Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Medcon Constructions Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 945 Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Medcon Constructions Ltd, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10239, 21 Ιουνίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 945

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10239

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, M. ΚΡΟΝΙΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.

 

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Εφεσείοντες

- και -

Medcon Constructions Ltd

Εφεσίβλητοι

___________

21 Ιουνίου, 2000

Για τους εφεσείοντες : κ. Κ. Χατζηιωάννου.

Για τους εφεσίβλητους : κ. Κ. Δημητριάδης.

___________

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών οι εφεσίβλητοι, προκάλεσαν ζημιά σε τηλεφωνικά καλώδια ιδιοκτησίας των εφεσειόντων. Ανέλαβαν πλήρως την ευθύνη, ενώ κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας συμφωνήθηκε το ύψος των εξόδων για τα μεταφορικά και υλικά σε £1.352, παρέμεινε δε για εκδίκαση η αξίωση για εργατικά και διοικητικά έξοδα.

Τελικά το δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες είχαν αποδείξει το ύψος της δαπάνης για τις εργασίες αποκατάστασης των ζημιών και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων για ποσό που αντιπροσώπευε τα μεταφορικά, τα υλικά και εργατικά που χρειάστηκαν για επιδιόρθωση των ζημιών, αλλά απέρριψε την αξίωση των εφεσειόντων για γενικά έξοδα.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αξίωση για γενικά έξοδα, αφού εσφαλμένα δεν δέκτηκε ότι ο καθορισμός των εξόδων αυτών σε 25% των πραγματικών εξόδων συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση των περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών (Τηλεφωνικών) Κανονισμών του 1973, Κ.Δ.Π. 82/73, όπως τροποποιήθηκαν και συγκεκριμένα του Κανονισμού 114.

Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προσήγγισε την αναντίλεκτη μαρτυρία. Συγκεκριμένα δεν δέκτηκε τη μαρτυρία ότι τα γενικά έξοδα στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν κατά πολύ ψηλότερα του 25% της ζημιάς που χρεώθηκε, ενώ δεν απέδωσε την πρέπουσα σημασία στην προσαχθείσα μαρτυρία. Τέλος εσφαλμένα προσήγγισε το θέμα της αμφισβήτησης των γενικών εξόδων περί του ύψους των οποίων δεν υπήρξε αντίθετη μαρτυρία.

Η θέση των εφεσειόντων εξαντλείται στο ακόλουθο επιχείρημα: Ο Κανονισμός 114 της Κ.Δ.Π. 82/73, όπως τροποποιήθηκε, προνοεί ότι για την αποκατάσταση ζημιών που προξενούνται στα δίκτυα της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου καταβάλλονται οι πραγματικές δαπάνες, δηλαδή η αξία των υλικών, η αμοιβή της διατιθεμένης εργασίας, τα μεταφορικά στον τόπο εκτέλεσης της εργασίας και οι λοιπές δαπάνες για αγροζημίες, χωματουργικές εργασίες κλπ. Οι πιο πάνω δαπάνες προσαυξάνονται κατά ποσοστό μέχρι 25% προς κάλυψη γενικών εξόδων της Αρχής.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι καθόρισαν τα γενικά έξοδα σε 25% της ολικής δαπάνης για αποκατάσταση της ζημιάς. Το ποσοστό αυτό ανταποκρίνεται στα διοικητικά τους έξοδα, η δε επιβολή του συνιστά διοικητική πράξη που κοινοποιήθηκε στους εφεσίβλητους με την αποστολή χρεωστικών σημειώσεων. Αφού οι εφεσίβλητοι, συνεχίζει το επιχείρημα των εφεσειόντων, δεν προσέβαλαν την απόφαση της Αρχής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέκτηκε ότι ο καθορισμός αυτός αποτελούσε διοικητική πράξη. Το ποσό αυτό, άνκαι απαιτητό ως αστικό χρέος, πηγάζει από διοικητική πράξη που δεν προσβλήθηκε και συνεπώς θα έπρεπε να επιδικαστεί άνευ ετέρου.

Το δικαστήριο είχε καταλήξει ότι η συγκεκριμένη αξίωση θα έπρεπε να απορριφθεί, αφού καμιά μαρτυρία δεν προσήχθη προς απόδειξή της. Σύμφωνα πάντα με την πρωτόδικη απόφαση η αναφορά στους Κανονισμούς δεν επέτρεπε στους εφεσείοντες να χρεώσουν τέτοια έξοδα, ούτε και απάλλασσε τους εφεσείοντες από το βάρος αυστηρής απόδειξης των εξόδων αυτών.

To κύριο κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ πράξεων δημοσίου δικαίου και πράξεων ιδιωτικού δικαίου είναι η φύση της ίδιας της πράξης και ο επιδιωκόμενος με την πράξη σκοπός (απόφαση πλειοψηφίας στην υπόθεση Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1995) 3 Α.Α.Δ. 424). ΄Οταν ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την πράξη δεν είναι το δημόσιο συμφέρον, αλλά ο καθορισμός αστικών δικαιωμάτων, τότε η πράξη έστω κι΄ αν έχει εκδοθεί από διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εκτελεστικής ή διοικητικής του λειτουργίας, εκφεύγει του ελέγχου του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος (Valana v. Republic 3 R.S.C.C. 91, 93, Poyadjis ν. Republic (1975) 3 C.L.R. 378 και Charalambides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 403).

Πράξεις που δεν αποτελούν προϊόν άσκησης δημόσιας εξουσίας, αλλά ενεργούνται από τη διοίκηση ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αναγομένων στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου δεν προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως, αλλά υπόκεινται στην αρμοδιότητα των κοινών δικαστηρίων. Της προσβολής με αίτηση ακυρώσεως διαφεύγουν όχι μόνο οι πράξεις διαχείρισης του κράτους, αλλά και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 232 και 233, και Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ανωτέρω).

Η ρύθμιση περιουσιακών δικαιωμάτων, καθώς και πράξεις διαχείρισης της κρατικής περιουσίας εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου δικαίου και ως εκ τούτου δεν μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος (Tekkis & Another v. Republic (1982) 3 C.L.R. 680).

Οι πράξεις διαχείρισης της περιουσίας του διοικητικού οργάνου εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου όταν το όργανο ενεργεί για προστασία των οικονομικών του συμφερόντων (fiscus). Κι΄αυτό γιατί οι πράξεις αυτές βασίζονται όχι στην εξουσία του οργάνου (imperium), αλλά στα περιουσιακά του δικαιώματα με βάση το αστικό δίκαιο (Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882).

Οι διαφορές μεταξύ του διοικητικού οργάνου και των διοικουμένων όταν το όργανο δεν ενεργεί ως φορέας εξουσίας (imperium), δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου. Τέτοιες διαφορές είναι αυτές που προκύπτουν από σύμβαση και οι καλούμενες χρηματικές διαφορές (βλέπε σχετικά Pitsillos (No.1) ν. Republic (1966) 3 C.L.R. 589).

΄Οπως τονίζεται και στην υπόθεση Shoham (Cyprus) Ltd v. Aρχής Λιμένων Κύπρου, Π.Ε. 10390, ημερ. 22.3.2000, εκείνο που έχει σημασία είναι κατά πόσο σε σχέση με τη συγκεκριμένη λειτουργία η Αρχή ενεργούσε με την ιδιότητα “οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία” μέσα στην έννοια του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος (βλέπε επίσης Stamatiou v. The Electricity Authority of Cyprus, 3 R.S.C.C. 44, 45, 46).

Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσείοντες επιβάλλοντας το ποσοστό του 25% ως γενικά έξοδα δεν ενήργησαν ως διοικητικό όργανο, αλλά στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν τα εκ της αδικοπραξίας των εφεσιβλήτων δικαιώματά τους. Η αξίωση για τα διοικητικά έξοδα δεν απέβλεπε στην πραγμάτωση των σκοπών της Αρχής που τέθηκαν από το νόμο που την καθίδρυσε, αλλά στη διαχείριση της περιουσίας της και στη διαφύλαξη των αστικών της δικαιωμάτων.

Είναι αλήθεια ότι στην υπόθεση Χρίστου ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Π.Ε. 10127, ημερ. 14.10.1998, τονίστηκε ότι η διεκδίκηση, στην περίπτωση εκείνη, της καταβολής της συνδρομής από τα μέλη του Επιμελητηρίου, υπό μορφή αστικού δικαιώματος δεν εξουδετερώνει την προέλευση του δικαιώματος, ούτε αλλοιώνει το γεγονός ότι η πράξη που στοιχειοθετεί το δικαίωμα αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της διοικητικής λειτουργίας συνυφασμένη με την έκδοση εκτελεστής απόφασης στο πεδίο του δημόσιου δικαίου. ΄Ομως η παρούσα υπόθεση διαφέρει γιατί εδώ η προέλευση της αξίωσης δεν ανάγεται σε διοικητική λειτουργία, ούτε και είναι συνυφασμένη με την έκδοση εκτελεστής απόφασης στο πεδίο του δημόσιου δικαίου. Η αξίωση βασίζεται σε αδικοπραξία, έννοια καθαρά του αστικού δικαίου.

Εξ άλλου η αξίωση των εφεσειόντων δεν βασίζεται σε μονομερή κυριαρχική πράξη (imperium), δηλωτική της βούλησης της διοίκησης. ΄Οπως παρατηρείται και στην υπόθεση Τakis P. Markides Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα, Π.Ε. 9388, ημερ. 5.11.1997, άξονας της διοικητικής λειτουργίας στο δημόσιο τομέα είναι η προαγωγή των σκοπών του δικαίου για τους οποίους παρέχεται η εξουσία σε κρατική αρχή ή όργανο. Το σφάλμα των εφεσειόντων στηρίζεται ακριβώς στη λανθασμένη θεώρηση της φύσης του αγώγιμου τους δικαιώματος.

Περαιτέρω, είναι καθιερωμένη η αρχή ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να αναφέρονται στα δικόγραφα με λεπτομέρεια και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα (βλέπε μεταξύ άλλων Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Π.Ε. 9117, ημερ. 18.4.1997 και Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου, Π.Ε. 8999, ημερ. 8.11.1996).

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προσήγγισε το ζήτημα της μαρτυρίας που ήταν αναντίλεκτη και εσφαλμένα απέρριψε το συγκεκριμένο μέρος της αξίωσης που αφορούσε γενικά έξοδα.

Και αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά σημειώνει ότι δεν έχει προσαχθεί θετική μαρτυρία που να αποδεικνύει το ύψος της αξίωσης και τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται. Πράγματι εκτός από γενικότητες, καμιά μαρτυρία δεν φαίνεται να έχει προσαχθεί ως προς τον αριθμό των ωρών που αναλώθηκαν ή για το είδος του προσωπικού που απασχολήθηκε, ούτως ώστε να δικαιολογείται η επιδίκαση διοικητικών εξόδων. Κρίνουμε ότι το δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος της απόδειξης για συγκεκριμένη αξίωση και συνεπώς καλώς την απέρριψε.

Αβάσιμοι είναι και οι λόγοι της αντέφεσης. Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι είχε αποδειχθεί με μαρτυρία το ύψος των εργατικών. Οι βλάβες επισκευάστηκαν από το εργατικό προσωπικό των εφεσειόντων κατά τη διάρκεια του κανονικού τους ωραρίου. Αφού λοιπόν το εργατικό προσωπικό εν πάση περιπτώσει θα εργαζόταν για αποκατάσταση κάποιων βλαβών, συνάγεται το συμπέρασμα, σύμφωνα βέβαια με τους εφεσίβλητους, ότι όσον αφορά τον αριθμό των κανονικών ωρών οι εφεσείοντες δεν κατέβαλαν ως ημερομίσθια οποιαδήποτε περαιτέρω αμοιβή από την ούτως η άλλως καταβαλλομένη στους εργοδοτούμενους τους και ως εκ τούτου, τουλάχιστον το μέρος του ποσού των £1.810 που αφορά τις κανονικές ώρες εργασίας δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ζημιά των εφεσειόντων.

Θα ήταν τουλάχιστον νομικά ατεκμηρίωτο να δεκτεί κανένας ότι επειδή προς αποκατάσταση της βλάβης χρησιμοποιήθηκε προσωπικό που βρισκόταν στην υπηρεσία των εφεσειόντων και ούτως ή άλλως θα πληρωνόταν, οι εφεσίβλητοι απαλλάσσονται της υποχρέωσης προς αποζημίωση. Κάθε αδικοπραγών ευθύνεται και οφείλει να αποζημιώσει κάθε ζημιά αποτέλεσμα της αδικοπραξίας του. Οι εφεσείοντες, όπως και κάθε εργοδότης, χρησιμοποιεί το προσωπικό του για δικό του όφελος και προς ευόδωση των σκοπών της επιχείρησής του. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο προσωπικό χρησιμοποιείτο ούτως ή άλλως για την επιδιόρθωση βλαβών δεν απαλλάσσει τους εφεσίβλητους από την υποχρέωση να πληρώσουν τη δαπάνη για την επιδιόρθωση της ζημιάς που προκάλεσαν. ΄Ετσι οι λόγοι 1 και 3 της αντέφεσης θα πρέπει να απορριφθούν.

Και ο 2ος λόγος αντέφεσης, ότι δηλαδή το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε το λογιστικό σύστημα του μέσου όρου με το οποίο κατέληξε στο ποσό των £1.810, θα πρέπει επίσης να απορριφθεί.

Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε ως μαρτυρία μόνο η εκδοχή των εφεσειόντων. Οι εφεσίβλητοι δεν αμφισβήτησαν τον αριθμό των ωρών που το τεχνικό προσωπικό των εφεσειόντων εργάστηκε, χρησιμοποίησε δε για τελικό υπολογισμό της δαπάνης το μέσο όρο των μισθών του τεχνικού προσωπικού που ασχολήθηκε με την επιδιόρθωση της βλάβης. Στη μέθοδο αυτή είχαν καταφύγει αρχικά οι εφεσείοντες και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της στάθμισης της μαρτυρίας με την αρχή των πιθανοτήτων που εφαρμόζεται στις αστικές υποθέσεις. Ελλείψει άλλης μαρτυρίας, κρίνουμε ότι το Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συγκεκριμένο συμπέρασμα και συνεπώς και αυτός ο λόγος της αντέφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

Τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο