Hλία Αντωνίου Σκούλου κ.α. ν. Σόλωνος Στουππή (2000) 1 ΑΑΔ 896 Hλία Αντωνίου Σκούλου κ.α. ν. Σόλωνος Στουππή, Πολιτική Έφεση Αρ. 10404, 16 Ιουνίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 896

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 10404

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.

1. Hλία Αντωνίου Σκούλου

2. Pahit Ice Limited

Εφεσειόντων/Εναγομένων

- και -

Σόλωνος Στουππή, ως διαχειριστή της περιουσίας της

αποβιωσάσης Αλεξάνδρας Στουπή ή Αλεξάνδρας Γιαννή

Στουππή, δυνάμει Διατάγματος Διαχειρίσεων στην

Αίτηση 240/92 Ε.Δ. Λευκωσίας και ως αντιπροσώπου

των κληρονόμων και εξαρτωμένων

Εφεσίβλητου /Ενάγοντα

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 16 Ιουνίου, 2000.

Για τους εφεσείοντες: Κ. Δημητριάδης.

Για τον εφεσίβλητο: Π. Μιχαήλ για Α. Παπαχαραλάμπους.

- - - - - -

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 7.5.1992 η Αλεξάνδρα Γιαννή Στουππή, τέως εκ Λευκωσίας, ηλικίας 62 ετών, κτυπήθηκε θανάσιμα στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού, μεταξύ του 6ου και 7ου χιλιομέτρου, από το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής WP133, το οποίο οδηγούσε ο εφεσείοντας. Το δυστύχημα συνέβηκε ενώ η αποβιώσασα προσπαθούσε να διασταυρώσει τις δύο παράλληλες πορείες του αυτοκινητόδρομου για να περάσει στην άλλη πλευρά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε μαρτυρία όσον αφορά μόνο το θέμα της ευθύνης (οι αποζημιώσεις είχαν συμβιβασθεί στο ποσό των £7.000,= επί πλήρους ευθύνης) κατέληξε να την κατανήμει σε ποσοστό 70% στον εφεσείοντα και 30% στην αποβιώσασα. Η αγωγή εγέρθηκε από το διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας.

Όπως αναφέραμε, το δυστύχημα συνέβηκε στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού, τετραπλής κατεύθυνσης. Οι δύο λωρίδες κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς Λευκωσία είναι πλάτους 6.50 μ. με ασφαλτοστρωμένο κράσπεδο πλάτους 3.50 μ.. Νησίδα, διεχώριζε τις δύο αυτές λωρίδες από τις άλλες δύο λωρίδες που είχαν κατεύθυνση προς Λεμεσό.

Ο εφεσείων-εναγόμενος αρ. 1 οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής WP133 στην εσωτερική λωρίδα του αυτοκινητόδρομου με κατεύθυνση προς Λευκωσία, με ταχύτητα που δεν ξεπερνούσε τα όρια που καθορίζονται για τους αυτοκινητόδρομους. Η αποβιώσασα άρχισε να διασταυρώνει κάθετα τις δύο λωρίδες ξεκινώντας από το κράσπεδο του δρόμου μεταξύ δύο σταθμευμένων οχημάτων, του εκσκαφέα με αρ. εγγραφής PJ435 και του αυτοκινήτου με αρ. εγγραφής ΜΤ352. Τα οχήματα αυτά ήσαν σταθμευμένα στο αριστερό ασφαλτοστρωμένο κράσπεδο, σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντα, και είχαν μεταξύ τους απόσταση 20 μ.. Η αποβιώσασα αφού διήνυσε 4.90 μ. κτυπήθηκε βίαια από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Ο εφεσείων-εναγόμενος αρ. 1 στην προσπάθειά του να αποφύγει την αποβιώσασα επικαλέσθηκε τα φρένα του αυτοκινήτου του και, προφανώς, από τα ίχνη που άφησε στην άσφαλτο και φαίνονται στο επί κλίμακος σχέδιο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο στο Δικαστήριο, προέβη σε ελαφρά κλίση προς τα δεξιά. Τα ίχνη τροχοπέδησης που άφησε στην άσφαλτο το αυτοκίνητο του είναι μήκους 54 μ.. Από το σημείο έναρξης των ιχνών αυτών μέχρι το σημείο σύγκρουσης που αποδέχθηκε ως ορθό το πρωτόδικο Δικαστήριο (Χ1 επί του σχεδίου) είναι απόσταση 29 μ..

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία δέκτηκε ως ορθή τη μαρτυρία που παρουσίασε ο εφεσίβλητος, δηλαδή του αστυνομικού εξεταστού του δυστυχήματος και του μάρτυρα Χριστοδούλου. Απέρριψε δε τη μαρτυρία του εφεσείοντα-εναγομένου αρ. 1 ως αναξιόπιστη. Με δεδομένη τη μαρτυρία που δέκτηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα εξής ευρήματα, όπως φαίνονται στις σελίδες 7 και 8 της απόφασής του:-

“Με βάση το τεκμ. 1 και τη μαρτυρία του Μ.Ε. 1, διαπιστώνεται ότι το σημείο από το οποίο είδε για πρώτη φορά την αποβιώσασα μέχρι το σημείο Χ που ήταν το σημείο σύγκρουσης που υπόδειξε ο ίδιος ο εναγόμενος, η απόσταση ήταν 91μ και μέχρι το σημείο Χ1 που υπόδειξε ο μάρτυρας Χριστοδούλου 79μ.. Η απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων που ήταν σταθμευμένα στο παγκέττο ήταν 20 μ. Εκείνο όμως που είναι εκπληκτικό είναι ότι το θύμα μετά που κτυπήθηκε, βρέθηκε σε απόσταση 12.70μ από την τελική θέση του αυτοκινήτου και σε απόσταση 22.50μ από το σημείο “Χ” που υπόδειξε ο εναγόμενος και 34.50μ από το σημείο Χ1 που υπόδειξε ο μάρτυρας Χριστοδούλου. Δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για την απόσταση που θα καλύπτετο ή που κάλυψε το όχημα του εναγομένου αν λαμβανόταν υπόψιν η απόσταση σκέψεως. Δεν μπορεί, όμως να αγνοηθεί το γεγονός ότι πρέπει να προϋπήρξε τέτοια απόσταση μια και υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης. Δέχομαι σαν ορθές τις αποστάσεις των μέτρων που διαπιστώθηκαν στο σχέδιο τεκμ. 1. Επομένως ένας οδηγός πριν καλύψει την απόσταση των 79μ μέχρι το σημείο Χ1 ή ακόμα και των 91μ μέχρι το σημείο Χ συν την οποιαδήποτε απόσταση σκέψεως είχε κατά τη γνώμη μου την ευχέρεια να προσέξει το θύμα και να λάβει αποτρεπτικά μέτρα και να αποφύγει το δυστύχημα. Το ότι το θύμα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εναγομένου άρχισε να βγαίνει τρέχοντας και ότι το πρόσεξε να ξεκινά από τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των αυτοκινήτων Δ και Ε σημαίνει ότι ο εναγόμενος δεν πήρε στα σοβαρά την παρουσία της αποβιωσάσης.

Η μαρτυρία του εναγομένου γενικά ήταν μια προσπάθεια αποφυγής ευθυνών. Δεν έλαβε καμιά αποφευκτική ενέργεια παρόλο που είχε την ευκαιρία να το πράξει λόγω της μεγάλης αποστάσεως που τον χώριζε από το θύμα.”.

Και στις σελίδες 9 και 10 της απόφασης του επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει στα ακόλουθα επίσης ευρήματα:-

“Με βάση όσα ανέφερε ο μάρτυρας Χριστοδούλου τον οποίο και πιστεύω, το θύμα πρέπει να ξεκίνησε να διασταυρώνει από το χώρο μεταξύ των δύο σταθμευμένων οχημάτων κι΄ ότι το σημείο συγκρούσεως είναι το σημείο Χ1.

Έχοντας υπόψη επίσης τη μαρτυρία του αστυφύλακα Μ.Ε.1 ο οποίος με βάση τα ίχνη τροχοπέδησης που άφησε το όχημα του εναγομένου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ταχύτητα του οχήματος του εναγομένου ήταν 102 Χ.Α.Ω, και επίσης εν όψει του γεγονότος ότι η ορατότητα ήταν απεριόριστη και η απόσταση που χώριζε τον εναγόμενο από το θύμα όταν την είδε για πρώτη φορά πρέπει να ήταν πέρα των 79μ μέχρι το σημείο Χ1 που είναι το σημείο που υπόδειξε ο μάρτυρας Χριστοδούλου. Εάν προστεθεί στην απόσταση αυτή και η απόσταση σκέψεως τότε κατά τη γνώμη μου παρείχετο αρκετός χρόνος για να λάβει ο εναγόμενος αποφευκτική ενέργεια και να μην κτυπήσει την αποβιώσασα θα μπορούσε λόγω της ευχέρειας που του παρείχε η απόσταση σε συνδυασμό με την ορατότητα και την ταχύτητα του να αποφύγει το δυστύχημα οδηγώντας το όχημα του προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά ανάλογα με το αν το θύμα διασταύρωνε τρέχοντας ή περπατώντας όπως ο ίδιος είπε. Εν όψει όμως του ότι δεν γίνεται πιστευτός δέχομαι σαν ορθή τη θέση του μάρτυρα Χριστοδούλου που την είδε να διασταυρώνει περπατητή (όχι τρέχοντας). Εν όψει τούτου η ευχέρεια του παρείχετο να οδηγήσει αριστερά μεταξύ των δύο οχημάτων που είχαν απόσταση 20μ μεταξύ τους ή στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας σε σχέση με την πορεία του που είχε πλάτος 3.35μ.”.

Εναντίον των ευρημάτων αυτών και της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε η παρούσα έφεση διαγράφοντας τρεις λόγους προς τούτο. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα υπέρ του εφεσείοντα-εναγομένου αρ. 2 μετά την απόρριψη της αγωγής εναντίον του.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε μαρτυρία πέραν των δικογράφων που σύμφωνα με τη νομολογία έπρεπε να κριθεί ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται στο γεγονός, κατά τον εφεσείοντα-εναγόμενο αρ. 1, ότι ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποδείξει τις λεπτομέρειες αμέλειας που προβάλλει στο δικόγραφο του εκτός της τελευταίας (χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα) που είναι γενική και αόριστη.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή του εφεσείοντα. Είναι γεγονός ότι νομολογιακά έχει καθιερωθεί ότι η μαρτυρία πρέπει να κινείται εντός των πλαισίων που προδιαγράφουν τα δικόγραφα. Στην παρούσα υπόθεση όμως δεν έχουμε πεισθεί ότι η μαρτυρία που παρουσιάσθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κινήθηκε εκτός των πλαισίων αυτών. Από τα πρακτικά της υπόθεσης είναι φανερό ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν υπέβαλε καμιά ένσταση κατά τη διάρκεια της δίκης ως προς το παραδεκτό ή μη της μαρτυρίας. Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε κατά την πρωτόδικη δίκη εναρμονίζεται πλήρως με το δικόγραφο.

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης διαπλέκονται μεταξύ τους και θα εξετασθούν από κοινού. Είναι η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι λανθασμένα και δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που δόθηκε στο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (α) ότι η αποβιώσασα εβάδιζε κανονικά όταν διεσταύρωνε το δρόμο, (β) ότι η αποβιώσασα άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο από σημείο ανάμεσα στα δύο σταθμευμένα οχήματα, πίσω από τον εκσκαφέα και (γ) ότι ο εφεσείων είδε την αποβιώσασα από απόσταση τουλάχιστον 79 μ. πριν την κτυπήσει.

Προσβάλλεται επίσης το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κάτω από τις περιστάσεις ο εφεσείων είχε την ευχέρεια να αποφύγει την αποβιώσασα οδηγώντας το αυτοκίνητό του στην αριστερή λωρίδα του δρόμου και να σταματήσει στο αριστερό κράσπεδο, μεταξύ των δύο σταθμευμένων οχημάτων.

Έχουμε μελετήσει τόσο τη δοθείσα μαρτυρία όσο και την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχουμε καταλήξει ότι οι θέσεις του δικηγόρου του εφεσείοντα είναι ορθές. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η αποβιώσασα διεσταύρωνε με αργό βήμα το δρόμο και όχι τρέχοντας δεν στηρίζεται καθόλου από τη μαρτυρία του μάρτυρα του εφεσίβλητου. Ο μάρτυς αυτός κατέθεσε ότι στιγμιαία είδε την αποβιώσασα που άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο αλλά δεν θυμόταν αν εβάδιζε κανονικά ή έτρεχε. Αμφιλεγόμενη επίσης ήταν η μαρτυρία του ίδιου μάρτυρα όσον αφορά το σημείο του δρόμου, σε σχέση με τα δύο σταθμευμένα οχήματα, που άρχισε την προσπάθεια της να περάσει απέναντι. Εσφαλμένο επίσης ήταν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας είδε την πεζή από απόσταση 79 μ.. Η μόνη μαρτυρία, σ΄ αυτό το σημείο, ήταν η μαρτυρία του εφεσείοντα-εναγομένου αρ. 1, την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο, ότι είδε την πεζή όταν εισήρχετο στο δρόμο από απόσταση 50 μ.. Είναι φανερό ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα πρόσθεσε στα 50 μ. και τα 29 μ. της απόστασης μεταξύ της έναρξης των ιχνών τροχοπέδησης και του σημείου σύγκρουσης. Ορθός θα ήταν ο συλλογισμός αν αφαιρούσε τα 29 μ. των ιχνών τροχοπέδησης μέχρι το σημείο σύγκρουσης για να τοποθετήσει το αυτοκίνητο του εφεσείοντα 20 μ. περίπου πριν από την έναρξη των ιχνών τροχοπέδησης, τα οποία καταλογίζονται ως απόσταση που απαιτείται για την αντίδραση του προ του κινδύνου (thinking distance).

Με βάση τα πιο πάνω λανθασμένα ευρήματα του το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα αμελή με το σκεπτικό ότι του παρείχετο ευχέρεια να οδηγήσει το αυτοκίνητο του στην αριστερά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου ή να οδηγήσει και να σταματήσει το αυτοκίνητο του μεταξύ των δύο σταθμευμένων οχημάτων. Η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Ο εφεσείοντας προ του κινδύνου που παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του, και στην αγωνία της στιγμής, πήρε μέτρα αποφυγής του δυστυχήματος. Επικαλέσθηκε τα φρένα του αυτοκινήτου του και έστριψε ελαφρά προς τα δεξιά. Η σύγκρουση όμως δεν αποφεύχθηκε. Από τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αδύνατο να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ευθύνεται για το δυστύχημα γιατί δεν έλαβε μέτρα αποφυγής της αποβιώσασας. Χωρίς να προϋπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη η αποβιώσασα διεσταύρωσε τον αυτοκινητόδρομο με τρόπο και σε χρόνο που ο εφεσείοντας δεν μπορούσε να κάμει οποιαδήποτε άλλη ενέργεια για να αποφύγει τη σύγκρουση εκτός από του να επικαλεσθεί τα φρένα του αυτοκινήτου του και να προσπαθήσει να στρίψει προς τα δεξιά, όπως και έπραξε, αλλά δυστυχώς χωρίς επιτυχία. (Βλέπε: Κώστα ν. Χρυσοστομίδη (1991) 1 ΑΑΔ 271).

Στην υπόθεση Παραούνας ν. Πατρόκλου (1994) 1 ΑΑΔ 152 της οποίας τα γεγονότα προσομοιάζουν εν πολλοίς προς τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν λεχθεί τα εξής:-

“Συμφωνούμε με τη συνήγορο των εφεσειόντων ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι την ώρα που άρχισε ο αποθανών να διασταυρώνει το δρόμο τρέχοντας, ο εφεσείοντας ήταν σε μεγαλύτερη απόσταση από αυτή που το Δικαστήριο βρήκε σύμφωνα με την πραγματική μαρτυρία. Η πραγματική μαρτυρία στην υπό κρίση υπόθεση, συνίσταται στο μήκος των ιχνών τροχοπεδήσεως που ήταν 61 πόδια. Εάν στο μήκος τούτο υπολογιστεί και η απαιτούμενη απόσταση σκέψεως, που προηγείται της χρήσης των φρένων, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο αποθανών θα πρέπει να έγινε αντιληπτός από απόσταση περίπου 100 ποδών. Συνεπώς, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι τρωτή, γιατί κατέληξε στο συμπέρασμα της ευθύνης του εφεσείοντα, για το λόγο ότι βρισκόταν σε αρκετά μεγάλη απόσταση όταν ο αποθανών άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο.”.

Τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την πρωτογενή μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ότι η αποβιώσασα άρχισε να διασταυρώνει τις δύο λωρίδες του αυτοκινητόδρομου όταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, οδηγούμενο με ταχύτητα 102 χ.α.ω., ήταν σε μια απόσταση περίπου 50 μέτρων. Έχοντας υπόψη το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης καθώς και την κατεύθυνση τους στο δρόμο, με ελαφρά απόκλιση προς τα δεξιά, φρονούμε ότι ο εφεσείοντας πήρε, υπό τις περιστάσεις, λογικά μέτρα για να αποφύγει την πεζή και δεν φέρει ευθύνη για το υπό κρίση τροχαίο ατύχημα. Φρονούμε ότι το ατύχημα οφείλεται στην αμέλεια της αποβιώσασας που διεσταύρωσε τον αυτοκινητόδρομο ενώ έβλεπε ή όφειλε να δει το επερχόμενο αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Η αποβιώσασα, όπως εξάγεται από τη μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένης της πραγματικής, δεν φαίνεται να έδειξε τόση φροντίδα για τον εαυτό της όση ένας λογικός άνθρωπος θα έδειχνε για τη δική του ασφάλεια.

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης είναι λανθασμένη και θα πρέπει να ανατραπεί. Θεωρούμε ότι η αποβιώσασα ευθύνεται πλήρως για το ατύχημα και συνεπώς η αξίωση του εφεσίβλητου, διαχειριστή της περιουσίας της, πρέπει να απορριφθεί.

Αναφορικά με την έφεση της εφεσείουσας-εναγομένης αρ. 2, που αφορά τα έξοδα, κρίνουμε ότι αυτή πρέπει να γίνει αποδεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε έξοδα υπέρ της επιτυχούσας εφεσείουσας-εναγομένης 2 για το λόγο ότι “δεν εμφανίστηκαν στη δίκη”. Η αιτιολογία αυτή, όχι μόνο κρίνεται ως ανεπαρκής αλλά και λανθασμένη. Η εφεσείουσα-εναγόμενη 2, η οποία είναι εν πάση περιπτώσει εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, κατεχώρησε σημείωμα εμφάνισης διά του δικηγόρου της, ο οποίος καταχώρησε και την σχετική Υπεράσπιση.

Κοινός ήταν ο δικηγόρος για τους δύο εναγομένους-εφεσείοντες.

Κατά κανόνα η επιδίκαση των εξόδων ακολουθεί το αποτέλεσμα της δίκης. Ο κανόνας αυτός ανατρέπεται όπου υπάρχουν λόγοι οι οποίοι ρητά πρέπει να αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση. Στην παρούσα υπόθεση ο λόγος που δόθηκε για την απόκλιση από τον κανόνα, κρίνεται ως λανθασμένος και επιβάλλεται να ανατραπεί. Η εφεσείουσα-εναγομένη αρ. 2 δικαιούτο όπως της επιδικασθούν έξοδα για την πρωτόδικη διαδικασία. Επειδή όμως οι εφεσείοντες-εναγόμενοι υπερασπίζοντο με κοινό δικηγόρο επιδικάζεται το 1/3 των εξόδων στην πρωτόδικη διαδικασία.

Η έφεση γίνεται δεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται. Η αγωγή απορρίπτεται και εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου αρ. 1. Επιδικάζονται πλήρη έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση εναντίον του εφεσίβλητου και υπέρ του εφεσείοντα-ενάγοντα αρ. 1 και σε ποσοστό 1/3 των εξόδων υπέρ της εφεσείουσας-εναγομένης αρ. 2.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο