Μιχαήλ Κεφάλας κ.α. ν. Μυριάνθης Κυριάκου Νικόλα (2000) 1 ΑΑΔ 1226 Μιχαήλ Κεφάλας κ.α. ν. Μυριάνθης Κυριάκου Νικόλα, ΠΟΛΙΤΙ ΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10539, 17 Ιουλίου , 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1226

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙ ΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10539

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.

1. Μιχαήλ Κεφάλας, από την Πέγεια,

2. Εφημία Κεφάλα, από την Πέγεια,

Εφεσείοντε ς-εναγόμενοι,

- ν -

Μυριάνθης Κυριάκου Νικόλα, από την Πέγεια,

Εφεσίβλητη ς-ενάγουσας.

- - - - - -

17 Ιουλίου , 2000.

Για τους εφεσείοντες: κ. Αγ. Κακογιάννης και κα Δ. Χ"Σάββα.

Για την εφεσίβλητη: κα Αρ. Κορακίδου.

- - - - - -

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Κραμβής.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την άνοιξη του 1995 η εφεσίβλητη ήταν χήρα 72 χρόνων και διέμενε μόνη στην ιδιόκτητη οικία της στην Πέγεια. Η υγεία της ήταν κλονισμένη και αδυνατούσε να φροντίζει τον εαυτό της. Οι εφεσίβλητοι είναι σύζυγοι, κάτοικοι Πέγειας.

Με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 16.3.1995 οι διάδικοι συμφώνησαν μεταξύ τους όπως οι εφεσείοντες παρέχουν στην εφεσίβλητη "φροντίδα και φαγητό και ο,τιδήποτε αναγκαίο για μια αξιοπρεπή ζωή" η δε εφεσίβλητη, συμφώνησε να καταβάλει στους εφεσείοντες ΛΚ44000 και να τους μεταβιβάσει το οικόπεδο με το σπίτι στο οποίο κατοικούσε, ως αντάλλαγμα της φροντίδας, των υπηρεσιών κλπ που οι εφεσείοντες συμφώνησαν να της παρέχουν.

Η γραπτή συμφωνία των διαδίκων παρατίθεται:

(Η σύνταξη και η ορθογραφία διατηρούνται)

"Συμφωνία γενόμενη σήμερα 16/3/1995 μεταξύ της κ. Μυριάνθης Κυριάκου από την Πέγεια στο εφ΄εξής καλούμενη η Α συμβαλλόμενη αφ΄ ενός και του Μιχάλη Χριστοδούλου Κεφάλα από την Πέγεια και Ευφημία Χριστοδούλου Κεφάλα αφ΄ ετέρω καλούμενη οι Β συμβαλλόμενοι προνοεί και αναλαμβάνει τα ακόλουθα:

Επειδή η Α συμβαλλόμενη είναι προχωρημένης ηλικίας και επειδή έχει την ανάγκη για φροντίδα και φαγητό και οτιδήποτε είναι αναγκαίο για μια αξιοπρεπή ζωή.

Συμφωνόντας μεταξύ των συμβαλλομένων ότι ως αντάλλαγμα των πιο πάνω υπηρεσιών από μέρους των Β συμβαλλομένων η Α συμβαλλόμενη θα καταβάλει σ΄ αυτούς δηλ. τους συμβαλλόμενους Β το ποσό των ΛΚ.44,000 (σαράντα τέσσερις χιλιάδες λίρες) καθώς επίσης και να μεταβιβάσει επ΄ ονόματι και διά λογαριασμό και να εγγραφή προς όφελος ενώπιον του Επαρχιακού Κτηματολογίου το οικόπεδο και την οικία που σήμερα κατοικεί η Α συμβαλλόμενη με την υποχρέωση και προϋπόθεση ότι θα κατοικεί και θα την εκμεταλλεύεται μέχρι την ημέρα του θανάτου της."

 

Τη συμφωνία κατάρτισε ο δικηγόρος κ. Κ. Κωνσταντίνου και οι διάδικοι την υπέγραψαν στο γραφείο του. Επειδή η εφεσίβλητη είναι αγράμματη, έθεσε το σημείο της στο έγγραφο αντί υπογραφής. Αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας, προσήλθε στο γραφείο του κ. Κωνσταντίνου ο υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου κ. Κλεόπας Περιστιάνης ο οποίος προέβη στα αναγκαία για να μεταβιβασθεί στους εφεσείοντες το ποσό των £43670 που ήταν κατατεθειμένο στην Τράπεζα Κύπρου, υπό μορφή εμπροσθέσμων καταθέσεων στο όνομα της εφεσίβλητης, για να εκπληρωθεί ο σχετικός όρος της συμφωνίας.

Λίγες μέρες μετά τη μεταβίβαση του ποσού των £43670 στους εφεσείοντες, η εφεσίβλητη έθεσε το σημείο της σε ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 4.4.1995 με το οποίο, ο πρώτος εφεσείων μεταβίβασε την επομένη (5.4.1995) στο όνομά του, την οικία της εφεσίβλητης.

Υστερα από ένα περίπου χρόνο, στις 14.5.1996, η εφεσίβλητη κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων με την οποία ζητούσε ακύρωση της συμφωνίας, δηλώσεις και διατάγματα για επανεγγραφή της οικίας στο όνομά της καθώς και επιστροφή των χρημάτων που έδωσε στους εφεσείοντες. Οι ισχυρισμοί που η εφεσίβλητη πρόβαλε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνοψίζονται ως εξής:

(α) η συμφωνία έγινε για αντιπαροχή που δεν δόθηκε.

(β) η συμφωνία είναι άκυρη λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού.

(γ) η συμφωνία είναι άκυρη εξ αιτίας ασκήσεως ψυχικής πίεσης και ανοίκειας επιρροής επί της θελήσεώς της.

(δ) η συμφωνία είναι άκυρη επειδή αποτελεί συνειδητή και ετεροβαρή συναλλαγή.

(ε) η συμφωνία είναι άκυρη εξ αιτίας απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων.

Αντίθετη ήταν η εκδοχή των εφεσειόντων. Αυτοί ισχυρίστηκαν πως όλα έγιναν με την ελεύθερη θέληση της εφεσίβλητης και με κάθε καλή διάθεση από δικής τους πλευράς έναντι της εφεσίβλητης. Ισχυρίστηκαν ότι οι σχέσεις τους με την εφεσίβλητη, από της υπογραφής της συμφωνίας μέχρι και το χρόνο που κινήθηκε η αγωγή, ήταν αρμονικές. Καθημερινά της έπαιρναν φαγητό, της έπλεναν τα ρούχα, καθάριζαν το σπίτι και γενικά της παρείχαν κάθε φροντίδα που αυτή χρειαζόταν. Ξαφνικά και αναίτια, η εφεσίβλητη άλλαξε στάση απέναντί τους και μέσα σε σύντομο χρόνο κίνησε εναντίον τους την αγωγή.

Οι εφεσείοντες, διαζευκτικά της υπεράσπισης τους διεκδίκησαν με ανταπαίτηση £12000.- ως εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στην εφεσίβλητη και/ή για τα έξοδα που υπέστησαν για τη φροντίδα, συντήρηση κλπ της εφεσίβλητης κατά το διάστημα από την άνοιξη 1995 μέχρι την καταχώρηση της αγωγής (14.5.96).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και για τους λόγους που ικανοποιητικά εξηγούνται στην απόφαση, η μαρτυρία του εφεσείοντα 1 κρίθηκε αναξιόπιστη. Η εκδοχή των εφεσειόντων δεν έγινε αποδεκτή και αντί αυτής, προτιμήθηκε "ο πυρήνας" της εκδοχής της εφεσίβλητης, παρότι, και αυτής η μαρτυρία δεν έγινε αποδεκτή στην ολότητά της. Στην πρωτόδικη απόφαση επισημαίνεται ότι ορισμένα επουσιώδη σημεία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα "παρά ταύτα όμως ο πυρήνας της εκδοχής της γίνεται αποδεκτός".

Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθόσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης συνοψίζονται ως ακολούθως:

Η εφεσίβλητη κατά τον ουσιώδη χρόνο (16.3.95) ήταν 72 περίπου χρόνων, χήρα και αγράμματη. Διέμενε μόνη στο σπίτι της στην Πέγεια και ήταν κλινήρης λόγω ατυχήματος. Υπέφερε επίσης με τα έντερά της. Φρόντιζε η ίδια τον εαυτό της αλλά μετά το ατύχημα τα πράγματα έγιναν δύσκολα. Ενώ ήταν άρρωστη και κλινήρης, περί το Φεβράρη του 1995, παρουσιάστηκε η εφεσείουσα 2 και της έδωσε φαγητό και της πρόσφερε περιποιήσεις. Το βράδυ της ίδιας ημέρας η εφεσείουσα 2 επισκέφθηκε ξανά την εφεσίβλητη, συνοδευόμενη αυτή τη φορά από το σύζυγό της, εφεσείοντα 1. Εκείνο το βράδυ η εφεσίβλητη τους ανακοίνωσε ότι θα πήγαινε σε γηροκομείο επειδή δεν μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό της. Οι εφεσείοντες την απέτρεψαν και της πρότειναν πως αν τους έδιδε την περιουσία της θα αναλάμβαναν οι ίδιοι τη φροντίδα της. Εκτοτε, οι εφεσείοντες πηγαινοέρχονταν για ένα μήνα στο σπίτι της εφεσίβλητης προσπαθώντας να την πείσουν, ενώ ταυτόχρονα της παρείχαν φροντίδα και περιποιήσεις. Μεταξύ των επιχειρημάτων που οι εφεσείοντες χρησιμοποίησαν για να αποτρέψουν την εφεσίβλητη από του να πάει στο γηροκομείο ήταν ότι κάποια θεία της εφεσείουσας 2 που πήγε σε γηροκομείο υπήρξε θύμα κακομεταχείρησης και τελικά πέθανε από κόλπο. Υποσχέθηκαν επίσης στην εφεσίβλητη πως όταν θα πήγαιναν στον Καναδά για επίσκεψη, θα την έπαιρναν μαζί τους για να εξεταστεί από ιατρούς για το πρόβλημα που είχε στα έντερά της. Οι εφεσείοντες έπεισαν τελικά την εφεσίβλητη να τους δώσει την περιουσία της και χωρίς χρονοτριβή την οδήγησαν στο δικηγόρο Κ. Κωνσταντίνου ο οποίος με οδηγίες του εφεσείοντα ετοίμασε τη γραπτή συμφωνία (ανωτέρω). Ο δικηγόρος διάβασε δυνατά το έγγραφο που ετοίμασε για να ακούουν οι διάδικοι και ακολούθως προσέγγισε την εφεσίβλητη και τη ρώτησε αν κατάλαβε αυτά που διάβασε και αν συμφωνεί. Υστερα από καταφατική απάντηση της εφεσίβλητης έγινε η υπογραφή της συμφωνίας. Προς το τέλος της συνάντησης, ήλθε ο υπάλληλος της Τράπεζας ΜΕ2 ο οποίος εξήγησε στην εφεσίβλητη πως αν υπόγραφε για τη μεταβίβαση των δύο γραμματίων στο όνομα των εφεσειόντων αυτή δεν θα είχε πλέον το δικαίωμα να πάρει πίσω τα χρήματα. Η εφεσίβλητη που έκλαιε από συγκίνηση, έδωσε τη συγκατάθεσή της και έθεσε το σημείο της για τη μεταβίβαση των καταθέσεων στο όνομα των εφεσειόντων.

Ο εφεσείων 1 με βάση το ειδικό πληρεξούσιο που του παραχώρησε στις 4.4.95 η εφεσίβλητη, μεταβίβασε την επομένη (5.4.95) την οικία στο όνομά του χωρίς να φροντίσει να καταχωρηθεί στο Κτηματολόγιο το δικαίωμα της εφεσίβλητης να κατοικεί εφ΄ όρου ζωής στο σπίτι. Διαπιστώθηκε τέλος, ότι η εφεσίβλητη δεν έτυχε ανεξάρτητης συμβουλής προτού θέσει το σημείο της στη γραπτή συμφωνία.

Το Δικαστήριο αφού προσδιόρισε τα πραγματικά γεγονότα, εξέτασε τη νομική πτυχή της υπόθεσης. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε είναι ότι μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης "είχε δημιουργηθεί μια ειδική σχέση πίστης και εμπιστοσύνης". Επρόκειτο, καθώς αναφέρεται στην απόφαση για "..... μια ειδική σχέση εξάρτησης, μια σχέση πίστης, ελπίδας προς το καλύτερο, μια σχέση εμπιστοσύνης από πλευράς ενάγουσας". Και καταλήγει ως εξής:

"Είναι επίσης η κατάληξή μου ότι οι εναγόμενοι, κάτω από τις συνθήκες που έχω περιγράψει, ήταν σε θέση να κυριαρχήσουν επί της θέλησης της ενάγουσας και κυριάρχησαν με αποτέλεσμα να επωφεληθούν από αυτή τη σχέση πείθοντας την να τους δώσει ολόκληρη την περιουσία της δηλαδή όσα μετρητά είχε κατατεθειμένα σε δύο γραμμάτια, δηλαδή το ποσό των £43670 ως επίσης και το σπίτι στο οποίο διέμενε. Κατά την άποψή μου οι Εναγόμενοι εξασφάλισαν αθέμιτο όφελος έναντι της ενάγουσας. Με βάση τα πιο πάνω βρίσκω ότι η ενάγουσα κατάφερε να αποδείξει ότι με βάση το άρθρο 16(1) υπήρξε ψυχική πίεση εκ μέρους των Εναγομένων αφού η ίδια κάτω από τις περιστάσεις που έχω περιγράψει δεν ασκούσε ελεύθερα και ανεξάρτητα την θέλησή της."

 

 

Καθόσον αφορά την ανταπαίτηση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι στην αρχή, οι εφεσείοντες φρόντιζαν ικανοποιητικά την εφεσίβλητη. σταδιακά όμως η ποιότητα της φροντίδας υποβιβάστηκε σε όλους τους τομείς. Για ό,τι αφορά τη σημασία του βαθμού της φροντίδας το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο βαθμός φροντίδας της εφεσίβλητης θα είχε περισσότερη σημασία αν εξεταζόταν θέμα παράβασης ή όχι της σύμβασης. Και προφανώς, ενόψει της πιο πάνω παρατήρησης, το θέμα του βαθμού φροντίδας κλπ που πρόσφεραν οι εφεσείοντες στην εφεσίβλητη, συναρτήθηκε με τον καθορισμό του ύψους του ποσού που οι εφεσείοντες θα διατάσσονταν να επιστρέψουν στην εφεσίβλητη και όχι με το θέμα του κατά πόσο οι ίδιοι παρέβηκαν ή όχι τους όρους της συμφωνίας. Συνακόλουθα και με βάση τα στοιχεία που το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του αναφορικά με το κόστος συντήρησης ηλικιωμένων ατόμων σε στέγες ηλικιωμένων και το κόστος της κατ΄ οίκον φροντίδας, κρίθηκε ότι το ποσό των £6000 είναι πέρα από λογικό για να αποζημιώσει τους εναγόμενους για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στην ενάγουσα για ένα χρόνο. Το ποσό θα μπορούσε να επιδικαστεί μέσα από την ανταπαίτηση αλλά θεωρήθηκε από το Δικαστήριο ότι αυτό ήταν αχρείαστο αφού το άρθρο 20(2) του κεφ. 149 καλύπτει πλήρως την περίπτωση.

Κατόπιν των ανωτέρω το Δικαστήριο αποφάσισε:

"Ενόψει όλων των πιο πάνω εκδίδεται υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγομένων η πιο κάτω απόφαση:

1. Δήλωση ότι η μεταξύ τους συμφωνία ημερ. 16.3.95 είναι άκυρη.

2. Δήλωση ότι η μεταβίβαση της οικίας με αρ. εγγραφής 41416, Φ.Σχ 45/9 του χωρίου Πέγειας από την Ενάγουσα στον Εναγόμενο 1 είναι άκυρη.

3. Διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η ακύρωση της εγγραφής στο όνομα του Εναγόμενου 1 της οικίας της Ενάγουσας με αρ. εγγραφής 41416, Φ/Σχ. 45/9 του χωρίου Πέγεια και η επανεγγραφή της οικίας στο όνομα της Ενάγουσας.

4. Διάταγμα για την επιστροφή στην Ενάγουσα του ποσού των £37670 πλέον τόκους προς 6% ετησίως από 17.4.95 μέχρι την ημερομηνία τροποποίησης του Νόμου 28.11.96 και επιπρόσθετα νόμιμο τόκο προς 8% επί του πιο πάνω ποσού από τις 29.11.96 μέχρι εξόφλησης.

5. Διαζευκτικά αποζημιώσεις ίσες με το ποσό και τους τόκους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ανωτέρω.

Επιδικάζονται επίσης έξοδα αγωγής υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένων τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

Η ανταπαίτηση υπό τις περιστάσεις απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται κανένα διάταγμα όσον αφορά τα έξοδα της ανταπαίτησης."

 

Είναι πρόδηλο ότι ο πρωτόδικος Δικαστής προσέγγισε το θέμα στη βάση των προνοιών του άρθρου 16(1)(2)(3) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 για να διαπιστώσει στο τέλος ότι οι εφεσείοντες άσκησαν ψυχική πίεση επί της εφεσίβλητης και ότι η γραπτή συμφωνία των διαδίκων ημερομηνίας 16.3.1995 έγινε κάτω από συνθήκες ψυχικής πίεσης.

Οι λόγοι έφεσης 1 μέχρι 10 στρέφονται εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η συμφωνία των διαδίκων. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας προσβάλλεται ως ατελής σε ορισμένα σημεία και ετεροβαρής σε άλλα. Ολοι οι λόγοι έφεσης (1-16) συνοδεύονται από σειρά επιχειρημάτων με στόχο να καταδειχθεί ότι υπήρξε εσφαλμένη υπαγωγή των γεγονότων στο νόμο, ότι τα συμπεράσματα είναι λανθασμένα και ότι η κατάληξη περί άσκησης ψυχικής πίεσης επί της εφεσίβλητης κατά τον ουσιώδη χρόνο της υπογραφής της συμφωνίας είναι εν πολλοίς ασυμβίβαστη με το νόμο και τα γεγονότα.

Για ό,τι αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων επαναλαμβάνουμε για πολλοστή φορά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε μοναδική θέση να κρίνει την αξιοπιστία τους με βάση τις εντυπώσεις που άφησαν στο εδώλιο του μάρτυρα. Επέμβαση του Εφετείου σε ευρήματα αξιοπιστίας δικαιολογείται όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. Βλ. Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 CLR 321.

 

Στην Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056 λέχθηκαν τα εξής:

"Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή."

 

Εξετάσαμε προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας σε συνάρτηση με τις πιο πάνω νομικές αρχές και τους λόγους που οι εφεσείοντες επικαλούνται για την ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Εχουμε την άποψη ότι οι εφεσείοντες δεν έπεισαν στο βαθμό που χρειάζεται ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη δική μας επέμβαση προς ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Βλ. Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd, ΠΕ9798, ημερ. 19.2.1998.

Το άρθρο 16(1)(2) και (3) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 οι διατάξεις του οποίου αποτελούν την υποθεμελίωση της πρωτόδικης απόφασης έχει ως εξής:

"16.1 Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία "ψυχικής πίεσης" όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

2. Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο -

(α) Εχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου ή

(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

3. Οταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου."

 

 

Το άρθρο 2(1) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 προβλέπει ότι ο νόμος αυτός ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που ισχύουν στην Αγγλία και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στο νόμο θεωρούνται κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια που τους απέδωσε το αγγλικό δίκαιο. Βλ. Patsalidou v. Kyriakides (1979)1 CLR 71.

Στο Chitty on Contracts, General Principles, 27η έκδ., παρ. 7-024 δίδεται ο εξής ορισμός της ψυχικής πίεσης:

"Equitable doctrine of undue influence. The equitable doctrine of undue influence is a comprehensive phrase covering cases of undue influence in particular relations and also cases of coercion, domination or pressure outside those special relations. .................................................. .................................................. .................................................. .................................................. ..........

At common law, the presence of duress was traditionally justified on the ground that the duress prevented the party constrained from forming a full and independent resolution to contract. In equity however, the application of the doctrine of undue influence was intended rather to ensure that no person should be allowed to retain the benefit of his own fraud or wrongful act."

 

 

Στην Allcard v. Skinner (1887) 36 Ch.D. 145, η θέση του δίκαιου της επιείκειας αναδύεται σύντομα και περιεκτικά μέσα από τις πιο κάτω γραμμές:

"This is not a limitation placed on the action of the donor; it is a fetter placed upon the conscience of the recipient of the gift, and one which arises out of public policy and fair play."

 

 

Eκ των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο ότι η ψυχική πίεση, ως δόγμα του δικαίου της επιείκειας, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτάται ή όπου έχει προδοθεί η εμπιστοσύνη που δόθηκε.

Η έννοια της ψυχικής πίεσης δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τη νομολογία και συνεπώς δεν υπάρχουν στεγανά. Τα αγγλικά δικαστήρια έχουν περιγράψει την ψυχική πίεση ως some unfair and improper conduct, some coercion from outside, some overreaching, some form of cheating and generally, though not always, some personal advantage obtained by the guilty party". Βλ. Allcard v. Scinner (ανωτέρω).

Στην Allcard v. Skinner (ανωτέρω) ο Cotton L.J. προσέγγισε το θέμα με τον εξής τρόπο:

"First, where the court has been satisfied that the gift was the result of influence expressly used by the donee for the purpose; second, where the relations between the donor and donee have at or shortly before the execution of the gift been such as to raise a presumption that the donee had influence over the donor. In such a case the Court sets aside the voluntary gift, unless it is proved that in fact the gift was the spontaneous act of the donor acting under circumstances which enabled him to exercise an independent will and which justifies the Court in holding that the gift was the result of a free exercise of the donor's will. The first class of cases may be considered as depending on the principle that no one shall be allowed to retain any benefit arising from his own fraud or wrongful act. In the second class of cases the Court interferes, not on the ground that any wrongful act has in fact been committed by the donee, but on the ground of public policy and to prevent the relations which existed between the parties and the influence arising therefrom being abused."

 

 

Οι συμβάσεις που μπορούν να καταργηθούν λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει μεταξύ των μερών ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση, η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει.

Σε μια αντιδικία, ο ενάγων μπορεί να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν και οι δύο περιπτώσεις. ότι δηλαδή, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει και ότι όντως υπάρχει. Στο τέλος, δεν αποκλείεται να αποβεί επιτυχής η επίκληση και των δύο περιπτώσεων, εφόσον η μια δεν ουδετεροποιεί την άλλη. Βλ. Re Craig Meneces and Another v. Middleton and Others (1970) 2 All E.R. 390.

Στην περίπτωση, όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, απαραιτήτως πρέπει να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη συνομολόγηση της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής. Σ΄ αυτή την περίπτωση, ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή έχει το βάρος να αποδείξει τη ψυχική πίεση.

Στην δεύτερη περίπτωση, όπου τεκμαίρεται η ύπαρξη της ψυχικής πίεσης, το μέρος στο οποίο έχει εναποτεθεί η εμπιστοσύνη, έχει το βάρος να καταδείξει ότι αυτός που τον εμπιστεύθηκε και τώρα επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής, ενήργησε οικειοθελώς υπό την έννοια ότι ήταν ελεύθερος και καλά πληροφορημένος να προβεί ο ίδιος σε ανεξάρτητη εκτίμηση της ωφελιμότητας της σύμβασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς αυτό να αποτελεί τον κανόνα, ο μόνος τρόπος ανατροπής του τεκμηρίου είναι η απόδειξη ότι το μέρος που επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής πήρε ανεξάρτητη συμβουλή πριν από τη σύναψη της συμφωνίας την οποία και ακολούθησε.

Στην υπόθεση που εξετάζουμε, τα γεγονότα καταδείχνουν ότι η εφεσίβλητη κατά τον κρίσιμο χρόνο που συνομολογήθηκε η σύμβαση ημερομηνίας 16.3.1995 ήταν μόνη, άρρωστη, κλινήρης και αβοήθητη, ανίκανη να φροντίζει τον εαυτό της. Και ενώ η εφεσίβλητη αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης, παρουσιάστηκαν οι εφεσείοντες ως τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να δώσουν λύση στο πρόβλημά της και να την βγάλουν από τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει. Στην αρχή προετοίμασαν το έδαφος παρέχοντας στην εφεσίβλητη φροντίδα και περιποιήσεις. Την έπεισαν ότι το γηροκομείο στο οποίο σκεφτόταν να πάει δεν ήταν η καλύτερη λύση γιατί εκεί ελλόχευε ο κίνδυνος της κακομεταχείρησης που κανένας δεν θέλει να υποστεί. Την δελέασαν επίσης με την υπόσχεση ότι θα την έπαιρναν μαζί τους στον Καναδά για να εξεταστεί από γιατρούς για τη θεραπεία των εντέρων της.

Είναι φανερό ότι η εφεσίβλητη εναπόθεσε στους εφεσείοντες πίστη και εμπιστοσύνη. Η σχέση που σταδιακά δημιουργήθηκε μεταξύ τους ήταν τέτοια που η εφεσίβλητη έβλεπε στα πρόσωπα των εφεσειόντων τους σωτήρες της και το μόνο στήριγμα που θα είχε για το υπόλοιπο του βίου της. Μεταξύ των διαδίκων είχε δημιουργηθεί σχέση εξάρτησης της εφεσίβλητης από τους εφεσείοντες. Ηταν ακριβώς κάτω από αυτές τις συνθήκες που συνομολογήθηκε η επίδικη σύμβαση από την οποία οι εφεσείοντες αποκόμισαν εξ αρχής και διά μιας, ένα δυσανάλογα μεγάλο και αθέμιτο όφελος. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες κυριάρχησαν επί της θέλησης της εφεσίβλητης με αποτέλεσμα να επωφεληθούν από τη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε μεταξύ τους υποστηρίζεται πλήρως από τα γεγονότα της υπόθεσης.

Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη πέτυχε να αποδείξει ότι ασκήθηκε σε βάρος της ψυχική πίεση από τους εφεσείοντες υπό το κράτος της οποίας συνομολογήθηκε η επίδικη σύμβαση είναι ορθή. Είναι ορθή επίσης και η διαπίστωση ότι η μεταξύ των διαδίκων συναλλαγή ήταν υπό τις περιστάσεις υπέρμετρα επαχθής για την εφεσίβλητη. Ως συνέπεια της τελευταίας διαπίστωσης είναι η εκ του νόμου, - άρθρο 16(3)* Κεφ. 149, - μετάθεση στους εφεσείοντες του βάρους απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, εφόσον οι εφεσείοντες σύμφωνα με προηγούμενο εύρημα του Δικαστηρίου, ήταν σε θέση να κυριαρχήσουν επί της θέλησης της εφεσίβλητης.

Το επαχθές της συναλλαγής για την εφεσίβλητη είναι ολοφάνερο. Η εφεσίβλητη μεταβίβασε στους εφεσείοντες το σπίτι και τα χρήματα που είχε με μόνο αντάλλαγμα την υποχρέωση που ανέλαβαν οι εφεσείοντες να την φροντίζουν μέχρι το τέλος του βίου της. Η συναλλαγή έγινε χωρίς οι εφεσείοντες να προσφέρουν οποιεσδήποτε εγγυήσεις που να διασφαλίζουν την εκτέλεση της εκ μέρους τους αναληφθείσας υποχρέωσης ούτε και λήφθηκαν μέτρα για κατοχύρωση των δικαιωμάτων της εφεσίβλητης όπως για παράδειγμα την εγγραφή του δικαιώματος για κατοχή και χρήση της οικίας εφ΄ όρου ζωής στο Κτηματολόγιο.

Ο δικηγόρος που κατάρτισε τη σύμβαση διάβασε το κείμενο που ετοίμασε στην παρουσία των διαδίκων και ακολούθως τους ρώτησε αν συμφωνούν. Οταν οι εφεσείοντες απάντησαν καταφατικά, πλησίασε την εφεσίβλητη και την ρώτησε αν κατάλαβε αυτά που διάβασε και αν συμφωνεί. Η απάντηση της εφεσίβλητης ήταν καταφατική. Και αφού βεβαιώθηκε ότι η εφεσίβλητη είχε αντιληφθεί το περιεχόμενο της συμφωνίας, τα μέρη προχώρησαν στην υπογραφή της.

Ο τρόπος με τον οποίο ο δικηγόρος ενήργησε υπό τις περιστάσεις θεωρούμε πως δεν εξισούται με ό,τι λογικά εξυπονοεί ο όρος "ανεξάρτητη συμβουλή" για τους σκοπούς και τις ανάγκες της υπό κρίση υπόθεσης.

Το περιεχόμενο και ο βαθμός πληρότητας της συμβουλής είναι στοιχεία τα οποία καθορίζουν γενικά την επάρκεια της συμβουλής. Οι παράγοντες με βάση τους οποίους κρίνεται το κατά πόσο η συμβουλή είναι "ανεξάρτητη" είναι διαφορετικοί όμως δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει αυτή η όψη του θέματος.

Στην προκείμενη περίπτωση θα μπορούσε για παράδειγμα, να λεχθεί στην εφεσίβλητη ότι η καταβολή των χρημάτων μπορούσε να γίνει σταδιακά έτσι ώστε να διδόταν στο μεταξύ η ευκαιρία να δοκιμαστεί στην πράξη η ποιότητα της φροντίδας που θα παρείχαν οι εφεσείοντες και να διαπιστωθεί κατά πόσο και σε ποιο βαθμό οι εφεσείοντες θα τηρούσαν τις υποσχέσεις που έδωσαν. Θα μπορούσε ακόμα να εξηγηθεί στην εφεσίβλητη ότι και η μεταβίβαση της οικίας θα ήταν καλύτερα αν γινόταν σταδιακά και ότι υπήρχε η δυνατότητα εγγραφής του δικαιώματος για κατοχή και χρήση της οικίας εφ΄ όρου ζωής στο Κτηματολόγιο. Τέλος, θα μπορούσε να εξηγηθεί στην εφεσίβλητη ότι θα ήταν καλύτερα αν οι εφεσείοντες παρείχαν κάποιας μορφής εγγύηση για την τήρηση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν. Ομως, τίποτε από αυτά δεν ειπώθηκε στην εφεσίβλητη υπό μορφή συμβουλής και συμφωνούμε με την διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστή ότι η εφεσίβλητη δεν είχε ανεξάρτητη συμβουλή. Υπενθυμίζουμε ότι ο δικηγόρος κ. Κωνσταντίνου σ΄ ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση αν είχε καθήκον να εξηγήσει στην εφεσίβλητη τις συνέπειες που αυτή θα είχε να υποστεί κλπ ο μάρτυρας απάντησε πως αυτό ήταν θέμα που δεν τον αφορούσε και δεν έκαμε οποιαδήποτε προσπάθεια να την επηρεάσει θετικά ή αρνητικά. Νομίζουμε ότι αυτή ήταν η κατάλληλη περίπτωση, δεδομένου του ύψους της περιουσίας που θα μεταβιβαζόταν, που καθώς προκύπτει δεν υπήρχε ούτε και άλλη, η εφεσείουσα θα έπρεπε να τύχει ανεξάρτητης νομικής ή άλλης συμβουλής. Βλ. Credit Lyonnais Bank Nederland NV v. Burch (1997) 1 All E. R. 144. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη δήλωσε στο δικηγόρο ότι κατάλαβε το περιεχόμενο της συμφωνίας και συγκατατίθεται δεν είναι από μόνο του αρκετό για την ανατροπή του τεκμηρίου που έχει δημιουργηθεί. Βλ. Morely v. Loughnan (1893) 1 Ch.D. 736, Powell v. Powell (1900) 1 Ch.D. 243, Inche Noriah v. Shaik Allie Bin Omar (1928) All E.R. Rep. 189.

Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων περί εγκρίσεως της σύμβασης από την εφεσίβλητη δεν ευσταθεί. Κατά το χρόνο που διέρρευσε από την υπογραφή της συμφωνίας μέχρι την έγερση της αγωγής η κατάσταση της εφεσίβλητης διατηρήθηκε αμετάβλητη. Βρισκόταν συνεχώς κάτω από την κυριαρχία των εφεσειόντων. Εξάλλου ο ισχυρισμός περί έγκρισης της συμφωνίας αποτελεί υπεράσπιση του δικαίου της επιείκειας η οποία θα έπρεπε να είχε εγερθεί λεπτομερώς στις γραπτές προτάσεις των εφεσειόντων. Βλ. Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου, ΠΕ αρ. 9784, ημερ. 26.3.1998.

Το παράπονο των εφεσειόντων για τη μη επιδίκαση εξόδων αναφορικά με την ανταπαίτηση δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο άσκησε δικαστικά τη διακριτική του ευχέρεια και δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα που να δικαιολογεί τη δική μας επέμβαση. Βλ. Α.Χρ. Σολομωνίδης & Α/φοί Λτδ v. Tsouris Constructions and Estates Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 355.

Ο λόγος 2 της αντέφεσης έχει εγκαταληφθεί. Οι υπόλοιποι λόγοι αντέφεσης κρίνονται αβάσιμοι. Δεν έχουμε διαπιστώσει σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση έτσι ώστε να δικαιολογείται η δική μας παρέμβαση για ανατροπή των διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου στις οποίες γενικά αναφέρεται η αντέφεση. Ο υπολογισμός του ποσού των αποζημιώσεων που έχει επιδικασθεί υπέρ των εφεσειόντων για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στην εφεσίβλητη είναι γεγονός ότι έγινε πάνω σε ψηλή βάση και με πολλή γενναιοδωρία. όμως δεν θεωρούμε ότι υπάρχει υπέρβαση των ορίων έτσι ώστε να δικαιολογείται η τροποποίηση της απόφασης.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Το ίδιο και η αντέφεση, η οποία και αυτή απορρίπτεται με έξοδα.

Δ.

Δ.

Δ.

ΣΦ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο