαστή Πική (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση In re Manolis Christophi (σελ. 701-702).

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε - και πάλιν - υπόψη την πιο πάνω δικαιολογία του εφεσίβλητου απέρριψε και την τρίτη ένσταση του εφεσείοντα. ΄Εθεσε το θέμα ως εξής:

“Με προβλημάτισε ιδιαίτερα το ερώτημα κατά πόσον η περίπτωση που εξετάζω θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ότι περιβάλλεται από ‘εξαιρετικές περιστάσεις’ τέτοιες που να δικαιολογούν την εκ μέρους μου παράκαμψη του γεγονότος της αναντίλεκτα μεγάλης καθυστέρησης στην καταχώριση της Αίτησης. Πρόκρινα την καταφατική απάντηση. Μπροστά μου έχω πράγματι περίπτωση όπου οι περιστάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως εξαιρετικές. Το επίδικο ζήτημα, όπως υποστήριξε ο συνήγορος του Απόστολου Μουτζούρη (εφεσίβλητου), είναι όχι μόνο σημαντικό αλλά και επίκαιρο. Από την έκβαση της ενώπιόν μου διαδικασίας, αλλά και από την έκβαση της διαδικασίας στη Γενική Αίτηση αρ. 7/97, θα προκύψουν επιπτώσεις οι οποίες, πιθανότατα, θα σηματοδοτήσουν αποφασιστικά το μέλλον ενός αθώου ανήλικου. Επιπλέον, στην υπόθεση που εξετάζω, δεν έχω απλώς διαπιστώσει νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό δικαστηρίου, περιβεβλημένου κατά τα άλλα, με δικαιοδοσία. ΄Εχω διαπιστώσει κάτι πολύ πιο σοβαρό. ΄Εχω διαπιστώσει παντελή έλλειψη δικαιοδοσίας σε καίριο ζήτημα.

Θα ασκήσω τη διακριτική μου εξουσία υπέρ της αποδοχής της Αίτησης.”

 

Η έφεση.

Η απόρριψη των πιο πάνω τριών ενστάσεων του εφεσείοντα και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου υπέρ της χορήγησης του διατάγματος Certiorari αμφισβητούνται με τον πρώτο λόγο της έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια αποφασίζοντας να εκδώσει το ζητούμενο Διάταγμα Certiorari παρά το γεγονός ότι (α) η εγκυρότητα των επιδίκων Διαταγμάτων του Οικογενειακού Δικαστηρίου ευρίσκετο ήδη υπό δικαστική κρίση σε άλλη δικαστική διαδικασία,

(β) δεν προβλήθηκε ένσταση εκ μέρους του εφεσίβλητου-αιτητή στην έκδοση των επιδίκων Διαταγμάτων και (γ) υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση εκ μέρους του εφεσίβλητου-αιτητή να ζητήσει την έκδοση Διατάγματος Certiorari.

Σε σχέση με το πρώτο σκέλος του λόγου της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι το σκεπτικό της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου (έχει παρατεθεί στη σελ. 4, πιο πάνω) με το οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει σε εξέλιξη άλλο παράλληλο ένδικο μέσο για να κριθεί η εγκυρότητα των επίδικων διαταγμάτων δεν ευσταθεί, διότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε και έχει δικαιοδοσία να κρίνει αν τα εν λόγω διατάγματα εκδόθηκαν έγκυρα και νόμιμα, διότι το θέμα αυτό έχει άμεση σχέση με την εγκυρότητα της ενώπιον του διαδικασίας στην Αίτηση 7/97.

Η θέση του εφεσείοντα για ύπαρξη δικαιοδοσίας ακύρωσης των επίδικων διαταγμάτων δεν έχει υποστηριχθεί με αναφορά σε οποιεσδήποτε νομοθετικές διατάξεις ή αυθεντίες. Τα επίδικα διατάγματα έχουν εκδοθεί μετά από αίτηση η οποία επιδόθηκε στο εφεσίβλητο. Σε τέτοια περίπτωση η εγκυρότητα τους δεν μπορεί να εξεταστεί ούτε από το Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ο οποίος τα είχε εκδόσει, ούτε από άλλο Δικαστή του ίδιου δικαστηρίου στα πλαίσια της εξέτασης της Αίτησης 7/97. Ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας θα ισοδυναμούσε με ανάληψη δικαιοδοσίας Εφετείου. Τέτοια δικαιοδοσία έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο. Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η προδικαστική ένσταση στην αίτηση 7/97 δεν αποτελεί “ένδικο μέσο” το οποίο είναι ικανό να οδηγήσει στην ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων. ΄Επεται πως το πρώτο σκέλος του λόγου της έφεσης δεν ευσταθεί. Θα προσθέσουμε ότι η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου δεν αποτελεί λόγο ο οποίος πάντοτε οδηγεί στην απόρριψη αίτησης για χορήγηση διατάγματος Certiorari.

Σε σχέση με το δεύτερο σκέλος του λόγου της έφεσης τονίσθηκε ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν στην Αίτηση 65/97 χωρίς να έχει υποβληθεί ένσταση στην έκδοση τους από τον εφεσίβλητο, και χωρίς να έχει ζητηθεί αργότερα από αυτόν, μετά που εκδόθηκαν, ο παραμερισμός τους από το Οικογενειακό Δικαστήριο, όπως μπορούσε να είχε γίνει αν υποβάλλετο από τον εφεσίβλητο η κατάλληλη αίτηση για το σκοπό αυτό στην προαναφερόμενη Αίτηση αρ. 65/97. Υποστηρίχθηκε, επομένως, ότι η δικαιολογία που δόθηκε για τη διαγωγή του εφεσίβλητου σε σχέση με τη διαδικασία στην Αίτηση αρ. 65/97 καταδεικνύει ολιγωρία που έπρεπε να οδηγήσει τον Πρωτόδικο Δικαστή στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι δεν έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του εφεσίβλητου και να εκδώσει το αιτηθέν Διάταγμα Certiorari.

Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα επίδικα διατάγματα είχαν εκδοθεί μετά που είχε προηγηθεί η επίδοση της αίτησης στον εφεσίβλητο. Επομένως, παρόλο ότι η αίτηση ήταν μονομερής, η επίδοση της στο εφεσίβλητο, προφανώς μετά από οδηγίες του δικαστηρίου (βλ. Δ.48 θ.8(3) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών), αφαιρεί από αυτή την υπόσταση της μονομερούς αίτησης και την μετατρέπει σε αίτηση δια κλήσεως (Βλ. Κώστας Σμυρνιός, Αίτηση 6/2000/28.1.2000). Σε τέτοια περίπτωση δεν παρέχεται ευχέρεια στον εφεσίβλητο να αποταθεί στο δικαστήριο για τον παραμερισμό του διατάγματος. Τέτοια ευχέρεια παρέχεται σε σχέση με διατάγματα που χορηγούνται μετά από μονομερή αίτηση (βλ. Δ.48 θ.8(4)).

Στην απουσία της πιο πάνω ευχέρειας η ισχυριζόμενη ολιγωρία του εφεσίβλητου θα πρέπει να εξεταστεί στα πλαίσια του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου της έφεσης με το οποίο θίγεται η καθυστέρηση εκ μέρους του εφεσίβλητου να ζητήσει την έκδοση διατάγματος Certiorari. Υποστηρίχθηκε, συναφώς, ότι η μακρά, και ουσιαστικά αδικαιολόγητη, καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης δια Διάταγμα Certiorari απέκλειε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου κατά τον τρόπο που αυτή ασκήθηκε, ιδίως ενόψει και όλων των συναφών δεδομένων σχετικά με την εν λόγω καθυστέρηση, και ενόψει και των δικαστικών αυθεντιών περί του θέματος τούτου στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του.

Ενώ στην Αγγλία ισχύει προθεσμία τριών μηνών για την καταχώριση αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα (βλ. Δ.53(4) (1) των νέων Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών) στην Κύπρο δεν έχουν θεσπιστεί Κανονισμοί ρυθμιστικοί της διαδικασίας έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων και της προθεσμίας. Στην απουσία τέτοιων κανονισμών το θέμα της προθεσμίας αντιμετωπίζεται μέσα στο γενικώτερο πλαίσιο της μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης χωρίς να καθορίζονται χρονικά πλαίσια (βλ. Beogradska Banka D.D. (1995) 1 Α.Α.Δ. 737, 749 και Τράπεζα Κύπρου Λτδ, Πολιτικές Εφέσεις 10129 και 10131/25.6.99). ΄Εχει δε νομολογηθεί ότι ο χρόνος μέσα στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας. Η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης πρέπει να αιτιολογείται. ΄Οσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογη είναι και η υποχρέωση για αιτιολόγηση της καθυστέρησης . Καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης για έλεγχο με προνομιακό διάταγμα Certiorari αποτελεί λόγο άρνησης παραχώρησης της άδειας. Το δικαστήριο ασκεί διακριτική ευχέρεια στην έκδοση του διατάγματος Certiorari και λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης (βλ. Christophi (πιο πάνω), In re Aeroporos and Others (1988) 1 C.L.R. 303, Πιττάκη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 296, 302, Θεδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, 443 και Beogradska Banka, πιο πάνω).

Η άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

(α) ΄Οπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το

πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι

υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

(β) ΄Οπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία,

όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα

δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας

ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).

(γ) ΄Οπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή

λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη

υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak (1927) A.C. 732, Evans v. Bartlam (1937) A.C. 473, Young v. Thomas (1892) 2 Ch. 234 και

Egerton v. Jones (1939) 3 All E.R. 892).

΄Εχουμε εξετάσει το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης (παρατίθεται στις σελ. 5-6, πιο πάνω). ΄Εχουμε διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια μέσα στο πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο. Οι παράγοντες που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με τον τρόπο που έχει ασκηθεί. ΄Επεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Πρέπει να προσθέσουμε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, πρόσωπο που θίγεται από απόφαση κατώτερου δικαστηρίου μπορεί δικαιωματικά να αποταθεί για διάταγμα Certiorari εφόσον αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως υπέρβαση δικαιοδοσίας. Θεωρούμε ότι η διαπιστωθείσα από το πρωτόδικο δικαστήριο “παντελής έλλειψη δικαιοδοσίας σε καίριο ζήτημα” είναι ικανή να εντάξει την παρούσα περίπτωση στις περιπτώσεις εκείνες όπου η έκδοση διατάγματος Certiorari μπορεί να διεκδικηθεί δικαιωματικά, οπόταν η παρέμβαση του Δικαστηρίου επιβάλλεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος (Βλ. μεταξύ άλλων, Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236, Kyriakides v. Hilimintri (1963) 2 C.L.R. 171, Πιττάκη (1994) 1 Α.Α.Δ. 297, 300 και Αίτηση Σταυρή Θεοδούλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 438. Βλ. επίσης Halsbury’s Laws of England, 3rd ed., Vol. 11, σ. 139 κ.ε.).

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσείων, ως ο φυσικός γονέας της ανήλικης Γεωργίας, του οποίου η πατρότητα αναγνωρίστηκε με δηλώσεις του ιδίου και της ανήλικης ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δεν εδικαιούτο να ζητήσει την έκδοση των επιδίκων Διαταγμάτων, διότι ο όρος “γονέας” όπως χρησιμοποιείται στο Νόμο 216/90 ή/και όπως έχει ερμηνευθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο για τους σκοπούς της εφαρμογής του Νόμου τούτου, παραβιάζει:

(α) Το δικαίωμα του εφεσείοντα να τυγχάνει σεβασμού η ιδιωτική ή/και οικογενειακή ζωή του ως ο φυσικός γονέας της ανήλικης θυγατέρας του, όπως το δικαίωμα τούτο διασφαλίζεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών.

(β) Το δικαίωμα του εφεσείοντα να τυγχάνει ως ο φυσικός γονέας της ανήλικης θυγατέρας του ίσης μεταχείρισης με όλους τους άλλους γονείς, και φυσικούς γονείς ή/και κατά νόμο γονείς, όπως το δικαίωμα τούτο διασφαλίζεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και από το άρθρο 14 της Σύμβασης σε συνάρτηση με τα άρθρα 6 και 8 της ίδιας Σύμβασης.

(γ) Το δικαίωμα του εφεσείοντα να προσφύγει στο Οικογενειακό Δικαστήριο και να τύχει της δίκαιης ετυμηγορίας του, μετά από τη δέουσα διαδικασία ενώπιον του, όπως το δικαίωμα τούτο διασφαλίζεται από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και από την παράγραφο 1 του ΄Αρθρου 6 της Σύμβασης.

(δ) Την Ευρωπαϊκή Σύμβαση επί της Νομικής Καταστάσεως των Εξωγάμων Τέκνων, η οποία έχει κυρωθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 50/79.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξήγησε, έκρινε ότι ο όρος “γονέας”, όπως χρησιμοποιείται στο Νόμο 216/90, σημαίνει τον “κατά νόμο γονέα” και δεν περιλαμβάνει τον “κατ΄ ισχυρισμό φυσικό πατέρα”. ΄Ερεισμα για την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν το πιο πάνω άρθρο 6 του Νόμου 187/91 το οποίο δημιουργεί τεκμήριο πατρότητας υπέρ του συζύγου της μητέρας. Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό. Το άρθρο 8 του Νόμου 187/91 προβλέπει για δικαστική προσβολή της πατρότητας. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ίδιου Νόμου ικανότητα προσβολής της ιδιότητας τέκνου ως τέκνου γεννημένου σε γάμο, δηλαδή ικανότητα προσβολής της πατρότητας έχουν:

(α) ο σύζυγος της μητέρας,

(β) ο πατέρας ή η μητέρα του συζύγου αν αυτός πέθανε χωρίς να έχει χάσει

το δικαίωμα της προσβολής,

(γ) το τέκνο,

(δ) η μητέρα του τέκνου,

(ε) ο πρώτος σύζυγος της μητέρας σε περίπτωση που γίνεται δεκτή αίτηση

για προσβολή της πατρότητας από το δεύτερο σύζυγο σύμφωνα με τις

πρόνοιες του άρθρου 7.

Ο Νόμος 187/91 δεν παρέχει στον κατ΄ ισχυρισμό φυσικό γονέα ικανότητα προσβολής της πατρότητας.

Ο Νόμος 216/90 δεν αποκλείει με τροπο ρητό τον κατ΄ ισχυρισμό φυσικό πατέρα από του να διοριστεί ως Επίτροπος. Ο επίδικος αποκλεισμός ήταν το αποτέλεσμα της ερμηνείας του όρου “γονέας” η οποία είχε σαν έρεισμα το άρθρο 6 του Νόμου 187/91 το οποίο δημιουργεί τεκμήριο πατρότητας υπέρ του συζύγου της μητέρας.

Θεωρούμε, λοιπόν, ότι υιοθέτηση της ερμηνείας που εισηγείται ο εφεσείων και αποδοχή του αιτήματος του να διοριστεί ως Επίτροπος, επικαλούμενος την ιδιότητα του φυσικού πατέρα, θα ισοδυναμούσε με ανατροπή του τεκμηρίου της πατρότητας το οποίο δημιουργείται από το άρθρο 6 του Νόμου 187/91 υπέρ του συζύγου της μητέρας. ΄Οπως υποδεικνύεται πιο πάνω τέτοια ανατροπή είναι δυνατή μόνο μετά από δικαστική διαδικασία με πρωτοβουλία των ατόμων που κατονομάζονται στο άρθρο 10 του Νόμου 187/91. Περαιτέρω, ερμηνεία του Νόμου με τρόπο που να περιλαμβάνει και τον κατ΄ ισχυρισμό φυσικό πατέρα θα ισοδυναμούσε με προσθήκη στη σχετική νομοθετική πρόνοια. Τέτοια προσθήκη ή συμπλήρωση δεν επιτρέπεται από τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων. Καθώς έχει νομολογηθεί “η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του. Δε θα ήταν δυνατό δια της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης” (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, 557). Για την πιο πάνω κατάληξη της η Ολομέλεια άντλησε καθοδήγηση από το “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο” του Π. Δαγτόγλου, παραγ. 127. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση (βλ. σελ. 556-557):

“΄Οπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο σελ. 98, παραγ. 127 (βλ. και Ατομικά Δικαιώματα του ίδιου σελ. 1040) ο Δικαστής

‘δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ΄ αυτού ..., ο δε έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία’.

Και αυτά κατά το σχολιασμό απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας σε σχέση με αίτηση ακυρώσεως το θέμα της οποίας δε διαφέρει από αυτό της παρούσας. Μεταφέρουμε τη σύνοψη της απόφασης από την ίδια σελίδα του πιο πάνω συγγράμματος:

‘Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε να κρίνει μια αίτηση ακυρώσεως της αρνήσεως της διοικήσεως να μεταγράψει από αλλοδαπό σε ημεδαπό πανεπιστήμιο φοιτητή πατέρα παιδιού κάτω των δώδεκα ετών, με το επιχείρημα παραβάσεως της αρχής της ισότητας, γιατί ο νόμος προβλέπει μεν τη μεταγραφή των αντίστοιχων μητέρων, αλλά όχι των πατέρων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε σωστά, ότι ‘η παράβαση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, η οποία πράγματι υπάρχει, μπορεί να οδηγήσει στη μη εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως, όχι όμως και στην υπαγωγή σ΄ αυτήν και φοιτητών πατέρων, γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας’.

Ο συγγραφέας αναφέρεται και σε αντίθετη νομολογία, κατά της οποίας και ασκεί, όπως και άλλοι σύμφωνα με το σύγγραμμα, κριτική. ΄Εχουμε συναφώς υπόψη μας και την απόφαση του δικαστή, όπως ήταν τότε, Δ. Στυλιανίδη στην υπόθεση Papaxenofontos and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1037, στην οποία κρίθηκε ότι εφόσον ο Νόμος απέβλεψε στη δημιουργία συνολικού σχεδίου σύνταξης προς κάλυψη όλων των υπαλλήλων που βρίσκονταν στην ίδια θέση, η κατά παράβαση της αρχής της ισότητας εξαίρεση των αιτητών δεν έπρεπε να επιδράσει στο δικαίωμά τους για απόλαυση των ωφελημάτων που προβλέφθηκαν για τους υπόλοιπους συναδέλφους τους, με τους οποίους βρίσκονταν στην ίδια θέση. Και εφόσον οι αντισυνταγματικές διατάξεις μπορούσαν να διαχωριστούν από τον υπόλοιπο νόμο και να αποβληθούν χωρίς επηρεασμό του γενικού νομοθετικού σχεδίου, η απόφαση με την οποία δεν εγκρίθηκε η ένταξη των αιτητών στο σχέδιο, ακυρώθηκε.”

Ο ευπαίδευτος συγγραφέας υποδεικνύει στη συνέχεια (βλ. παραγ. 128) ότι:

“... ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνο, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος. Αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής.

Ο λόγος αυτού του περιορισμού είναι ότι τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές. Δεν ασχολούνται επομένως με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς. Κατά συνέπεια, αν η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικό-

τητας της επίμαχης διατάξεως, δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, το δικαστήριο δεν χρειάζεται και επομένως δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διατάξεως.

Στην ανωτέρω περίπτωση της μεταγραφής από αλλοδαπό σε ημεδαπό πανεπιστήμιο το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε, ότι ‘ο λόγος ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας αυτής της διατάξεως, ως αντικειμένης στην αρχή της ισότητας των φύλων, είναι απορριπτέος, γιατί δεν μπορεί να οδηγήσει στην αποδοχή αυτού του αιτήματος’. Το συμπέρασμα αυτό είναι εύστοχο. Το δικαστήριο δεν χρειαζόταν όμως να εισέλθει στην έρευνα του ζητήματος, αν πράγματι υπήρχε ή όχι παράβαση της αρχής της ισότητας, πριν φτάσει στο ορθό του συμπέρασμα, αφού στο συμπέρασμα αυτό θα έφτανε και αν ακόμη διεπίστωνε την αντισυνταγματικότητα της επίμαχης νομοθετικής διατάξεως. Θα έπρεπε λοιπόν να απορρίψει ως αλυσιτελή τον λόγο αντισυνταγματικότητας, χωρίς να εισέλθει στην ουσία.”

΄Εχουμε ήδη υποδείξει ότι υιοθέτηση της εισήγησης του εφεσείοντα θα συνεπαγόταν την προσθήκη στο Νόμο προνοιών που δεν θέλησε ο Νομοθέτης και ότι τέτοια προσθήκη είναι ανεπίτρεπτη (βλ. Dias United Publishing Co. Ltd, πιό πάνω). ΄Επεται πως η επίλυση του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας δεν μπορεί να οδηγήσει στην αποδοχή του αιτήματος του εφεσείοντα για συμπερίληψη του στην ερμηνεία του όρου “γονέας”. Κατά συνέπεια οι λόγοι αντισυνταγματικότητας απορρίπτονται ως αλυσιτελείς, και δεν θεωρούμε σκόπιμο να εισέλθουμε στην ουσία των λόγων αντισυνταγματικότητας (βλ. Δαγτόγλου, πιό πάνω, παραγ. 128. Βλ. και Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, 655, Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126 και Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 389: “Ζήτημα αντισυνταγματικότητας Νόμου εξετάζεται μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του δικαστηρίου διαφοράς ή όταν αυτό είναι αναγκαίο για τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης” ).

Η πιο πάνω προσέγγιση μας συνάδει με την προσέγγιση τόσο του Εφετείου όσο και του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ολλανδίας στην υπόθεση Kroon (βλ. πιο κάτω) η οποία κατέληξε στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η παράθεση των σχετικών με την υπόθεση εκείνη γεγονότων και συμπερασμάτων των τριών Δικαστηρίων θεωρείται σκόπιμη. Είναι διαφωτιστική της προσέγγισης του Εθνικού Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Κατά την ερμηνεία παρόμοιων προνοιών του Ολλανδικού Αστικού Κώδικα το Ολλανδικό Εφετείο έκρινε ότι οι περιορισμοί που θέτει ο Νόμος επί των δικαιωμάτων της μητέρας να προσβάλει την πατρότητα του συζύγου της παραβιάζουν το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών εφόσο δεν υπήρχε έγκυρος λόγος για τη διαφορετική μεταχείριση την οποία δημιούργησε ο Νόμος ανάμεσα στο σύζυγο και τη σύζυγο με το να μη παρέχει στην τελευταία την δυνατότητα που είναι διαθέσιμη στο σύζυγο να προσβάλει την πατρότητα. Ωστόσο η έφεση δεν μπορούσε να επιτραπεί. Δεν ήταν επιτρεπτό για το δικαστήριο να εγκρίνει το αίτημα των αιτητών εφόσο κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τη δημιουργία νέου Ολλανδικού Νόμου, περιλαμβανομένης και διοικητικής διαδικασίας, και επομένως θα υπερέβαινε τις εξουσίες του δικαστηρίου για εξέλιξη του δικαίου. Μόνο η Νομοθετική Εξουσία μπορούσε να αποφασίσει πόσο καλύτερα θα συμμορφωνόταν με το άρθρο 14 της Σύμβασης αναφορικά με τη δυνατότητα προσβολής της πατρότητας τέκνου που γεννιέται σε

 

 

 

γάμο . Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ολλανδίας δεν αποφάσιε κατά πόσο το άρθρο 1:198 του Αστικού Κώδικα παραβιάζει το άρθρο 8 ή 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 8. Θεώρησε ότι δεν ήταν ανάγκη να το πράξει γιατί συμφώνησε με την πιο πάνω θέση του Εφετείου.

Η μητέρα και ο κατ΄ ισχυρισμό φυσικός πατέρας κατέφυγαν στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υποστήριξαν ότι το άρθρο 8(1) της Σύμβασης εναποθέτει στην Ολλανδία τη θετική υποχρέωση να καταστήσει δυνατό για τον φυσικό πατέρα να αναγνωρίσει τον ανήλικο και να δημιουργήσει έτσι αναγνωρισμένους νομικά οικογενειακούς δεσμούς ανάμεσα στους δύο. Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έθεσε το θέμα ως εξής (βλ. Kroon and Others v. The Netherlands, Publications of the European Court of Human Rights, Series A: Judgments and Decisions, Vol. 297, p. 46 (27 October, 1994):

“The Court recalls that in the instant case it has been established that the relationship between the applicants qualifies as ‘family life’. There is thus a positive obligation on the part of the competent authorities to allow complete legal family ties to be formed between Mr Zerrouk and his son Samir as expeditiously as possible.

.................................. .................................................. ............

In the Court’s opinion, ‘respect’ for ‘family life’ requires that biological and social reality prevail over a legal presumption which, as in the present case, flies in the face of both established fact and the wishes of those concerned without actually benefiting anyone. Accordingly, the Court concludes that, even having regard to the margin of appreciation left to the State, the Netherlands has failed to secure to the applicants the ‘respect’ for their family life to which they are entitled under the Convention.

There has accordingly been a violation of Article 8.”

 

 

Σε μετάφραση:

“Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι στην παρούσα υπόθεση έχει αποδειχθεί ότι η σχέση ανάμεσα στους αιτητές αποτελεί ‘οικογενειακή ζωή’. Υφίσταται επομένως θετική υποχρέωση εκ μέρους των αρμοδίων αρχών να επιτρέψουν τη δημιουργία πλήρως νομίμων οικογενειακών δεσμών ανάμεσα στον κ. Zerrouk (τον κατ΄ ισχυρισμό φυσικό πατέρα) και στο γιό του Samir όσο το δυνατό πιο γρήγορα.

.................................. .................................................. ............

Κατά την γνώμη του Δικαστηρίου ο ‘σεβασμός’ της ‘οικογενειακής ζωής’ απαιτεί όπως η βιολογική και κοινωνική πραγματικότητα επικρατήσουν του νομικού τεκμηρίου, το οποίο, στην παρούσα υπόθεση, υψώνεται μπροστά από τα αποδειγμένα γεγονότα και τις επιθυμίες των ενδιαφερομένων χωρίς στην πραγματικότητα να οφελεί οποιονδήποτε. Κατά συνέπεια το δικαστήριο καταλήγει ότι, ακόμη και λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτίμησης που παρέχεται στο κράτος, η Ολλανδία έχει αποτύχει να εξασφαλίσει για τους αιτητές το ‘σεβασμό’ της οικογενειακής ζωής το οποίο δικαιούνται δυνάμει της Σύμβασης.

΄Εχει επομένως σημειωθεί παραβίαση του άρθρου 8.”

Δεν χρειάζεται όμως να μας απασχολήσει αυτό περαιτέρω διότι δεν εγείρεται στην προκείμενη περίπτωση ζήτημα με τέτοια μορφή. Ο εφεσείων δεν διεκδίκησε, με την υποβληθείσα αίτηση, δικό του ατομικό δικαίωμα να προσβάλει, ως ο κατ΄ ισχυρισμό φυσικός πατέρας, το τεκμήριο πατρότητας που δημιουργείται από το νομοθετικό τεκμήριο. Το ίδιο το τεκμήριο δεν θα μπορούσε από οποιαδήποτε σκοπιά να θεωρηθεί αντισυνταγματικό. Και ενόσω ίσχυε δεν παρεχόταν στον εφεσείοντα δυνατότητα υποβολής αίτησης για να εκπροσωπήσει την ανήλικη ώστε να θέσει εκ μέρους της ζήτημα πατρότητας. Επομένως, ο διορισμός του ως επιτρόπου της ανήλικης, για τον εν λόγω σκοπό, βρισκόταν έξω από τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

 

 

 

 

 

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. ΄Οπως και το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εκδίδουμε διαταγή για τα έξοδα.

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο