Λουκάς Στυλιανού ν. Παναγιώτα Αργυρού Μάτση (2000) 1 ΑΑΔ 1288 Λουκάς Στυλιανού ν. Παναγιώτα Αργυρού Μάτση, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10347, 18 Ιουλίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1288

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10347

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

Λουκάς Στυλιανού, από την Αραδίππου,

Εφεσείοντας/Εναγόμενος

και

Παναγιώτα Αργυρού Μάτση, από τη Λευκωσία,

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα

και

Κυριάκος Ιταλού, από Πέρα Ορεινής,

Τριτοδιάδικος

----------------------------------- ----

18 Ιουλίου 2000

Για τον Εφεσείοντα: κ. Α. Δράκος.

Για την Εφεσίβλητη: κ. Σ. Σπυριδάκις.

Για τον Τριτοδιάδικο: κ. Π. Κακόπιερος.

-----------------------------

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

Τα γεγονότα

Η εφεσίβλητη τραυματίσθηκε όταν το όχημα που οδηγούσε ο σύζυγος της και στο οποίο επέβαινε ως επιβάτης, δέχθηκε δύο διαδοχικά κτυπήματα από πίσω από τα οχήματα του εφεσείοντος και του τριτοδιαδίκου. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δηλώθηκε εκ συμφώνου

(1) Οτι η εφεσίβλητη δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα,

(2) Οτι ο εφεσείων ήταν υπεύθυνος κατά 30% και ο τριτοδιάδικος κατά 70% για το ατύχημα,

(3) Και ότι το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων (εκτός από την απώλεια υπερωριών) ανερχόταν σε £3.432,50 σ.

Ετσι παρέμεινε προς εκδίκαση το θέμα των γενικών αποζημιώσεων. Κατατέθηκαν προς τούτο τρία πιστοποιητικά του Δρος Διέτη και δόθηκε προφορική μαρτυρία από τον ίδιο. Ο εφεσείων και ο τριτοδιάδικος περιορίστηκαν στην αντεξέταση του Δρος Διέτη και δεν κάλεσαν μάρτυρες.

Η εφεσίβλητη κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 35 ετών και εργαζόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας ως νοσοκόμα. Ο καθορισμός και η έκταση των τραυμάτων της, όπως αυτά περιέχονται στα ιατρικά πιστοποιητικά και την προφορική μαρτυρία του Δρος Διέτη, αποτέλεσαν τη βάση των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τον Δρα Διέτη οι πρώτες ενδείξεις ευθύς μετά το ατύχημα ήταν ότι η εφεσίβλητη είχε υποστεί αυχενικό τραυματισμό λόγω της απότομης επιτάχυνσης - επιβράδυνσης της κεφαλής. Ο ακτινολογικός έλεγχος έδειξε πιθανό εξάρθρημα μεταξύ του άτλαντος και ινιακού ιστού που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση σπαστικού ρεβοκράνου (δηλ. ελαφρή πλάγια στροφή της κεφαλής) με ελαφρό μούδιασμα των χεριών και ελαφρή μυϊκή αδυναμία. Ως αποτέλεσμα της στροφής ο σπόνδυλος μετακινήθηκε ελαφρά και παρουσιαζόταν σπασμός των μυών του αυχένος που εμπόδιζαν την κινητικότητα του σπονδύλου με αποτέλεσμα την εμφάνιση πόνου. Τα πιο πάνω τραύματα επέβαλλαν την τοποθέτηση κολλάρου στο λαιμό. Σταδιακά η κατάσταση της εφεσίβλητης παρουσίασε βελτίωση αλλά παρέμεινε μια δυσκαμψία του αυχένα με ελαφρά στροφή της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Κατόπιν ιατρικής συμβουλής η εφεσίβλητη άρχισε μετά από μια μεγάλη χρονική περίοδο να αφαιρεί κατά διαστήματα τον κολλάρο για να μην αδυνατίσουν οι μυς του λαιμού. Η εφεσίβλητη είχε παρουσιάσει μερικά επεισόδια σπαστικού ρεβόκρανου που αντιμετωπίστηκαν με συντηρητική αγωγή. Υπήρχε πάντα η πιθανότητα επιδείνωσης της κατάστασης της που θα χρειαζόταν αυχενική σπονδυλοδεσία. Η εφεσίβλητη παρουσίαζε εύκολα κόπωση με αυχεναλγία σε χειρονακτική εργασία. Προς τούτο της ανατέθηκαν καθήκοντα στα εξωτερικά ιατρεία όπου η εργασία ήταν πιο ελαφράς μορφής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στην εφεσίβλητη ποσό £10,000 υπό τύπο γενικών αποζημιώσεων και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα ποσά που είχαν δηλωθεί, εκδόθηκε απόφαση

(α) Υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος για £19.932,50 με 6% τόκο από τις 8/4/91 (ημερομηνία του ατυχήματος) και 8% από 29/11/96, πλέον έξοδα και

(β) Υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του τριτοδιαδίκου για £5.979,75 με 6% τόκο από τις 8/4/91 (ημερομηνία του ατυχήματος) και 8% από 29/11/96.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενος ότι

(α) Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων είναι λανθασμένα υπερβολικό και

(β) Η επιδίκαση των σχετικών τόκων είναι λανθασμένη.

Με αντέφεση η εφεσίβλητη υποστηρίζει ότι το ποσό που έχει επιδικαστεί είναι χαμηλό, σε βαθμό που να δικαιολογείται επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την αύξηση του.

 

 

 

Ο υπολογισμός των αποζημιώσεων

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι το επιδικασθέν ποσό των £10.000 για γενικές αποζημιώσεις είναι υπερβολικό αν ληφθούν υπόψη μεταξύ άλλων ότι η κατάσταση της εφεσίβλητης βελτιώθηκε σημαντικά αφού δεν είχε ενοχλήσεις μετά την αλλαγή της φύσης της εργασίας της και την αποφυγή χειρονακτικής εργασίας και ότι δόθηκε υπερβολικό βάρος στην πιθανότητα νέας χειρουργικής επέμβασης. Ο εφεσείων επικαλέστηκε την απόφαση Μερακλή ν. Ταλιώτη (Π.Ε. 9242 της 19/9/97), όπου το Ανώτατο Δικαστήριο μείωσε ποσό £3.500 που επιδικάστηκε για τραυματισμό του αυχένα σε £1.500 τονίζοντας ότι η αυξητική τάση στον καθορισμό αποζημιώσεων θα πρέπει να περιορίζεται μέσα στα πλαίσια της λογικής και δίκαιης αποζημίωσης.

Αντίθετα η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι η φύση των τραυμάτων που έχει υποστεί δικαιολογεί αύξηση του επιδικασθέντος ποσού αφού δεν λήφθηκαν καθόλου υπόψη, ή στο βαθμό που έπρεπε, οι πόνοι και η ταλαιπωρία της όπως επίσης και η πιθανότητα νέας χειρουργικής επέμβασης. Είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι η έκταση των τραυμάτων της δικαιολογεί την αύξηση του ποσού σε £40.000.

Οι αποζημιώσεις είναι το μέσο με το οποίο εκτιμάται ο πόνος και η ταλαιπωρία του θύματος, χωρίς να αποσκοπεί στην τιμωρία του προσώπου που φέρεται ως νομικά υπεύθυνος για τα τραύματα του θύματος. Το ύψος των αποζημιώσεων πρέπει να αντανακλά στη φύση και έκταση των τραυμάτων και του πόνου του θύματος. Τα Δικαστήρια ακολουθούν μια ανοδική πορεία στο θέμα της επιδίκασης αποζημιώσεων για σωματικά τραύματα. Η τάση όμως αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη και πρέπει να περιορίζεται μέσα σε λογικά πλαίσια. Οπως έχει τονιστεί από τον Πική, Π. στην υπόθεση Μαυροπετρή ν. Λουκά ([1995] 1 Α.Α.Δ. 66),

“Η νομολογία αποκαλύπτει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και τη ψυχική οδύνη από την περιθωριοποίηση από τις συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου [βλ. μεταξύ άλλων, Paraskevaides (Overseas) Ltd. v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, Polycarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727, Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Παναγή ν. Θεοδώρου (Πολιτική Εφεση 8409, ημερομηνία έκδοσης αποφάσεως 26.11.92), Κωνσταντίνου ν. Ιωάννου (Πολιτική Εφεση 8179, ημερομηνία έκδοσης αποφάσεως 21.9.93)]. Σταθερή είναι όμως η αρχή του δικαίου ότι οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι κοινωνικά παραδεκτές. Η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία αλλά την αποκατάσταση. Αυτή τούτη η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση, δεν πρέπει να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων. .................”

 

Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος των αποζημιώσεων, εκτός αν πεισθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του Νόμου ή αν το ποσό που έχει επιδικασθεί είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές, σε βαθμό που ο υπολογισμός των αποζημιώσεων να είναι παντελώς λανθασμένος. (Christodoulides v. Kyprianou [1968] 1 C.L.R. 130 και Constantinou v. Salachouris [1969] 1 C.L.R. 416.)

Στην παρούσα περίπτωση ο καθορισμός των κακώσεων όπως αυτά έχουν καταγραφεί στα συμπεράσματα του Δικαστηρίου προδιαγράφουν ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση ήταν έκδηλα υπερβολική. Από τη μαρτυρία που έχει δοθεί φαίνεται ότι η κατάσταση της εφεσίβλητης έχει βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό και με την αλλαγή του τόπου εργασίας και την αποφυγή χειρονακτικής εργασίας δεν εμφανίζονται σοβαρές ενοχλήσεις. Για την αλλαγή των καθηκόντων της που συνεπαγόταν και μείωση των απολαβών της επιδικάσθηκε ποσό £6.600 ως απώλεια μελλοντικών απολαβών. Κρίνουμε ότι το ποσό των £7.000 συνιστά εύλογη και δίκαιη αποζημίωση για τις γενικές αποζημιώσεις της εφεσίβλητης.

 

Ο καθορισμός των τόκων

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να επιδικάσει τόκους από την ημερομηνία έγερσης της αγωγής από τις 7/4/93 μέχρι την έγκριση του Νόμου 102(1)/96 στις 26/11/96. Επιπρόσθετα ο εφεσείων εισηγείται ότι η επιβολή των τόκων στην παρούσα περίπτωση αποτελεί παρέκκλιση από τις νομολογημένες αρχές με ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 475. Και τούτο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τόκο 6% από τις 8/4/91 (ημερομηνία του ατυχήματος) και 8% από τις 26/11/96 (ημερομηνία έγκρισης του Νόμου 102(1)/96) επί ολοκλήρου του ποσού των αποζημιώσεων που αποτελείται από (α) £10.000,00 για γενικές αποζημιώσεις, (β) £3.452,50 για ειδικές αποζημιώσεις και (γ) £6.600,00 για απώλεια μελλοντικών απολαβών.

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι ο τόκος θα πρέπει να μειωθεί

(α) Για τις ειδικές αποζημιώσεις σε 3% από την καταχώριση της αγωγής στις 7/4/93 και 4% από τις 22/11/96,

(β) Για τις γενικές αποζημιώσεις σε 6% από την καταχώριση της αγωγής στις 7/4/93 και 8% από 26/11/96 και

(γ) Για απώλεια μελλοντικών απολαβών σε 8% από 24/9/98.

Αντίθετα η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι ο τόκος θα πρέπει να επιδικαστεί από την ημερομηνία του ατυχήματος και τούτο γιατί η καθυστέρηση των δύο χρόνων που παρατηρήθηκε από την ημερομηνία του ατυχήματος μέχρι την καταχώριση της αγωγής, οφειλόταν στο ότι η ίδια ανέμενε να διαπιστώσει την εξέλιξη της μετατραυματικής της κατάστασης για να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα στο Δικαστήριο.

Το θέμα του καθορισμού του τόκου εμπίπτει μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Μια εκτενής ανάλυση του θέματος με ειδική αναφορά στην Αγγλική νομολογία έγινε από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην υπόθεση Φοινικαρίδη (πιο πάνω), όπου τονίστηκε ότι στην απουσία άλλων παραγόντων που θα δικαιολογούσαν διαφορετική αντιμετώπιση, ως ενδεδειγμένο σημείο έναρξης καταβολής τόκου για γενικές αποζημιώσεις προσφέρεται η ημερομηνία επίδοσης της αγωγής. Για ειδικές αποζημιώσεις τόκος μπορεί να επιδικασθεί από την έγερση του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι την απόφαση μειωμένος στο μισό, για να υποδεικνύει ότι η ζημιά δεν προέκυψε από την αρχή ενώ για την απώλεια μελλοντικών απολαβών δεν επιδικάζεται τόκος. Στην πιο πάνω υπόθεση τονίστηκε επίσης ότι ένας παράγων που δεν μπορεί να παραγνωριστεί είναι ο τρόπος με τον οποίο προωθείται η αγωγή προς εκδίκαση, αφού μια αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της μπορεί να έχει ως επακόλουθο τον περιορισμό της χρονικής έκτασης καθορισμού του τόκου. Οπως έχει λεχθεί από τον Κωνσταντινίδη, Δ.,

“Τονίζεται πως τα πιο πάνω, ως καθοδήγηση σε σχέση με τον τρόπο άσκησης διακριτικής εξουσίας, όπως συμβαίνει σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, δεν αποτελούν ούτε κανόνα δικαίου ούτε κανόνα πρακτικής έτσι που να αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο. Η ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων που δεν θα κατάτασσαν μια υπόθεση στην κατηγορία των συνηθισμένων υποθέσεων του είδους, μπορούν να ληφθούν υπόψη και ενδεχομένως να οδηγήσουν σε κάποια διαφορετική προσέγγιση. (Βλ. Cookson v. Knowles [1978] 2 All E.R. 604 (H.L.), Wright v. British Rlys Board [1983] 2 All E.R. 698. Συναφώς, σημειώνουμε πως σ’ όλες τις περιπτώσεις είναι δυνατό να διαδραματίσει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η αγωγή προς εκδίκαση. Στις περιπτώσεις που παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση αυτή. Για όσο χρόνο διαρκεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ο ενάγων στερείται τα χρήματα στα οποία δικαιούται από δικό του σφάλμα (Birkett v. Hayes and Another [1982] 2 All E.R. 710 (C.A.) και Spittole v. Bunney [1988] 3 All E.R. 1031).”

 

Oι πιο πάνω καθοδηγητικές αρχές υιοθετήθηκαν και εφαρμόσθηκαν στις υποθέσεις Στεφανή ν. Λαμπή Π.Ε. 9966 της 29/10/99 και Θεοδούλου ν. A. Panayides Contracting Ltd. Π.Ε. 9996 της 22/12/99.

Σε περιπτώσεις αστικών αδικημάτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 58Α του Κεφ. 148 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 5 του Νόμου 156/85), σε αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες ή θάνατο το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιδικάζει, εκτός αν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι περί του αντιθέτου, τόκο προς 6% επί ολοκλήρου ή μέρους του ποσού των επιδικαζόμενων αποζημιώσεων για ολόκληρη ή μέρος της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας που γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 101(1)/96 ο τόκος του 6% αυξήθηκε σε 8% από τις 22/11/96. Η διαφοροποίηση αυτή επιτρέπει στο Δικαστήριο σε περιπτώσεις αστικών αδικημάτων να επιδικάζει τόκο όχι μόνο από την ημερομηνία της απόφασης αλλά από την ημερομηνία της δημιουργίας του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Μετά την έκδοση της απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 33 του Νόμου 14/60. Με το άρθρο 4 του Νόμου 102(1)/96 τροποποιήθηκε το άρθρο 33 του Νόμου 14/60 και δόθηκε η ευχέρεια επιδίκασης τόκου 8% από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής πάνω σε ολόκληρο ή μέρος του επιδικαζόμενου ποσού.

Το θέμα της επιδίκασης τόκου εξετάστηκε πρόσφατα στις αποφάσεις Στεφανή ν. Λαμπή (πιο πάνω), Θεοδούλου ν. A. Panayides Contracting Ltd. (πιο πάνω) και πρόσφατα στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λίμιτεδ, Π.Ε. 10377 και 10381 της 29/6/2000, όπου τονίστηκαν από τον Πική Π. τα ακόλουθα:

“Σύμφωνα με το Ν. 49(Ι)/97, μπορεί να αποδοθεί επιτόκιο σε απόφαση για αποζημιώσεις 6% μέχρι την ημερομηνία έκδοσης του Ν. 102(Ι)/96 (29/11/96) και από την ημέρα εκείνη και μετά 8%. Σημειωτέον ότι το Αρθρο 58Α του ΚΕΦ. 148, όπως αναμορφώθηκε από το Ν. 49(Ι)/97, τυγχάνει εφαρμογής υπό την αίρεση των προνοιών των εδαφίων (2) και (3) του Αρθρου 33 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1997 και των περιορισμών της επιφύλαξης του. (Αντικατέστησε το Αρθρο 5 του Ν. 156/85). Ο νόμος απολήγει στην παροχή ευχέρειας επιδίκασης τόκου για ολόκληρο ή μέρος του ποσού των αποζημιώσεων από την ημέρα γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος ή από οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, ως ήθελε κριθεί δίκαιο, προς 8%. Αναφορικά με αγωγές που εκκρεμούσαν πριν τη θέσπιση του Ν. 102(Ι)/96, ο επιδικαζόμενος τόκος καθορίζεται σε 6% μέχρι την ημερομηνία έκδοσής του (29/11/96).”

 

 

Η επιδίκαση τόκου από το πρωτόδικο Δικαστήριο επί ολόκληρου του ποσού των αποζημιώσεων συνιστά λανθασμένη άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Εχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η εφεσίβλητη καθυστέρησε, σύμφωνα με το λόγο που προέβαλε, να καταχωρίσει την αγωγή από τις 8/4/91 μέχρι τις 7/4/93, η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τους τόκους διαφοροποιείται ως ακολούθως:

Επιδικάζεται

(α) Τόκος 6% πάνω στο ποσό των £7.000 των γενικών αποζημιώσεων από τις 7/4/93 (καταχώριση της αγωγής) και ακολούθως 8% από τις 29/11/96 (ημερομηνία έκδοσης του Νόμου 102(1)/96) μέχρι εξόφλησης.

(β) Τόκος 4% πάνω στο ποσό των £3.452,50 σ. των ειδικών αποζημιώσεων από τις 7/4/93 (καταχώριση της αγωγής) και ακολούθως 8% από 29/11/96 μέχρι εξόφλησης.

(γ) Τόκος 8% πάνω στο ποσό των £6.600 των μελλοντικών απολαβών από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης στις 24/9/98.

Με τη μείωση του ποσού των γενικών αποζημιώσεων εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του τριτοδιαδίκου για £5.115,60 σ. με τόκο 6% από τις 7/4/93 (καταχώριση της αγωγής) και ακολούθως τόκο 8% από τις 29/11/96 μέχρι εξόφλησης.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η αντέφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ανάλογα. Η εφεσίβλητη καταδικάζεται όπως πληρώσει τα έξοδα της έφεσης.

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο