ΣΤΕΛΙΟΥ ΛΕΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ν. ΑΝΔΡΕΑ ΑΛΕΞΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1195 ΣΤΕΛΙΟΥ ΛΕΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ν. ΑΝΔΡΕΑ ΑΛΕΞΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10103, 14 Ιουλίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1195

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10103

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ ΔΔ

ΣΤΕΛΙΟΥ ΛΕΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ

Εφεσείοντα /Εναγόμενου αρ. 1.

και

1. ΑΝΔΡΕΑ ΑΛΕΞΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ

2. ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΑ

υπό την ιδιότητα των ως διαχειριστών της περιουσίας

της αποβιωσάσης ΄Αντριας Αντωνίου Γεωργίου, συζύγου Ανδρέα Δήμου, τέως από την Πάφο και ως αντιπροσωπεύοντες τους νομίμους κληρονόμους και εξαρτωμένους της ως άνω αποβιωσάσης.

Εφεσιβλήτω ν/εναγόντων

 

----------------------

14 Ιουλίου 2000

Για τον εφεσείοντα: Χρ. Κληρίδης.

Για τους εφεσίβλητους: Π. Αγγελίδης.

-----------------------

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.: Η ΄Αντρια Γεωργίου, ηλικίας 37 ετών, απεβίωσε τις πρώτες βραδυνές ώρες της 10ης Οκτωβρίου 1994 στο Νοσοκομείο Πάφου. Είχε μεταφερθεί εκεί δυο ώρες προηγουμένως από την ιδιωτική κλινική “Υγεία”, στην ίδια πόλη, όπου με κολπικό τοκετό γέννησε το τρίτο της παιδί. Τη μεταφορά της στο νοσοκομείο αποφάσισε ο εφεσείων. ΄Ηταν ο μαιευτήρας - γυναικολόγος που την παρακαλουθούσε από τα πρώτα στάδια της κύησης και που ανέλαβε την ευθύνη του τοκετού. Θα δούμε τις συνταρακτικές λεπτομέρειες του τραγικού συμβάντος. Σημειώνουμε τώρα ορισμένα βασικά για να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε τα ζητήματα που ανακύπτουν.

Ο εφεσείων αποφάσισε τη μεταφορά της ‘Αντριας στο Νοσοκομείο γιατί δεν μπόρεσε, ακόμα και με τη βοήθεια του συναδέλφου του Β. Βασιλείου, να εντοπίσει την αιτία αιμορραγίας στον κόλπο της. ΄Οπως εξήγησε, ενώ είχαν στην κλινική τον εξοπλισμό γι΄αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης, είδε την πιθανότητα να χρειαστεί περισσότερο αίμα. Είχε ήδη αρχίσει να μεταγγίζει μια από τις δυο φιάλες που φρόντισε να έχει διαθέσιμες για προληπτικούς λόγους, αλλά στο νοσοκομείο λειτουργούσε τράπεζα αίματος που παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Επιπλέον, θα είχε και το ευεργέτημα άλλης γνώμης.

Ασκήθηκε αγωγή για αποζημιώσεις και συζητήθηκαν πρωτοδίκως δυο ζητήματα σε σχέση με την ευθύνη που αποδιδόταν στον εφεσείοντα. Το πρώτο αφορούσε στο κατά πόσο, επειδή το έμβρυο ήταν μεγάλο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί ο κολπικός τοκετός και να είχε διενεργηθεί καισαρική τομή. Το πρωτόδικο δικαστήριο, για λόγους που παρέθεσε, έκρινε πως “ήταν επιθυμητό για τον εναγόμενο να προέβαινε σε γέννα με καισαρική τομή αλλά δεν επιβάλλετο καθήκον σ΄αυτόν ως μόνη εκλογή η διενέργεια της γέννας με αυτό τον τρόπο”. Απέρριψε συνεπώς τον ισχυρισμό πως ο εφεσείων ήταν αμελής από τέτοια άποψη. Δεν προσβάλλεται αυτή η πτυχή της πρωτόδικης απόφασης και το θέμα δεν εγείρεται για να μας απασχολήσει άλλο.

Το δεύτερο ζήτημα αφορούσε στην αιτία της εκδήλωσης του συνδρόμου της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης που διαγνώστηκε αμέσως μετά την εισδοχή της Άντριας στο χειρουργείο του Νοσοκομείου Πάφου και επιβεβαιώθηκε από τον ιατροδικαστή Ματσάκη που διενήργησε τη νεκροψία. Aνάλογα δε με την απάντηση σ΄αυτό το θεμελιώδες ερώτημα, η ενδεχόμενη ευθύνη του εφεσείοντα. Εξήγησαν οι ειδικοί, και δεν υπάρχει διχογνωμία επ΄αυτού, πως με την εκδήλωση του συνδρόμου δημιουργείται φαύλος κύκλος ο οποίος, κατά κανόνα, οδηγεί στο θάνατο. Μεταγγίζεται αίμα, στην ΄Αντρια μεταγγίστηκαν 13 φιάλες στο νοσοκομείο, αλλά ενόψει της απώλειας των παραγόντων πήξεως η αιμορραγία συνεχίζεται όχι από συγκεκριμένη εστία αλλά, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε, από παντού.

΄Ηταν η θέση των εφεσιβλήτων πως η διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη προκλήθηκε από αιμορραγία λόγω σοβαρής ρήξης του ενδοτραχηλικού τοιχώματος και του ισθμού της μήτρας με νέκρωση του τραχήλου. Ο ιατροδικαστής Μ. Ματσάκης σημείωσε συναφώς στο πόρισμά του: “Ο τράχηλος της μήτρας είναι νεκρωτικός και παρατηρείται ρήξη του ενδοτραχηλικού τοιχώματος με επέκταση στον ισθμό της μήτρας. Η ρήξη έχει σημειωθεί στις δυο γωνιές του τραχήλου και του ισθμού. Η κάθε μια έχει μήκος 5 εκατοστών και εκτείνεται μέσα στο μυομήτριο αλλά δεν φθάνει την ορογόνο”.

Ο εφεσείων αρνήθηκε αυτή την εκδοχή. Ενώ δεν αμφισβήτησε τα αντικειμενικά ευρήματα, διαφωνούσε με την ιδέα πως ήταν δυνατό, δια μέσου της ρήξης που παρατηρήθηκε, μικρής κατά την άποψή του, να εξέλθει αίμα σε ποσότητες που θα εδικαιολογείτο να οδηγήσει σε διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη. ΄Οπως υποστήριξε, αυτή οφειλόταν σε εμβολή αμνιακού υγρού. Ο εφεσείων εξήγησε πως, βλέποντας τα δεδομένα εκ των υστέρων, ήταν φανερό πως η ΄Αντρια έχανε αίμα μέσα στην κοιλιά, μέσα στους πνεύμονες και σε άλλα σημεία “που δεν μπορούσαν να παροχετευθούν προς τα έξω”. Κατά τη γνωμη του, οι δυο ρωγμές που εντόπισε ο Μ. Ματσάκης διαδραμάτισαν πράγματι ρόλο, ως εξής όμως: ΄Οταν κατά τον τοκετό εξήλθε το κεφάλι του παιδιού, λόγω “της δυστοκίας των ώμων” η ΄Αντρια σφίκτηκε, άκαιρα όπως εξήγησε σε άλλο σημείο, 3 - 4 φορές. Από τη μεγάλη πίεση που ασκήθηκε προκλήθηκαν οι ρωγμές και από εκεί αμνιακό υγρό που υπήρχε ακόμα στη μήτρα, διοχετεύθηκε στην κυκλοφορία με επακόλουθο την εμβολή.

Αναγνώρισαν όλοι οι ειδικοί πως η εμβολή αμνιακού υγρού, αν και σπανιότατη, συνιστά μια από τις αιτίες της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης. Αναφέρθηκαν σε διάφορες αιτίες αλλά ο Α. Ιακωβίδης τις υπήγαγε σε δυο ευρείες κατηγορίες. Τις οφειλόμενες σε εμβολή αμνιακού υγρού και τις προκαλούμενες από “κατανάλωση”, δηλαδή από απώλεια αίματος που δεν αναπληρώνεται με μετάγγιση.

Δεν ήταν η υπόθεση των εφεσιβλήτων πως θα είχε ευθύνη ο εφεσείων και στην περίπτωση που φαινόταν ότι υπήρξε εμβολή αμνιακού υγρού και το πρωτόδικο δικαστήριο κατέταξε τα θέματα που προέκυπταν, με αναφορά στο βάρος της απόδειξής τους. Διαχώρισε τις δυο αιτίες που συζητήθηκαν ως ανεξάρτητες μεταξύ τους και θεώρησε ότι οι μεν εφεσίβλητοι είχαν το βάρος της απόδειξης πως η διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη οφειλόταν σε αιμορραγία από τη ρήξη, ο δε εφεσείων το βάρος της απόδειξης πως αυτή οφειλόταν σε εμβολή αμνιακού υγρού. Και αυτό, αφού προηγουμένως δέκτηκε πως δεν αποτελούσε κώλυμα στη συζήτηση του ισχυρισμού για εμβολή, το γεγονός ότι δεν εξειδικευόταν τέτοια εκδοχή στην υπεράσπιση. ΄Οπως εξήγησε, μπορούσε να συζητηθεί το θέμα στο πλαίσιο της απόρριψης από τον εφεσείοντα του ισχυρισμού πως ήταν αμελής.

Εξέτασε, λοιπόν, πρώτα το θέμα της εμβολής αμνιακού υγρού.

Θα δούμε ορισμένες λεπτομέρειες αργότερα αλλά είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη από τώρα τον τρόπο με τον οποίο καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με την απόδειξη της εμβολής ως αιτίας. Δεν είχαν γίνει ιστολογικές εξετάσεις των πνευμόνων. Ο Μ. Ματσάκης, για λόγους που εξήγησε, δεν θεώρησε ότι χρειάζονταν.. Και, συνεπώς, ενόψει του συνόλου της επιστημονικής μαρτυρίας, χωρίς αυτές, όπως το έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο,

“αν η θέση του Μ. Ματσάκη (ΜΕ6) ήταν ότι η αποβιώσασα απέθανε από εμβολή αμνιακού υγρού και δεν υποστηρίζετο το εύρημα του από ιστολογικές εξετάσεις των πνευμόνων, εξετάσεις που εδώ είναι κοινώς παραδεκτό ότι δεν έγιναν, τότε σίγουρα θα κατέληγα ότι η αιτία αυτή δεν θα αποδεικνύετο”.

Το νόημα είναι πως χωρίς ιστολογικές εξετάσεις δεν αποδεικνύεται εμβολή. Επομένως, όπως κατανοούμε την πρωτόδικη απόφαση, ενόψει της καθοδήγησης αναφορικά με το βάρος της απόδειξης ο εφεσείων δεν είχε οποιαδήποτε προοπτική επιτυχίας σ΄αυτό το τομέα, ανεξάρτητα από τον όγκο της υπόλοιπης μαρτυρίας που προσάχθηκε. Εξέτασε, όμως το πρωτόδικο δικαστήριο και την υπόλοιπη μαρτυρία και για λόγους που κατέγραψε, άλλους από την απουσία ιστολογικών εξετάσεων, απέκλεισε την εμβολή αμνιακού υγρού ως αιτία. Πρόσθεσε μάλιστα και τα ακόλουθα.

“Καταλήγω στο εύρημα αυτό και αν ακόμα θεωρούσα ότι ήταν υποχρέωση της πλευράς των εναγόντων να αποκλείσει αυτή την αιτία και όχι στην πλευρά του εναγομένου που την πρόβαλε για να την αποδείξει.”

Ακολούθησε η εξέταση, επαναλαμβάνουμε ως ξεχωριστού θέματος, ασύνδετου προς το θέμα της εμβολής, του “κατά πόσο αυτή (η αιμορραγία) οφειλόταν σε σοβαρή ρήξη....” Η απάντηση ήταν καταφατική και κατεγράφη ως εξής ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων αναφορικά με την αμέλεια που επέδειξε ο εφεσείων, ενόψει αυτού του δεδομένου.

“΄Ηταν αμελής στο να προσπαθεί από τις 3.25 μ.μ. που έλαβε χώρα ο τοκετός μέχρι που αποφασίστηκε η μεταφορά της λεχώνας στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου για να εντοπίσει την αιμορραγία χωρίς να προβεί έγκαιρα σε λαπαροτομή και αν χρειαζόταν και σε υστερεκτομή, δηλαδή ολική αφαίρεση της μήτρας για σκοπούς αντιμετώπισης της αιμορραγίας”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία και, μετά από αρκετό προβληματισμό όπως σημείωσε, κατέληξε πως ο εφεσείων ήταν αμελής ως εξής:

“Mε βάση όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι η ενέργεια του Εναγόμενου 1 να συνεχίζει να προσπαθεί να ανακαλύψει από πού προέρχετο η αιμορραγία από τις 3.25 μ.μ που έλαβε χώρα ο τοκετός ή ακόμα από τις 3.50 μ.μ. που λέει ο ίδιος ότι αφαίρεσε τον πλακούντα και άρχισε να κάνει τις εξετάσεις για να εντοπίσει την αιμορραγία μέχρι τις 4.50 μ.μ. που λήφθηκε απόφαση για τη μεταφορά της στο Νοσοκομείο επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία σε τρία στάδια, δηλαδή προσπάθεια με ψηλάφιση να βρει την εστία αιμορραγίας αφού μάλιστα σε κάποιο στάδιο προέβη και σε νάρκωση, είναι αντίθετη με τη γνώμη και τρόπο που θα ενεργούσε ένας άλλος γιατρός της ίδιας ειδικότητας, δηλαδή ότι αν μετά από 15 έως 20 λεπτά δεν εντοπίζετο η αιμορραγία αυτός θα προχωρούσε σε υστερεκτομή. Εδώ όχι μόνο δεν προχώρησε σε τέτοια επέμβαση ενώ θα μπορούσε να το πράξει εκεί στην κλινική του, αλλ΄ούτε έσπευσε να μεταφέρει ενωρίτερα τη λεχώνα στο Νοσοκομείο. Εφόσον δεν εντόπιζε την αιμορραγία όφειλε είτε να προβεί σε υστερεκτομή σε γρήγορο στάδιο εκεί στην κλινική του είτε να την μεταφέρει και πάλιν σε γρήγορο στάδιο, στο Νοσοκομείο και όχι μετά από 1 1/2 ώρα από τον τοκετό. ΄Ετσι καταλήγω ότι η ενέργεια αυτή του Εναγομένου δεν συνάδει με τον τρόπο που θα ενεργούσε ένας άλλος γιατρός της δικής του ειδικότητας και αυτό ισοδυναμεί με αμέλεια. Κατάληξα στην απόφαση αυτή χωρίς να αγνοήσω τα όσα αναφέρονται σε αγγλική νομολογία (σε μια από τις οποίες γίνεται και αναφορά από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εναγόμενου) ότι παρά το γεγονός ότι η απόφαση αποφασίζεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, όπως το εξέθεσα πιο πάνω εντούτοις στις περιπτώσεις εκείνες που το Δικαστήριο έχει να αποφασίσει θέμα απάτης ή αμέλειας ενός γιατρού, δικηγόρου ή άλλου επαγγελματία, δεν πρέπει να αποφασίζει εύκολα υπέρ του ευρήματος αμέλειας με τον ίδιο τρόπο που θα αποφάσιζε κατά πόσο έχει αμέλεια ένας οδηγός για ένα δυστύχημα. (Βλέπε μεταξύ άλλων Ηοrnal v. Neuberger Products Ltd (1956) 3 All E.R. 970 και Whitehouse v. Jordan and another (1980) 1 All E.R. 650). Eλαβα επίσης υπόψη μου τα όσα λέχθηκαν από τον Denning L.J. στην υπόθεση Roe v. Ministry of Health (1954) 2 All E.R. 131, σελ. 139 και αναφέρονται ξανά στην προαναφερθείσα υπόθεση Whitehouse v. Jordan and Another σελ. 662 από τον Donaldson, L.J. ότι δηλαδή το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι προσεκτικό ούτως ώστε να μήν επιρρίπτει εύκολα ευθύνη σε ένα γιατρό καθότι διαφορετικά θα οδηγούσαμε τους γιατρούς να σκέφτονται περισσότερο τη δική τους ασφάλεια παρά το καλό των πελατών τους. Επίσης θα αποθαρρύνοντο από του να πέρνουν πρωτοβουλία όταν έχουν να αντιμετωπίσουν ένα περιστατικό.”

Ακολουθούν στην πρωτόδικη απόφαση η εξέταση του θέματος της ευθύνης που αποδιδόταν στους εναγομένους 2 (Κ.Α.Β. Νοσηλευτικό ΄Ιδρυμα Λτδ) και ο υπολογισμός των αποζημιώσεων. Οι εναγόμενοι 2 δεν είχαν καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης αλλά, όπως κρίθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε η εναντίον τους αξίωση. Δεν είχε προσαχθεί μαρτυρία αποκαλυπτική κάποιας σχέσης τους με την κλινική “Υγεία”. Αυτή η κατάληξη δεν έχει αμφισβητηθεί με τους λόγους έφεσης. Οι αποζημιώσεις υπολογίστηκαν ως ακολούθως: Με βάση το καθαρό εισόδημα της ΄Αντριας (£400 μηνιαίως μείον £100 μηνιαίως που θεωρήθηκε ότι απαιτούνταν για τα προσωπικά της έξοδα) και το 10 ως πολλαπλασιαστή, επιδικάστηκαν £39.000, ποσό το οποίο καταμερίστηκε μεταξύ του συζύγου της ΄Αντριας (£19.000) και των τριών παιδιών τους ( £6.500 για το καθένα). Επιπλέον, £6.000 με βάση το άρθρο 58 του Κεφ. 148 όπως τροποποιήθηκε, ως απώλεια (bereavement) υπέρ του συζύγου, £700 για έξοδα κηδείας και £500 για έξοδα διαχείρισης. Συνολικά £46,200, με τόκο ως εξής: 6% από την έγερση της αγωγής (30.8.95 μέχρι της 28.11.96) και 8% από 29.11.96 (ημέρα έναρξης της ισχύος των τροποποιητικών νόμων 101(Ι)/96 και 102(Ι)/96).

Διατυπώθηκαν 31 λόγοι έφεσης. Οι πρώτοι οκτώ αφορούν στις αποζημιώσεις και θα μας απασχολήσουν μετά. Οι υπόλοιποι, στον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία αναφορικά με την αιτία της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης και συνακολούθως στα συμπεράσματα που εξάχθηκαν. Δεν είναι απαραίτητο να τους απαριθμήσουμε με προσδιορισμό του ειδικότερου αντικειμένου του καθενός. Είναι εν πολλοίς επάλληλοι και καλύπτουν ουσιαστικά όλες τις ουσιώδεις λεπτομέρειες που στοιχειοθετούν το σκεπτικό που οδήγησε στην απόδοση ευθύνης. Τονίζεται πως υπήρξε παρανόηση της μαρτυρίας αριθμού μαρτύρων, αποτυχία αντιπαραβολής της μαρτυρίας των ειδικών μεταξύ τους αλλά και σε συνάρτηση προς τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του Β. Βασιλείου που ήταν οι μόνοι από τους γιατρούς που αναφέρθηκαν στα διατρέξαντα μέχρι τη μεταφορά της ΄Αντριας στο νοσοκομείο, και παράλειψη του προσδιορισμού των γεγονότων μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας και της βάσης τους, με αποτέλεσμα να καθίσταται η απόφαση αναιτιολόγητη. Περαιτέρω, στήριξη πάνω σε επιμέρους γνώμες που διατυπώθηκαν σε απάντηση υποθετικών ερωτήσεων, στήριξη σε υποτιθέμενα γεγονότα που δεν προέκυπταν από την προσαχθείσα μαρτυρία και πλάνη ως προς το βάρος της απόδειξης και το κριτήριο με γνώμονα το οποίο κρίνεται η ιατρική αμέλεια. Σε σχέση με τον κάθε ισχυρισμό εξειδικεύεται συγκεκριμένη αιτιολογία με αντίστοιχη παραπομπή στα πρακτικά.

Οι εφεσίβλητοι απάντησαν με το περίγραμμα αγόρευσής τους στον κάθε ένα από τους λόγους έφεσης ξεχωριστά. ΄Οχι όμως για να προσθέσουν δικά τους στοιχεία από τη μαρτυρία ή για να αναπτύξουν ιδιαίτερα επιχειρήματα υπέρ της πρωτόδικης απόφασης, την ορθότητα της οποίας στήριζαν. Θεωρούν πως το ίδιο το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης καθιστά αβάσιμο τον κάθε ένα από τους ισχυρισμούς και, επομένως, παρέθεταν το σχετικό κατά τη γνώμη τους απόσπασμα έναντί τους. Κάποια αναφορά σε επιμέρους σημεία της μαρτυρίας έγινε κατά την ακρόαση.

 

Κατέθεσαν 9 μάρτυρες για τους εφεσίβλητους και 6 για τον εφεσείοντα. Αναφορά στα δραματικά γεγονότα της 10.10.94 μπορούσαν να κάμουν ο σύζυγος της ΄Αντριας Ανδρέας Π. Δήμου, που ήταν στην κλινική του εφεσείοντα από την αρχή, ο εφεσείων, (ΜΥ1), ο συνέταιρος και συνάδελφος του Β. Βασιλείου (ΜΥ2) που τον βοήθησε, ο Γ. Σιαηλής (ΜΥ3) ειδικός αναισθησιολόγος, ο Μ. Λεριός (ΜΥ5) αδελφός του εφεσείοντα ειδικός παθολόγος και γαστρεντε-ρολόγος, η Ε. Δημητριάδου (ΜΕ4), αναισθησιολόγος στο νοσοκομείο Πάφου και ο Α. Ιωαννίδης (ΜΕ3), μαιευτήρας - γυναικολόγος, υπεύθυνος του Γυναικολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου Πάφου. Από τους υπόλοιπους μάρτυρες, ο ιατροδικαστής Μ. Ματσάκης (ΜΕ6) διατύπωσε πόρισμα για την αιτία του θανάτου στη βάση των ευρημάτων της νεκροψίας που διενήργησε και οι Γ. Καλακουτής (ΜΕ8), Χρ. Ριρής (ΜΕ9), Β. Παναγιώτου (ΜΥ6) όλοι μαιευτήρες - γυναικολόγοι με μεγάλη πείρα και ο Π. Σταυρινός (ΜΥ4), στη βάση των δεδομένων που τους δόθηκαν. Για να συνοψίσουμε την εικόνα αναφέρουμε και την Α.Χρ. Λαζάρου (ΜΕ2) του Δικαστηρίου Πάφου που παρουσίασε το φάκελο της θανατικής ανάκρισης, τη Γ. Οικονόμου (ΜΕ5) Διευθύντρια της εταιρείας που εργοδοτούσε την ΄Αντρια και τον Α. ΧατζηΔημητρίου (ΜΕ7) παιδίατρο-νεογνολόγο στο Μακάρειο Νοσοκομείο στη Λευκωσία που παρέλαβε το βρέφος στις 10.10.94 και το περιέθαλψε μέχρι την έξοδό του στις 18.11.94.

΄Εχουμε εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας προσεκτικά σε συνάρτηση προς όσα καταγράφονται ως δεδομένα ή ως διαπιστώσεις στην πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των λόγων έφεσης. Καταγράφουμε από την αρχή τη διαπίστωσή μας πως πάσχει στη ρίζα της η αξιολόγηση της μαρτυρίας σε σχέση με το κάθε ένα από τα στοιχεία που οδήγησαν στην κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης. Θα εξηγήσουμε, βέβαια, αναλυτικά τις διάφορες πτυχές αλλά θα αποφύγουμε την εμπλοκή σε ιδιαίτερες λεπτομέρειες. Είναι αναπόφευκτη η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης και δεν θέλουμε να επεκταθούμε σε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να εκληφθεί ότι την περιορίζει ή ότι την ποδηγετεί από οποιαδήποτε άποψη. ΄Οπως και στην υπόθεση Κυριακή Σ. Αθανασίου κ.α. ν. Αντώνη Κουνούνη Πολιτική ΄Εφεση 9041 ημερομηνίας 29.5.97, ενόψει ουσιωδών σφαλμάτων σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την καταγραφή, πάνω στη βάση της, των συγκεκριμένων γεγονότων επί των οποίων κρίνεται η ικανοποίηση ή μή του βάρους απόδειξης που υπείχε ο διάδικος, μόνο υποθέσεις, ανεπίτρεπτες, θα μπορούσαν να γίνουν.

Το ζήτημα του βάρους της απόδειξης δεν είναι, βέβαια, το πιο σημαντικό στο πλαίσιο των προβλημάτων που μόλις, σε γενικές γραμμές, προσδιορίσαμε. ΄Αλλωστε, μπορούμε να μιλούμε για απόσειση του βάρους απόδειξης με δοσμένα, διαπιστωμένα δηλαδή, τα συγκεκριμένα γεγονότα που αφορούν στο θέμα. Θεωρούμε όμως ορθό να αρχίσουμε με την καταγραφή της εντύπωσης μας πως επί του προκειμένου υπήρξε σύγχυση. Δεν νομίζουμε ότι παρεχόταν δυνατότητα, στο πλαίσιο των θεμάτων που συζητήθηκαν και της αντιγνωμίας που εκδηλώθηκε, διαχωρισμού της απόδειξης από τη μια της εμβολής αμνιακού υγρού και από την άλλη της αιμορραγίας από τις ρήξεις που εντοπίστηκαν. Υπήρχε το αδιαμφισβήτητο της εμφάνισης του συνδρόμου της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης και κατά τους εφεσίβλητους αυτή επήλθε λόγω της αιμορραγίας από τις ρήξεις. Επομένως, οι ισχυρισμοί τους για αμέλεια του εφεσείοντα ήταν ευθέως και απολύτως συναρτημένοι προς τέτοια αιτία. Δεν θα ήταν, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, νοητό να συζητούμε για βάρος απόδειξης που είχαν οι εφεσίβλητοι σε σχέση με αυτή την κατ΄ισχυρισμό αιτία και για βάρος απόδειξης που θα είχε ο εφεσείων σε σχέση με την κατά το δικό του ισχυρισμό διαφορετική αιτία. Πρόσθεσε μάλιστα το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς αυτό πως ο εφεσείων “ήταν το πρόσωπο στην αποκλειστική γνώση του οποίου ήταν και ο λόγος που απέθανε η λεχώ” και χωρίς να αναλύσει το θέμα αναφέρθηκε σε μετατόπιση του βάρους απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντα. Τα δυο όμως αποτελούν στην πραγματικότητα όψεις του ίδιου νομίσματος και δεν μπορούμε να διακρίνουμε το λόγο διάκρισης μεταξύ των δυο αιτιών που αναφέρθηκαν, με αναφορά στην ιδιαίτερη γνώση του εφεσείοντα. Η θεμελείωση, έστω στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, της μιας αιτίας δεν θα άφηνε χώρο για την άλλη.

Αφού, όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο είδε τα δυο ως δυνάμενα να εξεταστούν το ένα ανεξάρτητα από το άλλο, προχώρησε, όπως σημειώσαμε, στη γενική κρίση πως για να αποδειχθεί εμβολή αμνιακού υγρού χρειάζονται απαραίτητα ιστολογικές εξετάσεις. Θα δούμε στη συνέχεια αν αυτό δικαιολογείται από την ιατρική μαρτυρία που προσάχθηκε. Εδώ επισημαίνουμε πως αν αυτό ήταν ορθό θα αποδεικνυόταν αχρείαστη η ενασχόληση με οτιδήποτε άλλο από τη μαρτυρία. ΄Ηταν δεδομένο πως δεν έγιναν ιστολογικές εξετάσεις και, στο πλαίσιο της πρωτόδικης απόφασης, εξ αυτού ήταν αδύνατη η απόδειξη της εμβολής από τον εφεσείοντα που θεωρήθηκε ότι είχε το σχετικό βάρος. Εν τούτοις, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε όσα κατέγραψε ως τη μαρτυρία για την εμβολή και κατέληξε στην ειδική διαπίστωση πως αποδείχθηκε ότι δεν ήταν εκείνη η αιτία, για λόγους άλλους όπως θα δούμε. Αυτός ο χειρισμός του θέματος αφήνει την εντύπωση σύγχυσης και δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Θα αφήσουμε όμως αυτό το θέμα μέχρις εδώ γιατί, στην πραγματικότητα, όπως αποκαλύπτει η μαρτυρία που προσάχθηκε, δεν ήταν καν υπαρκτά όσα χρησιμοποιήθηκαν ως ή βάση των συλλογισμών που έγιναν.

Η απόφανση πως αποκλειόταν η εμβολή αμνιακού υγρού στηρίκτηκε στη μαρτυρία των Μ. Ματσάκη, Α. Ιακωβίδη, Γ. Καλακουτή και Χρ. Ριρή. Αυτοί οι μάρτυρες, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέθεσαν την αλήθεια και η γνώμη τους ευσταθούσε. Αφού δε κατέγραψε αυτή τη συνολική αποτίμηση, περιορίστηκε στην παράθεση ορισμένων μόνο αποσπασμάτων από τη μαρτυρία τους. Την αντίθετη γνώμη του εφεσείοντα, του Β. Βασιλείου, του Μ. Λεριού, του Π. Σταυρινού και της Β. Παναγιώτου την απέρριψε. Χρησιμοποίησε όμως αποσπάσματα από τη μαρτυρία ορισμένων από αυτούς ως ενισχυτικά της εκδοχής πως δεν υπήρξε εμβολή αμνιακού υγρού.

Ο Μ. Ματσάκης ήταν συγκεκριμένος. Αιτία της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης ήταν, κατά την εκδοχή του, η αιμορραγία από τις ρήξεις που κατέγραψε. Δεν του δόθηκε οποιοδήποτε δεδομένο με τη μορφή κλινικών συμπτωμάτων ή άλλων που θα ήταν δυνατό να κατευθύνει την προσοχή του προς την πιθανότητα εμβολής αμνιακού υγρού και δεν εδικαιολογείτο να γίνουν οι ιστολογικές εξετάσεις. Δεν τις ζήτησε γιατί η αιτία ήταν σαφής. Δεν μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε πως ήταν και η υπόλοιπη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ταυτόσημη, όπως θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Είναι ορθή η εισήγηση του εφεσείοντα πως ήταν λανθασμένη η καθοδήγηση του Δικαστηρίου σε σχέση με το περιεχόμενο και το νόημα της μαρτυρίας που προσάχθηκε, με επακόλουθη την παράλειψη αξιολόγησης της και κατάληξης στις διαπιστώσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν από την αποδοχή της μιας ή της άλλης εκδοχής.

Είναι γεγονός ότι ορισμένα αποσπάσματα από τη μαρτυρία του Α. Ιακωβίδη τον εμφανίζουν να δέχεται τις ρήξεις ως την αιτία της αιμορραγίας. Πράγμα, άλλωστε, που δεν αρνήθηκε ούτε ο εφεσείων ο ίδιος τόσο στη γραπτή του κατάθεση που προσάχθηκε ως μαρτυρία όσο και στη μαρτυρία του. Η αμφισβήτηση όμως υπερέβαινε αυτά τα γεγονότα. Αφορούσε στο αν εκείνη η αιμορραγία θα μπορούσε να είχε προκαλέσει τη διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη. Κατ΄επανάληψη, απαντώντας σε κατ΄ευθείαν ερωτήσεις, ο Α. Ιακωβίδης δήλωσε αδυναμία προσδιορισμού της αιτίας της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης. Καταγράφουμε την απάντησή του στη σελίδα 32 των πρακτικών.

Ειλικρινά μπορώ να πω αν υπήρχε η διάγνωση του ιστοπαθολόγου και μου έλεγε ότι έκαμε ιστοπαθολογική έρευνα και δεν βρήκε στοιχεία αμνιακού υγρού στους πνεύμονες της θανούσας θα έλεγα ότι η θανούσα απεβίωσε λόγω συνδρόμου της διάχυτης ενδοαγγγειακής πήξης λόγω υπερκαταναλώσεως, δηλαδή αιμορραγίας. Αν όμως ο ιστοπαθολόγος πει ότι έχει στοιχεια αμνιακού υγρού στους πνεύμονες τότε ασφαλώς δεν θα χωρεί συζήτηση το D.I.C. θα προήλθε από την επιπλοκή της εμβολής του αμνιακού υγρού εξού και ο θάνατος”.

Αναφέρθηκε στη συνέχεια σε ορισμένα κλινικά συμπτώματα τα οποία “μπορεί να έχουμε” αμέσως ή ακόμα και μετά από αρκετές ώρες και κλήθηκε εκ νέου να απαντήσει στο βασικό ερώτημα. Δηλαδή, σε ποιά “περίπτωση” κατέτασσε την αιτία του θανάτου. ΄Εδωσε την ακόλουθη απάντηση:

“Σε καμιά δεν την κατατάσσω γιατί δεν έχω εγώ ιστοπαθολογική ένδειξη, θα είναι μόνο εικασίες ιατρικές που θεωρητικά μπορεί να έχει συμβεί αυτό το πράγμα, η εμβολή, αλλά χωρίς απόδειξη ιστοπαθολογική δεν μπορώ να είμαι σίγουρος.”

 

Ακολούθησαν άλλες ερωτήσεις και ο μάρτυρας εξήγησε, στην ίδια σελίδα:

Εγώ μπορώ να κρίνω από τη στιγμή που την είδα και όπως τόνισα η διάγνωση θα μας φωτίσει μόνο αν ο ιστοπαθολόγος έρθει και πει υπήρχαν στοιχεία εμβολής αμνιακού υγρού ή δεν υπήρχαν. Στην περίπτωση που υπήρχαν στοιχεία θα είναι D.I.C., εμβολή αμνιακού υγρού. Στην περίπτωση που δεν υπήρχαν στοιχεία θα είναι D.I.C. εκ καταναλώσεως. Δύο είναι οι πιθανότητες, δεν μπορεί να έχει περισσότερες πιθανότητες.”

 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στάθηκε ιδιαίτερα, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, στα συμπτώματα που κατά τη μαρτυρία συνοδεύουν την εμβολή αμνιακού υγρού. Ο Μ. Ματσάκης, όπως συνοψίζει τη μαρτυρία του το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφέρθηκε σε ξαφνική, χωρίς προειδοποίηση εμφανή δυσκολία στην αναπνοή με βαθειά κυάνωση και καρδιοαγγειακό σοκ που ακολουθείται γρήγορα, σε ορισμένες περιπτώσεις, από σπασμούς και εμφανές κώμα. Σε ορισμένα από αυτά αναφέρθηκαν και οι άλλοι γιατροί, άλλοι δε και σε διόγκωση της δεξιάς κοιλίας της καρδίας και “κατάρρευση” ή “αλλαγές” στους πνεύμονες. Πρέπει να επισημανθεί πως, σύμφωνα με τον Α. Ιακωβίδη, “μπορεί να έχουμε και άμεσα κλινικά συμπτώματα” και πως, σύμφωνα με τον ίδιο αλλά και άλλους από τους γιατρούς, αυτά μπορεί να μήν εμφανιστούν αμέσως. Αυτή η φαινομένη διχογνωμία δεν απασχόλησε αλλά, ακόμα πιο σημαντικό, δεν απασχόλησε το γεγονός ότι ο Α. Ιακωβίδης δεν ήταν έτοιμος να διαμορφώσει άποψη. Εν πάση περιπτώσει δεν ήταν έτοιμος να αποκλείσει την περίπτωση της εμβολής, με αναφορά στην απουσία κλινικών συμπτωμάτων. Ούτε, πρέπει να παρεμβάλουμε, μπορέσαμε να διακρίνουμε ως την αποψή του πως εκ προοϊμίου αποκλειόταν η περίπτωση της εμβολής αφού δεν υπήρξαν ιστολογικά ευρήματα που να την επιβεβαιώνουν. Εν τούτοις, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι το γεγονός ότι ο Α. Ιακωβίδης είδε την ΄Αντρια κάτωχρη κατά την άφιξή της στο νοσοκομείο, “έρχεται σε αντίθεση με τους περί εμβολής αμνιακού υγρού ισχυρισμούς του εναγομένου 1 εφόσον όλοι ανεξαιρέτως όσοι κατέθεσαν ως ειδικοί εμπειρογνώμονες συμφώνησαν ότι ένα από τα συμπτώματα της εμβολής αμνιακού υγρού είναι η κυάνωση”.

Ισχύουν περίπου τα ίδια και σε σχέση με τον Γ. Καλακουτή. Ο Γ. Καλακουτής αναφέρθηκε στα κλινικά συμπτώματα τα οποία “συνήθως” εμφανίζονται. Και στην ερώτηση,

“Εσείς αποκλείετε την περίπτωση αυτή η γυναίκα να μπήκε στο στάδιο της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης λόγω εμβολής αμνιακού υγρού;”

Απάντησε:

“Από τις καταθέσεις που είδα δεν το αποκλείω, δεν έχει καμιά αναφορά ούτε υποψία που να μιλά για εμβολή αμνιακού υγρού”.

 

 

Είναι γεγονός ότι σε άλλο προγενέστερο σημείο της μαρτυρίας του άφησε να νοηθεί πως απέκλειε την περίπτωση της εμβολής. Θα υπήρχε συνεπώς διαφορά στις θέσεις που εν πάση περιπτώσει δεν απασχόλησαν. Αλλά πρέπει να έχουμε υπόψη και τον τρόπο με τον οποίο απάντησε σε εκείνο το στάδιο ο μάρτυρας. Μας φαίνεται πως δεν διατύπωνε στην πραγματικότητα δική του επιστημονική άποψη πάνω στο θέμα. Ο μάρτυρας αναφερόταν στο συμπέρασμα που προέκυπτε από την έκθεση του ιατροδικαστή Ματσάκη και τις γραπτές καταθέσεις του εφεσείοντα και του Α. Ιακωβίδη. Η πρώτη προσδιόριζε την αιτία και οι άλλες δεν αναφέρονταν στο θέμα της εμβολής αλλά αντίθετα προσδιόριζαν τις ρήξεις που εντοπίστηκαν ως αιτία της αιμορραγίας. Πρόσθεσε στη συνέχεια και τα ακόλουθα:

“Απ’ ότι είδα με βάση τις καταθέσεις που λέει ότι η αιτία του θανάτου από το συμπέρασμα του ιατροδικαστή που λέει ότι ήταν από ρήξη του τραχήλου του ενδοτραχηλικού, ακατάσχετη αιμορραγία που προχωρά να γίνει τελικά διάχυτος ενδοαγγειακή πήξη. Αν είναι έτσι το συμπέρασμα ναι δεν έπρεπε να πεθάνει η γυναίκα.”

 

Στη συνέχεια, σε απάντηση της εισήγησης πως δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί το ακριβές αίτιο του θανάτου, απάντησε:

“Αυτό είναι θέμα ιατροδικαστή και της ματαθανάτιας έρευνας που έγινε. Εγώ παίρνω ως δεδομένο ότι η αιτία θανάτου ήταν η ρήξη του τραχήλου και αιμορραγία ακατάσχετη η οποία προχώρησε να γίνει ενδοδιάχυτη ενδοαγγειακή πήξη”.

 

 

Ο Χρ. Ριρής πράγματι κατάθεσε πως τα στοιχεία που του δόθηκαν δεν έδειχναν εμβολή για να προσθέσει όμως πως όσο και αν “με το χέρι στην καρδιά” θα την απέκλειε, θεωρητικά δεν μπορούσε να την αποκλείσει.

Δεν θέλουμε να διατυπώσουμε καμιά άποψη αναφορικά με τα συμπεράσματα που θα μπορούσαν να εξαχθούν από τη μιά ή την άλλη απάντηση. Εκείνο που ανακύπτει ως ουσιώδες ήταν πως η πιο πάνω μαρτυρία δεν ήταν μονοσήμαντη όπως εκτίμησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Χρειαζόταν αξιολόγηση και κατάληξη σε διαπιστώσεις και αυτό δεν έγινε. Η συνολική παραπομπή στην μαρτυρία τους χωρίς τα πιο πάνω καθιστά τρωτή την προσέγγιση της μαρτυρίας και κατ’ επέκταση τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε το Δικαστήριο.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρξε βέβαια και άλλη επιστημονική μαρτυρία. Ο εφεσείων, ο Β. Βασιλείου, ο Π. Σταυρινός και η Β. Παναγιώτου υποστήριζαν πως στη βάση των δεδομένων το πιθανότερο ήταν η εμβολή αμνιακού υγρού. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε αυτή τη μαρτυρία για λόγους που παρέθεσε. Είναι λεπτό το ζήτημα γιατί άπτεται της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Θα αποφύγουμε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να επηρεάσει στη συνέχεια. Υποδεικνύουμε όμως πως ήταν βασικός λόγος της απόρριψης της μαρτυρίας τους η μή αναφορά σε εμφάνιση κλινικών συμπτωμάτων, θέμα στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί. Επίσης υποδεικνύουμε και τα πιο κάτω από την αιτιολόγηση της απόρριψης της μαρτυρίας του Π. Σταυρινού. Απορρίφθηκε η μαρτυρία του μεταξύ άλλων, γιατί “ο εναγόμενος για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το θάνατο της αποβιώσασας συνέχισε να μήν προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό”. Δεν δόθηκε άλλη εξήγηση σε σχέση με αυτό το θέμα και αδυνατούμε να δούμε το συσχετισμό όταν η γνώμη του Π. Σταυρινού προβλήθηκε με αναφορά σε, κατά τη γνώμη του, για την ορθότητα της οποίας βέβαια δεν εκφράζουμε άποψη, στοιχεία που τη δικαιολογούσαν επιστημονικά. ΄Αλλος λόγος ήταν το γεγονός ότι, όπως θεωρήθηκε,

“τα ευρήματα του Μ. Ματσάκη από πού προήλθε η αιμορραγία είναι αδιαμφισβήτητα και υποστηρίζονται από τη μαρτυρία και του ιατρού Ιακωβίδη ο οποίος ήταν παρών στη νεκροψία και συμφώνησε με τα ευρήματα, όπως συμφώνησαν και οι υπόλοιποι που ήταν παρόντες”.

‘Ομως δεν ήταν καθόλου αδιαμφισβήτητα τα ευρήματα του Μ. Ματσάκη από την άποψη που εξετάζουμε. Αδιαμφισβήτητη ήταν η ύπαρξη των ρήξεων. Επίσης η αιμορραγία από αυτές. ΄Ηταν κατηγορηματικός όμως ο Π. Σταυρινός και άλλοι μάρτυρες του εφεσείοντα πως ήταν αδύνατο από τέτοιες μικρές, όπως τις χαρακτήρισαν, ρωγμές να είχε προκληθεί αιμορραγία τόσο σοβαρή ώστε να επέλθει διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη. ΄Οταν μάλιστα κατά τη μαρτυρία μεταγγιζόταν ήδη αίμα στην ΄Αντρια. Τελικά απορρίφθηκε η μαρτυρία του Π. Σταυρινού και επειδή “δεν ήταν παρών ούτε κατά το χρόνο που γεννούσε και μετά που απεβίωσε η λεχώ ούτε και στο στάδιο της νεκροψίας”. ΄Ομως το γεγονός ότι ο εφεσείων και ο Β. Βασιλείου ήταν παρόντες κατά τον τοκετό δεν τους έθεσε, όπως κατέληξε η πρωτόδικη απόφαση, σε πλεονεκτική θέση έναντι άλλων. Πάντως δε ούτε ο Καλακουτής ούτε ο Ριρής ήταν παρόντες σε οτιδήποτε από τα πιο πάνω και αυτό δεν φαίνεται να μέτρησε κατά την προσέγγιση της μαρτυρίας τους.

Υπάρχει ένα ακόμα θέμα που είναι ανάγκη να επισημάνουμε, πάντοτε μέσα στο ίδιο πλαίσιο. Συζητήθηκε αν από τις διαπιστώσεις του Μ. Ματσάκη στο πόρισμά του,προέκυπτε αν ήταν διογκωμένη η καρδιά ή επηρεασμένοι οι πνεύμονες. Το πρωτόδικο δικαστήριο, για να καταλήξει ότι δεν υπήρχαν ούτε αυτά τα συμπτώματα, πρόσδωσε σημασία στο γεγονός ότι δεν αντεξετάστηκε επί του σημείου ο Μ. Ματσάκης. Δεν εκφράζουμε, όπως και για όλα τα άλλα, άποψη αναφορικά με το τί προκύπτει από το πόρισμα του Μ. Ματσάκη. Είναι γεγονός ότι δεν είχε αντεξεταστεί ο Μ. Ματσάκης πάνω σ΄αυτό το σημείο, αλλά είναι δίκαιο να έχουμε υπόψη πως ούτε και αναφέρθηκε σε τέτοια κλινικά συμπτώματα ο ίδιος ώστε να δικαιολογείται να στραφεί η προσοχή προς τέτοια κατεύθυνση. ΄Ηταν μάρτυρες που κλήθηκαν μετά το Μ. Ματσάκη που αναφέρθηκαν σε τέτοια κλινικά συμπτώματα.

Ενόψει όλων των πιο πάνω εκθεμελιώνεται το σκεπτικό που στήριξε την τελική κρίση. Αισθανόμαστε όμως πως οφείλουμε να προχωρήσουμε στην καταγραφή και περαιτέρω παρατηρήσεων γιατί, στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε διαπιστώσεις οι οποίες είτε στερούνται υπόβαθρου είτε δεν ήταν το αποτέλεσμα ορθής καθοδήγησης κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού απέκλεισε την πιθανότητα εμβολής αμνιακού υγρού ασχολήθηκε με το κατά πόσο αποδείχθηκε ότι η διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη “οφειλόταν σε σοβαρή ρήξη του ενδοτραχηλικού τοιχώματος και ισθμού της μήτρας με νέκρωση του τραχήλου όπως ισχυρίζεται ο Μ.Ε.6 Μάριος Ματσάκης”. Εν τούτοις ήταν ενόψει και αυτού του δεδομένου, όπως ήταν διάχυτο στην απόφαση του, που απέκλεισε προηγουμένως την πιθανότητα της εμβολής. Εν πάση περιπτώσει, απάντησε το ερώτημα καταφατικά και εξέτασε το τελικό ζήτημα. Αν, δηλαδή, πάνω σε εκείνη τη βάση, ο εφεσείων ήταν αμελής. ΄Εχουμε αναφερθεί στην κατάληξή του και δεν χρειάζεται να την επαναλάβουμε. Παρατηρούμε τα ακόλουθα:

1. To πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στη θετική διαπίστωση πως η ΄Αντρια αιμορραγούσε από τις 3.25 μ.μ. από τη στιγμή δηλαδή του τοκετού. Δεν αναφέρει τη μαρτυρία στην οποία στηρίχτηκε και έναντι της εισήγησης πως δεν υπάρχει τέτοια μαρτυρία δεν υπήρξε συγκεκριμένος αντίλογος. Μελετήσαμε τα πρακτικά και δεν εντοπίσαμε μαρτυρία που να δικαιολογεί τέτοια διαπίστωση. Ο εφεσείων κατέθεσε πως στο στάδιο εκείνο δεν υπήρχε ούτε σταγόνα αίματος.

2. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το θέμα και κάτω από το διαζευκτικό ενδεχόμενο να εκδηλώθηκε η αιμορραγία μετά την αφαίρεση του πλακούντα στις 4.50 μ.μ. Τη χαρακτηρίζει ως, “αιμορραγία πιο ανησυχητική από μια κανονική περίπτωση”. Και, βέβαια, το ζήτημα είχε σημασία ενόψει της σύνδεσης της αμέλειας με το χρόνο αντίδρασης του εφεσείοντα προς ό,τι κρίθηκε ως η ενδεδειγμένη ενέργεια από ορισμένο χρονικό σημείο και μετά. Δεν ήταν η μαρτυρία του εφεσείοντα ή οποιουδήποτε άλλου πως ήταν από εκείνο το χρονικό σημείο “ανησυχητική” η αιμορραγία. Στην πραγματικότητα ήταν η μαρτυρία τους πως ούτε τότε ούτε και για κάποιο χρόνο αργότερα δεν υπήρξε οτιδήποτε το ανησυχητικό. Αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας δεν έγινε και απολήγει αιωρούμενη και αυτή η διαπίστωση. Γίνεται συναφώς αναφορά στη μαρτυρία του συζύγου της ΄Αντριας ο οποίος “κατάλαβε και ο ίδιος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και με την κλήση άλλων γιατρών να δούν τη λεχώνα”. Δεν προσφέρει τέτοιο στήριγμα αυτή η μαρτυρία ούτε από την άποψη της χρονικής τοποθέτησης ούτε από την άποψη των συμπερασμάτων από την κλήση άλλων γιατρών. ΄Ηταν η μαρτυρία πως ο γιατρός Μ. Λεριός κλήθηκε πριν τον τοκετό για προληπτικούς λόγους επειδή διαπιστώθηκε δυσκολία της ΄Αντριας στην αναπνοή. Επίσης ο παιδίατρος και ο αναισθησιολόγος Γ. Σιαηλής δεν κλήθηκαν για να αντιμετωπίσουν πρόβλημα της ΄Αντριας. Κλήθηκαν για το παιδί, ο Α. Σιαηλής απέρριψε την αντίθετη εισήγηση και αξιολόγηση αυτής της πτυχής της μαρτυρίας δεν υπάρχει. ΄Ηταν στη συνέχεια που ο αναισθησιολόγος νάρκωσε την ΄Αντρια για να μπορέσουν, ο εφεσείων και ο Β. Βασιλείου, να ερευνήσουν καλύτερα προς εντοπισμό της αιτίας της αιμορραγίας η οποία συνέχιζε περιοδικά αν και δεν ήταν μεγάλη, όπως κατέθεσαν και τελικά, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ο Β. Βασιλείου κλήθηκε εφόσον βρισκόταν ήδη στην κλινική.

3. Στην πρωτόδικη απόφαση προσδιορίζεται ως αμέλεια του εφεσείοντα η παράλειψη του να προβεί σε υστερεκτομή μέσα σε 15 - 20 λεπτά με την αντίληψη ότι αυτό προέκυπτε ως ο ενδεδειγμένος χρόνος τέτοιας ενέργειας, με βάση τη μαρτυρία που προσάχθηκε. Υπάρχει προηγουμένως αναφορά στη μαρτυρία και στην “εκδοχή” από τη μια των μαρτύρων που κάλεσαν οι εφεσίβλητοι και από την άλλη εκείνων που κάλεσε ο εφεσείων. ΄Οπως σημειώνει ο πρωτόδικος δικαστής σ΄αυτό το σημείο, κατέληξε χωρίς κανένα δισταγμό να δεχθεί ως πιο ορθή την εκδοχή των μαρτύρων των εφεσιβλήτων. Καταγράφει δε αυτή την “κοινή” εκδοχή ως εξής:

“Αφού προέβαιναν στις συνηθισμένες προσπάθειες για αντιμετώπιση της αιμορραγίας και αυτή δεν μπορούσε να εντοπιστεί, θα προχωρούσαν όσο το δυνατό το γρηγορότερο σε λαπαρατομή και στη συνέχεια αν χρειαζόταν σε υστερεκτομή, δηλαδή αφαίρεση της μήτρας για σκοπούς εντοπισμού της αιμορραγίας”.

 

 

΄Εχουμε μελετήσει τη μαρτυρία και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως δικαιολογεί τη σύνθεση τέτοιας εκδοχής ως της μονοσήμαντης μαρτυρίας των γιατρών που κάλεσαν οι εφεσίβλητοι. ΄Ηταν βέβαια η μαρτυρία όλων των γιατρών πως η συγκεκριμένη ενέργεια, όπως και κάθε άλλη, γίνεται το συντομότερο δυνατό. Εφόσον όμως πεισθεί ο γιατρός πως είναι αναπόφευκτη. Η υστερεκτομή χαρακτηρίστηκε ως εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα, ως ύστατο μέτρο στην περίπτωση αδιεξόδου και η μαρτυρία των γιατρών σε σχέση με τη διενέργεια της συναρτήθηκε προς τα συγκεκριμένα δεδομένα της κάθε περίπτωσης. Σ΄αυτά τα δεδομένα, για τον κρίσιμο χρόνο της παραμονής της ΄Αντριας στην ιδιωτική κλινική ως τη μεταφορά της στο νοσοκομείο, μπορούσαν να αναφερθούν και αναφέρθηκαν ο εφεσείων και ο Β. Βασιλείου. Κατέθεσαν πως η αιμορραγία ήταν μικρή, πως δεν υπήρχε λόγος να αισθάνονται ότι δεν έλεγχαν την κατάσταση και πως τους παρεχόταν ο χρόνος για συνέχιση της προσπάθειάς τους, προς εντοπισμό της αιτίας της αιμορραγίας. Αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής δεν έγινε, και, πάντως, τα δεδομένα που παρέχονταν στους άλλους γιατρούς προς διατύπωση γνώμης δεν ήταν σταθερά ούτε περιλάμβαναν κρίσιμα σημεία της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του Β. Βασιλείου. Ο Α. Ιακωβίδης, πρέπει να σημειώσουμε, δέκτηκε πως σε περίπτωση σοβαρής ρήξης του ενδοτραχηλικού τοιχώματος και του ισθμού της μήτρας με νέκρωση του τραχήλου, η υστερεκτομή αποτελεί την ενδεδειγμένη ενέργεια αλλά, βέβαια, στην περίπτωση που διαπιστώνεται η ύπαρξή της. ΄Ομως οι ρήξεις που βρέθηκαν δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν με τις συνήθεις ενέργειες που κατ΄ανάγκην, όπως δέκτηκαν όλοι, θα έπρεπε να προηγηθούν και πρέπει να σημειώσουμε πως δεν εντάχθηκαν στο πλαίσιο των γεγονότων που θα έπρεπε να συσχετισθούν προς το θέμα, οι χειρισμοί μετά την παραλαβή της ΄Αντριας στο Νοσοκομείο Πάφου. Δεν έγινε εκεί η υστερεκτομή αμέσως ούτε σε 15 - 20 λεπτά. Εξηγήθηκαν οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν για εντοπισμό της αιτίας της αιμορραγίας, σε μεγάλο βαθμό όμοιες με εκείνες που κατέβαλλε προηγουμένως ο εφεσείων και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αναισθησιολόγου Γ. Σιαηλή που ήταν εκεί, δεν είχε διενεργηθεί υστερεκτομή πριν τις 5.40 μ.μ.

΄Οπως τονίσαμε και πιο πριν, οφείλουμε να αποφύγουμε την αναφορά σε οτιδήποτε που θα έδινε την εντύπωση πως αξιολογούμε εμείς τη μαρτυρία και πως δεν θα παρέμενε ανοικτό όλο το φάσμα των θεμάτων που σχετίζονται με την αιτία της εκδήλωσης της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης και της ευθύνης του εφεσείοντα γι΄αυτό. Δεν θα προχωρήσουμε σε άλλες λεπτομέρειες αλλά θα σχολιάσουμε μια ακόμα σοβαρή πτυχή της πρωτόδικης απόφασης, επίσης ενδεικτικής του μή ικανοποιητικού τρόπου με τον οποίο προσεγγίστηκε η μαρτυρία. Σημειώσαμε την αναφορά σε εκδοχή των μεν και των δε. Επίσης την αποδοχή της μαρτυρίας των γιατρών που κάλεσαν οι εφεσίβλητοι. Ως συναρτημένη προς αυτή την αποδοχή, αμέσως μετά την αναφορά σε διενέργεια λαπαρατομής και υστερεκτομής το γρηγορότερο, ακολουθεί ο σχολιασμός της μαρτυρίας της Β. Παναγιώτου που κάλεσε ο εφεσείων. Λέχθηκαν τα ακόλουθα:

“Παρόλο που η Μ.Υ.6 Βασιλική Παναγιώτου σε μέρος της μαρτυρίας της υποστήριζε και την εκδοχή του Εναγομένου ότι η αφαίρεση του πλακούντα μπορεί να γίνει και σε μια ή και δύο ώρες από τη γέννα, εντούτοις σε άλλο μέρος της μαρτυρίας της δέχθηκε ότι εκεί που υπάρχει πρόβλημα αιμορραγίας που δεν εντοπίζεται όσο πιο γρήγορα αφαιρεθεί ο πλακούντας τόσο το καλύτερο. Επομένως βασικά συμφωνεί στο σημείο αυτό με την εκδοχή της πλευράς των Εναγόντων (δηλαδή των Μ.Ε.3, Μ.Ε.8 και Μ.Ε.9) που μιλούσαν για αφαίρεση του πλακούντα σε γρήγορο στάδιο σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα αιμορραγίας που δεν εντοπίζεται και εδώ η όλη μαρτυρία έδειξε ότι υπήρχε τέτοιο πρόβλημα. Ο Μ.Ε.3 ανάφερε ότι τέτοιες καταστάσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται σε 15 έως 20 λεπτά. Ο δε Μ.Ε.9 Χρίστος Ριρής ανάφερε 10 έως 15 λεπτά.”

 

Παρατηρούμε ότι το ζήτημα του χρόνου της αφαίρεσης του πλακούντα δεν περιλαμβανόταν στα δεδομενα πάνω στα οποία οι Ιακωβίδης και Ριρής διατύπωσαν άποψη αναφορικά με το χρόνο αντίδρασης με λαπαρατομή και υστερεκτομή, που ήταν το θέμα σε σχέση με το οποίο σχολιάστηκε η μαρτυρία της Β. Παναγιώτου στο σημείο εκείνο. Επιπλέον, δεν βρίσκουμε στην πρωτόδικη απόφαση άλλη αναφορά ή σχολιασμό του περιεχομένου της μαρτυρίας των μαρτύρων που κάλεσε ο εφεσείων σε σχέση με το θέμα. Πέραν όμως από αυτή τη σύγχυση, όπως σημειώσαμε και πιο πριν, δεν υπήρχε μαρτυρία πως εκδηλώθηκε πρόβλημα αιμορραγίας πριν την αφαίρεση του πλακούντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προσδιόρισε και εμείς δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε τη μαρτυρία που “έδειξε ότι υπήρχε τέτοιο πρόβλημα” πριν την αφαίρεση του πλακούντα.

Το ζήτημα των αποζημιώσεων είναι ανεξάρτητο και, παρά τα πιο πάνω, θα επιληφθούμε των λόγων έφεσης ως προς αυτό. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης ,

“λανθασμένα το Δικαστήριο στη σελίδα 37 αποφασίζει ότι το θέμα των αποζημιώσεων θα εξεταστεί με βάση την αγόρευση των εναγόντων και όχι με βάση επίσης τους ισχυρισμούς στην υπεράσπιση με την αιτιολογία ότι στη γραπτή αγόρευση οι εναγόμενοι δεν ασχολούνται με το θέμα των αποζημιώσεων”.

Δεν φαίνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε τους ισχυρισμούς στην υπεράσπιση. Στη σελίδα 37 απλώς επισημαίνει πως ενώ ο εφεσείων πρόβαλε στην υπεράσπισή του κάποιους ισχυρισμούς σε σχέση με τις αποζημιώσεις, δεν ασχολήθηκε στη γραπτή αγόρευση του με το θέμα αυτό. Επομένως, στην απουσία επιχειρημάτων από την πλευρά του εφεσείοντα, όπως εξηγήθηκε, εξετάστηκε το θέμα “με βάση την αγόρευση των εναγόντων και με τη νομική πτυχή όπως την έχει διαπιστώσει με δική του έρευνα το Δικαστήριο”. Ο λόγος έφεσης 1 είναι αβάσιμος.

Πριν το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτηση για τροποποίηση της ‘Eκθεσης Aπαίτησης. Ο εφεσείων δεν έφερε ένσταση και το Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση. Ο εφεσείων είχε δηλώσει πως δεν είχε πρόθεση να καταχωρίσει τροποποιημένη Yπεράσπιση και δόθηκαν οδηγίες για την καταχώριση τροποποιημένου δικογράφου αυθημερόν. ΄Ηταν η ρητή θέση του εφεσείοντα πως η διαδικασία θα μπορούσε να συνεχίσει και πως ήταν έτοιμος γι΄αυτό, δηλώθηκαν ορισμένα παραδεκτά γεγονότα και κλήθηκε η τελευταία μάρτυς του εφεσείοντα. Διατυπώνεται τώρα λόγος έφεσης σε σχέση με αυτό το χειρισμό. Δεν έπρεπε, λέγει ο εφεσείων, να είχε συνεχιστεί η ακρόαση χωρίς να είχε συνταχθεί το διάταγμα για τροποποίηση και χωρίς καταχώριση τροποποιημένης ΄Εκθεσης Απαίτησης που θα επιδιδόταν και στον ίδιο. Επικαλείται συναφώς τη Δ.25 θ.2 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία παράλειψη συμμόρφωσης μέσα στα χρονικά όρια που τάσσονται, καθιστά τη διαταγή για τροποποίηση ipso facto άκυρη και εισηγείται πως δεν ήταν δυνατό να επιδικαστούν οι £39.000 για τους εξαρτωμένους που ήταν το θέμα το οποίο επιχειρήθηκε να καλυφθεί με την τροποποίηση.

Θεωρούμε και επ’ αυτού ως ορθή την άποψη των εφεσιβλήτων πως ο λόγος έφεσης 2 είναι εντελώς αβάσιμος. Κάτω από τις περιστάσεις μπορούσε να συνεχιστεί η διαδικασία και, πάντως, ο εφεσείων που ρητά συγκατένευσε μας φαίνεται ότι θα κωλυόταν να εγείρει τώρα τέτοιο θέμα. (Βλ. Γεν. Εισαγγελέας ν. Ετ. Τεχνικών ΄Εργων Λτδ., (1993) 1 ΑΑΔ, 94). Η τροποποιημένη ΄Εκθεση Απαίτησης καταχωρίστηκε και επιδόθηκε αυθημερόν, δηλαδή μέσα στο χρόνο που τάχθηκε, και δεν στοιχειοθετείται μή συμμόρφωση προς τη Δ.25 θ2.

Στην ανάγκη επίδοσης του διατάγματος αναφέρεται η Δ.25 θ.4 και δεν ήταν κατά στήριξη σ΄αυτή την πρόνοια που αναπτύχθηκε το επιχείρημα του εφεσείοντα. Η εισήγηση του εφεσείοντα για ipso facto ακυρότητα του διατάγματος δεν έχει στοιχειοθετηθεί και, πάντως, βλέπουμε και τη λογική της άποψης των εφεσιβλήτων πως τέτοιο θέμα θα έπρεπε να είχε εγερθεί πρωτοδίκως οπότε θα εσυζητείτο η επενέργεια της Δ.64. Αντ΄αυτού, με ρητή εισήγηση του εφεσείοντα, η δίκη συνεχίστηκε πάνω στη βάση της τροποποίησης. Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 είναι αβάσιμοι.

Και ο λόγος έφεσης 4 αφορά στην αποζημίωση των £39.000. Είναι η εισήγηση πως και εγκύρως τροποποιημένη να εθεωρείτο η Εκθεση Απαίτησης, αυτή δεν κάλυπτε το θέμα επειδή δεν περιέχεται στην ΄Εκθεση Απαίτησης ισχυρισμός ότι η ΄Αντρια είχε ως εξαρτωμένους τα παιδιά ή και το σύζυγό της.

Στην παράγραφο 7 της τροποποιημένης ΄Εκθεσης Απαίτησης, μεταξύ άλλων, διεκδικούνται αποζημιώσεις ως εξής:

“Γενικές Αποζημιώσεις δυνάμει του άρθρου 58(1) του περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 προς όφελος των εξαρτωμένων της αποβιωσάσης:

Αντρέα Δήμου (σύζυγο), Παναγιώτη Δήμου (υιό), Αντώνη Δήμου (υιό) και Στέφανο Δήμου (υιό).”

 

 

Υπάρχει λοιπόν αναφορά στους εξαρτωμένους και αξίωση γι΄αυτούς, όχι όμως στο κατάλληλο σημείο σύμφωνα με τον εφεσείοντα. Αυτή θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στο σώμα της ΄Εκθεσης Απαίτησης. ΄Εχουμε νομολογία πως το αίτημα θραπείας μόνο δεν αρκεί και πως χρειάζεται στήριξη με αναφορά στα γεγονότα που το στοιχειοθετούν στο σώμα της ΄Εκθεσης Απαιτησης. (βλ. Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 ΑΑΔ 319). Δεν μας φαίνεται πειστικό το επιχείρημα πως ενώ το πραγματικό υπόβαθρο ενός θέματος τίθεται, απολήγει αναποτελεσματικό επειδή τοποθετείται στο μέρος της έκθεσης απαίτησης που περιλαμβάνει τις θεραπείες. Δεν χρειάζεται όμως να συζητήσουμε το ζήτημα από αυτή την άποψη. Εδώ, στην παράγραφο 1 της ΄Εκθεσης Απαίτησης, αναφέρεται πως η αγωγή εγείρεται και “προς όφελος των εξαρτωμένων” της ΄Αντριας. Εκείνο που έλειπε σε εκείνο το σημείο ήταν η ονομασία τους και, ακόμα και αν αγνοήσουμε οτιδήποτε άλλο, μας φαίνεται ότι, σε κάθε περίπτωση, θα εναπόκειτο στον εφεσείοντα να επιζητήσει λεπτομέρειες. (Βλ. Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 ΑΑΔ 973). Εν προκειμένω, παρεχόταν από όσα ακολούθησαν πλήρης πληροφόρηση και, μάλιστα, κατά τη διάρκεια της δίκης ο εφεσείων δέκτηκε μεταξύ άλλων, την ημερομηνία γέννησης των εξαρτωμένων, όπως ρητά δηλώθηκε, “για τους οποίους κινήθηκε η αγωγή”, τους οποίους και κατονόμασε ως το σύζυγο και τα τρία παιδιά τους. Παρεμβάλλουμε πως ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες ζητήματα δεν καλύπτονταν επακριβώς από τις γραπτές προτάσεις, σε σειρά υποθέσεων κρίθηκε ότι ήταν επίδικα ενόψει και χειρισμών που έγιναν από τους διαδίκους. (Βλ. Tomlinson v. L.M.S.Ry.Co (1944) 1 All E.R. 537, Evripides K. Manoli v. Kypros Evripidou (1968) 1 CLR 90, Tessi Christodoulou v. Nicos Savva Menikou and Others (1966) 1 C.L.R. 17, Makri v. Makris and Others (1984) 1 CLR 642, Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 ΑΑΔ 973, Μουζέ ν. Λαμπρή (1994) 1 ΑΑΔ 216.) Κρίνουμε αβάσιμο το λόγο έφεσης 4.

Ο λόγος έφεσης 5 αφορά στο ποσό των £500 που επιδικάστηκαν ως έξοδα διαχείρισης. Εξηγείται πως αυτό “κατά νόμο δεν είναι επιτρεπτό” και γίνεται αναφορά “στην πάγια νομολογία και ή την ορθή ερμηνεία των σχετικών προνοιών του Κεφ. 148 και ή του Κεφ. 189”. Ποιά είναι η πάγια νομολογία δεν αναφέρθηκε. Ο εφεσείων μας παρέπεμψε στις σελίδες 136 και 137 των Iain S. Goldrein - Margaret R. de Haas, Personal Injury Litigation, Practice and Precedents, έκδοση 1985 αλλά δεν περιλαμβάνεται εκεί ειδική αναφορά στο θέμα. Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε συγκεκριμένη εξήγηση με παραπομπή στο άρθρο 58 (ΙΙ) του περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 και συγκεκριμένο επιχείρημα κατά της ορθότητάς της, δεν έχουμε. Θα απορρίπταμε επομένως και αυτό το λόγο έφεσης επί της ουσίας του, ως ατεκμηρίωτο, αλλά αγόμαστε στο ίδιο συμπέρασμα και για πιο ριζικό λόγο. ΄Οσα λέχθηκαν από το Δικαστήριο επί της ουσίας του θέματος ήταν διαζευκτικά. Ο λόγος για τον οποίο επιδικάστηκε το ποσό συνίστατο στο ότι, για λόγους που εξήγησε, έκρινε ότι ο εφεσείων εγκατέλειψε τον ισχυρισμό του ότι οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνταν σ΄αυτό το ποσό� λόγος έφεσης σε σχέση με αυτή τη θεώρηση του θέματος δεν διατυπώθηκε. Ο λόγος έφεσης 5 είναι αβάσιμος.

Ο λόγος έφεσης 6 αφορά στη συμπερίληψη 13ου μισθού στα εισοδήματα της ΄Αντριας. Δεν προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός στην ΄Εκθεση Απαίτησης ούτε προσάχθηκε μαρτυρία ότι εισέπραττε τέτοιο ποσό. Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν πως αυτός ο λόγος έφεσης είναι προδήλως αβάσιμος και παραπέμπουν στην πρωτόδικη απόφαση. ΄Ομως η πρωτόδικη απόφαση δεν διαφωτίζει πάνω στο θέμα. Απλώς αναφέρεται σε 13ο μισθό και παραμένει ακλόνητη η επισήμανση του εφεσείοντα πως δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία γι΄αυτόν και πως δεν υπήρχε νομιμοποιητικό έρεισμα για την επιδίκασή του. Στο πλαίσιο των δεδομένων, συμφωνούμε πως δεν θα έπρεπε να περιληφθεί στο εισόδημα της ΄Αντριας 13ος μισθός.

Ο λόγος έφεσης 7 αναφέρεται στον υπολογισμό των £39.000 στη βάση καθαρού υπολοίπου £300 από τον παραδεκτό μισθό της ‘Αντριας. Υποστηρίζεται, και υπενθυμίζουμε πως τέτοια επιχειρήματα δεν αναπτύχθηκαν σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση κατά τη δίκη, πως ήταν λανθασμένος και αδικαιολόγητος με βάση τη δοθείσα μαρτυρία, τα δικόγραφα και το Νόμο. Εξειδικεύεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης πως κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο συμπέρανε ότι η ΄Αντρια ξόδευε μόνο £100 για λογαριασμό της και διατυπώνεται παράπονο γιατί δεν αναφέρθηκε στην πρωτόδικη απόφαση ποιό ποσό από τις £300 διετίθετο για ποιόν. Επίσης παραπονείται ο εφεσείων γιατί, όπως υποστηρίζει, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διευκρίνισε ποιοί ήταν οι εξαρτώμενοι πως και γιατί και δεν καθόρισε βαθμό ή ποσοστό εξάρτησης με βάση και τα εισοδήματα του συζύγου.

Σαφώς το πρωτόδικο δικαστήριο προσδιόρισε ποιοί ήταν οι εξαρτώμενοι εξ ου και στο τέλος έκρινε ότι θα έπρεπε να προβεί σε καταμερισμό του ποσού των αποζημιώσεων μεταξύ των εξαρτωμένων σε τέτοια μερίδια όπως θα έκρινε ορθό. Καταμέρισε δε το ποσό με τον τρόπο που σημειώσαμε στην αρχή. Υπήρχε αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι ο σύζυγος της ΄Αντριας λάμβανε καθαρό μισθό £800 μηνιαίως και ήταν παραδεκτό πως ο μισθός της ΄Αντριας ανερχόταν σε £400 καθαρά μηνιαίως. Δήλωσε μάλιστα ο εφεσείων πρωτοδίκως πως δεχόταν το ποσό των £400 και, όπως σημειώσαμε, την ημερομηνία γέννησης των εξαρτωμένων για τους οποίους κινήθηκε η αγωγή τους οποίους κατονομάζει ως το σύζυγο και τα τρία παιδιά τους. Ακολούθησε δε δήλωση του Δικαστηρίου πως ενόψει αυτής της παραδοχής δεν θα χρειαζόταν αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας που θα αφορούσε στο περιεχόμενό της. Εν πάση περιπτώσει, υπήρξε μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε πως η ΄Αντρια δαπανούσε το μισθό της για την ανατροφή των παιδιών, για την εξασφάλιση αγαθών για το σπίτι και για την πληρωμή χρέους που είχαν δημιουργήσει μαζί με το συζυγό της για την ανέγερση της κατοικίας τους. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι στοιχειοθετείται λόγος για παρέμβαση στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα. Ο εφεσείων μας παρέπεμψε στον Goldrein (ανωτέρω) στη σελίδα 39 αλλά δεν διακρίνουμε εκεί οτιδήποτε το οποίο, στο πλαίσιο των δεδομένων, καθιστά τρωτή την απόφαση του Δικαστηρίου. Σημειώνουμε πως ο ιδιαίτερος καταμερισμός που αφορά στο σύζυγο και στα παιδιά, όπως τον καταγράψαμε, δεν εμπίπτει στην εμβέλεια του λόγου έφεσης 7.

Ο λόγος έφεσης 8 αφορά στον τόκο που επιδικάστηκε. Εισηγείται ο εφεσείων πως στη βάση των δεδομένων θα έπρεπε να επιδικαστεί αναδρομικός τόκος για το ποσό που αναλογεί ως την έκδοση της απόφασης και μόνο από τότε για το σύνολο αφού οι £39,000 ήταν γενικές αποζημιώσεις με γνώμονα τον πολλαπλασιαστή 10 και, κατά μεγάλο μέρος, ήταν μελλοντική απώλεια. Παρέπεμψε και πάλιν στον Goldrein (ανωτέρω) στη σελ. 115 όπου πράγματι αναφέρεται ότι δεν επιδικάζεται τόκος για μελλοντική απώλεια. (Βλ. και Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 475 στη σελ. 496). Ούτε σ΄αυτή την περίπτωση έχουμε συγκεκριμένο επιχείρημα από την πλευρά των εφεσιβλήτων. Λέγουν ότι ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί επειδή ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τον τόκο. Γιατί δεν εξηγούν αλλά ούτε και στην πρωτόδικη απόφαση φαίνεται να απασχόλησε αυτό το θέμα. Η λογική του επιχειρήματος του εφεσείοντα παρέμεινε ουσιαστικά χωρίς αντίλογο και στη βάση της θα πρέπει να διαφοροποιηθεί η απόφαση ώστε ο αναδρομικός τόκος να καλύπτει μόνο το ποσό που αναλογεί ως την έκδοση της απόφασης. ΄Εχουμε συναφώς υπόψη μας την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Cookson v. Knowles (1978) 2 All E.R. 604. Eξηγείται εκεί πως κατά γενικό κανόνα σε περιπτώσεις ατυχημάτων οι αποζημιώσεις πρέπει να υπολογίζονται σε δυο μέρη. Το πρώτο για την απώλεια ως την ημέρα της δίκης και το δεύτερο για την απώλεια από εκεί και πέρα. Στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο έκρινε πως δεν εδικαιολογείτο διαχωρισμός ως προς τα εισοδήματα της ΄Αντριας πριν και μετά τη δίκη. ΄Οπως ανέφερε προέβη στους υπολογισμούς του με βάση το σταθερό εισόδημα που δηλώθηκε ως απολαβές της ΄Αντριας και έχουμε τα δεδομένα για προσδιορισμό του μέρους που αναλογεί στην περίοδο ως και την ημέρα της ακρόασης. Σύμφωνα με την πιο πάνω αγγλική απόφαση, ο τόκος που πρέπει να επιδικάζεται για την προ της δίκης απώλεια πρέπει να αντιστοιχεί στο μισό του τρέχοντος επιτοκίου από την ημέρα του θανάτου ως την ημέρα της δίκης. ΄Οπως προστίθεται, για μελλοντική απώλεια δεν πρέπει να επιδικάζεται τόκος. Στην Κύπρο το επιτόκιο είναι σταθερό αφού το καθορίζει ο Νόμος και η διακριτική εξουσία για διαφοροποίηση μπορεί να αφορά στο χρόνο έναρξης του τόκου ή στο ποσό επί του οποίου αυτός υπολογίζεται. Το μέτρο υπολογισμού που εισηγείται ο εφεσείων, η λογική του οποίου παρέμεινε χωρίς αντίλογο, μας φαίνεται να είναι το λιγότερο ευνοϊκό για τον ίδιο και δεν νομίζουμε ότι δικαιολογείται να ξεπεράσουμε τη δική του εισήγηση. Από την άλλη είναι ορθό να γίνει ο υπολογισμός όχι με βάση την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής αλλά εκείνη του θανάτου. Στο πλαίσιο των ιδιαίτερων περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, τα πιο κάτω μας φαίνονται ως μια ορθή ρύθμιση του ζητήματος του τόκου των £36.000 (£39.000 μείον £3.000 για τον 13ο μισθό). Για την περίοδο από της 11.10.94 (ημερομηνία θανάτου) ως τις 28.11.96, τόκος προς 6% επί του ποσού των £7.650 (25 1/2 Χ £300). Από τις 29.11.96 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος των Νόμων 101(Ι)/96, 102(Ι)/96) ως τις 9.10.97 (ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης), τόκος προς 8% επί του ποσού των £3.150 (10 1/2 μήνες Χ £300). Από την ημέρα έκδοσης της απόφασης νόμιμο τόκο ως την εξόφληση επί ολοκλήρου του ποσού.

Καταλήγουμε ως εξής:

Διατάσσεται επανεκδίκαση σε σχέση με την αιτία της εκδήλωσης της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης και την κατ΄ισχυρισμό ευθύνη του εφεσείοντα σε σχέση προς αυτή. Η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τις αποζημιώσεις διαφοροποιείται

(α) με την αφαίρεση του ποσού των £3000 που αναλογεί σε 13ο μισθό (10Χ£300) και

(β) με τον καθορισμό του τόκου επί του ποσού των £36.000 ως ανωτέρω.

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα της υπόθεσης. Δεν θα επιδικάσουμε έξοδα σε σχέση με την έφεση.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ

 

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

/ΜΣι.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο