Ανδρέας Ιακωβίδης ν. Κάρεν Ιακωβίδου (2000) 1 ΑΑΔ 1108 Ανδρέας Ιακωβίδης ν. Κάρεν Ιακωβίδου, ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 95, 30 Ιουνίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1108

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 95

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

 

Ανδρέας Ιακωβίδης, από τη Λευκωσία

Εφεσείων

- και -

Κάρεν Ιακωβίδου, από τη Λευκωσία

Εφεσίβλητη

___________

30 Ιουνίου, 2000

Για τον εφεσείοντα : κ. Π. Ιακωβίδης για κ.κ. Μοντάνιο και Μοντάνιο.

Για τον εφεσίβλητο : κ. Δ. Παπαδόπουλος

___________

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: H παρούσα διαδικασία αφορά τον καθορισμό της γονικής μέριμνας του ανήλικου παιδιού των διαδίκων. Η αίτηση καταχωρήθηκε από τη μητέρα η οποία, εκτός από την παραχώρηση της γονικής μέριμνας κατ΄ αποκλειστικότητα, ζητούσε όπως της επιτραπεί η μεταφορά του ανήλικου για μόνιμη εγκατάσταση μαζί της στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, από όπου κατάγεται. Ο πατέρας με ανταπαίτηση επίσης αξίωσε την παραχώρηση της γονικής μέριμνας σ΄ αυτόν.

Το Οκογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε την απόφασή του στις 3.10.1995, αλλά ύστερα από απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην έφεση που καταχωρήθηκε, διατάχθηκε στις 8.10.1996 η επανεκδίκαση της υπόθεσης (βλέπε Ιακωβίδου ν. Ιακωβίδη, ΄Εφεση αρ. 61, ημερ. 8.10.1996).

Το δικαστήριο, με άλλη σύνθεση, αφού επανεκδίκασε την υπόθεση, παραχώρησε τη γονική μέριμνα στη μητέρα, στην οποία και επέτρεψε να μεταφέρει τον ανήλικο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Οι είκοσι επτά λόγοι έφεσης που καταχωρήθηκαν μπορούν ουσιαστικά να συνοψιστούν σε ένα. Στη θέση ότι η απόφαση του Δικαστηρίου να επιτρέψει τη μετοίκηση του ανήλικου είναι λανθασμένη, αφού η σχετική επιθυμία της εφεσίβλητης ήταν ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα του ανήλικου.

Νομίζουμε ότι μια συνοπτική αναφορά στην πολυσέλιδη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου θα βοηθήσει στην καλύτερη παρακολούθηση των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν.

Το Δικαστήριο ξεκινά από τη θέση ότι κάθε απόφαση των γονιών σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του παιδιού. Αφού παραθέτει μεγάλο αριθμό αγγλικών αποφάσεων, καταλήγει ότι μετά τη διάλυση του γάμου όταν η φύλαξη του παιδιού ασκείται μόνο από τον ένα, ή κατά κύριο λόγο από τον ένα γονιό και ο γονιός αυτός ασκεί καλά τη φύλαξη, αν επιλέξει να μεταφέρει το παιδί για μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό και η πρότασή του αυτή είναι σοβαρή, λογική, καλά σχεδιασμένη και προγραμματισμένη ή γερά θεμελιωμένη, το δικαστήριο δεν θα πρέπει να επέμβει στην προτεινόμενη μετακίνηση του παιδιού, εκτός αν σαφώς καταδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τα συμφέροντα του ανήλικου και τα συμφέροντα του αιτούντος γονιού είναι ασυμβίβαστα. Το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάζει σε ποια έκταση και σε ποιο βαθμό η απόρριψη του αιτήματος θα προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα στον αιτούντα γονιό και πώς κατ΄ επέκταση τα συναισθήματα αυτά θα επηρεάσουν το παιδί.

Σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, λαμβάνεται ως δεδομένο ότι ο αιτών γονιός, αν απορριφθεί το αίτημά του, δεν θα εγκαταλείψει τη φύλαξη του παιδιού, αλλά θα ματαιώσει τα σχέδιά του και θα παραμείνει και αυτός εντός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, κάτι που ας σημειωθεί δεν ίσχυε, όπως θα δούμε, στην παρούσα περίπτωση. Αν ο αιτών γονιός είναι αποφασισμένος να μεταβεί εκτός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου ακόμα και στην περίπτωση άρνησης παραχώρησης της φροντίδας, τότε το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει στο παιδί η απώλεια της καθημερινής επαφής που είχε με το γονιό που τον φρόντιζε μέχρι τότε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ύστερα από μακροσκελή ανάλυση κατέληξε τελικά σε κάποια συμπεράσματα ως προς τη θέση της νομολογίας. Με όλο το σεβασμό βρίσκουμε ότι στην προσπάθεια του αυτή το Δικαστήριο έχασε τον αρχικό του προσανατολισμό που δεν ήταν άλλος από την απάντηση στο ερώτημα σε ποιό γονιό υπαγόρευε το συμφέρον του ανήλικου να δοθεί η γονική μέριμνα, δεδομένου ότι η μητέρα που από την ημερομηνία της διάστασης του ζεύγους μέχρι την αίτηση είχε τη φύλαξη του ανήλικου σκόπευε, όπως η ίδια κατέθεσε, ανεξάρτητα από την απόφαση του Δικαστηρίου, να μεταβεί για μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό.

Ας δούμε όμως τα γεγονότα που προηγήθηκαν. Η εφεσίβλητη είναι υπήκοος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ενώ ο πατέρας Κύπριος, που διαθέτει και Βρεττανική ιθαγένεια. Παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1985, ενώ το 1986 τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στη Λευκωσία σύμφωνα με τα δόγματα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η εφεσίβλητη που ήταν καθολική έγινε πριν από το γάμο της μέλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το παιδί τους, ο Νικόλας, γεννήθηκε στις 3.7.1989.

΄Υστερα από διάσταση που επήλθε μεταξύ τους το Σεπτέμβρη του 1992 οι διάδικοι κατέληξαν στην έκδοση διαζύγιου. Η εφεσίβλητη παντρεύτηκε πρόσφατα τον κ. Αχ. Κωνσταντινίδη με τον οποίο συζούσε για τρία περίπου χρόνια. Ο εφεσείων δεν ξαναπαντρεύτηκε. Από τη διάσταση ο Νικόλας διαμένει με τη μητέρα του, έχει όμως τακτική επικοινωνία με τον πατέρα. Από το 1993 η μητέρα προσπαθεί δικαστικά να εξασφαλίσει τη γονική μέριμνα του Νικόλα με απώτερο σκοπό να επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες από όπου κατάγεται. Το Δικαστήριο χαρακτήρισε την επιθυμία αυτή ως έντονη. Η ίδια ανέφερε σχετικά ότι σκοπεύει να επιστρέψει στην πατρίδα της, αφού δεν μπορεί να ζήσει πλέον στην Κύπρο, έστω κι΄ αν το Δικαστήριο της αρνηθεί το δικαίωμα να πάρει το Νικόλα μαζί της.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ύστερα από λεπτομερή αναφορά στις διάφορες μαρτυρίες που δόθηκαν κατέληξε ότι η επιθυμία της μητέρας για μόνιμη εγκατάστασή της στην Αμερική, ήταν γνήσια, ειλικρινής, καλά βασισμένη, καλά προγραμματισμένη, σχεδιασμένη και λογική. Δέκτηκε επίσης ότι η μητέρα ασκεί τα καθήκοντά της ως γονιού που φροντίζει πρωταρχικά το παιδί, πολύ καλά. ΄Οτι οι σχέσεις του Νικόλα με τη μητέρα του είναι πολύ καλές, αλλά ότι πολύ καλές είναι και οι σχέσεις του με τον πατέρα του, η δε επικοινωνία του μ΄ αυτόν τακτική και σταθερή.

Με βάση τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπ΄όψιν ότι ο εφεσείων δεν θα είχε ένσταση να παραμείνει η φύλαξη του Νικόλα στη μητέρα του αν αυτή παρέμενε στην Κύπρο και με βάση την αρχή ότι η φύλαξη και η φροντίδα του ανήλικου θα έπρεπε να συνεχίσει να ασκείται από τον ίδιο γονιό, το Δικαστήριο έκρινε ότι αναμφίβολα η φύλαξη του Νικόλα θα έπρεπε να παρέμενε στη μητέρα του και γι΄ αυτό θα εξέδιδε διάταγμα για επισημοποίηση της πραγματικής αυτής κατάστασης, αν η αιτήτρια δεν εκδήλωνε την πρόθεση να ζήσει στο εξωτερικό.

Στη συνέχεια το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο η πρόταση της μητέρας να μεταφέρει τον ανήλικο στη Μινεάπολη είναι γνήσια, λογική και καλά σχεδιασμένη. Η απάντηση που έδωσε ήταν καταφατική.

Νομίζουμε ότι η πορεία που ακολούθησε το πρωτόδικο δικαστήριο είναι λανθασμένη. Κατ΄ αρχήν αποφάσισε ότι η μητέρα ήταν, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι είχε τη φύλαξη του ανήλικου από την ημέρα της διάστασης, αλλά και γιατί φρόντιζε σωστά το Νικόλα, το καταλληλότερο πρόσωπο να της ανατεθεί η φύλαξη και στη συνέχεια προχώρησε να εξετάσει αν η απόφασή της να μετοικήσει μόνιμα στην Αμερική ήταν λογική. Νομίζουμε ότι το όλο θέμα έπρεπε να εξεταστεί όχι χωριστά, αλλά σφαιρικά. Με δεδομένη την πρόθεση της εφεσίβλητης να μετοικήσει στην Αμερική, θα έπρεπε να εξεταστεί ποιός από τους δύο γονείς ήταν ο καταλληλότερος να φροντίζει το Νικόλα. Κατά τη διαδικασία, το Δικαστήριο μπορούσε βέβαια να λάβει υπ΄ όψιν ως ένα παράγοντα, το πόσο καλά η εφεσίβλητη φρόντιζε μέχρι τώρα τον ανήλικο, αλλά δεν θα έπρεπε το σημείο να αποφασιστεί χωριστά. Κατά τη διάρκεια δε της λανθασμένης αυτής προσέγγισης το Δικαστήριο έδωσε υπερβολική σημασία στην αναφορά του εφεσείοντα ότι αν η εφεσίβλητη είχε την πρόθεση να παραμείνει στην Κύπρο, ο ίδιος δεν θα είχε αντίρρηση να συνεχίσει η μητέρα να έχει τη φύλαξη του ανήλικου.

Το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια αποφάσισε τελικά να παραχωρήσει την κηδεμονία στη μητέρα, επιτρέποντάς της συνάμα να μεταφέρει τον ανήλικο εκτός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.

΄Οταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται ορθά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει, ακόμα κι΄ όταν το ίδιο θα κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, αν βέβαια χειριζόταν το θέμα πρωτόδικα (Efstathios Kyriacou and Sons Ltd v. Mouzourides (1963) 2 C.L.R. 1). Aπό την άλλη αν ικανοποιηθεί ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη, έχει καθήκον να το επισημάνει και να ενεργήσει ανάλογα (Re O (infants) [1971] 2 All E.R. 744,748, όπως υιοθετήθηκε από την Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231, 239).

΄Οπως επισημαίνεται στην υπόθεση Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας, Π.Ε.10515, ημερ. 22.3.2000, επέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου δικαιολογείται:

(α) ΄Οπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως για παράδειγμα όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες,

(β) όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία (βλέπε επίσης Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988), και

(γ) όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπ΄όψιν άσχετων στοιχείων, ή μη λήψη υπ΄όψιν σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954).

Στην παρούσα υπόθεση δικαιολογείται η επέμβασή μας γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία λανθασμένα. Ανήγαγε την επιθυμία της εφεσίβλητης να επιστρέψει στο γενέθλιό της τόπο σε βασική αρχή. Το έπραξε μάλιστα με μονομέρεια, υπερτονίζοντας από τη μια, συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης που κατά τη γνώμη του ήταν υπέρ της εφεσίβλητης και υποτονίζοντας ή αγνοώντας εντελώς άλλα, που θα έπρεπε να επηρεάσουν την απόφασή του αντίθετα, από την άλλη.

Η επιθυμία του γονιού που φροντίζει τον ανήλικο να μετοικήσει σε άλλη χώρα είναι αναμφίβολα ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπ΄ όψιν. Το Δικαστήριο όφειλε να τη ζυγίσει, αλλά όχι να της δώσει τόση σημασία που από μόνη της να γείρει ουσιαστικά την πλάστιγγα στη μια πλευρά.

To Δικαστήριο δέκτηκε ότι η πρόθεση της εφεσίβλητης να μετοικήσει στην Αμερική ήταν γνήσια και ειλικρινής. Επαναλαμβάνει σε περισσότερα από ένα σημεία ότι αν η εφεσίβλητη, που είναι το πρόσωπο που κυρίως φροντίζει τον ανήλικο, αισθάνεται δυστυχής, η δυστυχία αυτή θα αντανακλά στην ευημερία του ανήλικου. ΄Ομως στον παράγοντα αυτό έχει δοθεί υπέρμετρη σημασία σε παραγνώριση, όπως θα δούμε στη συνέχεια, άλλων παραγόντων που έπρεπε επίσης να συνυπολογιστούν. Εν πάση περιπτώσει είναι λανθασμένη η θέση που προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση ότι όπου το πρόσωπο που φροντίζει καλά τον ανήλικο δεν αισθάνεται ευτυχισμένο σε μία χώρα δικαιολογείται η μετοίκηση του ανήλικου σε χώρα μακριά από τον άλλο γονιό, αν αποδειχθεί ότι η επιθυμία του γονιού που τον φροντίζει είναι λογική και καλά σχεδιασμένη.

Η ύψιστη αρχή που το δικαστήριο θα πρέπει πάντα να έχει υπ΄ όψιν σε τέτοιες υποθέσεις είναι η ευημερία του ανηλίκου. Βέβαια το δικαστήριο δεν πρέπει να επεμβαίνει στον τρόπο ζωής που διαλέγει ο γονιός στον οποίο έχει παραχωρηθεί η φροντίδα του ανήλικου, αν ο τρόπος αυτός είναι εύλογος, γιατί μια τέτοια επέμβαση δυνατόν να αντανακλά στην ευημερία του ανήλικου (P. (L.M.) (otherwise E.) v. P. (G.E.) [1970] 3 All E.R. 659).

Ας εξετάσουμε όμως στη λεπτομέρειά τους τα στοιχεία που έπεισαν το Δικαστήριο ότι η επιθυμία της εφεσίβλητης ήταν λογική και καλά θεμελιωμένη. Το Δικαστήριο βασίστηκε κυρίως στα όσα η ίδια η εφεσίβλητη ανέφερε στη μαρτυρία της. Είπε ότι ουδέποτε μπόρεσε να προσαρμοστεί στο κυπριακό περιβάλλον στο οποίο νοιώθει ξένη. Οι προοπτικές της για εξεύρεση εργασίας στην Αμερική είναι καλύτερες παρά στην Κύπρο, αφού εδώ μόνο σε υπεράκτια εταιρεία μπορεί να εργάζεται λόγω του προβλήματος που έχει με την Ελληνική γλώσσα. Η εφεσίβλητη δεν έδωσε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αναφορικά με τις προοπτικές εξεύρεσης εργασίας στην πατρίδα της, αλλά αρκέστηκε σε γενικότητες.

Η ίδια ασάφεια επικρατεί και στη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως προς τη δυνατότητα εργοδότησης του νυν συζύγου της κ. Κωνσταντινίδη για τον οποίο ουσαστικά δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να δείχνει τις δυνατότητες εργοδότησής του στην Αμερική. Αναμφίβολα το θέμα της εργοδότησης και του κ. Κωνσταντινίδη, είναι παράγων σχετικός, γιατί άπτεται του ερωτήματος πόσο καλά θεμελιωμένη είναι η επιθυμία μετοίκησης του ζεύγους.

Το Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπ΄ όψιν ότι η εφεσίβλητη είχε ήδη εργασία σε υπεράκτια εταιρεία στην Κύπρο η οποία της εξασφάλιζε κάποιο εισόδημα, ενώ στην Αμερική δεν την ανέμενε οποιαδήποτε χειροπιαστή προοπτική εργοδότησης. Περαιτέρω αγνόησε πλήρως τη μαρτυρία της Μ.Υ.3 Τούλας Πρέσκοτ, πρώην συζύγου του κ. Κωνσταντινίδη, που τον παρουσίασε ως ένα οκνηρό άτομο που ουδέποτε εργάστηκε και το οποίο δεν έδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον για τη συντήρηση της κόρης που είχε αποκτήσει μαζί της, μια και παραλείπει να συνεισφέρει στη συντήρηση της, παρά το διάταγμα διατροφής που έχει εκδοθεί.

Η προϋπόθεση που το Δικαστήριο εξετάζει, αν δηλαδή η απόφαση της εφεσίβλητης να μετοικήσει μόνιμα στην Αμερική είναι καλά σχεδιασμένη, προγραμματισμένη και καλά θεμελιωμένη, εξασθενίζει από μόνη την έλλειψη μαρτυρίας ως προς τη δυνατότητα εργοδότησης της ίδιας και του συζύγου της στην Αμερική. Από τη μια έχουμε ότι η εφεσίβλητη στην Κύπρο εργαζόταν σε υπεράκτια εταιρεία, εργασία που της εξασφάλιζε κάποιο εισόδημα, και από την άλλη μόνο την αισιόδοξη γενική της τοποθέτηση ότι οι προοπτικές της για εξεύρεση εργασίας στην Αμερική είναι καλύτερες. Και ας μη ξεχνούμε ότι ενώ στην Κύπρο ο Νικόλας ζούσε με τη μητέρα του σε χωριστό νοικοκυριό, τώρα θα κατοικεί στο σπίτι των γονιών της εφεσίβλητης, που όσο μεγάλο κι΄ αν είναι, δεν συνιστά για το Νικόλα χωριστό σπιτικό, αλλά ένα χώρο στον οποίο ουσιαστικά θα φιλοξενείται, αυτός και η μητέρα του.

΄Ομως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από το Δικαστήριο είναι λανθασμένη και για άλλους λόγους. Εκτός της αναγωγής της επιθυμίας της εφεσίβλητης για μετοίκηση της στο εξωτερικό σε βασική αρχή, το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε και άλλους παράγοντες. ΄Ενας από αυτούς είναι οι επιθυμίες και τα δικαιώματα του πατέρα ο οποίος χωρίς να φταίει σε τίποτε, αποχωρίζεται από το παιδί του. ΄Οπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση K (formerly D.) v. D. (1974) 118 So. Jo. 50, άνκαι η ευημερία του ανήλικου είναι εκείνο που θα πρέπει να λαμβάνεται πρωταρχικά υπ΄ όψιν, οι επιθυμίες του γονιού που δεν φταίει σε τίποτε, στέκουν πολύ ψηλά ανάμεσα στους άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την τελική απόφαση (βλέπε επίσης Rayden on Divorce, 13η ΄Εκδοση, Πρώτος Τόμος, παραγρ. 48, σελ. 1052). Στην πιο πάνω υπόθεση εξετάζεται άλλη μια πτυχή. Το Δικαστήριο έλαβε υπ΄ όψιν ότι οι ανήλικοι των οποίων αξιωνόταν από τη Γερμανίδα μητέρα τους, η μετοίκησή τους από την Αγγλία στη Γερμανία, ήταν αγγλόπαιδες που έζησαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στην Αγγλία. Η μετοίκησή τους στη Γερμανία θα συνιστούσε συνταρακτική αλλαγή, ενώ δεν είχε αποδειχθεί ότι η ευημερία τους απαιτούσε την απομάκρυνσή τους από τον πατέρα τους. Τονίζεται ότι στην αντίθετη περίπτωση οι δεσμοί των παιδιών με τη χώρα τους και με τον πατέρα τους θα αδυνατούσαν.

Ο Νικόλας ξεριζώθηκε από το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και απομακρύνθηκε από τους φίλους του, τον πατέρα του, τη γιαγιά και τον παππού του. Οι γονείς του Νικόλα φαίνεται ότι είχαν αρχικά συμφωνήσει να κατοικήσουν στην Κύπρο και αυτό ενισχύεται από το γεγονός της εγκατάστασής τους για τόσα χρόνια εδώ, αλλά και από το γεγονός ότι ο γάμος τους ιερουργήθηκε σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα, ενώ η εφεσίβλητη βαφτίστηκε ορθόδοξη. Ορθόδοξος βαφτίστηκε και ο Νικόλας.

Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για τις επιθυμίες του Νικόλα που περιγράφεται ως ένα ώριμο, κοινωνικό παιδί. Φαίνεται, αναφέρει το Δικαστήριο, ότι ο Νικόλας είναι προετοιμασμένος ότι θα πάει στην Αμερική. “΄Εχει δεκτεί αυτή την απόφαση και θέλει αμέσως να πάει στην Αμερική, επειδή γνωρίζει ότι η μητέρα του θα πάει στην Αμερική”. Ο Νικόλας δικαιολογώντας την επιθυμία του αυτή ανέφερε διάφορους λόγους, όπως για παράδειγμα ότι στην Αμερική χιονίζει και ότι εκεί έχει πολλές πολιτείες, άνκαι διερωτώμαστε πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει την επιθυμία κάποιου να ζήσει εκεί. Συμφωνούμε με το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο κύριος λόγος που προέταξε αυτές τις δικαιολογίες φαίνεται να είναι ότι δεν θέλει να δοθεί η εντύπωση ότι προτιμά τη μητέρα του από τον πατέρα του, αλλά σημειώνουμε επίσης και το δίλημμα στο οποίο έχει βρεθεί. ΄Οπως ο Νικόλας το έθεσε στη λειτουργό του Τμήματος Ευημερίας θα ήθελε “να είχε κοπεί στη μέση και να πάρουν οι γονείς του από ένα κομμάτι”. Αυτή την επιλογή αντιμετώπισε ύστερα από την απόφαση της μητέρας του να μετοικήσει και η φράση αυτή κάθε άλλο συμφωνεί με την εικόνα που το Δικαστήριο σχημάτισε, ότι ο Νικόλας αυθύπαρκτα και ειλικρινά επιθυμεί να ζήσει στην Αμερική.

Η επιθυμία του ανήλικου θα πρέπει να λαμβάνεται υπ΄ όψιν, αλλά σίγουρα δεν συνιστά και το μόνο, ούτε και τον πρωταρχικό παράγοντα. Και τούτο, γιατί, όπως φαίνεται να έγινε και στην παρούσα περίπτωση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να είναι σίγουρο ότι αυτή είναι η πραγματική επιθυμία του ανήλικου. Εξ άλλου είναι εύκολο ανήλικος, ιδιαίτερα σε τρυφερή ηλικία, να καθοδηγηθεί ή ακόμα να αφεθεί να νομίζει ότι έχει συγκεκριμένες επιθυμίες που ουσιαστικά δεν τον εκφράζουν. Σημειώνουμε ότι η Λειτουργός Ευημερίας που έδωσε μαρτυρία σχετικά με την επιθυμία του ανήλικου, ενώ ρώτησε τον ανήλικο μπροστά στη μητέρα του πού ήθελε να κατοικήσει, στο περιβάλλον του πατέρα του το έπραξε ενώ ο πατέρας βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο.

Το Δικαστήριο σημειώνει ότι το παιδί βιώνει την αμερικανική κουλτούρα στο σπίτι του στην Κύπρο και το σχολείο του στην Αμερική θα είναι περίπου το ίδιο με εκείνο της Κύπρου και συνεπώς η αλλαγή στο γενικό του περιβάλλον δεν θα είναι τόσο εμφανής. Δεν είμαστε βέβαιοι ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει στην Κύπρο, όσο επηρεασμένο κι΄ αν είναι από τον αμερικανικό τρόπο ζωής και φαίνεται ότι είναι, αφού ο Νικόλας, άνκαι ζει στην Κύπρο μιλά με μεγαλύτερη ευχέρεια τα αγγλικά παρά τα ελληνικά, εν τούτοις δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η αλλαγή στο περιβάλλον του δεν θα είναι εμφανής. Πρόδηλη είναι η προσπάθεια του Νικόλα να ευχαριστήσει τη μητέρα του, ενώ το δίλημμα ενώπιον του οποίου τέθηκε εκφράζεται παραστατικά με όσα είπε στη λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας. Η αγωνία αυτή του Νικόλα δείχνει την κατάσταση στην οποία τον έφερε η απόφαση της εφεσίβλητης να τον μεταφέρει μακριά από τον άλλο του γονιό και το άμεσό του περιβάλλον. Το γεγονός ότι ο Νικόλας εξέφρασε την επιθυμία να ζήσει στην Αμερική δεν έπρεπε να επηρεάσει το Δικαστήριο τόσο πολύ. Εκτός της τρυφερής ηλικίας του Νικόλα, και οι υπόλοιπες περιστάσεις είναι τέτοιες που δεν επέτρεπαν στο Δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα ως προς την ειλικρίνεια των επιθυμιών του.

Παρά τα τόσο εντυπωσιακά που η κα Πρέσκοτ ανέφερε στη μαρτυρία της για την ανικανότητα του κ. Κωνσταντινίδη να δείξει οποιονδήποτε ενδιαφέρον ή να διατηρήσει οποιοδήποτε δεσμό με τη δική του κόρη, το Δικαστήριο δέκτηκε ότι ο κ. Κωνσταντινίδης θα βοηθήσει το Νικόλα να διατηρήσει την ελληνικότητα και τη θρησκεία του, αισιοδοξία που δεν φαίνεται να δικαιολογείται από την ενώπιόν του μαρτυρία. Σημειώνουμε ότι ο ίδιος ο κ. Κωνσταντινίδης δεν έδωσε μαρτυρία. Το Δικαστήριο δέχθηκε τα όσα η Λειτουργός Ευημερίας ανέφερε στην έκθεσή της για τις καλές σχέσεις που ο κ. Κωνσταντινίδης διατηρεί με τη θυγατέρα του και την καταβολή διατροφής και τούτο παρά την καταπελτική περί του αντιθέτου μαρτυρία της πρώην συζύγου του, την οποία το Δικαστήριο δεν απέρριψε ως μη αξιόπιστη. Δεν βλέπουμε πώς το Δικαστήριο κατέληξε σε ένα τέτοιο θετικό συμπέρασμα όταν είχε επί του σημείου μαρτυρία άμεσα ενδιαφερόμενου την οποία παραγνώρισε δίδοντας πίστη μόνο στην έκθεση της κοινωνικής λειτουργού, η βάση της οποίας συνίστατο όχι από πρωτογενή γνώση αλλά από πληροφορίες που πήρε από τη μεριά της εφεσίβλητης μόνο.

Δεν θα πρέπει να παραμείνει ασχολίαστη η άποψη του Δικαστηρίου ότι η κατάσταση της εφεσίβλητης ως νυμφευμένης γυναίκας που επιθυμεί να κάνει παιδιά με το νέο της σύζυγο φέρνει το Νικόλα πιο κοντά στην απόκτηση αδελφών από ό,τι η κατάσταση του πατέρα του που δεν έχει ξαναπαντρευτεί. Και αυτό σε αναφορά με το άρθρο 14 του Νόμου 216/90, για να καταλήξει ότι οι δεσμοί ενός παιδιού με τα αδέλφια του είναι ένας παράγοντας που θα πρέπει να λαμβάνεται υπ΄ όψιν.

Ο νομοθέτης δίνει σημασία στην ύπαρξη στενών σχέσεων μεταξύ αδελφών και στα οφέλη που προκύπτουν από τις σχέσεις αυτές. Το άρθρο 14(3) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90, προβλέπει ότι κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ γονέων, το Δικαστήριο πριν καταλήξει στην απόφασή του λαμβάνει υπ΄όψιν τους δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του. Σίγουρα όμως ο νομοθέτης δεν εννοούσε ότι λαμβάνονται υπ΄ όψιν και αδελφοί για τους οποίους δεν είχε εκδηλωθεί καν η πρόθεση να συλληφθούν.

Το Δικαστήριο κατηύθυνε λανθασμένα τη σκέψη του και στην όπως την χαρακτηρίζει ασταθή πολιτική κατάσταση που υπάρχει στον τόπο μας λόγω της τουρκικής εισβολής, με ένα, είναι αλήθεια, λεπτό τρόπο. Αφού εξυμνεί τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τη μεγαλύτερη υπερδύναμη που μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες της περισσότερο από οιανδήποτε άλλη χώρα, παραθέτει για ενίσχυση της πιο πάνω θέσης απόσπασμα από απόφαση του Εφετείου της Πολιτείας της Καλιφόρνιας στην υπόθεση In re The Marriage of Christopher and Deborah Cooper Cordon v. Deborah Ann Cooper, ημερ. 23.3.1998, (χωρίς περισσότερα στοιχεία), στην οποία γίνεται αναφορά σε απόσπασμα λόγου του Daniel Webster, που εκφώνησε στις 17.7.1850, λόγου που και το πρωτόδικο δικαστήριο χαρακτηρίζει ως σωβινιστικό. Το πρωτόδικο δικαστήριο όμως συνεχίζει. Αναφέρει ότι η Αμερική διαθέτει πανεπιστήμια υψηλού επιπέδου και όλων των ειδών τις δυνατότητες για μόρφωση και εκπαίδευση κι αυτό σε αντίθεση με τον τόπο μας που διαθέτει ένα και μοναδικό πανεπιστήμιο, από το οποίο μάλιστα ελλείπουν ορισμένοι κλάδοι σπουδών. Τα πιο πάνω δεν αντέχουν καν στοιχειώδη σχολιασμό.

Κάτω από τις περιστάσεις κρίνουμε ότι το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λανθασμένα αφού κατέληξε σε αριθμό λανθασμένων συμπερασμάτων. Θεωρούμε ότι η απόφαση της εφεσίβλητης να μετοικήσει δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να θεωρηθεί ως λογική και καλά σχεδιασμένη ή προγραμματισμένη. Κρίνουμε ότι κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις δεν θα έπρεπε να επιτραπεί η μετοίκηση του Νικόλα στην Αμερική. Αν η μητέρα ήθελε να μετοικήσει στο εξωτερικό, είχε κάθε δικαίωμα να το πράξει. Το Δικαστήριο όμως σύγχισε την ειλικρινή έστω αποφασιστικότητά της με το εύλογο της απόφασής της. Η μετοίκηση του Νικόλα δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του και κάτω από τις περιστάσεις η φροντίδα του θα έπρεπε να είχε ανατεθεί στον πατέρα του.

Το Δικαστήριο επίσης λανθασμένα έδωσε υπερβολική βαρύτητα στο γεγονός ότι από της διάστασης και μέχρι της αίτησης, η εφεσίβλητη είχε τη φύλαξη του ανήλικου. Αναμφίβολα και αυτό είναι ένας σχετικός παράγοντας. ΄Ομως δίδοντάς του υπέρμετρη σημασία κάθε φορά που γίνεται αίτηση για γονική μέριμνα, χωρίς άλλο ο γονιός που έχει μέχρι την εκδίκαση τη φύλαξη του παιδιού, θα έχει και σχετικό πλεονέκτημα.

΄Ανευ λόγου, τέλος, θεωρούμε την αναφορά του Δικαστηρίου σε θέματα ενδεχόμενης αλλαγής θρησκείας, αλλαγής ονόματος, υιοθεσίας κλπ που δυνατόν να δημιουργούν την εντύπωση ενθάρρυνσης της εφεσίβλητης σε ενέργειες που θα αποξένωναν ακόμα περισσότερο το Νικόλα από τον πατέρα του, την πατρίδα του και τη θρησκεία του.

Εν όψει όλων των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η φροντίδα του ανήλικου παραχωρείται στον εφεσείοντα. Η εφεσίβλητη είναι υποχρεωμένη να παραδώσει τον ανήλικο στον πατέρα του μέχρι της 15ης Αυγούστου του τρέχοντος έτους. Τα έξοδα της επιστροφής του ανήλικου θα βαρύνουν τον εφεσείοντα. Το δικαίωμα επικοινωνίας με τον ανήλικο ρυθμίζεται ως ακολούθως:

Κάθε καλοκαίρι ο ανήλικος θα μεταβαίνει στη Μινεσότα των Ηνωμένων Πολιτειών, ή όπου αλλού θα διαμένει η μητέρα του για να βρίσκεται μαζί της, εφ΄ όσον αυτή το επιθυμεί, για περίοδο μέχρι 40 ημερών μεταξύ της 1ης Ιουλίου μέχρι 10ης Αυγούστου κάθε χρόνου, ή σε οποιανδήποτε άλλη περίοδο ήθελαν συμφωνήσει από κοινού οι δύο διάδικοι. Ο Νικόλας θα επισκέπτεται επίσης τη μητέρα του κατά τις διακοπές ή των Χριστουγέννων ή του Ορθόδοξου Πάσχα, για περίοδο 15 ημερών, εκτός αν οι διάδικοι άλλως συμφωνήσουν. Η εφεσίβλητη θα ειδοποιεί τον εφεσείοντα σχετικά τουλάχιστον τρεις εβδομάδες προηγουμένως.

Το δικαίωμα επικοινωνίας που έχει η εφεσίβλητη με τον ανήλικο κατά τη διάρκεια των θερινών και άλλων διακοπών θα εξακολουθεί να ισχύει και να ασκείται και αν η εφεσίβλητη κατά τις πιο πάνω περιόδους βρίσκεται στην Κύπρο και επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας της χωρίς μετάβαση του ανήλικου στην Αμερική. Τα έξοδα της μετάβασης θα βαρύνουν τον πατέρα και της επιστροφής τη μητέρα, εκτός αν οι διάδικοι ύστερα από συμφωνία προβούν σε άλλη διευθέτηση. Επιπλέον των πιο πάνω, η εφεσίβλητη θα δικαιούται μια φορά το χρόνο να έχει μαζί της τον ανήλικο κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στην Κύπρο, για δέκα συνεχείς ημέρες κατά τη διάρκεια όμως των οποίων ο εφεσείων θα έχει δικαίωμα επικοινωνίας ένα απόγευμα για δύο ώρες. Η εφεσίβλητη διατάσσεται όπως κάθε φορά που τερματίζεται η περίοδος επικοινωνίας της με τον ανήλικο προβαίνει σε άμεσες διευθετήσεις για την επιστροφή του Νικόλα στη φροντίδα του εφεσείοντα.

Το παρόν διάταγμα εκδίδεται έχοντας υπ΄ όψιν τις υφιστάμενες συνθήκες. Στην περίπτωση που οι προσωπικές συνθήκες των διαδίκων μεταβληθούν με τρόπο που να επηρεάζουν τα πιο πάνω συμπεράσματα και οι δύο μπορούν βέβαια να ζητήσουν τροποποίησή του.

Κάτω από τις περιστάσεις κρίνουμε ότι δεν πρέπει να εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα για την παρούσα διαδικασία.

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο