Ανδρέα Πίριλλου ν. Ρουπινέττας Κονναρή (2000) 1 ΑΑΔ 1153 Ανδρέα Πίριλλου ν. Ρουπινέττας Κονναρή, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10456., 14 Ιουλίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1153

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10456.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Ανδρέα Πίριλλου, από τη Λευκωσία

Εφεσείοντα

και

Ρουπινέττας Κονναρή, από τη Λάρνακα

Εφεσίβλητης.

__________________

14 Ιουλίου, 2000.

Για τον εφεσείοντα: Π. Αγγελίδης.

Για την εφεσίβλητη: Α. Ανδρέου.

___________________

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με αγωγή που ήγειρε η εφεσίβλητη-ενάγουσα (η εφεσίβλητη) εναντίον του πρώην εναγομένου 1 (Γιαννάκη Καρπασίτη) και του εφεσείοντα-εναγομένου 2 (ο εφεσείων) η εφεσίβλητη ζήτησε τις πιο κάτω θεραπείες:

“Α) Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ότι το ακίνητο με αρ. εγγραφής C932 και/ή C992 Φ/Σχ XLI/49.W.1 τεμάχιο 710 στη Λεωφ. Στρατηγού Τιμάγια στη Λάρνακα ενεγράφει επ΄ ονόματι του εναγομένου 1 ως εξασφάλιση για την πληρωμή ποσού εκ Λ.Κ.83,000 - περίπου το οποίον οφείλετο από την ενάγουσα προς την Ελληνική Τράπεζα Λτδ.

Β) Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποίαν να αναγνωρίζεται η ενάγουσα ως η νόμιμη ιδιοκτήτρια του άνω ακινήτου.

Γ) Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποίαν να αναγνωρίζεται ότι ο εναγόμενος 1 δεν δικαιούται να πωλήσει, εγγράψει και μεταβιβάσει το ακίνητο σε οποιοδήποτε πρόσωπο.

Δ) Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποίαν να αναγνωρίζεται ότι η συμφωνία πωλήσεως μεταξύ των εναγομένων ημερ. 19.7.1995 είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος και/ή να ακυρώνει την εν λόγω συμφωνία λόγω δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή συνωμοσίας μεταξύ των εναγομένων για εξαπάτηση της ενάγουσας.

Ε) Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίον να ακυρώνει την συμφωνία ημερ. 19.7.1995.

Ζ) Λ.Κ.300,000 ως ειδικές αποζημιώσεις.

Η) Γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές τις οποίες η ενάγουσα υπέστη λόγω δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή δόλιας συνωμοσίας μεταξύ των εναγομένων.

Θ) Νόμιμον τόκο.

Ι) Οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω και καλύτερη θεραπεία.”

Τα αδιαμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτέλεσαν τη βάση των πιο πάνω θεραπειών έχουν ως εξής:

Η εφεσίβλητη ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου υπ΄ αρ. εγγραφής C932 και/ή C992, Τεμάχιο 710, Φ/Σχ ΧL1/49W.1 στη Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια στη Λάρνακα (“το ακίνητο”). Το ακίνητο, κατά τον Απρίλιο 1988, ήταν υποθηκευμένο στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ. για ποσό περίπου £83.000.-, ποσό που η εφεσίβλητη όφειλε στην Τράπεζα σαν πρωτοφειλέτης ή εγγυητής του συζύγου της Πανίκου Κονναρή. Το ακίνητο ήταν επίσης βεβαρυμένο με εμπράγματα βάρη υπέρ δύο πιστωτών, των Νίκου Τσίρου και της Κυπριακής Εταιρείας Εισαγωγών Λτδ.

Την 29.4.1988 υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ της εφεσίβλητης και της εταιρείας Α.Ι. Καρπασίτης και Υιοί (Βιομήχανοι) Λτδ. (τεκμήριο 12). Στη συμφωνία εκείνη η εφεσίβλητη αναφερόταν σαν το πρώτο μέρος και η προαναφερόμενη εταιρεία σαν το δεύτερο μέρος. Μεταξύ άλλων η συμφωνία (τεκμήριο 12) προνοούσε και τα εξής:

“Συμφωνείται όπως το δεύτερο μέρος αναλάβει την πληρωμή και/ή το χρέος του πιο πάνω ποσού των £83,000.- προς την πιο πάνω τράπεζα, περαιτέρω δε αναλαμβάνει όπως αμέσως εξασφαλίσει από την πιο πάνω τράπεζα, γραπτήν πλήρη και τελείαν απαλλαγή του πρώτου μέρους ως επίσης και του συζύγου της για το εν λόγω ποσό και να άρει αμέσως την υφιστάμενη υποθήκη προς όφελος της.

Το πρώτο μέρος και ο Πανίκος Κονναρή αναλαμβάνουν όπως πληρώσουν στο δεύτερο μέρος οποτεδήποτε μετά την παρούσα συμφωνία τα ποσά που θέλουν καταβληθή στην πιο πάνω τράπεζα εντός χρονικού διαστήματος που θα αποφασίσει και επιλέξει το πρώτο μέρος.

Για την εξασφάλιση του δευτέρου μέρους συμφωνείται όπως το πιο πάνω κτήμα εγγραφεί επ΄ ονόματι του Γιαννάκη Καρπασίτη δυνάμει δωρεάς, το δε κτήμα θα παραμείνει στην ιδιοκτησία του εν λόγω προσώπου μέχρι να εξοφληθεί το δεύτερο μέρος οπότε και θα επανεγγράφεται το κτήμα επ΄ ονόματι του πρώτου μέρους.

Τα εισοδήματα από τις ενοικιάσεις του κτήματος λαμβάνει το δεύτερο μέρος και θα πιστώνονται έναντι του χρέους του πρώτου μέρους. Νοείται όμως ότι οιαδήποτε εκμετάλλευση ή ενοικίαση του εν λόγω κτήματος θα γίνεται με την συγκατάθεση και αποδοχή του πρώτου μέρους.

Δεν επιτρέπεται οιαδήποτε επιβάρυνση, αποξένωση, αλλοίωση, υποθήκευση ή διάθεση του κτήματος, εκτός μόνο για σκοπούς εξασφάλισης της τράπεζας για την πληρωμή του πιο πάνω ποσού των £83,000.-

Ρητώς αναγνωρίζεται ότι η εγγραφή του κτήματος επ΄ ονόματι του Γ. Καρπασίτη, γίνεται μόνο δια σκοπούς εξασφάλισης της απαίτησης του δευτέρου μέρους, το δε πρώτο μέρος θα δικαιούται στην είσοδο και έλεγχο των εισοδημάτων του. Περαιτέρω η εν λόγω μεταβίβαση θα τελεί υπό την αίρεση και/ή όρο της επανεγγραφής του εν λόγω κτήματος επ΄ ονόματι του πρώτου μέρους άμα ως εξοφληθή η απαίτηση του δευτέρου μέρους, το δε δεύτερο μέρος αναλαμβάνει και/ή εγγυάται την επανεγγραφήν του κτήματος επ΄ ονόματι του πρώτου μέρους.

Οιαδήποτε έξοδα θέλουν δημιουργηθεί και πληρωθεί για την υλοποίηση της παρούσας συμφωνίας θα προστίθενται εις την απαίτηση του δευτέρου μέρους.”

 

Τη συμφωνία της 29.4.1988 υπέγραψε η εφεσίβλητη και εκ μέρους της προαναφερόμενης εταιρείας, μεταξύ άλλων και ο πρώην πρώτος εναγόμενος, Γιαννάκης Καρπασίτης, αδελφός της εφεσίβλητης.

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι η συμφωνία της 29.4.1988 - τεκμήριο 12 - δεν κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο ούτε και γνωστοποιήθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.

Μετά την υπογραφή της πιο πάνω συμφωνίας το ακίνητο μεταβιβάστηκε από την εφεσίβλητη στο αδελφό της Γιαννάκη Καρπασίτη, δυνάμει δωρεάς, όπως δηλώθηκε στο Κτηματολόγιο.

Κατόπιν νομικών διαδικασιών οι προαναφερόμενες επιβαρύνσεις του ακινήτου, υπέρ του κυρίου Νίκου Τσίρου και της Κυπριακής Εταιρείας Εισαγωγών Λτδ, ενεγράφησαν ξανά επί του ακινήτου.

Με τη μεταβίβαση του ακινήτου από την ενάγουσα στον Γιαννάκη Καρπασίτη (ο Καρπασίτης) μεταβιβάστηκε και το χρέος στην Ελληνική Τράπεζα επ΄ ονόματι του Καρπασίτη (τεκμήριο13), ενώ οι υποθήκες συνέχισαν να βαρύνουν το ακίνητο.

Στο ακίνητο είναι κτισμένα υποστατικά που χρησιμοποιούνται σαν “καμπαρέ” με τις ονομασίες ΚΟΠΑ ΚΑΜΠΑΝΑ και ΦΑΝΤΑΣΙΑ.

Την 1.3.1992 υπογράφηκε ενοικιαστήριο έγγραφο (τεκμήριο 22) μεταξύ του Καρπασίτη σαν ιδιοκτήτη και του εφεσείοντα για την ενοικίαση του “καμπαρέ” ΚΟΠΑ ΚΑΜΠΑΝΑ με ενοίκιο £650.- μηνιαίως, από 1.3.1992 μέχρι 28.2.1993, ενώ την 19.3.1992 υπογράφηκε άλλο ενοικιαστήριο έγγραφο (τεκμήριο 14) για το άλλο “καμπαρέ”, για δύο χρόνια με μηνιαίο ενοίκιο επίσης £650.- Το τεκμήριο 14, όπως αναγράφεται σ΄ αυτό, έγινε μεταξύ του Καρπασίτη, ενεργούντος δια του κου Πανίκου Κονναρή, σαν ιδιοκτήτη και του εφεσείοντα, σαν ενοικιαστή.

Κατά τα έτη 1992-1995 ο Πανίκος Κονναρής, σύζυγος της εφεσίβλητης, εμφανιζόμενος ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του Καρπασίτη, εισέπραξε διάφορα ενοίκια από τον εφεσείοντα. Ακόμα, ενοίκια εισέπραξε και η ίδια η εφεσίβλητη. Χαρακτηριστικό είναι το περιεχόμενο της απόδειξης ημερ. 15.2.1993 - τεκμήριο 16, το οποίο παραθέτουμε:

“Ο κάτωθι υπογεγραμμένος Παναγιώτης Κονναρής δηλώ ότι έχω πληρωθεί όλα τα ενοίκια από 7/3/92 μέχρι 7/1/93 για το κέντρον Φαντασία από τον ενοικιαστήν μου Ανδρέαν Πύριλλον.

Ο λαβών

βάσει πληρεξουσίου του ιδιοκτήτη Γ. Καρπασίτη.”

 

Στο τεκμήριο 31 αναγράφονται τα εξής:

“΄Ελαβον σήμερα το ποσό των £1,120 (χίλιες εκατόν είκοσι Λίρες) προς πλήρη και τελική εξόφληση όλων των ενοικίων μέχρι και 6/3/1992, από τον ενοικιαστή κ. Ανδρέα Πύριλλον του υποστατικού μου που βρίσκεται στη Λάρνακα στη Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια 3 γνωστό σαν κέντρο “ΦΑΝΤΑΣΙΑ”.

Λάρνακα 18/3/1992.

Ο λαβών

 

Πανίκος Κονναρής

Πληρεξ. αντ/πος

του ιδιοκτήτη

κ. Γιαννάκη

Καρπασίτη. ”

Στις 19.7.1995 υπογράφηκε Πωλητήριον ΄Εγγραφον, μεταξύ του Καρπασίτη και του εφεσείοντα (τεκμήριο 2). Στο τεκμήριο 2 ο Καρπασίτης περιγράφεται σαν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου και ο εφεσείων σαν ο αγοραστής. Μεταξύ άλλων, σ΄ αυτό αναγράφονται και τα εξής:

“ΝΥΝ ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΣΥΜΦΩΝΟΥΝΤΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:-

1. Ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ συνεφώνησε όπως πωλήσει και σήμερον πωλεί στον ΑΓΟΡΑΣΤΗ το περί ου ο λόγος οικόπεδο με αριθ. εγγραφής C992 Τεμάχιο 710 Φύλλο/Σχέδιο ΧLI49.W.1, μετά των εις αυτό ευρισκομένων μη εγγεγραμμένων κτιρίων, ευρισκόμενο στη Λάρνακα, τοποθεσία Λεωφόρος Στρατηγού Τιμάγια , το όλο αντί του συμφωνηθέντος ποσού των εκατόν χιλιάδων λιρών Κύπρου (αριθ. ΛΚ100.000.00) πληρωτέου ως εξής:-

(α) Ο ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ οφείλει όπως ταυτόχρονα με την υπογραφή του παρόντος ΠΩΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ προκαταβάλει στον ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ το ποσό των είκοσι χιλιάδων λιρών Κύπρου (αριθ. Λ.Κ.20.000).

(β) Το υπόλοιπο ανερχόμενο σε ογδόντα χιλιάδες λίρες Κύπρου (αριθ. ΛΚ80.000) καθίσταται πληρωτέο και απαιτητό κατά ή προ της 10ης Αυγούστου, 1995 και ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση και εγγραφή του εν λόγω κτήματος επ΄ ονόματι του ΑΓΟΡΑΣΤΗ και/ή οιουδήποτε άλλου προσώπου ή προσώπων, Οργανισμού ή Εταιρείας υποδειχθεισομένου υπ΄ αυτού, ως εξής:-

(Ι) Εξόφληση του χρέους το οποίον επιβαρύνει το εν λόγω οικόπεδο δυνάμει υποθήκης με αριθ. Υ1041/88 προς όφελος της Ελληνικής Τράπεζας.

(ΙΙ) Εξόφληση του χρέους το οποίον επιβαρύνει το εν λόγω κτήμα δυνάμει Προσωρινού διατάγματος 18/90 προς όφελος Νίκου Τσίρου από τη Λεμεσό.

(III) Εξόφληση του χρέους το οποίον επιβαρύνει το εν λόγω κτήμα δυνάμει ΜΜ33/90 προς όφελος Κυπριακής Εταιρείας Εισαγωγών Λτδ.

(ΙV) Οιονδήποτε υπόλοιπο, μετά την εξόφληση των εν παραγ. (β) (Ι) (ΙΙ) και (ΙΙΙ) αναφερομένων ποσών μετά πάντων των δεδουλευμένων τόκων και εξόδων θα καταβληθεί από τον ΑΓΟΡΑΣΤΗ στον ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ.”

Την ίδια ημερομηνία που υπογράφηκε το τεκμήριο 2 (την 19/7/1995) ο Καρπασίτης υπέγραψε και Γραμμάτιο για £55.000.- υπέρ του εφεσείοντα (τεκμήριο 24), με εγγυήτριες τις δύο του κόρες. Το ποσόν του γραμματίου (τεκμήριο 24) ήταν πληρωτέον την 10.8.1995, δηλαδή την ίδια ημερομηνία που, σύμφωνα με το τεκμήριο 2, ο Καρπασίτης ανέλαβε να μεταβιβάσει το ακίνητο στον εφεσείοντα (όρος 3 του τεκμηρίου 2).

Το τεκμήριο 2 κατατέθηκε αυθημερόν στο Κτηματολόγιο.

Οι έγγραφες προτάσεις.

Στην έκθεση απαίτησης της, η εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε ότι ο Καρπασίτης και ο εφεσείων δόλια και με ψευδείς παραστάσεις συνωμότησαν μεταξύ τους και την 19.7.1995 συμφώνησαν γραπτώς όπως ο Καρπασίτης πωλήσει στον εφεσείοντα το επίδικο ακίνητο για ποσό £100.000.- Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι ο εφεσείων προέβη στη συμφωνία για αγορά του ακινήτου γνωρίζοντας ότι αυτό δεν ήταν ιδιοκτησία του Καρπασίτη και περιπλέον γνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει τη συμφωνία της 29.4.1988 (τεκμήριο 12), επομένως αυτός ήταν κακόπιστος αγοραστής με γνώση του ποιός ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης.

Περαιτέρω η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε:

(α) ΄Οτι ο εφεσείων από τις 19.7.1995 κατέχει το επίδικο ακίνητο ως εξ΄

επαγωγής εμπιστευματοδόχος (constructive trustee) της εφεσίβλητης.

(β) ΄Οτι η επίδικη συμφωνία είναι παράνομη και ως εκ τούτου άκυρη διότι

οι εναγόμενοι απέκρυψαν μέρος του τιμήματος εκ Λ.Κ.50,000.- ώστε

να καταβάλουν μειωμένα δικαιώματα για μεταβιβαστικά και για να

επωφεληθεί ο εναγόμενος 2 το ποσόν των Λ.Κ.50,000.- εις περίπτωση

που η ενάγουσα λάμβανε εναντίον του μέτρα για αποζημιώσεις.

(γ) ΄Οτι η επίδικη συμφωνία ημερ. 19.7.1995 είναι άκυρη λόγω δόλου και/ή παρανομίας και/ή κακόπιστης συμπεριφοράς των εναγομένων και/ή λόγω του ότι ο Καρπασίτης δεν ήταν ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου και ως εκ τούτου δεν δικαιούτο να το πωλήσει.

Με την υπεράσπιση του ο εφεσείων αρνήθηκε όλους τους βασικούς ισχυρισμούς της εφεσίβλητης. Ισχυρίσθηκε ότι:

(α) Αγόρασε καλή τη πίστει από τον Καρπασίτη το ακίνητο έναντι ποσού

Λ.Κ.100,000.- “χωρίς γνώση και ή προειδοποίηση ότι ο τίτλος του

Καρπασίτη ήτο περιορισμένος και/ή αμφισβητείτο”.

(β) Δεν υπάρχει σχέση εμπιστεύματος μεταξύ εφεσίβλητης και

Καρπασίτη διότι τούτο δεν ενεγράφη στο Κτηματολογικό Γραφείο

Λάρνακας και επίσης η σχέση της εφεσίβλητης και του Καρπασίτη

είναι συμβατική.

Στις 30.11.95 ο Καρπασίτης (πρώην εναγόμενος 1) δέχθηκε απόφαση ως οι παράγραφοι Α, Β, Γ και Δ της απαίτησης (παρατίθεται στις σελ. 1-2, πιο πάνω).

Τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε τα πιο κάτω ευρήματα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα:

“Παρά τη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου από την ενάγουσα στον Καρπασίτη, προς υλοποίηση της συμφωνίας - τεκμήριο 12, η ενάγουσα, δυνάμει του τεκμηρίου 12, διατήρησε ουσιαστικό συμφέρον, δυνάμει του δικαίου της επιεικείας, επί του επίδικου ακινήτου (beneficial interest). Δυνάμει του συμφέροντος αυτού, η ενάγουσα δικαιούτο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διεκδικήσει την επανεγγραφή της σαν ιδιοκτήτρια. Το συμφέρον της ενάγουσας δεν ήταν άμεσο, υπό την έννοια του ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο (της υπογραφής του τεκμηρίου 2) η ενάγουσα δεν είχε δικαίωμα επανεγγραφής, καθότι οι προϋποθέσεις (που τίθενται από το τεκμήριο 12 για επανεγγραφή) δεν είχαν εκπληρωθεί. Το τεκμήριο 12 δεν ήταν εγγεγραμμένο στο Κτηματολόγιο επομένως δεν συνιστούσε εμπράγματο βάρος επί του επιδίκου ακινήτου. Ο εναγόμενος 2, τόσο από τις συναλλαγές του με τον Καρπασίτη όσο και από τις συναλλαγές του με την ίδια την ενάγουσα και το σύζυγό της καθ΄ όλον τον ουσιώδη (για το τεκμήριο 2) χρόνο, γνώριζε ότι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου ήταν ο Καρπασίτης αλλά ότι η ενάγουσα είχε ουσιαστικό περιουσιακό συμφέρον επί του επίδικου ακινήτου. Ουσιαστικά ο εναγόμενος 2 γνώριζε ότι ο Καρπασίτης ενεργούσε ως εμπιστευματοδόχος προς όφελος της ενάγουσας. Η γνώση αυτή προερχόταν από τον ίδιο τον Καρπασίτη, από το ότι όλα τα βάρη επί του ακινήτου που προϋπήρχαν, όταν το ακίνητο ήταν εγγεγραμμένο στην ενάγουσα, μεταβιβάστηκαν στον Καρπασίτη όταν αυτός ενεγράφη σαν ο ιδιοκτήτης, καθώς και από την όλη συμπεριφορά της ενάγουσας και του συζύγου της. Είναι γι΄ αυτό που ο εναγόμενος 2 φρόντισε να καλυφθεί έναντι όλων των βαρών, με το τεκμήριο 2. Στο τίμημα πωλήσεως των επίδικων ακινήτων περιλαμβανόταν και το ποσόν των £55.000.- , το οποίο δόθηκε στον Καρπασίτη υπό μορφή δανείου - γραμματίου (τεκμήριο 24) που θα καταστρεφόταν, με τη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου από τον Καρπασίτη στον εναγόμενο 2. Ο εναγόμενος 2 κατέθεσε αυθημερόν και ενέγραψε στο Κτηματολόγιο, το Πωλητήριο ΄Εγγραφο τεκμήριο 2, βαρύνοντας έτσι το επίδικο ακίνητο με εμπράγματο δικαίωμα υπέρ του (Right in Rem).... Από την υπογραφή του πωλητηρίου εγγράφου (τεκμήριο 2) ο εναγόμενος 2 δεν κατέβαλε οποιαδήποτε ενοίκια στον Καρπασίτη ή οποιονδήποτε άλλο. Ο Καρπασίτης, με την υπογραφή του τεκμηρίου 2 είσπραξε από τον εναγόμενο 2 £20.000.- ως προκαταβολή και £55.000.- υπό μορφή γραμματίου - δανείου, εγγυητέςτου οποίου ήταν οι κόρες του Καρπασίτη. Ο Καρπασίτης κατέθεσε στην Τράπεζα στο όνομα του το ποσό των £19.000.- (προφανώς αφού αφαίρεσε την αμοιβή του δικηγόρου του) και επίσης κατέθεσε και το ποσό των £55.000.- στο όνομα του ιδίου και των κόρων του. Τα ποσά αυτά φέρουν και τους ανάλογους τόκους. Ο Καρπασίτης υπέγραψε το Τεκμήριο 12 μόνο εκ μέρους της εταιρείας Α.Ι. Καρπασίτης και Υιοί (Βιομήχανοι) Λτδ (στο πρώτο μέρος της δεύτερης σελίδας) και όχι υπό την προσωπική του ιδιότητα (στο δεύτερο μέρος της δεύτερης σελίδας).”

Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου:

΄Εχοντας κατά νού τα δικόγραφα, τα ευρήματα του ως προς τα γεγονότα και τις νομικές αρχές που διέπουν τα επίδικα θέματα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:

“(1) Με το τεκμήριο 12 δεν δημιουργήθηκε οποιοδήποτε ρητό εμπίστευμα (express trust). Με το τεκμήριο 12, όμως και με τη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου από την ενάγουσα στον Καρπασίτη, που έγινε προς υλοποίηση του τεκμηρίου 12, δημιουργήθηκε εξ επαγωγής εμπίστευμα (constructive trust) υπέρ της ενάγουσας και εις βάρος του πρώην εναγομένου 1 Γιαννάκη Καρπασίτη: Δέστε Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 48, σελίδες 320-330. Δυνάμει του τεκμηρίου 12 ο Καρπασίτης αποκτούσε το νομικό τίτλο του επίδικου ακινήτου, η ενάγουσα όμως διατηρούσε περιουσιακά δικαιώματα στο επίδικο ακίνητο, δυνάμει του δικαίου της επιεικείας. Τα δικαιώματα της ενάγουσας, είναι εκείνα που καθορίζονται στο τεκμήριο 12.

.................................. .................................................. ............

(2) Με βάση το προαναφερόμενο συμπέρασμα, είναι προφανές ότι το άρθρο 310 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, δεν ισχύει στην παρούσα υπόθεση, εφόσον ο Καρπασίτης ήταν εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχος και δεν εμπίπτει στις τέσσερεις κατηγορίες ‘επιτρόπων εμπιστευμάτων’ που αναφέρονται στο ΄Αρθρο 310. Κατά συνέπεια η μη έγγραφη γνωστοποίηση (της έγερσης της αγωγής) στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δεν συνιστά κώλυμα στην καταχώριση και προώθηση της αγωγής, δυνάμει του ΄Αρθρου 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

(3) Το άρθρο 65ΙΕ του Κεφ. 224, (όπως διαμορφώθηκε από το Νόμο 2/78) προβλέπει τη σύσταση εμπιστεύματος διά εγγράφου και την εγγραφή του στο Κτηματολογικό Μητρώο για τη δέσμευση της περιουσίας για τους σκοπούς του εμπιστεύματος. Μόνο εμπιστεύματα τα οποία καταρτίζονται με τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 65ΙΕ θεωρούνται έγκυρα και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εγγραφής: Δέστε Πολ. ΄Εφεση 8573, Παντελής Χαραλαμπίδης ν. Γεωργίου Ανδρέα Κωνσταντίνου και άλλου, απόφαση ημερ. 28.6.1996.

.................................. .................................................. ...........

(4) Ο εναγόμενος 2 συμβλήθηκε με τον εναγόμενο 1, δυνάμει του τεκμηρίου 2, έχοντας επαρκή πραγματική ή τουλάχιστο εξ επαγωγής γνώση (actual or contructive notice) της ύπαρξης του εξ επαγωγής εμπιστεύματος υπέρ της ενάγουσας, δηλαδή του γεγονότος ότι ο εναγόμενος 1 αν και ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης των επίδικων ακινήτων δεσμευόταν με υποχρεώσεις προς την ενάγουσα οι οποίες πήγαζαν από το δίκαιο της επιεικείας και ότι ήταν ουσιαστικά εμπιστευματοδόχος προς όφελος της ενάγουσας. Δηλαδή ο εναγόμενος 2 γνώριζε ότι η ενάγουσα είχε ουσιαστικά συμφέροντα και δικαιώματα επί της επίδικης περιουσίας, έστω και αν δεν γνώριζε τις ακριβείς πρόνοιες του τεκμηρίου 12. Επομένως, εφόσον ο εναγόμενος 2 απέκτησε δικαιώματα, δυνάμει του τεκμηρίου 2, με γνώση της ύπαρξης του εμπιστεύματος, δηλαδή του προϋπάρχοντος δικαιώματος της ενάγουσας, κατέστη και εκείνος εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχος, των δικαιωμάτων του, προς όφελος της ενάγουσας και δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν καλόπιστος αγοραστής χωρίς γνώση. Δέστε Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 48, παρ. 591, σελίδα 326 και επόμενες.

(5) Τα δικαιώματα της ενάγουσας, ως προϋπάρχοντα, έχουν προτεραιότητα έναντι των δικαιωμάτων του εναγομένου 2, σύμφωνα με το αξίωμα του δικαίου της επιεικείας. QUI PRIOR EST TEMPORE, POTIOR EST JURE (εκείνος που προηγείται χρονικά, έχει το ισχυρότερο δικαίωμα): Δέστε Halsbury’s (ανωτέρω) 4η έκδοση, Τόμος 16, παρ. 759, σελίδα 691 και επόμενες.

(6) Το τεκμήριο 2 είναι σύμβαση μεταξύ του πρώην εναγομένου 1 και του εναγομένου 2. Ο εναγόμενος 1 δεν είχε δικαίωμα να συνάψει τη σύμβαση εκείνη και ο εναγόμενος 2 είχε επαρκή γνώση του γεγονότος αυτού. Παρά, όμως, τις προαναφερόμενες διαπιστώσεις κρίνω ότι η ενάγουσα, ως μη συμβαλλόμενο μέρος, στο τεκμήριο 2, δεν έχει δικαίωμα ακύρωσης της συμφωνίας - τεκμήριο 2, η οποία δημιούργησε ενοχικές σχέσεις μεταξύ των εναγομένων (Rights in Personam). ΄Ομως ο εναγόμενος 2 προχώρησε και κατέθεσε και ενέγραψε τη σύμβαση - τεκμήριο 2 - στο Κτηματολόγιο, δημιουργώντας έτσι, προς όφελος του, εμπράγματο δικαίωμα (Right in Rem), που επιβαρύνει το επίδικο ακίνητο, στο οποίο η ενάγουσα έχει δικαιώματα δυνάμει του δικαίου της επιεικείας (Equitable rights). Επειδή ο εναγόμενος 2, ένεκα του ότι είχε επαρκή γνώση του εξ επαγωγής εμπιστεύματος υπέρ της ενάγουσας, κατέστη και αυτός εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχος και επειδή ως τέτοιος δεν δικαιούτο να επιβαρύνει το ακίνητο που υπόκειται στο, υπέρ της ενάγουσας, προϋπάρχον εμπίστευμα, γι΄ αυτό η ενάγουσα δικαιούται σε ακύρωση της κατάθεσης και εγγραφής της σύμβασης - τεκμήριο 2 - στο Κτηματολόγιο. Με αυτό τον τρόπο το δίκαιο της επιεικείας θα παράσχει επαρκή θεραπεία στην ενάγουσα, με την ακύρωση του βάρους που, κατά παράβαση του δικαίου της επιεικείας, δημιουργήθηκε, χωρίς όμως να επηρεάζονται οι προσωπικές συμβατικές σχέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ εναγομένου 1 και εναγομένου 2, δυνάμει του τεκμηρίου 2, επί των οποίων το παρόν Δικαστήριο, στην παρούσα αγωγή, δεν αποφαίνεται.

Υπογραμμίζω, συναφώς, ότι ο πρώην εναγόμενος 1, δέχθηκε ήδη απόφαση εις βάρος του και ότι δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία μεταξύ των συνεναγομένων, στην αγωγή αυτή.

(7) Αποτελεί αξίωμα του δικαίου της επιεικείας ότι εκείνος που έρχεται στην επιείκεια πρέπει να έλθει με καθαρά χέρια: Δέστε Halsbury’s (ανωτέρω), σελίδα 685 και επόμενες. Δεν θεωρώ ότι η ενάγουσα, στην παρούσα υπόθεση, ενήργησε με μη καθαρά χέρια. Στην πρώτη σελίδα του τεκμηρίου 12, προνοείται ότι το επίδικο ακίνητο θα μεταβιβαζόταν στον Καρπασίτη, δυνάμει δωρεάς. Δέχθηκα τη μαρτυρία του Καρπασίτη ότι αυτός δεν υπέγραψε στο δεύτερο μέρος της δεύτερης σελίδας του τεκμηρίου 12. Ούτε και η ενάγουσα βέβαια υπέγραψε το δεύτερο μέρος της 2ης σελίδας του τεκμηρίου 12, εφόσον πρόκειται περί δεσμεύσεως του Καρπασίτη. Επομένως δεν υπάρχει ενώπιον μου αξιόπιστη μαρτυρία ότι ο Καρπασίτης εισέπραξε £100.- επ΄ ανταλλάγματι των υποχρεώσεων του. ΄Ομως ο Καρπασίτης υπέγραψε το πρώτο μέρος της συμφωνίας τεκμήριο 12, και δεσμεύεται απ΄ αυτό. Το πρώτο μέρος συνιστά σύμβαση μεταξύ της εταιρείας Α.Ι. Καρπασίτης και Υιοί (Βιομήχανοι) Λτδ και της ενάγουσας και δημιουργεί, όπως ήδη ανέφερα, σε συνδυασμό με τη μεταβίβαση που επακολούθησε, εξ επαγωγής εμπίστευμα υπέρ της ενάγουσας και εις βάρος του Καρπασίτη. Κατά πόσο το τεκμήριο 12 δημιουργεί και συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ ενάγουσας και Καρπασίτη δεν είναι του παρόντος να αποφασιστεί.

Δεν βλέπω, όμως, οτιδήποτε το παράνομο ή το μεμπτό στη στάση και συμπεριφορά της ενάγουσας ή στο περιεχόμενο του τεκμηρίου 12 που να στερεί την ενάγουσα από οποιοδήποτε δικαίωμα, δυνάμει του δικαίου της επιεικείας ούτε βέβαια και η προσπάθεια της ενάγουσας να σώσει το ακίνητο από αναγκαστική πώληση συνιστά μεμπτή συμπεριφορά που της στερεί οποιοδήποτε δικαίωμα.

(8) Το ζήτημα της παρανομίας της συμφωνίας - τεκμήριο 2, ένεκα του ότι σ΄ αυτή αναγράφεται τίμημα πωλήσεως χαμηλότερο του πραγματικού (εφόσον το ποσόν του γραμματίου - τεκμήριο 24 αποτελούσε μέρος του τιμήματος πωλήσεως) θεωρώ ότι είναι ζήτημα που μπορούν πιθανόν να επικαλεστούν οι συμβληθέντες, όχι όμως η ενάγουσα που είναι τρίτο μέρος όσον αφορά τη συμφωνία εκείνη. Δηλαδή εκτιμώ ότι η συμφωνία - τεκμήριο 2 - δεν είναι άκυρη ως πλήττουσα το δημόσιο συμφέρον. Αν είναι ακυρώσιμη, εξ αιτίας παρανομίας, επαφίεται στους συμβληθέντες να το επικαλεστούν.”

Η επίδικη θεραπεία.

Αναφορικά με τις θεραπείες που δικαιούται η ενάγουσα-εφεσίβλητη το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

“(α) Οι θεραπείες που ζητούνται στις παρ. Α και Γ του Αιτητικού της ΄Εκθεσης Απαίτησης, αφορούν στον εναγόμενο 1 και ήδη δόθηκαν.

(β) Η ενάγουσα δεν δικαιούται στη θεραπεία της παρ. Β του Αιτητικού καθότι αυτή δεν είναι ιδιοκτήτρια, δυνάμει του νόμου, του επίδικου ακινήτου αλλά δικαιούχος δυνάμει του δικαίου της επιεικείας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

(γ) Η ενάγουσα δεν δικαιούται στις θερεπείες των παρ. Δ και Ε του Αιτητικού καθότι, όπως ανέφερα, αυτή δεν έχει δικαίωμα σε ακύρωση σύμβασης μεταξύ τρίτων, η οποία δημιουργεί προσωπικά συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ των (τρίτων) συμβληθέντων.

(δ) Η ενάγουσα δεν δικαιούται ούτε και στις θεραπείες των παραγράφων Ζ, Η και Θ. Αυτή δεν απέδειξε ότι υπέστη οποιαδήποτε ζημιά από την κατάθεση και εγγραφή της σύμβασης - τεκμήριο 2 στο Κτηματολόγιο και τη δημιουργία εμπράγματου βάρους στο ακίνητο του οποίου είναι δικαιούχος δυνάμει του δικαίου της επιεικείας, ή στο οποίο έχει δικαιώματα δυνάμει του δικαίου της επιεικείας. Θεωρώ ότι μόνο σε τέτοιες αποζημιώσεις, αν ζητούσε (δίνοντας και λεπτομέρειες) και αν αποδείκνυε, θα δικαιούτο η ενάγουσα. Σίγουρα δεν δικαιούται, έναντι του εναγομένου 2, ούτε στην αξία του ακινήτου ούτε και στα ενοίκια ή ενδιάμεσα κέρδη, από το ακίνητο, εφόσον σύμφωνα με το Τεκμήριο 12, στα εισοδήματα από τις ενοικιάσεις δικαιούται η εταιρεία Α.Ι. Καρπασίτης και Υιοί (Βιομήχανοι) Λτδ., η οποία δεν είναι καν διάδικος. Η ενάγουσα πιθανότατα έχει δικαιώματα, για αποζημιώσεις έναντι της προαναφερόμενης εταιρείας όμως αυτά δεν είναι θέματα που θα απασχολήσουν το παρόν Δικαστήριο στα πλαίσια της αγωγής αυτής. Η ενάγουσα δεν έχει οποιαδήποτε άμεση συμβατική σχέση με τον εναγόμενο 2 και επομένως δεν δικαιούται σε οποιεσδήποτε αποζημιώσεις, από τον εναγόμενο 2, για αθέτηση συμφωνίας. Επίσης η ενάγουσα δεν απέδειξε, εις βάρος του εναγομένου 2, και οποιοδήποτε αστικό αδίκημα ή ζημιές που απορρέουν από αστικό αδίκημα και συγκεκριμένα αυτό της παρότρυνσης για αθέτηση συμφωνίας μεταξύ τρίτων. Τέτοιοι ισχυρισμοί, εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνονται στην ΄Εκθεση Απαίτησης.

(ε) Με βάση την παρ. Ι του Αιτητικού της ΄Εκθεσης Απαίτησης και σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το Δικαστήριο έχει δικαίωμα να παράσχει θεραπεία, έστω και αν δεν ζητείται ρητά, εφόσον τα ουσιώδη γεγονότα δικογραφούνται και αποδεικνύονται, θεωρώ ότι το Δικαστήριο έχει δικαίωμα και υποχρέωση να εκδώσει το εξής διάταγμα, προς όφελος της ενάγουσας και προς αποκατάσταση των δικαιωμάτων της (δυνάμει του δικαίου της επιεικείας) και της δικαιοσύνης γενικότερα:

‘Εκδίδεται διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο παραμερίζεται και ακυρώνεται η κατάθεση και εγγραφή του πωλητηρίου εγγράφου - τεκμήριο 2 - στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας’.

Με αυτό τον τρόπο αίρεται το εμπράγματο βάρος που ο εναγόμενος 2 δημιούργησε κατά παράβαση του εξ επαγωγής εμπιστεύματος, (το οποίον γνώριζε και το οποίο τον δεσμεύει), και κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της επιεικείας, καθότι το εμπράγματο εκείνο βάρος επηρεάζει δυσμενώς τα προϋπάρχοντα δικαιώματα της ενάγουσας. Παραμένει όμως άθικτο το τεκμήριο 2, μεταξύ των συμβληθέντων (πρώην εναγόμενου 1 και εναγόμενου 2) για τους σκοπούς των μεταξύ τους συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Με την παρούσα απόφαση δεν επηρεάζονται τα οποιαδήποτε δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβληθέντων δυνάμει του τεκμηρίου 2 αλλά ούτε και τα οποιαδήποτε δικαιώματα και υποχρεώσεις της ενάγουσας έναντι του Καρπασίτη ή της εταιρείας Α.Ι. Καρπασίτης και Υιοί (Βιομήχανοι) Λτδ., δυνάμει του τεκμηρίου 12.”

Η έφεση.

Τα πιο πάνω συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου έχουν αμφισβητηθεί με την παρούσα έφεση που έχει ασκηθεί από τον εναγόμενο 2.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η πρωτόδικη κατάληξη η οποία σχετίζεται με την αποστολή έγγραφης ειδοποίησης προς το Γενικό Εισαγγελέα δυνάμει του άρθρου 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.

148. ΄Ερεισμα του σχετικού λόγου της έφεσης ήταν το άρθρο 310 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Ο εφεσείων υπέβαλε ότι εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο τον κατέταξε στην κατηγορία του εμπιστευματοδόχου αυθαίρετα και χωρίς δικαιολογία αποφάσισε ότι “ο εξ΄ επαγωγής εμπιστευματοδόχος δεν εμπίπτει στην κατηγορία προσώπων που καλύπτονται από το άρθρο 310”. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα κατέληξε με την εισήγηση ότι η παραγ. (γ) του άρθρου 310 καλύπτει και την περίπτωση του Καρπασίτη γιατί ουσιαστικά του καταλογίζεται δόλος κατά τη διάρκεια χρόνου που αυτός ήταν εμπιστευματοδόχος.

΄Εχουμε την άποψη πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί. Η διατύπωση του άρθρου 310 του Κεφ. 154 είναι σαφής. ΄Οπως ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν καλύπτει τους εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχους. Οι τελευταίοι δεν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες “επίτροπων εμπιστευμάτων” που αναφέρονται στο άρθρο 310. ΄Επεται πως δεν έχει σημειωθεί παράβαση του άρθρου 67 του Κεφ. 148.

Οι λόγοι 2, 3 και 4 της έφεσης περιστρέφονται γύρω από το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζεται με τη δημιουργία εμπιστεύματος. Υποστηρίχθηκε ότι ήταν εσφαλμένο γιατί:

(α) Το τεκμήριο 12 δεν εδημιούργησε εμπίστευμα αλλά συμβατικό δικαίωμα υπέρ

της εφεσίβλητης το οποίο μάλιστα “ήταν και πρόωρο κατά την έναρξη της

αγωγής”.

(β) Και στις περιπτώσεις που η νομολογία αναγνωρίζει εμπιστεύματα σε

συμβάσεις “οι υπό κρίση συμβάσεις πρέπει να είναι ειδικά εκτελεστές

πράγμα που δεν συμβαίνει με τη Σύμβαση που δημιούργησε το

τεκμήριο 12”.

(γ) Το τεκμήριο 12 αποπειράται να δημιουργήσει “ρητό εμπίστευμα που από τη

φύση του έπρεπε να εγγραφεί δυνάμει του άρθρου 65ΙΕ του περί

Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.

224”.

Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο το κατά πόσο το τεκμήριο 12 έχει δημιουργήσει εξ επαγωγής εμπίστευμα. Η φύση αυτού του όρου επεξηγείται ως εξής στο σύγγραμμα των Hanbury & Martin “Modern Equity”, 14η έκδοση, σελ. 291-292:

“A CONSTRUCTIVE trust is one which arises by operation of law, and not by reason of the intention of the parties, express or implied. ‘English law provides no clear and all- embracing definition of a constructive trust. Its boundaries have been left perhaps deliberately vague, so as not to restrict the court by technicalities in deciding what the justice of a particular case may demand’. It has been ‘a ready means of developing our property law in modern times’. The principle is that where a person who holds property in circumstances in which in equity and good conscience it should be held or enjoyed by another, he will be compelled to hold the property in trust for that other.”

Σε μετάφραση:

“Εξ επαγωγής εμπίστευμα είναι αυτό που δημιουργείται ως θέμα δικαίου και όχι λόγω της ρητής ή εξυπακουόμενης πρόθεσης των μερών. ‘Το αγγλικό δίκαιο δεν προσφέρει ένα καθαρό ορισμό του εξ επαγωγής εμπιστεύματος και ένα ορισμό καθολικής εφαρμογής. Τα όρια του έχουν, πιθανόν σκόπιμα αφεθεί απροσδιόριστα, έτσι που να μη περιορίζεται το δικαστήριο από τεχνικότητες όταν αποφασίζει τί μπορεί να απαιτήσει το δίκαιο μιας συγκεκριμένης υπόθεσης’. ΄Εχει ‘πρόσφατα αποτελέσει ένα πρόσφορο μέσο ανάπτυξης του δικαίου για την ιδιοκτησία’. Η αρχή είναι ότι οσάκις ένα πρόσωπο κρατεί ιδιοκτησία υπό περιστάσεις όπου σύμφωνα με το δίκαιο της επιεικείας και της καλής συνείδησης πρέπει να κρατείται και να απολαμβάνεται από άλλους θα αναγκαστεί να κρατεί την ιδιοκτησία ως εμπιστευματοδόχος εκείνου του άλλου.”

(Βλ. και Underhill’s Law Relating to Trusts and Trustees, 13η έκδοση, σελ. 23 και Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 48, παραγ. 584).

Στην Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου, Πολιτική ΄Εφεση 8659/22.9.98 επισημάνθηκε ότι, με σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκαν μετά τη θέσπιση του άρθρου 65 ΙΕ του Κεφ. 224, αναγνωρίστηκε η δυνατότητα “δημιουργίας ή λειτουργίας απολήγοντων ή εξ επαγωγής εμπιστευμάτων σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία”. Η απόφαση στη Χριστοφόρου παραπέμπει στις αποφάσεις εκείνες και συνεχίζει:

“Στις υποθέσεις αυτές, παρά την ανυπαρξία εγγράφου, αναγνωρίστηκε εμπίστευμα ή δυνατότητα δημιουργίας τέτοιου όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δικαίου της επιεικείας .... Τα απολήγοντα και τα εξ΄ επαγωγής εμπιστεύματα δημιουργούνται ή λειτουργούν ή επιβάλλονται ως θέμα δικαίου (by operation of Law). Τα πρώτα δημιουργούνται ή λειτουργούν κατ΄ εξοχήν στη βάση τεκμαιρόμενης από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης πρόθεσης. Τα δεύτερα επιβάλλονται ενόψει διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων, ανεξάρτητα από πρόθεση, ρητή ή εξυπακουόμενη (Βλ. Underhill’s Law of Trusts & Trustees, 13η έκδοση, σελ. 250 κ.επ., Snell’s Equity, 19η έκδοση, σελ. 291 κ.επ., Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 48, παράγραφος 524 κ.επ., και Χρίστος Κληρίδης ν. Ηρόδοτου Σταυρίδη, ανωτέρω). Με αναγνωρισμένη έκφανσή τους την περίπτωση κατά την οποία επιχειρείται η κατακράτηση περιουσίας για ίδιο όφελος με δόλια ή κατά συνείδηση απαράδεκτη εκμετάλλευση ή κατάχρηση νομοθετικών προνοιών ή άλλων θεμελιωδών αρχών δικαίου. Με αποτέλεσμα τη χρησιμοποίηση του Νόμου ως εργαλείου για καταδολίευση (Βλ. Rochefoucauld v. Boustead (1897) 1 Ch. 196, Bannister v. Bannister (1948) 2 All E.R. 133, Hodgson v. Marks (1971) 2 All E.R. 684).

Λαμβάνουμε υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Ιδιαίτερα λαμβάνουμε υπόψη ότι σύμφωνα με το τεκμήριο 12,

(α) Το επίδικο ακίνητο θα “παρέμενε στην ιδιοκτησία του Καρπασίτη μέχρι να

εξοφληθεί ο άλλος συμβαλλόμενος - η εταιρεία Α.Ι. Καρπασίτης & Υιοί

(Βιομήχανοι) Λτδ - οπότε και θα επανεγράφετο στο όνομα της εφεσίβλητης.

(β) Τα εισοδήματα από τις ενοικιάσεις του κτήματος θα ελάμβανε η πιο

πάνω εταιρεία και θα πιστώνοντο έναντι του χρέους της εφεσίβλητης.

(γ) Οποιαδήποτε εκμετάλλευση ή ενοικίαση του επίδικου ακινήτου θα εγίνετο

με τη συγκατάθεση και αποδοχή της εφεσίβλητης.

(δ) Δεν επιτρέπετο οποιαδήποτε επιβάρυνση, αποξένωση, αλλοίωση, υπο-

θήκευση ή διάθεση του κτήματος.

Επίσης, λαμβάνουμε υπόψη ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ο εφεσείων γνώριζε ότι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου ήταν ο Καρπασίτης και ότι η εφεσίβλητη είχε ουσιαστικό περιουσιακό συμφέρον επί του επίδικου ακινήτου.

΄Εχουμε την άποψη πως ο Καρπασίτης κρατούσε το επίδικο ακίνητο υπο περιστάσεις όπου θα ήταν άδικο να του επιτραπεί να διεκδικεί πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα ή να κρατεί την περιουσία καθαρά για δικό του όφελος.

΄Εχει, επομένως, δημιουργηθεί εμπίστευμα με το τεκμήριο 12. ΄Επεται πως η επί του προκειμένου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Αυτή η κατάληξη προσφέρει και την απάντηση στη θέση που έχει προβάλει ο εφεσείοντας με το δεύτερο σκέλος των πιο πάνω λόγων της έφεσης - ότι το τεκμήριο 12 δεν δημιούργησε σύμβαση ειδικά εκτελεστή.

΄Εχουμε λάβει υπόψη ότι:

(α) Η επίδικη θεραπεία έχει χορηγηθεί δυνάμει των αρχών του δικαίου της

επιείκειας οι οποίες σχετίζονται με τη δημιουργία εξ επαγωγής

εμπιστευμάτων.

(β) Τα εξ επαγωγής εμπιστεύματα μπορούν να δημιουργηθούν και σε σχέση

με ακίνητη ιδιοκτησία (βλ. Χαραλαμπίδης, πιο πάνω).

(γ) Εμπιστεύματα τόσο ρητά όσο και εξ επαγωγής και απολήγοντα

(constructive and resulting) εξαιρούνται από τις πρόνοιες του άρθρου 4

του Κεφ. 224 (βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R, 557, 570).

Εν όψει όλων των ανωτέρω θεωρούμε ότι η επίδικη θεραπεία μπορούσε να χορηγηθεί χωρίς να είχε προηγηθεί η κατάθεση της συμφωνίας (τεκμήριο 12) στο Κτηματολόγιο.

Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο το τεκμήριο 12 “αποπειράται να δημιουργήσει ρητό εμπίστευμα που από τη φύση του έπρεπε να εγγραφεί δυνάμει του άρθρου 65 ΙΕ του Κεφ. 224”.

Ο εφεσείων επέμενε στον ισχυρισμό του ότι εκείνο που δημιουργήθηκε ήταν συμβατικό προσωπικό δικαίωμα. Υποστήριζε ωστόσο ότι εάν το τεκμήριο 12 δημιούργησε οποιοδήποτε εμπίστευμα αυτό ήταν ρητό και όχι εξ΄ επαγωγής. ΄Ομως - κατέληξε - το ρητό αυτό εμπίστευμα ήταν άκυρο γιατί δεν ενεγράφη ως προνοείται από το άρθρο 65 ΙΕ του Κεφ. 224.

Σύμφωνα με τα κρατούντα στην Αγγλία δεν χρειάζεται η χρήση τεχνικών όρων για τη δημιουργία ρητού εμπιστεύματος. Είναι αρκετό αν ο δημιουργός του εμπιστεύματος καταδείχνει με εύλογη βεβαιότητα:

(α) Πρόθεση δημιουργίας εμπιστεύματος.

(β) Την περιουσία αντικείμενο του εμπιστεύματος.

(γ) Τα πρόσωπα (φυσικά ή νομικά) που σκοπείται να είναι οι δικαιούχοι.

(δ) Τον σκοπό του εμπιστεύματος έτσι ώστε το εμπίστευμα να είναι διοικητικά λειτουργήσιμο και όχι πoλύπλοκο.

Το κατά πόσο η πρόθεση για δημιουργία εμπιστεύματος καταδείχνεται επαρκώς είναι θέμα ερμηνείας στην κάθε περίπτωση και μπορεί ακόμη να συναχθεί από το περιεχόμενο (Underhill’s Law Relating to Trusts and Trustees, 13η έκδοση, σελ. 31).

Στην Κύπρο το θέμα της δημιουργίας έγκυρου εμπιστεύματος διέπεται από ειδική νομοθετική διάταξη - το άρθρο 65ΙΕ του Κεφ. 224 , το οποίο προβλέπει για ίδρυση εμπιστεύματος με ιδρυτικό έγγραφο (trust deed) και για κατάθεση του στο μητρώο εγγραφής του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου.

Στην Χαραλαμπίδης ν. Κωνσταντίνου κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 8573/28.6.1996 υποδεικνύεται ότι το άρθρο 65ΙΕ προβλέπει “τη σύσταση εμπιστεύματος δια εγγράφου και την εγγραφή του στο Κτηματολογικό Μητρώο για τη δέσμευση της περιουσίας για τους σκοπούς του εμπιστεύματος”. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι “μόνο εμπιστεύματα τα οποία καταρτίζονται με τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 65ΙΕ θεωρούνται έγκυρα και μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο εγγραφής”.

Ανεξάρτητα λοιπόν από τα κρατούντα στην Αγγλία στην Κύπρο το θέμα του τί αποτελεί έγκυρο εμπίστευμα ρυθμίζεται από το πιο πάνω άρθρο 65ΙΕ. Για να μπορούσε να εγγραφεί το τεκμήριο 12 στο Μητρώο Εγγραφής του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου αυτό έπρεπε να είχε καταρτιστεί με τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 65ΙΕ. Το άρθρο αυτό δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι για να θεωρηθεί ένα έγγραφο ως εμπίστευμα πρέπει σ΄ αυτό να αναφέρεται ρητά ότι με αυτό δημιουργείται εμπίστευμα. Η αναγκαιότητα αυτή προκύπτει από το λεκτικό των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 65ΙΕ. Και τα δύο εδάφια ομιλούν για έγγραφο του εμπιστεύματος (trust deed).

Εφόσο το τεκμήριο 12 δεν αναφέρεται ρητά στη δημιουργία εμπιστεύματος έπεται πως αυτό δεν έχει καταρτιστεί με τον τρόπο που προβλέπεται από το άρθρο 65ΙΕ του Κεφ. 224. Δεν θα μπορούσε, επομένως, να εγγραφεί στο Μητρώο που καθορίζεται από το άρθρο 65ΙΕ (2). Ακολουθεί πως η περί του αντιθέτου εισήγηση του εφεσείοντα δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είχε “επαρκή γνώση και άρα δεσμευόταν από την ύπαρξη εμπιστεύματος είναι λανθασμένο γιατί το δικαίωμα της εφεσίβλητης ήταν εγγράψιμο και εφόσον δεν ενεγράφη δεν ήταν δεσμευτικό για οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έκαμε αναφορά στους Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 14, παραγ. 1018, 1023 και 1025. Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην παραγ. 1023 στην οποία διατυπώνεται η θέση ότι το “δόγμα της εξ επαγωγής γνώσης είναι κατά κανόνα ανεφάρμοστο σε συστήματα εγγραφής σε σχέση με πράξεις στις οποίες η προτεραιότητα και η γνώση διέπονται από την προτεραιότητα στην εγγραφή ή το γεγονός της εγγραφής”.

Οι πιο πάνω αρχές έχουν διατυπωθεί σε υποθέσεις στις οποίες οι σχετικοί νόμοι περιείχαν πρόνοια για εγγραφή και πρόνοια ότι η μη εγγραφή καθιστά τη συναλλαγή ή πράξη άκυρη. Στην κρινόμενη υπόθεση έχουμε ήδη αποφανθεί ότι το τεκμήριο 12 δεν ήταν εγγράψιμο δυνάμει του άρθρου 65ΙΕ του Κεφ. 224. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές που διατυπώνονται στις πιο πάνω παραγράφους. ΄Επεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τον έκτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου με το οποίο κρίθηκε ότι ο Καρπασίτης δεν είχε δικαίωμα να συνάψει σύμβαση με τον εφεσείοντα. Υποστηρίχθηκε ότι ήταν λανθασμένο γιατί “πουθενά στη μαρτυρία δεν κατατέθηκε ότι ο εφεσείων γνώριζε τις απαγορεύσεις που περιείχε το τεκ. 12”. Και αν ακόμη - συνεχίζει η εισήγηση - γίνει πιστευτή στην ολότητα της η μαρτυρία των Π. Κονναρή και Καρπασίτη πουθενά δεν αποκαλύπτεται ότι οιοσδήποτε μάρτυρας εκοινοποίησε το τεκ. 12 στον εφεσείοντα. Δηλαδή και αν ακόμη γίνει πλήρης αποδεκτή η εκδοχή της εφεσίβλητης περί γνώσεως του εφεσείοντα πουθενά δεν αναφέρθησαν στον εφεσείοντα οποιοιδήποτε περιορισμοί στα δικαιώματα του εμπιστευματοδόχου. Επομένως ο εμπιστευματοδόχος είχε δικαίωμα διάθεσης της περιουσίας.

Στον Snell’s Equity, 29η έκδοση, σελ. 51-52 το θέμα της εξ επαγωγής γνώσης τίθεται ως εξής:

2. Constructive notice

(a) The principle. The general principle is that a purchaser will be treated as having constructive notice of all that a reasonably prudent purchaser, acting on skilled advice, would have discovered. Constructive notice has been said to be ‘in its nature no more than evidence of notice, the presumptions of which are so violent that the court will not allow even of its being controverted’. There are two main heads of constructive notice, namely -

(i) those where the purchaser had actual notice that the property was in some way incumbered, in which case

he will be held to have constructive notice of all that he

would have discovered if he had investigated the incumbrance; and

(ii) those where the purchaser has, whether deliberately

or carelessly, abstained from making those inquiries

that a prudent purchaser would have made.”

Σε μετάφραση:

2. Εξ επαγωγής γνώση.

(α) Η αρχή. Η γενική αρχή είναι ότι ένας αγοραστής θα θεωρηθεί ότι έχει εξ επαγωγής γνώση όλων εκείνων που ένας λογικά συνετός αγοραστής, ο οποίος ενεργεί μετά από έμπειρη συμβουλή, θα ανακάλυπτε. ΄Εχει λεχθεί ότι εξ επαγωγής γνώση είναι από τη φύση της τίποτε περισσότερο από απόδειξη γνώσης τα τεκμήρια της οποίας είναι τόσο ισχυρά που το δικαστήριο δεν θα επιτρέψει ακόμη και την αμφισβήτηση τους. Υπάρχουν δύο κύρια κεφάλαια εξ επαγωγής γνώσης.

(ι) Εκείνα όπου ο αγοραστής είχε πραγματική γνώση ότι

η περιουσία ήταν κατά κάποιο τρόπο δεσμευμένη

οπόταν θα κριθεί ότι είχε εξ επαγωγής γνώση όλων

εκείνων που θα έπρεπε να ανακαλύψει αν διερευ-

νούσε τη δέσμευση, και

(ιι) Εκείνα όπου ο αγοραστής έχει είτε εσκεμμένως ή αμελώς, απόσχει από το να κάμει εκείνες τις έρευνες τις οποίες θα έκαμνε ένας συνετός

αγοραστής.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι η εφεσίβλητη είχε ουσιαστικά συμφέροντα και δικαιώματα επί της περιουσίας, έστω και αν δεν γνώριζε τις ακριβείς πρόνοιες του τεκμηρίου 12. Κρίνουμε ότι αυτό το συμπέρασμα δικαιολογείται πλήρως από τη μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο. Σαν συνετός λοιπόν αγοραστής ο εφεσείων όφειλε να διερευνήσει το θέμα περαιτέρω για να διακριβώσει ποιές ήταν οι δεσμεύσεις στις οποίες υπέκειτο το ακίνητο και ποιά ήταν τα συμφέροντα της εφεσίβλητης στο ακίνητο.

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών και των ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνουμε πως δεν ήταν ανάγκη να είχε υπόψη του ο εφεσείων το πλήρες κείμενο του τεκ. 12 για να θεωρηθεί ότι είχε εξ επαγωγής γνώση. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τον έβδομο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του διατάγματος παραμερισμού της εγγραφής της επίδικης σύμβασης. Υποστηρίχθηκε ότι η θεραπεία αυτή δίδεται μόνο μέσα στα πλαίσια του δικαίου της επιεικείας το οποίο όμως απαγορεύει την παροχή τέτοιας θεραπείας σε διαδίκους που δεν πηγαίνουν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια. Συναφώς υποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο στον Καρπασίτη σαν δωρεά και όχι σαν πώληση όπως αναγράφεται στο τεκ. 12. Περιπλέον η μεταβίβαση από την εφεσίβλητη στον Καρπασίτη έγινε για να περισωθεί το επίδικο ακίνητο από πιστωτές.

Το πρωτόδικο δικαστήριο για τους λόγους που εξήγησε (βλ. σελ. 11, πιο πάνω) έκρινε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία ότι ο Καρπασίτης εισέπραξε £100 επ΄ ανταλλάγματι των υποχρεώσεων του. ΄Επεται πως δεν υφίσταται το πραγματικό βάθρο για την προώθηση του πιο πάνω λόγου της έφεσης. Περαιτέρω το γεγονός ότι η μεταβίβαση δηλώθηκε σαν δωρεά σημαίνει ότι η εφεσίβλητη δεν πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό για να προβεί στη

μεταβίβαση. Το επίμαχο μέρος του τεκ. 12 δεν αντικρούει τη δήλωση ότι η μεταβίβαση έγινε με δωρέα. Αναφέρει ότι το ποσό των £100 θα πληρωνόταν στον Καρπασίτη. Εφόσο η εφεσίβλητη δεν πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό για να προβεί στην μεταβίβαση η σχετική δήλωση της αντανακλά την αλήθεια και δεν έχει μολύνει τα χέρια της.

Αναφορικά με το σκέλος του λόγου της έφεσης με το οποίο προβάλλεται η θέση ότι η μεταβίβαση έγινε για να περισωθεί το επίδικο ακίνητο από πιστωτές παρατηρούμε ότι ο κύριος πιστωτής της εφεσίβλητης ήταν η Ελληνική Τράπεζα. Η συναλλαγή η οποία αναφέρεται στο τεκ. 12 έγινε εν γνώση, και με την συγκατάθεση της Ελληνικής Τράπεζας. Στόχος δε της συναλλαγής ήταν η διασφάλιση της οφειλής της εφεσίβλητης προς την Ελληνική Τράπεζα. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι δύο πιστωτές. Οι τελευταίοι διασφαλίστηκαν μετά από ενέργειες των δικηγόρων τους. ΄Επεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Οι λόγοι 8, 10 και 11 της έφεσης περιστρέφονται γύρω από τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία του Π. Κονναρή - συζύγου της εφεσίβλητης - και του Καρπασίτη. Ο λόγος 12 της έφεσης σχετίζεται με το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου περί αναξιοπιστίας του εφεσείοντα.

Οι σχετικοί λόγοι έφεσης θα εξεταστούν με βάση τις αρχές που ρυθμίζουν την επέμβαση του Εφετείου με τα ευρήματα αξιοπιστίας των πρωτόδικων δικαστηρίων. ΄Εχουν συνοψισθεί στην υπόθεση Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd, Πολιτική ΄Εφεση 9798/16.2.98, από την οποία μεταφέρουμε το πιο κάτω απόσπασμα:

“Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρώτοδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου, Πολιτική ΄Εφεση 8892/12.4.95, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, Πολιτική ΄Εφεση 8122/17.12.93, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική ΄Εφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, Πολιτική ΄Εφεση 9041/29.5.97 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Πολιτική ΄Εφεση 9117/18.4.97).”

΄Εχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές και με τους λόγους τους οποίους έχει προβάλει ο εφεσείων για ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου. ΄Εχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. ΄Επεται πως οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Με τον έννατο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι η παραχωρηθείσα θεραπεία είναι παράνομη και εσφαλμένη διότι από τη στιγμή που δεν υπήρχε εύρημα δόλου και/ή συνωμοσίας δεν ήταν δυνατή “η παραβίαση της αρχής του Privity of Contract από τρίτον όπως ήταν η εφεσίβλητη”.

Η επίδικη θεραπεία δεν είχε σαν έρεισμα την ύπαρξη δόλου. Η βάση πάνω στην οποία χορηγήθηκε η επίδικη θεραπεία ήταν η ύπαρξη των δικαιωμάτων της εφεσίβλητης επί του ακινήτου δυνάμει του δικαίου της επιεικείας. Ο εφεσείων θα εδικαιούτο εις την εγγραφή δικαιώματος στο επίδικο ακίνητο (legal estate) κατά προτεραιότητα αν δεν είχε γνώση των δυνάμει του δικαίου της επιεικείας δικαιωμάτων της εφεσίβλητης. Το βάρος απόδειξης της αγοράς του δικαιώματος στην ακίνητη ιδιοκτησία (legal estate) χωρίς γνώση των δικαιωμάτων της

 

 

εφεσίβλητης το φέρει ο εφεσείων. Ο τελευταίος δεν το απέσεισε γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι είχε γνώση των δικαιωμάτων της εφεσίβλητης. Ορθά λοιπόν το δικαστήριο χορήγησε την επίδικη θεραπεία παρά την ανυπαρξία δόλου. Ο σχετικό λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε πως η εκκαλούμενη απόφαση έχει ουσιαστικά παραγνωρίσει την απόλυτη ισχύ του πραγματικού τίτλου και των βαρών που επεβάρυναν τον τίτλο και “προχώρησε πίσω από τον τίτλο και τα βάρη”. Υποστηρίχθηκε ότι η επίδικη προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη γιατί η έκδοση τίτλου και η εγγραφή βαρών στην απουσία δόλου ή λάθους παρέχει απόλυτα νομικά δικαιώματα στους ιδιοκτήτες τίτλων. Δηλαδή στη συγκεκριμένη πράξη από τη στιγμή που δεν υπήρξε δόλος ή λάθος στον τίτλο που είχε ο Καρπασίτης, και παρομοίως δεν υπήρξε δόλος ή λάθος στην εγγραφή δεσμεύσεων το πρωτόδικο δικαστήριο παρανόμησε με το να ασχοληθεί με γεγονότα που προϋπήρξαν του τίτλου του Καρπασίτη, ήτοι την δημιουργία εμπιστεύματος μέσω του τεκ. 12.

Στην Κύπρο - συνεχίζει η εισήγηση - το σύστημα των τίτλων ακίνητης ιδιοκτησίας διέπεται από το Κεφ. 224 (βλ. άρθρο 39 και επέκεινα και ειδικότερα το άρθρο 51). Εάν αφεθεί ανεπηρέαστη η παρούσα απόφαση θα υπονομευθεί το σύστημα εγγραφής και εκδόσεως τίτλων. Ο προτιθέμενος αγοραστής ο οποίος μετά από έρευνα στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο βρίσκει καθαρό τον τίτλο του ιδιοκτήτη-πωλητή θα πρέπει να ερευνά κάθε φήμη και υποψία υπαρκτή ή ανύπαρκτη προτού εκτελέσει μια πράξη. ΄Ενας τίτλος που εξεδόθη στην απουσία δόλου ή λάθους και εξακολουθεί να παραμένει ελεύθερος - καταλήγει η εισήγηση - θα πρέπει να είναι η καθαρότερη απόδειξη των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη που αναφέρει ο τίτλος.

Παρατηρούμε:

(α) Στην κρινόμενη περίπτωση δεν επρόκειτο για φήμη ή υποψία. Σύμφωνα με

το πρωτόδικο δικαστήριο ο εφεσείων είχε γνώση των δικαιωμάτων ή συμφερόντων της εφεσίβλητης επί του ακινήτου.

(β) Η “εγγραφή-τίτλος” αποτελεί μόνον εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ιδιοκτη-

σίας. Το τεκμήριο αυτό της ιδιοκτησίας είναι μαχητό και μπορεί να προσβληθεί (Βλ. Mihtat v. Loizou, VI C.L.R. 13, Theodorou v. Hadji Antoni (1961) C.L.R. 203, Socratous v. Mezou (1975) 1 C.L.R. 62 και Παναγιώτου ν. Χ” Κυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362, 377).

(γ) ΄Οπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 15) στην Κύπρο αναγνωρίστηκε η

δυνατότητα λειτουργίας απολήγοντων ή εξ επαγωγής εμπιστευμάτων σε

σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία. ΄Εχει επίσης αναγνωρισθεί ότι η εξαίρεση

του άρθρου 4 του Κεφ. 224 δεν περιορίζεται στα ρητά εμπιστεύματα

αλλά στα εμπιστεύματα γενικώς περιλαμβανομένων των εξ επαγωγής

και των αποληγόντων (Βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, 570 και Χριστοφόρου, πιο πάνω).

(δ) Εφόσο ο εφεσείων είχε γνώση των δικαιωμάτων και συμφερόντων της

εφεσίβλητης επί του ακινήτου δεν ήταν καλή τη πίστει αγοραστής.

(ε) Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να

θεωρηθεί σαν καλόπιστος αγοραστής χωρίς γνώση.

Στη συνέχεια θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο ορθά χορηγήθηκε η επίδικη θεραπεία υπό το φως των επιχειρημάτων του εφεσείοντα και των πιο πάνω παρατηρήσεων μας.

Στη Χαραλαμπίδης (πιο πάνω) το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι: Εφόσο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 65ΙΕ του Κεφ. 224 και εφόσον δεν ισχύει ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος του 1983, ο ενοικιαστής ακίνητης ιδιοκτησίας δεν αρύεται δικαιώματα έναντι νέου ιδιοκτήτη έστω και αν ο νέος ιδιοκτήτης γνώριζε κατά το χρόνο πρόσκτησης της ακίνητης ιδιοκτησίας ότι μεταξύ του ενοικιαστή και του προηγούμενου ιδιοκτήτη υπήρχε συμφωνία ενοικίασης σε ισχύ.

Το πρωτόδικο δικαστήριο - στην Χαραλαμπίδης - έκρινε την αρχή, η οποία αναγνωρίστηκε στην Tulk v. Moxhay (1848), 2 Ph. 774 και διακηρύχθηκε στη De Mattos v. Gibson 28 L.J. Ch. 498 ως θεμελιώδης κανόνας του δικαίου της επιείκειας, αμφιβόλου αυθεντικότητας, η εφαρμογή της οποίας αποκλείεται, εν πάση περιπτώσει, στην Κύπρο, ενόψει των διατάξεων του ΄Αρθρου 4 του Κεφ. 224. Η θεώρηση αυτή του δικαίου στηρίχθηκε, κυρίως, στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στη HadjiKyriakou v. Fina (Cyprus) Ltd (1978) 2 J.S.C. 322.

Το Εφετείο (απόφαση πλειοψηφίας που εκδόθηκε από τον Πική, Π.) έθεσε το θέμα ως εξής:

“Η αρχή της επιείκειας, η εφαρμογή της οποίας αποκλείστηκε, διατυπώνεται παραστατικά στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή Knight Bruce, L.J. στη De Mattos:

‘Reason and justice seem to prescribe that, at least as a general rule, where a man, by gift or purchase, acquires property from another, with knowledge of a previous contract, lawfully and for valuable consideration made by him with a third person, to use and employ the property for a particular purpose in a specified manner, the acquirer shall not, to the material damage of the third person, in opposition to the contract and inconsistently with it, use and employ the property in manner not allowable to the giver or seller.’

Ελληνική μετάφραση:

‘Η λογική και η δικαιοσύνη φαίνεται να προδιαγράφουν ως γενικό κανόνα ότι, όπου ο άνθρωπος, μέσω δωρεάς ή αγοράς, αποκτά περιουσία από άλλο, γνωρίζοντας την ύπαρξη προηγούμενης σύμβασης, η οποία συνάφθηκε νόμιμα και έναντι καλού ανταλλάγματος, συνομολογηθείσας μεταξύ του και τρίτου προσώπου για τη χρήση της περιουσίας για ειδικό σκοπό με καθορισμένο τρόπο, ο αποκτών δε θα χρησιμοποιήσει την περιουσία προς υλική ζημιά του τρίτου προσώπου, αντίθετα προς τους όρους της σύμβασης, και κατά τρόπο που δεν είναι επιτρεπτός στο διαθέτη ή πωλητή.’

Σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων επιβεβαιώνει την αυθεντικότητα και τη σπουδαιότητα του κανόνα που εκτίθεται στις Tulk και De Mattos - (Βλ. μεταξύ άλλων, Haywood v. Brunswick Building Society (1881), 8 Q.B.D. 403 και Catt v. Tourie (1869) 4 Ch. App. 654).

Aνάλογη αρχή απαντάται και στο δίκαιο της Σκωτίας, όπως διαπίστωσε η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην Earl of Zetland v. Hislop (1882) 7 App. Cas. 427, (H.L.). Η διάγνωση ότι η τιμιότης αποκλείει απαγγίστρωση του αγοραστή από τις υποχρεώσεις του προκατόχου του, των οποίων ήταν ενήμερος, οδήγησε το Δικαστήριο στη διαπίστωση ότι σύστημα δικαίου, το οποίο στερείται των μέσω για τον εξαναγκασμό του νέου ιδιοκτήτη να σεβαστεί τις συμβατικές υποχρεώσεις του προκατόχου του, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ατελές και αφιστάμενο των αρχών της δικαιοσύνης.

Στη Lord Strathcona S.S. Co. v. Dom. Coal Co. (1925) All E.R. Rep. 87, (P.C.), διαπιστώνεται ότι ο αγοραστής περιουσίας, ενήμερος των συμβατικών υποχρεώσεων του πωλητή για την ενοικίαση του κτήματος, υπέχει θέση εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχου (constructive trustee), έναντι του ενοικιαστή (κατόχου) δεσμεύεται δε να τηρήσει τις υποχρεώσεις του προκατόχου του. Κάθε παρέκκλιση από την υποχρέωση αυτή μπορεί να εμποδιστεί με απαγορευτικό διάταγμα.

Η αρχή του δικαίου της επιείκειας, την οποία έχουμε πραγματευθεί, όχι μόνο δεν εγκαταλείφθηκε στην Αγγλία, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κεφάλαιο των κανόνων της επιεικείας - (βλ. Law Debenture v. Ural Caspian Oil Corp. (1995) 1 All E.R. 157, (C.A.) - και πρωτόδικη απόφαση (1993) 2 All E.R 355).”

Θεωρούμε ότι η Αρχή της De Mattos (πιο πάνω) τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Ο εφεσείων αγοραστής είχε γνώση προηγούμενης σύμβασης - μεταξυ της εφεσίβλητης και του Καρπασίτη - η οποία συνάφθηκε νόμιμα και έναντι καλού ανταλλάγματος για τη χρήση της περιουσίας για ειδικό σκοπό. Δεν ήταν καλόπιστος αγοραστής χωρίς γνώση. Οι αρχές του δικαίου της επιείκειας δεν επιτρέπουν στον αγοραστή - εδώ στον εφεσείοντα - να αγνοήσει και απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του προκατόχου του - εδώ του Καρπασίτη (Βλ. και Πέτσα κ.α. ν. Πέτσας, Πολιτική ΄Εφεση 8491/28.6.1996 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.), στην οποία λέχθηκαν τα εξής: “Οι αρχές του δικαίου της επιείκειας εκτείνονται ώστε να καλύπτουν και τρίτους όταν, κατά τα περιστατικά, στοιχειοθετείται δέσμευση της δικής τους συνείδησης με αποτέλεσμα την υποκατάσταση του καταπιστευματοδόχου από τους ίδιους, ως δικαιούχων σε όποιο βαθμό ήταν δικαιούχος ο καταπιστευματοδόχος. Δεσμεύονται οι τρίτοι από το καταπίστευμα εφόσον δεν είναι αγοραστές έναντι ανταλλάγματος και χωρίς γνώση του, όπως είναι η περίπτωση, μεταξύ άλλων, των κληρονόμων του καταπιστευματοδόχου, στους οποίους περιέρχεται η περιουσία του (Βλ. Snell’s Equity, 29η έκδοση, σελ. 23, Sinclair v. Broungham 1914 A.C. 398, Keeton and Sheridan 10η έκδοση σελ. 394, Hanbury and Martin, Modern Equity 14η έκδοση σελ. 33.”

Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έχει, με βάση τις αρχές της επιείκειας, χορηγήσει την επίδικη θεραπεία.

 

Η αντέφεση:

Η εφεσίβλητη άσκησε αντέφεση. Ισχυρίσθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο “λανθασμένα κατά τον νόμο ή τις αρχές της επιεικείας και σύμφωνα με τα ευρήματα του δεν διέταξε τον εφεσείοντα να καταβάλει στην εφεσίβλητη υπό την ιδιότητα του εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχου προς όφελος της εφεσίβλητης αποζημίωση ίση με το ισόποσον των ενοικίων από τις 19.7.1995 μέχρι την παράδωση του ακινήτου στον δικαιούχο την κατοχή του για παράβαση των υποχρεώσεων του ως εμπιστευματοδόχου”.

Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν διεκήρυξε και δεν έκδοσε διάταγμα διατάσσον τον εφεσείοντα να πληρώσει στην εφεσίβλητη ή στην εταιρεία Α.Ι. Καρπασίτης & Υιοί (Βιομηχανία) Λτδ το ισόποσον προς το ενοίκιον ποσό που κατέβαλλε ήτοι Λ.Κ. 1,300.- μηνιαίως από την ημέρα της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης αφού σύμφωνα με τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ο εφεσείων εξακολουθεί και θα εξακολουθεί να κατέχει το ακίνητο σαν εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχος προς όφελος της δικαιούχου εφεσίβλητης.

Ενώ - συνεχίζει η εισήγηση - το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων κατέστει εξ επαγωγης εμπιστευματοδόχος προς όφελος της εφεσίβλητης από 19.7.1995 λανθασμένα εξέτασε το θέμα αποζημίωσης της εφεσίβλητης σαν θέμα πληρωμής ενοικίων ή ενδιάμεσων κερδών με βάση το τεκ. 12 και “όχι σαν θέμα κερδών ή εκμετάλλευσης της περιουσίας της σαν καμπαρέ από τον εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχο της ήτοι τον εφεσείοντα κατά παράβη των υποχρεώσεων του ως εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχου προς την δικαιούχο (beneficiary) του εμπιστεύματος ήτοι την εφεσίβλητη”. Κατ΄ ακολουθία το Δικαστήριο “λανθασμένα δεν διέταξε τον εφεσείοντα να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσον των ενοικίων ήτοι 41 μήνες επί Λ.Κ.1,300.- = Λ.Κ.53,000.- (πενήντα τρεις χιλιάδες λίρες) ως αποζημίωση για παράβαση των υποχρεώσεων του ως εμπιστευματοδόχου μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης”.

Παρατηρούμε: Στην έκθεση απαιτήσεως το κονδύλι, αντικείμενο της αντέφεσης, δεν αξιώνεται με τη μορφή που διατυπώνεται στην αντέφεση. Με τη θεραπεία (Ζ) αξιώνονται ειδικές αποζημιώσεις της τάξεως των Λ.Κ.300,000 και με την θεραπεία (Η) γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές τις οποίες η ενάγουσα υπέστη λόγω δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή δόλιας συνωμοσίας μεταξύ των εναγομένων.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης αναγνώρισε, με τη γραπτή του αγόρευση, ότι στο αιτητικό της αγωγής δεν ζητούνται ειδικά τα ενοίκια ή η πληρωμή “οποιουδήποτε ποσού για το ισόποσο της απώλειας της ενοικιαστικής αξίας του ακινήτου από 19.7.95 μέχρι την έκδοση της απόφασης και για όσο χρόνο εξακολουθεί να κατέχει το ακίνητο ο εφεσείοντας εντούτοις το δικαστήριο δεν είχε κανένα νομικό πρόβλημα να εκδώσει σχετική απόφαση εναντίον του εφεσείοντα”. Ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στην Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400 στην οποία κρίθηκε ότι “μπορεί να παρασχεθεί οποιαδήποτε θεραπεία η οποία στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως, εφόσον αποδεικνύονται κατά τη δίκη και ότι παράλειψη επιδίωξης ειδικής θεραπείας δεν αποτελεί κώλυμα για την απόδοση της”.

΄Οπως έχουμε υποδείξει με τις θεραπείες (Ζ) και (Η) αξιώνονται ειδικές αποζημιώσεις. ΄Εχει νομολογηθεί ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται στην απαίτηση, να καταγράφονται στις έγγραφες προτάσεις με λεπτομέρεια και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία (Βλ. Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 9320/30.4.99, Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου, Πολιτική ΄Εφεση 8999/8.11.96, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Πολιτική ΄Εφεση 9117/18.4.97, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Λοϊζου ν. Μουρτζή, Πολιτική ΄Εφεση 10085/21.6.99, Μαΐττα ν. Γεωργίου κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 8499/9.1.98 και Ζήνων Μερκής Λτδ ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, Πολιτική ΄Εφεση 10072/23.11.99).

Η απουσία της πιο πάνω εξειδίκευσης από το δικόγραφο της εφεσίβλητης καθιστά αδύνατη την επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού με τη μορφή ειδικής ζημίας.

Ωστόσο πέρα από το δικονομικό εμπόδιο η εφεσίβλητη δεν δικαιούται στα πιο πάνω ποσά και για τους λόγους που υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο. Πραγματικό βάθρο των διαφόρων αξιώσεων της εφεσίβλητης ήταν το τεκ. 12. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη δεν δικαιούται στις πιο πάνω θεραπείες εφόσο σύμφωνα με το τεκ. 12 “στα εισοδήματα από τις ενοικιάσεις δικαιούται η εταιρεία Α.Ι. Καρπασίτης και Υιοί (Βιομήχανοι) Λτδ” η οποία δεν είναι καν διάδικος. Λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι οι δικαιούχοι των εισοδημάτων από τις ενοικιάσεις ήταν, σύμφωνα με το τεκ. 12, η πιο πάνω εταιρεία, θεωρούμε ότι οι αρχές του δικαίου της επιεικείας, τις οποίες επικαλείται η εφεσίβλητη, δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τρόπο που να επηρεάζει τα συμφέροντα τρίτου ο οποίος δεν είναι διάδικος. ΄Επεται πως οι σχετικοί λόγοι αντέφεσης (1 και 2) δεν μπορούν να πετύχουν.

Τέλος η εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία ημερ. 19.7.95 (τεκ. 2 μεταξύ του εφεσείοντα και του Καρπασίτη) δεν πλήττει το δημόσιο συμφέρον και ως εκ τούτου δεν την κήρυξε άκυρη. ΄Ερεισμα του πιο πάνω λόγου αντέφεσης ήταν το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στο τίμημα πωλήσεως των επιδίκων ακινήτων περιλαμβανόταν και το ποσό των £55,000 το οποίο δόθηκε στον Καρπασίτη υπό μορφή δανείου-γραμματίου (τεκ. 24) που θα καταστρεφόταν με την μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου από τον Καρπασίτη στον εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της παρανομίας της συμφωνίας - τεκ. 2 - ένεκα του ότι σ΄ αυτή αναγράφεται τίμημα πωλήσεως χαμηλότερο του πραγματικού “είναι ζήτημα που μπορούν πιθανόν να επικαλεστούν οι συμβληθέντες”, όχι όμως η εφεσίβλητη που είναι τρίτο μέρος όσον αφορά τη συμφωνία εκείνη. ΄Εκρινε, επίσης, ότι η συμφωνία - τεκ. 2 - δεν είναι άκυρη ως πλήττουσα το δημόσιο συμφέρον. Αν είναι ακυρώσιμη - κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο - εξ αιτίας παρανομίας, επαφίεται στους συμβληθέντες να το επικαλεστούν.

Η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι η συναλλαγή που καταγράφει το τεκ. 2 ήταν παράνομη και κατ΄ επέκταση άκυρη ως πλήττουσα το δημόσιο συμφέρον που στην παρούσα περίπτωση ήταν η καταδολίευση του δημόσιου ταμείου με την πληρωμή μικρότερου ποσού μεταβιβαστικών. Επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο “από δική του πρωτοβουλία από τη στιγμή που είχε ενώπιον του μαρτυρία ότι η συναλλαγή ήταν παράνομη όφειλε να την κηρύξει άκυρη και χωρίς οποιαδήποτε ισχύ”.

Εισηγήθηκε, επίσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο “είχε την δικαιοδοσιά να κηρύξει τη συμφωνία άκυρη γιατί η συμφωνία μπορεί να έγινε μεταξύ του εφεσείοντα και του Καρπασίτη πλην όμως ο Καρπασίτης ήταν εμπιστευματοδόχος των συμφερόντων της εφεσίβλητης στο ακίνητο που αποτελούσε το αντικείμενο της συναλλαγής. Επομένως η εφεσίβλητη δεν ήταν ξένη ή τρίτο πρόσωπο αδιάφορο για την μεταξύ του εφεσείοντα και του Καρπασίτη συμφωνία”.

Δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης ότι η συμφωνία - τεκ. 2 - “δεν είναι άκυρη ως πλήττουσα το δημόσιο συμφέρον”. Είτε άκυρη ή ακυρώσιμη είναι μια συμφωνία αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η εφεσίβλητη ως μη μέρος της συμφωνίας μπορούσε να προσβάλει το κύρος της συμφωνίας. Τούτο γιατί σύμφωνα με το δόγμα της συμβατικής σχέσης (privity of contract) ένας που δεν είναι μέρος της συμφωνίας δεν μπορεί να εγείρει αγωγή επί της συμφωνίας. Ωστόσο στη διάρκεια της εφαρμογής του δόγματος έχουν γίνει πολλές απόπειρες παράκαμψης του. Επίσης το δόγμα αυτό υπόκειται σε ορισμένες εξαιρέσεις. Μια τέτοια εξαίρεση είναι εκείνη της αρχής του εξ επαγωγής εμπιστεύματος η οποία είναι αρχή του δικαίου της επιεικείας. Στο Law of Contract, 13η έκδοση, σελ. 467 των Cheshire, Fifoot & Furmston’s αναφέρεται ότι ενωρίς το 1753 ο Lord Hardwick υπέδειξε ότι τα εμπιστεύματα παρέχουν τη δυνατότητα για μετριασμό του δόγματος. ΄Ηταν έτοιμος σε περίπτωση που ο Α υποσχέθηκε στο Β να πληρώσει ένα χρηματικό ποσό στο Γ να θεωρήσει το Β ως εμπιστευματοδόχο για το Γ του οφέλους της συμφωνίας (Βλ. Tomlinson v. Gill (1756) Amb. 330).

Οι ευπαίδευτοι συγγραφείς αναφέρονται επίσης στην Gregory and Parker v. Williams (1817) 3 Mer. 582 της οποίας τα γεγονότα έχουν ως εξής:

Ο Parker όφειλε χρήματα τόσο στον Gregory όσο και στον Williams. Συμφώνησε με τον Williams να του εκχωρήσει ολόκληρη την περιουσία του αν ο Williams θα πλήρωνε το χρέος που όφειλε στον Gregory. Η περιουσία εκχωρήθηκε δεόντως αλλά ο Williams παρέλειψε να τηρήσει την υπόσχεση του. Ο Gregory και ο Parker κίνησαν αγωγή με βάση το δίκαιο της επιεικείας για να εξαναγκάσουν τον Williams να εκτελέσει την υπόσχεση του και πέτυχαν. Κρίθηκε ότι ο Parker πρέπει να θεωρηθεί ως εμπιστευματοδόχος του Gregory και ότι ο τελευταίος έχει δικαίωμα βάση του δικαίου της επιείκειας λόγω της παρεμβολής της συμφωνίας του Parker.

Στην In re Empress Engineering Company 16 Ch. D. 125, 129 o Sir George Jessel M.R. διατύπωσε την πιο κάτω αρχή:

“So, again, it is quite possible that one of the parties to the agreement may be the nominee or trustee of the third person. As Lord Justice James suggested to me in the course of the argument, a married woman may nominate somebody to contract on her behalf, but then the person makes the contract really as trustee for somebody else, and it is because he contracts in that character that the cestue que trust can take the benefit of the contract.”

 

Σε μετάφραση:

“΄Ετσι πάλι είναι αρκετά δυνατό ότι ένα από τα μέρη της συμφωνίας μπορεί να είναι ο αντιπρόσωπος (nominee) ή εμπιστευματοδόχος ενός τρίτου. ΄Οπως μου εισηγήθηκε ο Λόρδος Δικαστής James, στη διάρκεια της συζήτησης, μια παντρεμένη γυναίκα μπορεί να ορίσει κάποιο να συνάψει συμφωνία εκ μέρους της, αλλά τότε το πρόσωπο εκείνο στην πραγματικότητα συνάπτει τη συμφωνία ως εμπιστευματοδόχος για κάποιον άλλο, και είναι γιατί συνάπτει συμφωνία με εκείνη την ιδιότητα που ο δικαιούχος του εμπιστεύματος μπορεί να λάβει το όφελος από τη σύμβαση.”

(Βλ. και Les Affreteurs Reunis Societe Anonyme v. Leopold Walford (London) Limited (1919) A.C. 801, 806).

Αυτό που προκύπτει από τις πιο πάνω και από άλλες συναφείς αυθεντίες είναι τούτο:

Παράκαμψη του δόγματος της συμβατικής σχέσης (privity of contract) είναι εφικτή μέσω της παρέμβασης του εξ΄ επαγωγής εμπιστεύματος στις περιπτώσεις όπου η σύναψη της συμφωνίας από τον εμπιστευματοδόχο έγινε μετά από οδηγίες του δικαιούχου του εμπιστεύματος (beneficiary) -εδώ της εφεσίβλητης.

Στην παρούσα υπόθεση ο εμπιστευματοδόχος - ο Καρπασίτης - κατά τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας - τεκ. 2 - δεν είχε ενεργήσει μετά από οδηγίες της εφεσίβλητης. ΄Επεται πως το πιο πάνω δόγμα δεν κάμπτεται. Η εφεσίβλητη ως μη μέρος της συμφωνίας δεν μπορούσε να εγείρει αγωγή με βάση τη συμφωνία. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της αντέφεσης δεν μπορεί να πετύχει.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Το ίδιο και η αντέφεση. Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα της αντέφεσης γιατί ο εφεσείων δεν υπέβαλε περίγραμμα αγόρευσης. Υιοθέτησε απλώς την πρωτόδικη απόφαση.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο