Γεώργιος Φρίξου Γιωργαλλίδης ν. ΤΑΠΕΛΛΟΓΡΑΦΕΙΟ ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΑ ΛΤΔ. (2000) 1 ΑΑΔ 1101 Γεώργιος Φρίξου Γιωργαλλίδης ν. ΤΑΠΕΛΛΟΓΡΑΦΕΙΟ ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΑ ΛΤΔ., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10640, 30 Ιουνίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1101

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10640

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

 

Γεώργιος Φρίξου Γιωργαλλίδης,

Εφεσείων

και

ΤΑΠΕΛΛΟΓΡΑΦΕΙΟ ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΥΛΟΥ & ΣΙΑ ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων

----------------------------------< /P>

30 Ιουνίου 2000

Για τον Εφεσείοντα: Δρ. Α. Ποιητής.

Για τους Εφεσιβλήτους: κ. Ευγ. Ερωτοκρίτου.

--------------------------------

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία απορρίφθηκε αίτηση που καταχώρησε σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.17 θ. 10 για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του.

Τα γεγονότα

Στις 23/9/98 η εφεσίβλητη εταιρεία καταχώρησε αγωγή με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα εναντίον του εφεσείοντος αξιώνοντας το ποσό των £2.496 ως υπόλοιπο κατασκευής πινακίδων για το ξενοδοχείο SAN REMO που ανήκε και/ή βρισκόταν στην κατοχή του εφεσείοντος. Η συμφωνηθείσα αξία για την κατασκευή των πινακίδων ήταν £3.996. Ο εφεσείων κατέβαλε έναντι ένα συνολικό ποσό £1.500 και κατόπιν διαπραγματεύσεων ότι θα κατέβαλλε το υπόλοιπο χωρίς δικαστικές διαδικασίες αν του γινόταν μια καλή έκπτωση, η εφεσίβλητη αποδέχθηκε την καταβολή του ποσού των £1.800 προς εξόφληση. Προς τούτο ο εφεσείων υπέγραψε διατακτικό πληρωμής προς τον ενοικιαστή του ξενοδοχείου SAN REMO ημερομηνίας 7/8/97 για να πληρώσει από το ενοίκιο που θα κατέβαλλε στον εφεσείοντα, το ποσό των £1.700. Επειδή δεν υπήρξε συμμόρφωση προς την πρώτη διατακτική, ο εφεσείων υπέγραψε δεύτερη διατακτική ημερομηνίας 3/9/97 η οποία και πάλι παρέμεινε απλήρωτη. Κατόπιν τούτου η εφεσίβλητη εταιρεία καταχώρησε την παρούσα αγωγή.

Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε προσωπικά στον εφεσείοντα στις 9/10/98 ο οποίος στις 19/10/98 καταχώρησε εμφάνιση μέσω του δικηγόρου του. Στις 6/11/98 η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση για απόφαση και στις 13/11/98 εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος. Η αίτηση καταχωρήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.26 θ.2 που προνοεί ότι αν ο εναγόμενος δεν καταχωρήσει την Εκθεση Υπεράσπισης του μέσα στα χρονικά πλαίσια που καθορίζουν οι κανόνες Πολιτικής Δικονομίας, ο ενάγων μπορεί να αποταθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει την έκδοση απόφασης. Μια τέτοια αίτηση μπορεί να καταχωρηθεί και χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά (ex parte) σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48, θ.8(1)(y). Στις 25/1/99 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση παραμερισμού της απόφασης. Με τη σχετική ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε από την Κατερίνα Κονναρή, υπάλληλο του δικηγορικού γραφείου του Δρα Ανδρέα Π. Ποιητή & Σία, ο εφεσείων ισχυρίστηκε πολύ περιληπτικά ότι στις 6/11/98 καταχωρήθηκε αίτηση για απόφαση εναντίον του και χωρίς να του επιδοθεί, εκδόθηκε απόφαση εναντίον του. Σύμφωνα με τη συμβουλή του δικηγόρου του Δρος Ποιητή η απόφαση ήταν αντικανονική (ex debito juistitie) και έπρεπε να ακυρωθεί.

Η εφεσίβλητη εταιρεία αρνήθηκε τους λόγους που προβλήθηκαν για την ακύρωση της απόφασης ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων ότι η απόφαση εκδόθηκε κανονικά και ότι η σχετική καθυστέρηση των 2½ περίπου μηνών που παρατηρήθηκε από την έκδοση της απόφασης, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την ακύρωση της απόφασης.

Επισημαίνοντας την έλλειψη ικανοποιητικών στοιχείων που θα δικαιολογούσαν την ακύρωση της απόφασης, ο εφεσείων κατόπιν έγκρισης του Δικαστηρίου, καταχώρησε μια λιτή συμπληρωματική ένορκη δήλωση, το κείμενο της οποίας κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο.

“1. Είμαι ο εναγόμενος στην πιο πάνω υπόθεση.

2. Περαιτέρω προς τα όσα αναφέρει η Κατερίνα Κονναρή στην ένορκο δήλωση της ημερομηνίας 25.1.99 και τα οποία επαναλαμβάνω αναφέρω τα εξής:

(α) Ουδέποτε επληροφορήθηκα προηγουμένως την έκδοση αποφάσεως εναντίον μου.

(β) Αντίθετα μόλις το πληροφορήθηκα απευθύνθηκα στο δικηγόρο μου.

3. Εχω καλή υπεράσπιση και αυτό φαίνεται στο συνημμένο τεκμήριο 1.”

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν εξέτασης των θέσεων που προβλήθηκαν και από τις δύο πλευρές απέρριψε την αίτηση. Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την εγκυρότητα της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ισχυριζόμενος μεταξύ άλλων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο

(1) Λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν παρουσίασε στοιχεία ότι είχε καλή υπεράσπιση και

(2) Εσφαλμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

 

Η νομική πλευρά

Οι αρχές που διέπουν τον παραμερισμό μιας απόφασης λόγω παράλειψης του εναγομένου να εμφανισθεί αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών Αγγλικών και Κυπριακών αποφάσεων. (Ιδε Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R 646, Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317, Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159, Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Mine and Quarry Services Ltd. v. Α. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ. (Πολιτική Εφεση 9400 της 14/1/97). Στην Milouca Motor Trading Ltd. v. Κούρτης (Πολιτική Εφεση 9686 της 8/8/97) γίνεται μια εκτενής ανάλυση της σχετικής νομολογίαςΧ υιοθετήθηκαν οι αρχές όπως καθορίσθηκαν στην απόφαση Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, 210, που τονίζουν αφενός την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουσθεί και αφετέρου την ανάγκη διασφάλισης της άνευ προσκόμματος αποπεράτωσης της δίκης.

Η γενική αρχή του δικαίου όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις είναι ότι για να επιτύχει τον παραμερισμό μιας απόφασης ο αιτητής θα πρέπει να πείσει ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη από τη μια την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί και από την άλλη την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών. Ομως η χωρίς ουσιαστικό λόγο παράλειψη του αιτητή να εμφανισθεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να πάρει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγο για την απόρριψη της αίτησης. (Ιδε Mine and Quarry Services Ltd. v. Α. Γεωργίου (Μαύρου) και Milouca Motor Trading Ltd. v. Κούρτης (πιο πάνω).

 

Συμπεράσματα

Στην παρούσα περίπτωση αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μια ορθή παράθεση των νομικών αρχών που διέπουν το θέμα προχώρησε να εξετάσει τους λόγους που προβλήθηκαν για να δικαιολογήσουν την ακύρωση της απόφασης.

Αναφορικά με την ύπαρξη καλής υπεράσπισης το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο απλός ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι εξόφλησε τους εφεσίβλητους (όπως αυτό διαφαίνεται από την Εκθεση Υπεράσπισης που καταχωρήθηκε στις 14/5/99 πριν από την ακρόαση της αίτησης για παραμερισμό) είναι γενικός και αόριστος, αφού δεν παρουσιάζει στοιχεία αναφορικά με το ποιός, πώς και πότε εξοφλήθηκε το χρέος. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ο εφεσείων θα έπρεπε να είχε παρουσιάσει ικανοποιητικές λεπτομέρειες για να πείσει το Δικαστήριο ότι είχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση, πράγμα που απέτυχε να πράξει. Οπως έχει τονισθεί στις αποφάσεις Evans v. Bartlam και Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ. (πιο πάνω) ένας από τους πρωταρχικούς παράγοντες που επενεργεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η αποκάλυψη υπεράσπισης. Το Δικαστήριο εξετάζει τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του για να διαγνώσει αν δημιουργείται εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο σημείο, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης. (Ιδε Χρυσάνθου ν. Mariala Construction Ltd. (Πολιτική Εφεση 9153 της 31/10/96). Με βάση τα πιο πάνω η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Ο εφεσείων είχε το βάρος να αποκαλύψει τα στοιχεία εκείνα που θα συνιστούσαν την υπεράσπιση του. Η αοριστία όμως του ισχυρισμού ότι απλά εξόφλησε το χρέος του, αφήνει κενά που δεν επιτρέπουν τη θεμελίωση καλής υπεράσπισης.

Αναφορικά με την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν έχουν δοθεί εξηγήσεις γιατί ο εφεσείων καθυστέρησε να καταχωρίσει την Εκθεση Υπεράσπισης του και αργότερα την αίτηση για παραμερισμό. Η καθυστέρηση των 2½ περίπου μηνών που σημειώθηκε μετά την έκδοση της απόφασης (στις 13/11/98) και την καταχώριση της αίτησης για παραμερισμό (στις 25/1/99) παραμένει τελείως ανεξήγητη. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έχουν δοθεί οποιαδήποτε στοιχεία που θα μπορούσαν να προσφέρουν οποιαδήποτε δικαιολογία για την καθυστέρηση των 2½ μηνών. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι αποτάθηκε στους δικηγόρους του μόλις πληροφορήθηκε ότι είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον του χωρίς να αναφέρει τη συγκεκριμένη ημερομηνία πληροφόρησης και τους λόγους της καθυστέρησης δεν συνιστά δικαιολόγηση της καθυστέρησης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

 

 

 

 

 

 

Π.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο