Aναφορικά με την αίτηση του Νίκου Ευαγγέλου (2000) 1 ΑΑΔ 913 Aναφορικά με την αίτηση του Νίκου Ευαγγέλου, Αίτηση αρ. 66/2000, 16 Ιουνίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 913

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Αίτηση αρ. 66/2000

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρ. 155.4 του Συντάγματος

και τα άρθρα 3, 9, 11 του περί Απονομής της

Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33/64,

τα άρθρα 144 και 146 του Συντάγματος

 

Aναφορικά με την αίτηση του Νίκου Ευαγγέλου από

τη Λευκωσία για έκδοση εντάλματος της φύσεως

Habeas Corpus

- και -

Αναφορικά με την απόφαση ημερ. 5/1/2000 του

Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην ποινική

υπόθεση αρ. 17716/95 και την απόφαση του

Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου στην

ποινική υπόθεση με αρ. 5442/95 και τις Π.Ε. 6758

και 6869

-------------------------

Ημερομηνία: 16 Ιουνίου, 2000

Ο αιτητής είναι παρών. Τον προσήγαγε η Αστυνομία από τον τόπο κράτησης του.

Για τον καθού η αίτηση: Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄

--------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής, που κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές, κατέθεσε αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus, διάβημα που στοχεύει στην άμεση απελευθέρωση του. Δε θέλησε να έχει τη βοήθεια δικηγόρου. Ο ίδιος ετοίμασε την αίτηση, που είναι χειρόγραφη, όπως και την ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει. Και συζήτησε την υπόθεση του. Ας σημειωθεί ότι δεν του λείπει κάποια εμπειρία. Για τον ένα ή τον άλλο λόγο είναι συχνή η παρουσία του στα δικαστήρια. Μάλιστα για το θέμα αποφυλάκισης του, όπως αποκαλύπτει ο λοχίας Α. Έλληνας, κατέθεσε δύο άλλες αιτήσεις για παροχή της ίδιας θεραπείας.

Πρόκειται για τις αιτήσεις με αρ. 141/99 και με αρ. 31/2000. Απορρίφθηκαν στις 7/2/2000 και 27/4/2000 αντίστοιχα. Ο αιτητής κατέφυγε στο δικαστήριο για πολλοστή φορά σήμερα. Όπως παρατηρεί ο Αρτεμίδης Δ., στην αίτηση αρ. 141/99, εκκρεμούσαν τότε αιτήσεις που καταχώρησε ο αιτητής ενώπιον πολλών δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου για απόλυση του. Ας λεχθεί εδώ ότι ο λοχίας Έλληνας, που υπηρετεί στο γραφείο παραλαβής των τροφίμων των Κεντρικών Φυλακών, προέβη στην ένορκη δήλωση που συνόδευσε την ένσταση του Διευθυντή των Φυλακών (καθού η αίτηση). Ο δικηγόρος του τελευταίου ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η αναμόχλευση τώρα των ίδιων θεμάτων παραβιάζει το προκύψαν από τις προγενέστερες αποφάσεις δεδικασμένο.

Προτού εξεταστεί η ένσταση είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη τα γεγονότα που πλαισιώνουν το τωρινό αίτημα. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου καταδίκασε τον αιτητή στην ποινική υπόθεση 5442/95 σε φυλάκιση 12 μηνών για πλαστογραφία συγκεκριμένου εγγράφου και την κυκλοφορία του. Η ποινή άρχισε από 1/7/99. Έγινε έφεση που πέτυχε μερικώς (ο αιτητής αθωώθηκε σε μια κατηγορία), αλλά η ποινή έμεινε αναλλοίωτη για την άλλη κατηγορία, η καταδίκη στην οποία επικυρώθηκε. Μετά τη λήξη της ποινής αυτής θα αρχίσει η έκτιση ποινής φυλάκισης ενός μηνός που επιβλήθηκε στον αιτητή για περιφρόνηση του δικαστηρίου στην ποινική υπόθεση αρ. 17716/95 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Περίοδος φυλάκισης 15 ημερών, πάλιν για περιφρόνηση, που αφορούσε την ίδια υπόθεση, παραμερίστηκε από το Εφετείο στις 28/3/2000, αλλά επικυρώθηκε η παραπάνω περίοδος 1 μηνός.

Αυτές δεν ήταν οι μόνες καταδίκες του αιτητή. Το ποινικό του μητρώο βαρύνεται και με τρεις άλλες υποθέσεις, για τις οποίες καταδικάστηκε σε φυλάκιση, μεγαλύτερη από ένα μήνα αλλά όχι μεγαλύτερη από δυο χρόνια. Οι λεπτομέρειες εκτίθενται στην παράγραφο 13 της ένορκης δήλωσης του λοχία Έλληνα. Παρεμβάλλω ότι είχα διακόψει την εκδίκαση της αίτησης για να προσκομισθούν τα σχετικά στοιχεία, τα οποία αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του. Άλλωστε τα χρειαζόταν και τα ζήτησε στην αρχή της διαδικασίας ο ίδιος ο αιτητής. Θα μπορούσε εδώ να υπογραμμισθεί ότι είναι απαραίτητο τα στοιχεία να επισυνάπτονται ευθύς εξαρχής για να αποφεύγεται αχρείαστη καθυστέρηση και κατασπατάληση του δημόσιου χρόνου.

Ας διευκρινιστεί εδώ ότι υπήρχαν 5 καταδίκες σε ποινικές υποθέσεις. Όμως πρέπει να ειπωθεί ότι σε μια από αυτές, την υπ’ αρ. 8547/95, στην οποία ο αιτητής στάληκε στις φυλακές, ύστερα από καταδίκη του, στις 30/8/98, αθωώθηκε κατ’ έφεση και απολύθηκε στις 26/1/99. Πέρα από τις παραπάνω ποινικές υποθέσεις, φαίνεται ότι ο αιτητής φυλακίστηκε σε αρκετές περιπτώσεις και για αστικά χρέη σε διάφορες πολιτικές αγωγές, για τις οποίες επίσης παρασχέθηκαν λεπτομέρειες.

Η φυλάκιση για αστικό χρέος θεωρείται ως φυλάκιση για τους σκοπούς του περί Φυλακών Νόμου του 1996 (αρ. 62(1)/96), που προβλέπει για μείωση ποινών λόγω καλής διαγωγής και εργατικότητας [άρθρ. 12(1)]. Το άρθρ. 13(1) προβλέπει σχετικά ότι:

“Πρόσωπο που φυλακίζεται για τη μη πληρωμή χρηματικού ποσού θεωρείται κρατούμενος ο οποίος εκτίει ποινή φυλάκισης.”

Η ποινή μειώνεται ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή [(άρθρ. 12(2)]. Η μείωση υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Πίνακα του Παραρτήματος Α και έχει ως γνώμονα τις προηγούμενες περιόδους ποινής φυλάκισης με τις οποίες βαρύνεται ο κρατούμενος [(άρθρ. 12(2)]. Η έκταση της μείωσης που προβλέπει, μετά από έκτιση τέταρτης ποινής φυλάκισης, περιορίζεται σε δυο ημέρες για κάθε μήνα φυλάκισης:

“Αν η ποινή είναι μεγαλύτερη από έναν μήνα αλλά όχι μεγαλύτερη από δύο χρόνια.”

 

Για να ολοκληρωθεί η εικόνα η μείωση για πρώτη και δεύτερη έκτιση ποινής είναι 6 ημέρες. ενώ για τρίτη φορά είναι 4 ημέρες.

Είναι η θέση του καθού ότι με βάση τις διατάξεις αυτές και δεδομένου ότι έχει πέραν των 4 καταδικών σε φυλάκιση τόσο για ποινικές υποθέσεις όσο και για αστικά χρέη ο αιτητής κρατείται ακόμη νόμιμα. Και ότι η πιθανή ημερομηνία απόλυσης του, αν τελικά εξασφαλίσει αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή αναφορικά με την εργατικότητα και την καλή διαγωγή του, όπως προβλέπει το άρθρ. 12 του ν. 62(1)/96, με μια μηνιαία μείωση 2 ημερών, είναι η 5η Ιουλίου. Η βάση του υπολογισμού αυτού είναι η φυλάκιση ενός έτους στην υπόθεση αρ. 5442/95 από 1/7/99 και η φυλάκιση ενός μηνός στην ποινική υπόθεση αρ. 17716/95, που επιβλήθηκε για περιφρόνηση του δικαστηρίου στις 7/1/2000 και επικυρώθηκε από το Εφετείο στις 28/3/2000. Πιστοποιητικό από το Διευθυντή των Φυλακών, που προσήγαγε ο αιτητής, ημερ. 2/12/99, και που θέτει ως πιθανό χρόνο αποφυλάκισης την 26/6/2000, δεν μπορεί, όπως ανέφερε ο κ. Μαππουρίδης, να είναι οριστικό, αφού η τιμωρία του για περιφρόνηση επιβλήθηκε μεταγενέστερα, στις 28/3/2000.

Ο αιτητής έθιξε πολλά. Ένα πρώτο θέμα είναι ότι αντισυνταγματικά θεωρήθηκε ως ποινική καταδίκη η φυλάκιση 1 μηνός στην υπόθεση αρ. 17716/95, αφού ο νόμος περί Φυλακών αρ. 62(1)/96 δεν έχει αναδρομική δύναμη. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να ευσταθήσει εφόσον το αδίκημα της περιφρόνησης τελέστηκε το 2000 και όχι το 1995. Περαιτέρω, ο αιτητής υπέβαλε ότι οι καταδίκες του σε φυλάκιση για αστικά χρέη που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του κ. Έλληνα δεν μπορούν να υπολογισθούν σαν προηγούμενες καταδίκες για τους σκοπούς του Πίνακα Α του άρθρ. 12 του ν. 62(1)/96. Κι αυτό γιατί τέτοια χρέη εξαιρούνται με βάση το άρθρ. 3(3)(α) του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (αρ. 70/81).

Είναι ακόμη η εισήγηση του αιτητή ότι είναι λανθασμένη η εκτίμηση του καθού ότι έχει εκτίσει τουλάχιστον 4 ποινές και επομένως δικαιούται δυο μόνο ημέρες μείωση. Επικαλέστηκε γιαυτό το άρθρ. 5(2) του ν. 70/81 σύμφωνα με το οποίο η περίοδος αποκατάστασης (και κατά συνέπεια εξάλειψης της ποινής για τους σκοπούς του νόμου) “υπολογίζεται από της ημέρας απαγγελίας της καταδίκης εν σχέσει προς την οποίαν επεβλήθη η ποινή”.

Αυτές ήταν οι βασικές εισηγήσεις που έγιναν. Έχω όμως υπόψη και κάθε άλλη συγκροτημένη πρόταση του αιτητή (δεν ήταν πάντοτε ευκρινής ο λόγος του) έστω και αν δεν καταγράφτηκε εδώ. Τις μελέτησα με προσοχή. Η άποψη μου είναι ότι ορισμένα θέματα τέθηκαν προς εκδίκαση στην αίτηση αρ. 31/2000 (δεν έχω τα στοιχεία των άλλων υποθέσεων habeas corpus που αναφέρει ο Αρτεμίδης Δ. στην απόφαση του). Ένα από αυτά είναι το θέμα παραγραφής των ποινών δυνάμει των διατάξεων του ν. 70/81. Ο δικηγόρος που αντιπροσώπευσε τότε τον αιτητή υπέβαλε ότι με βάση το νόμο αυτό περιοριζόταν “η εμβέλεια της εξέτασης” μόνο στις υποθέσεις 5442/95 και 17716/95, όπως και την ποινική υπόθεση αρ. 8547/95, στην οποία απαλλάγηκε με την απόφαση του Εφετείου.

Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ποινή για περιφρόνηση θα εκτιθεί μετά τη 12μηνη φυλάκιση. Ο αιτητής παραπονέθηκε, σε σχέση με το θέμα αυτό, ότι το δικαστήριο στη υπόθεση 17716/95 δεν ορίζει ότι η μια ποινή θα ακολουθήσει την άλλη. Ακριβώς γιαυτό έγινε η διαπίστωση του Νικολάου Δ., ο οποίος αναφέρεται προς τούτο στο άρθρ. 117 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Συγκεκριμένα το άρθρ. 117(2) του Νόμου αυτού έχει ως εξής:

“117(2) Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.”

Παρεμπιπτόντως, στην προηγούμενη αίτηση (αρ. 31/2000), ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρθηκε και στο άρθρ. 147 του Κεφ. 155, το οποίο παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να καθορίζει, μεταξύ άλλων, το χρόνο έναρξης της ποινής. Είχε εισηγηθεί - χωρίς επιτυχία - ότι ο χρόνος που έμεινε στις φυλακές για την υπόθεση στην οποία απαλλάγηκε τελικά από το Εφετείο έπρεπε να αφαιρεθεί από τις άλλες ποινές στις οποίες υπόκειται. Στηριζόμενος στην ίδια διάταξη, πρόβαλε τώρα διάφορους ισχυρισμούς - που σχετίζονται και με παράπονα για τη μεταγωγή του από τις φυλακές στο δικαστήριο στην υπόθεση στην οποία καταδικάστηκε για περιφρόνηση παρά το ότι είχε ανάγκη από ιατρική περίθαλψη - που απολήγουν στο ότι εξαλείφθηκε ή δεν έπρεπε να επιβληθεί η ποινή ενός μηνός φυλάκιση για περιφρόνηση.

Δεν υπάρχει δικαίωμα κατάθεσης παράλληλων αιτήσεων σε διαφορετικούς δικαστές για έκδοση του εντάλματος habeas corpus ούτε ακόμη διαδοχικών αιτήσεων για τον ίδιο σκοπό, προβάλλοντας την ίδια ιστορική βάση. Η οποιαδήποτε παρανόηση που μπορεί να υπήρχε στο θέμα έχει αρθεί από την απόφαση στην Π.Ε. 9614 Αναφορικά με την αίτηση του David Lee Carter ημερ. 11/4/96. Αυτό συνέβαινε κάποτε στην Αγγλία και οφειλόταν, όπως εξηγεί ο Κωνσταντινίδης Δ., στην απόφαση της Ολομέλειας στην παραπάνω υπόθεση, στην ιστορική εξέλιξη της δομής της αγγλικής δικαιοσύνης.

Η ίδια απόφαση αποσαφηνίζει ότι:

“Δεν παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης δικαιοδοσίας από άλλους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω στο ίδιο θέμα επί των ιδίων γεγονότων.

Η απόφαση της Ολομέλειας επιβεβαίωσε ότι ισχύουν οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο περιλαμβανομένου και του κωλύματος αναφορικά με επίδικο θέμα (issue estoppel). Mε αναφορά στη γνωστή υπόθεση Henderson v. Henderson (1843-1860) All E.R. Rep. 378, η απόφαση διαπιστώνει ότι το δεδικασμένο που απορρέει από προηγούμενη διαδικασία εκτείνεται και καλύπτει όχι μόνο “όσα προβλήθηκαν στην πρώτη διαδικασία αλλά ...... και εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της, αλλά δεν προβλήθηκαν.” Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η δικαιοσύνη από αέναες διαδικασίες στις οποίες θα πρωταγωνιστούσε η εφευρηματικότητα του διαδίκου.

Έχω την αίσθηση πως εδώ ορισμένα θέματα είχαν επιλυθεί με την απόφαση στην αίτηση αρ. 31/2000 (για παράδειγμα εκείνα που σχετίζονται με τα άρθρα 117 και 147 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που επικαλέστηκε ο αιτητής). Ή θα μπορούσε να είχαν τεθεί προς εξέταση στην προγενέστερη εκείνη διαδικασία. Αναφέρω ως παράδειγμα θέματα αντισυνταγματικότητας του νόμου αρ. 62(1)/96, που ο αιτητής ήγειρε ευκαιριακά και με τρόπο αόριστο θα έλεγα, ή και με ασύγγνωστη αντιφατικότητα. Στις πρόνοιες του ίδιου νόμου κατέφυγε επίσης για να δείξει πως είχε δικαίωμα μείωσης 6 ημερών μηνιαία και όχι 2 ημέρες, όπως υποστήριξε ο κ. Μαππουρίδης.

Περαιτέρω, είναι και τα θέματα που σχετίζονται με την αποκατάσταση του αιτητή στα πλαίσια του ν. 70/81, που αφορούν τους υπολογισμούς του, για αποφυλάκιση του στις 18/4/2000. Και οι νεώτεροι υπολογισμοί του ότι η 17η τρέχοντος μήνα είναι η σωστή ημερομηνία απόλυσης του. Έτσι, κατ’ εφαρμογή των παραπάνω αρχών, θα απέρριπτα την αίτηση.

Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι με βάση τις διατάξεις του ν. 70/81 έχουν ουσιαστικά παραγραφεί τα πλείστα αδικήματα για τα οποία φυλακίστηκε. Με αποτέλεσμα να δικαιούται στο ανώτατο όριο μείωσης των 6 ημερών το μήνα και όχι των δύο ημερών που έχει ως προϋπόθεση την έκτιση και τέταρτης ποινής. Αν κοιτάξει ένας τον κατάλογο των ποινών φυλάκισης που εξέτισε ο αιτητής προκύπτει ότι ουσιαστικά καμιά από αυτές δεν είχε εξαλειφθεί για τους σκοπούς του ν. 70/81. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με το άρθρ. 6(4) του νόμου αυτού, σε περίπτωση μεταγενέστερης καταδίκης ο χρόνος αποκατάστασης παρατείνεται. Και όταν ελέγξει ένας τις σχετικές ημερομηνίες βλέπει ότι οι καταδίκες για τις οποίες εξέτισε ποινή φυλάκισης ξεπερνούν οπωσδήποτε τις τέσσερεις.

Το σχετικό άρθρο ορίζει ότι:

“6.(4) Τηρουμένου του εδαφίου (5), οσάκις διαρκούσης της εφαρμοστέας διά τινα καταδίκην περιόδου αποκαταστάσεως

(α) Ο καταδικασθείς καταδικάζεται διά μεταγενέστερον ποινικόν αδίκημα. και

(β) εν σχέσει προς την μεταγενεστέραν καταδίκην δεν επιβάλλεται εις τούτον ποινή αποκλείουσα την αποκατάστασιν δυνάμει του παρόντος Νόμου,

εάν η κατά το παρόν άρθρον εφαρμοστέα περίοδος αποκαταστάσεως διά την μίαν των καταδικών λήγη ενωρίτερον από την ούτω εφαρμοστέαν περίοδον διά την ετέραν τούτων, η περίοδος αποκαταστάσεως, ήτις (εάν δεν υφίστατο το παρόν εδάφιον) θα έληγεν ενωρίτερον, θα παρατείνεται ούτως ώστε να λήγη κατά τον αυτόν χρόνον ως και η ετέρα περίοδος αποκαταστάσεως.”

Επομένως ο αιτητής δεν είχε δικαίωμα σε εξαήμερη μηνιαία μείωση. Η μείωση στην οποία τυχόν θα δικαιούται είναι μόνο 2 ημέρες το μήνα σύμφωνα με το νόμο του 1996.

Θα προχωρήσω εντούτοις να εξετάσω την αίτηση σε σχέση με το ένα και μοναδικό νέο στοιχείο, την παρέλευση χρόνου από την έκδοση της τελευταίας απόφασης. Έχοντας υπόψη ότι ο αιτητής καταδικάστηκε συνολικά σε 13μηνη φυλάκιση από 1/7/99 συνάγεται ότι νόμιμα κρατείται μέχρι σήμερα. Ένα συνδεόμενο θέμα είναι ότι ο αιτητής δεν έχει εξασφαλίσει ακόμη την αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή, σύμφωνα με το άρθρ. 12(2) του ν. 62(1)/96, για την οποιαδήποτε μείωση στην οποία δικαιούται. Η εξουσία αυτή του Διευθυντή έχει διακριτικό χαρακτήρα και αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε μείωση. Με τη θεώρηση αυτή θεμελιώνεται άλλος αυτοτελής λόγος απόρριψης του αιτήματος. Ελλείπει με άλλα λόγια η προϋπόθεση για μείωση. Είναι ορθό ότι η βεβαίωση (Τεκμ. Β), που προσκόμισε ο αιτητής, προβλέπει για μείωση στη βάση ότι επέδειξε εργατικότητα και καλή διαγωγή. Όμως η βεβαίωση αυτή φέρει ημερ. 2/12/99. Δεν υπάρχει οτιδήποτε σχετικό για τη μεταγενέστερη περίοδο (κατά την οποία επιβλήθηκε και η φυλάκιση ενός μηνός). Είναι γιαυτό, φαίνεται, που ο Διευθυντής αναφέρει πιθανή ημερομηνία αποφυλάκισης (δηλαδή, την 26/6/2000).

Ένα άλλο ζήτημα που έχει εγείρει ο αιτητής είναι ότι οι καταδίκες του σε φυλάκιση για αστικά χρέη δεν υπολογίζονται ενόψει των προνοιών του άρθρ. 3(3)(α) του ν. 70/81 που ορίζει ότι:

“3(3) Εν τω παρόντι Νόμω ο όρος “ποινή” περιλαμβάνει και παν κατά την ποινικήν μεταχείρισιν προσώπου τινός εκδιδόμενον δικαστικόν διάταγμα, πλην -

(α) Διατάγματος φυλακίσεως ή οιουδήποτε ετέρου διατάγματος εκδιδομένου λόγω παραλείψεως πληρωμής οιασδήποτε χρηματικής ποινής ή ετέρου χρηματικού ποσού όπερ διετάχθη να καταβληθή επί τη καταδίκη ή λόγω ανεπαρκείας του προϊόντος της κατασχέσεως προς εξόφλησιν οιασδήποτε τοιαύτης χρηματικής ποινής ή ετέρου χρηματικού ποσού.

(β) .................................................. ..............”

 

Θα συμφωνήσω με την εισήγηση του κ. Μαππουρίδη ότι, ουσιαστικά, η καταδίκη για αστικά χρέη δεν εμπίπτει στις παραπάνω διατάξεις, αλλά συνιστά ποινή φυλάκισης για τους σκοπούς του νόμου. Εδώ δεν πρόκειται για διάταγμα εκδιδόμενο λόγω παράλειψης πληρωμής χρηματικής ποινής αλλά φυλάκιση για παρακοή δικαστικού διατάγματος που συνιστά το αδίκημα της περιφρόνησης. Άλλωστε το άρθρ. 13(1) του μεταγενέστερου νόμου (αρ. 62(1)/96) δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς την αληθινή ερμηνεία της διάταξης αυτής.

 

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

 

/Κασ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο