Αντωνίτσας Φιλίππου κ.α. ν. Νίκου Παναγή κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1275 Αντωνίτσας Φιλίππου κ.α. ν. Νίκου Παναγή κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10194, 18 Ιουλίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1275

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10194

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών

 

Μεταξύ:

1. Αντωνίτσας Φιλίππου, εκ Λάρνακας,

2. Κώστα Φιλίππου, εκ Λάρνακας,

Εφεσειόντων-Εναγόντων

- και -

1. Νίκου Παναγή, εκ Λιοπετρίου,

2. Κυριάκου Κακούσια, εκ Λιοπετρίου,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων

------------------------

18 Ιουλίου, 2000

Για τους Εφεσείοντες: Π. Σπανός.

Για τους Εφεσίβλητους: Α. Ποιητής.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι εφεσείοντες αμφισβητούν ότι φέρουν ευθύνη, ή ότι είναι οι κυρίως υπεύθυνοι για τροχαίο δυστύχημα, το οποίο επεσυνέβη στο δρόμο Ξυλοφάγου - Δεκέλειας, στο οποίο ενεπλάκησαν το ιδιωτικό όχημα NM 455, οδηγούμενο από τον εφεσείοντα 2, και το αρθρωτό, όπως περιγράφεται, μεγάλων διαστάσεων φορτηγό όχημα BAE 591, οδηγούμενο από τον εφεσίβλητο 1.

Επίσης, εφεσιβάλλουν το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο ο εφεσίβλητος 2 δε φέρει εκ προστήσεως ευθύνη για την αμέλεια του εφεσίβλητου 1. Το Δικαστήριο καταμέρισε την ευθύνη για το δυστύχημα σε αναλογία 75% και 25% μεταξύ του εφεσείοντος 2 και του εφεσίβλητου 1.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με το παραδεκτό της ανταπαίτησης των εφεσιβλήτων, με την οποία ήγειραν απαίτηση για ζημία σε απροσδιόριστο όχημα, ύψους £450,00.

Ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος, ο εφεσείων 2 τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Οι κακώσεις, τις οποίες υπέστη, και η μετατραυματική του εξέλιξη περιγράφονται σε ιατρικά πιστοποιητικά, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, όπως δεν αμφισβητήθηκε στην έφεση η αποτίμηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ζημίας, την οποία οι εφεσείοντες υπέστησαν, ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος - £2.150,00 (ζημία στο αυτοκίνητο) η εφεσείουσα 1 και £4.430,73 (£4.000,00 γενικές και £430,73 ειδικές αποζημιώσεις) ο εφεσείων 2.

Η εφεσείουσα 1 είναι η μητέρα του εφεσείοντος 2 και η ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου, το οποίο ο εφεσείων 2 οδηγούσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, με τη συγκατάθεσή της.

Λόγω του τραυματισμού του, ως φαίνεται, ο εφεσείων 2 δεν ήταν σε θέση να καταθέσει για τα γεγονότα που περιστοιχίζουν το δυστύχημα. Κατέθεσε προς απόδειξη της υπόθεσης των συνεναγόντων ο Α. Σκεπαρνίδης, επιβάτης στο αυτοκίνητό τους (θέση συνοδηγού), η μαρτυρία του οποίου κρίθηκε ανακριβής, αντιφατική και, σε ορισμένα σημεία, εξωπραγματική.

Η πραγματική μαρτυρία, η οποία απεικονίζεται σε σχέδιο, που ετοίμασε ο αστυνομικός (της Βάσεως Δεκέλειας) ο οποίος διερεύνησε το δυστύχημα, και στο οποίο αναπαρίσταται η σκηνή του δυστυχήματος, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, περιλαμβανομένης και της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1, του οδηγού του φορτηγού, του οποίου η μαρτυρία έγινε, κατά βάση, δεκτή.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα γεγονότα που περιβάλλουν το δυστύχημα εκτυλίχθηκαν ως ακολούθως:-

Το φορτηγό, πλάτους 2.45 μέτρων και μήκους 11.10 μέτρων, προσήγγισε το δρόμο Ξυλοφάγου - Δεκέλειας από χωματόδρομο, ο οποίος οδηγεί σε μεταλλείο. Η ύπαρξη του πλαγιόδρομου δε σημειώνεται σε οποιαδήποτε πινακίδα της τροχαίας. Η ορατότητα οδηγού, ο οποίος εισέρχεται από τον πλαγιόδρομο στον κύριο δρόμο, προς την κατεύθυνση που ήθελε να στρίψει ο οδηγός του φορτηγού (προς Ξυλοφάγου), ήταν 120 μέτρα. Καμπή του δρόμου και δενδροστοιχία περιόριζαν την ορατότητα πέραν του σημείου εκείνου. Αφού διαπίστωσε ότι η πορεία προς Ξυλοφάγου ήταν ελεύθερη, ο οδηγός του φορτηγού εισήλθε, διασταυρώνοντας τον κύριο δρόμο διαγωνίως, ώστε να πάρει την αριστερή πλευρά. Η προσοχή του οδηγού δεν παρέμεινε συνεχώς εστραμμένη προς την κατεύθυνση της πορείας που ήθελε να ακολουθήσει. ΄Εστρεψε την προσοχή του προς εκείνη την κατεύθυνση, όταν το μπροστινό μέρος του φορτηγού είχε φτάσει, περίπου, στο μέσο του δρόμου. Σ’ εκείνο το χρονικό σημείο αντιλήφθηκε την παρουσία του επερχόμενου αυτοκινήτου των εφεσειόντων, ελαύνοντος με ταχύτητα 50 μιλίων την ώρα, ταχύτητα η οποία κρίθηκε υπερβολική, λαμβανομένων υπόψη της στροφής του δρόμου και του επιτρεπτού ορίου ταχύτητος, 40 μιλίων την ώρα. Ο οδηγός του φορτηγού ανέπτυξε ταχύτητα, σε μια προσπάθεια να διαπεράσει το δρόμο το συντομότερο και να ευθυγραμμίσει το όχημά του στην αριστερή πλευρά, πράγμα που δεν πέτυχε. Το αυτοκίνητο των εφεσειόντων, το οποίο εκινείτο ασταθώς, μετακλίνοντας από τα δεξιά προς τα αριστερά (ζικ ζακ), προσέκρουσε στο οπίσθιο δεξιό μέρος του φορτηγού, στο κέντρο του δρόμου, σε σημείο 60 εκατοστών από την άκρη του φορτηγού, που προεξείχε στο άλλο ήμισυ του δρόμου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, αμελή τον εφεσίβλητο 1, λόγω της απόφραξης του δρόμου και της παρεμβολής εμποδίου στην πορεία των επερχομένων αυτοκινήτων, ως εκείνου των εφεσειόντων. Το ενδεχόμενο αυτό (απόφραξης του δρόμου) ήταν εξαρχής προβλεπτό, ενόψει και της πολύ χαμηλής ταχύτητας του φορτηγού.

Το μεγάλο μέγεθος του φορτηγού, σε συνδυασμό με τη μικρή ταχύτητα, με την οποία εισήλθε στον κύριο δρόμο, ενείχε τον κίνδυνο απόφραξης της πορείας επερχομένων αυτοκινήτων, κίνδυνος ο οποίος μεγεθύνθηκε και από το γεγονός ότι ο οδηγός του δεν είχε, εισερχόμενος στον κύριο δρόμο, συνεχώς την προσοχή του στραμμένη προς την κατεύθυνση Ξυλοφάγου, γεγονός που θα του επέτρεπε να αναπτύξει μεγαλύτερη ταχύτητα νωρίτερα από το χρόνο που το επιχείρησε.

Ο εφεσείων 2 κρίθηκε ένοχος συντρέχουσας αμέλειας, δηλαδή υπαίτιος παραλείψεων για τη δική του ασφάλεια, που συνέβαλαν στη σύγκρουση. Οι παραλείψεις του εντοπίζονται στη μεγάλη ταχύτητα, με την οποία όδευε, γεγονός που του αποστέρησε τη δυνατότητα ευχερούς αποφυγής της σύγκρουσης, μετά την προσπέλαση της καμπής, όταν ο κίνδυνος κατέστη ορατός. Σημειώνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου ότι η οδήγηση με ταχύτητα πέραν του επιτρεπτού ορίου δε συνιστά, αφ’ εαυτής, πράξη αμέλειας, όπως άλλωστε αναγνωρίζει η νομολογία. Ο οδηγός αυτοκινήτου έχει καθήκον να μεριμνά για την ασφάλεια παντός άλλου προσώπου που χρησιμοποιεί το δρόμο και να λαμβάνει προφυλάξεις, προς αποτροπή προβλεπτών κινδύνων. Ανάλογο καθήκον έχει ο οδηγός για την προστασία της ασφάλειας του ιδίου και της περιουσίας του έναντι προβλεπτών κινδύνων. Παραλείψεις για την προστασία της ασφάλειας τρίτου καθιστούν τον οδηγό ένοχο αμέλειας και παραλείψεις για την ασφάλεια του ιδίου τον καθιστούν ένοχο συντρέχουσας αμέλειας. Αμέλεια και συντρέχουσα αμέλεια των οδηγών οχημάτων, που συγκρούονται, προσμετρούν στον καθορισμό της ευθύνης, ανάλογα με το βαθμό που οι παραλείψεις εκατέρου συμβάλλουν στην πρόκληση της ζημίας. Και στις δύο περιπτώσεις, το κριτήριο για την απόδοση ευθύνης είναι το προβλεπτό του κινδύνου και παραλείψεις για τη λήψη προστατευτικών μέτρων για την αποφυγή του.

Σχετικά με τη στοιχειοθέτηση της αμέλειας του εφεσίβλητου, γίνεται αναφορά, στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε δύο αγγλικές αποφάσεις, δηλωτικές του καθήκοντος επιμέλειας οδηγού αυτοκινήτου μεγάλων διαστάσεων, το οποίο εισέρχεται σε κύριο δρόμο, προς άλλους χρήστες του δρόμου, και της μέριμνας, που αυτός πρέπει να έχει, προς αποφυγή του κινδύνου απόφραξης της πορείας τους - (βλ. Jordan v. North Hampshire Plant Hire (1970) R.T.R. 212. Barber v. British Road Services, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Times, ημερομ. 18/11/64.

Σ’ αυτή την υπόθεση, η μεγάλη ταχύτητα, με την οποία ο εφεσείων 2 προσέγγισε και πέρασε τη στροφή, αφίστατο, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, του καθήκοντος επιμέλειας για τη δική του ασφάλεια και, σε σχέση με την ανταπαίτηση, του καθήκοντος επιμέλειας προς τους εφεσίβλητους. Η ταχύτητα, με την οποία έτρεχε, περιόρισε τις δυνατότητες αντιμετώπισης προβλεπτών κινδύνων στο δρόμο.

Με την έφεση, αμφισβητούνται τα κρίσιμα ευρήματα του Δικαστηρίου, αναφορικά με τη θέση που κατείχε το φορτηγό, όταν αναφάνηκε στο δρόμο το αυτοκίνητο των εφεσειόντων.

Οι θέσεις, που προβάλαν οι εφεσείοντες ως προς τα γεγονότα, ταυτίζονται με την εκδοχή του μάρτυρα Σκεπαρνίδη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μαρτυρία του οποίου κρίθηκε αναξιόπιστη. Αναφορικά με την κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα αυτού και, γενικά, τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα γεγονότα, δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβασή μας.

Δοθέντων των ευρημάτων του Δικαστηρίου, αμφισβητείται ο καταμερισμός της ευθύνης, μεταξύ των δύο πλευρών, ως εσφαλμένος. Θέση των εφεσειόντων είναι ότι, αντίθετα προς τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τη μεγαλύτερη, αν όχι την αποκλειστική, ευθύνη για το δυστύχημα έφερε ο οδηγός του φορτηγού.

Γνώμονα για τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ δύο οδηγών, συνυπαίτιων για τροχαίο δυστύχημα, αποτελεί, αφενός, η υπαιτιότητα εκατέρου για το ακούσιο συμβάν και, αφετέρου, η εγγενής δυνατότητα πρόκλησης ζημίας από παραλείψεις εκπλήρωσης του καθήκοντος επιμέλειας - (βλ., μεταξύ άλλων, Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 178).

Οι δυσμενείς συνέπειες από την αμέλεια του οδηγού του φορτηγού, λόγω των διαστάσεων και του όγκου του, ήταν δυνητικά μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες συνέπειες αμέλειας του οδηγού του ιδιωτικού οχήματος.

Είναι η κρίση μας ότι η κατανομή της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ των δύο μερών, παραγνωρίζει, ή υποβαθμίζει τη σημασία δύο παραγόντων:-

(α) Της απόφραξης του δρόμου από το φορτηγό, που απο-τέλεσε τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος. και

(β) Των δυνητικά μεγαλύτερων συνεπειών από την αμέλεια του οδηγού του φορτηγού, σε σύγκριση με τη σημασία των αντίστοιχων συνεπειών από την αμέλεια του οδηγού του ιδιωτικού οχήματος.

Το άλλο σφάλμα, από το οποίο διαπνέεται η πρωτόδικη απόφαση, αφορά τις αντιδράσεις του εφεσείοντος 2 προς αποφυγή της σύγκρουσης. Η πραγματική μαρτυρία, όπως απεικονίζεται στο σχέδιο, δεν υποστηρίζει το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου - ότι η πορεία του εφεσείοντος 2 υπήρξε ασταθής και, ειδικά, ότι εκινείτο αλόγιστα από τα δεξιά στα αριστερά. Η σηματοδότηση της πορείας του στο σχέδιο τείνει να καταδείξει ότι, στην προσπάθειά του να αποφύγει το εισερχόμενο φορτηγό, ο εφεσείων 2 έδωσε πρώτα δεξιά στροφή στο αυτοκίνητό του και αργότερα αριστερά, προδήλως λόγω της συνεχιζόμενης πορείας του φορτηγού.

Υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων, στις οποίες έχουμε προβεί, κρίνουμε εσφαλμένο τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ των δύο μερών. Εκτίμησή μας είναι ότι τη μεγαλύτερη ευθύνη έφερε ο εφεσίβλητος 1. Ορθός καταμερισμός της ευθύνης απολήγει, σύμφωνα με την απόφασή μας, στην απόδοση ευθύνης 75% στον εφεσίβλητο 1 και 25% στον εφεσείοντα 2.

Εκ προστήσεως ευθύνη του εφεσίβλητου 2:

Ορθή είναι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου - ότι, ούτε η ιδιοκτησία του φορτηγού από τον εφεσίβλητο 2 ούτε η συγκατάθεσή του στον εφεσίβλητο 1 να οδηγήσει το αυτοκίνητό του, δεν τον καθιστούσαν, αφ’ εαυτών, εκ προστήσεως υπεύθυνο για τις αμελείς πράξεις του οδηγού (εφεσίβλητου 1).

Στην Ποταμίτης κ.α. ν. Ιωάννου (1992) 1 Α.Α.Δ. 479, ακολουθώντας τις διαγεγραμμένες από τη νομολογία αρχές*, διαπιστώσαμε:- (σελ. 481)

«Η εκ προστήσεως ευθύνη προσώπου για τις συνέπειες αστικού αδικήματος που διαπράττεται από άλλο πρόσωπο ρυθμίζεται από το άρθρο 13 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Εκ προστήσεως ευθύνη φέρει ο εναγόμενος για τις πράξεις άλλου προσώπου όταν (α) αυτές εξουσιoδοτούνται ή επικυρώνονται, ή (β) συνιστούν πράξεις εργοδοτουμένου (υπηρέτη) στο πλαίσιο της εργασίας του.»

Οι ίδιες αρχές υιοθετούνται και αντανακλούνται στη μεταγενέστερη απόφαση στην Καθητζιώτης ν. Manocas Transport Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 954.

Το δικάσαν Δικαστήριο παραπέμπει, επίσης, στην Aloupou and Another v. HjiGeorghiou and Another (1984) 1 C.L.R. 475, όπου υποδεικνύεται ότι ο εργοδότης φέρει εκ προστήσεως ευθύνη για κάθε πράξη υπαλλήλου του, η οποία εμπίπτει στα καθήκοντα της θέσης του, ή συνάπτεται προς αυτά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε την ακόλουθη διαπίστωση:-

«Δεν υπάρχει καμμιά μαρτυρία αναφορικά με το κατά πόσο ο εναγόμενος 1 εκτελούσε εργασία για την οποία εργοδοτείτο, αφού ούτε καν ανάφερε τί δουλειά έκανε, ούτε και ποιές ήσαν οι εργασίες του εργοδότη του, ή ποιά ήσαν τα δικά του καθήκοντα για τα οποία εργοδοτείτο. Μόνο με απλές εικασίες θα μπορούσε ίσως κάποιος να υποθέσει ότι ο εναγό-μενος 1 στον ουσιώδη χρόνο μετέφερε σκύρα επειδή τον εξουσιοδότησε ο εργοδότης του ή έτσι απαιτούσαν οι ανάγκες της εργοδοσίας και όχι επειδή π.χ. το έπραττε για δικούς του σκοπούς.»

Προβαίνοντας στις διαπιστώσεις του, το πρωτόδικο Δικαστηρίο παραγνωρίζει μια ουσιώδη πτυχή της μαρτυρίας. Στη μαρτυρία του ο εφεσίβλητος 1, ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος, κατέθεσε τα ακόλουθα, κατά την αντεξέτασή του από την άλλη πλευρά:-

«Ε. Τι ώρα ήταν που έγινε το ατύχημα;

Α. Περίπου 2.00 η ώρα μετά το μεσημέρι.

Ε. ΄Ησουν σε ώρα εργασίας και έκαμνες τη δουλειά σου;

Α. Βεβαίως.

Ε. Που εργαζόσουν;

Α. Στο Παραλίμνι.

Ε. Ο εργοδότης σου;

Α. Κυριάκος Κακουσιάς από το Λιοπέτρι.

Ε. Σου ανέθεσε να πάεις να πιάσεις σκύρα από το συγκεκριμένο σημείο;

Α. Ναι.

Ε. Ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου ήταν επίσης ο Κακουσιάς;

Α. Μάλιστα.»

Προκύπτει αβίαστα ότι ο εφεσίβλητος 1 εκτελούσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, εργασία που του ανατέθηκε από τον εργοδότη του, τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, στο πλαίσιο της εργοδότησής του και κατά τις εργάσιμες ώρες.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η απόδοση εκ προστήσεως ευθύνης στον εφεσίβλητο 2 ήταν αναπόφευκτη.

ΙΑΤΡΙΚΑ ΕΞΟΔΑ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του εφεσείοντος 2 για την ανάκτηση της δαπάνης, που υπέστη για τη μετάβασή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στη μύτη, αρθρωπλαστικής κυρίως μορφής - διαφραγματοπλαστική (septoplasty), ρινοπλαστική (rhinoplasty), σμίκρυνση των ρινικών κόγχων (reduction of inferior and middle turbinates). Η συνολική δαπάνη, που επωμίστηκε, ήταν:-

St£1.030,00 - Ιατρικά έξοδα επέμβασης.

St£250,00 - Αμοιβή αναισθησιολόγου.

St£1.080,00 - Κόστος ενοικίασης διαμερίσματος δύο υπνοδωματίων στο Λονδίνο, μεταξύ 6/11/94 - 23/11/94.

Το δικάσαν Δικαστήριο έκρινε, υπό το φως της προσαχθείσας μαρτυρίας, ότι η απόφαση για μετάβαση στο Ηνωμένο Βασίλειο, για να υποβληθεί σε αρθρωπλαστική επέμβαση, λήφθηκε από τον ίδιο και την οικογένειά του, χωρίς τη συνδρομή ιατρικής συμβουλής.

Η ιατρική μαρτυρία αποκάλυψε ότι ανάλογη επέμβαση θα μπορούσε να γίνει με επιτυχία τόσο στο νοσοκομείο, όπου ο εφεσείων 2 θα ετύγχανε δωρεάν ιατρικής περίθαλψης, όσο και σε ιδιωτική κλινική, έναντι δαπάνης, κυμαινόμενης μεταξύ £600,00 και £700,00.

Το δικαιολογημένο της αναζήτησης ιατρικής γνώμης και, παρεπόμενα, θεραπείας από το θύμα αστικού αδικήματος εξετάζεται κάτω από πλατιά σκοπιά. Είναι παραδεκτή, γενικά, η αναζήτηση ιατρικής γνώμης για την κατάσταση της υγείας του θύματος. Το εύλογο της αναζήτησης ιατρικής συμβουλής είναι, όπως διαπιστώνεται στην Κωνσταντίνου ν. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110, το κριτήριο για το παραδεκτό της δαπάνης, την οποία επωμίζεται ο τραυματισθείς - (βλ. Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη, Π.Ε. 8452 και 8463, 24/4/1996). Ιατρική θεραπεία, περιλαμβανομένης και της υποβολής του ασθενούς σε χειρουργική επέμβαση, μπορεί να αναληφθεί και στο εξωτερικό, όπως εξηγείται στην Dieti v. Loizides (1978) 1 C.L.R. 233. Το λελογισμένο της δαπάνης είναι το κριτήριο για την ανάκτησή της, όπως εξηγείται στην απόφαση του Εφετείου, που δόθηκε από τον Τριανταφυλλίδη, Π., παραπέμποντας, προς τούτο, στο σύγγραμμα McGregor on Damages, 13th ed., p. 761, para. 1128.

Σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου στη Μιχαηλίδης ν. Κακουλλή και άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 674, η γνώμη των ιατρών του θύματος του αστικού αδικήματος για την αποθεράπευσή του άπτεται άμεσα του ευλόγου της δαπάνης η οποία καταβάλλεται. Αυτό εξηγείται στη Rubens v. Walker (1946) S.C. 215, 216, η οποία αναφέρεται επιδοκιμαστικά στη Μιχαηλίδης, (ανωτέρω).

Η υποχρέωση του θύματος του αστικού αδικήματος προς μετριασμό της ζημίας δεν ευρίσκει έρεισμα στον τομέα της ιατρικής δαπάνης, στο βαθμό και έκταση που ανευρίσκει σε άλλους τομείς. Αυτό προκύπτει από τη θεώρηση της νομολογίας, ως προς την ανάκτηση ιατρικών εξόδων, από το McGregor on Damages, Fifteenth Edition, βλ. παράγραφο 1497 κ.ε.

΄Οπως αναφέρεται στον Ogus - The Law of Damages, 1973, p. 174, η υποχρέωση του θύματος αστικού αδικήματος προς μετριασμό της ζημίας δεν τυγχάνει, όπως διαφαίνεται από τη νομολογία, αυστηρής εφαρμογής, σε σχέση με τις επιλογές για την αντιμετώπιση των κακώσεων που το θύμα υφίσταται. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πάσχων γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλο τις συνέπειες των κακώσεων στην υγεία του. Δεύτερο, το θύμα δικαιούται να αναζητήσει το καλύτερο δυνατό για την αποκατάσταση της υγείας του. Το θέμα δεν είναι η επιδιόρθωση αντικειμένου, αλλά η αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου και ό,τι αυτή συνεπάγεται για τον άνθρωπο.

Στην προκείμενη περίπτωση, η αδυναμία της υπόθεσης του εφεσείοντος 2 έγκειται, πρώτο, στο ότι δεν τεκμηριώθηκε η αναγκαιότητα της επέμβασης, την οποία υπέστη, και καθόλου το αποτελεσματικότερο της αποθεραπείας του στο εξωτερικό. Αντίθετα, η ιατρική μαρτυρία, που προσάχθηκε εκατέρωθεν, αποκάλυψε ότι η επέμβαση, στην οποία υπεβλήθη ο εφεσείων στο εξωτερικό, θα μπορούσε να γίνει με την ίδια ευχέρεια και με τον ίδιο βαθμό επιτυχίας στην Κύπρο. Η απόφαση για τη μετάβαση του εφεσείοντος 2 στο εξωτερικό λήφθηκε, ως αποκάλυψε η μαρτυρία, κατά κύριο λόγο, από τους γονείς του, μετά από συνομιλίες που είχαν με ιατρούς του νοσοκομείου Λάρνακος, όπου νοσηλευόταν ο υιός τους. Οι ίδιοι οι γιατροί δεν κατέθεσαν. Ελλείπει, στον τομέα αυτό, η τεκμηρίωση του εύλογου της δαπάνης, μέσα στα πλατιά όρια που έχουμε διαγράψει.

Τέλος, ο εφεσείων 2 προσβάλλει το μέρος της απόφασης του δικάσαντος Δικαστηρίου, που άπτεται της ανταπαίτησης. Υποβλήθηκε ότι η ανταπαίτηση δε στοιχειοθετήθηκε με αναφορά σε ζημία, που προκλήθηκε στο φορτηγό λόγω της σύγκρουσης. Επομένως, η συμφωνία των μερών για το ύψος της ζημίας, που προκλήθηκε στο όχημα - £250,00, δεν μπορούσε να συσχετισθεί με την ανταπαίτηση. Είναι γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι, στην κοινή τους υπεράσπιση, αρνούνται ότι είναι ιδιοκτήτες του φορτηγού. Παρά ταύτα, ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημία, λόγω της αμέλειας του εφεσείοντος 2, η οποία ανέρχεται σε £450,00, ποσό το οποίο συνθέτουν:-

(α) £250,00 «ισιώματα και πογιατίσματα».

(β) £100,00 «απώλεια εσόδων επί 10 ημέρες £10 ημερησίως».

(γ) £100,00 «μείωση της αξίας του αυτοκινήτου».

Το όχημα, το οποίο υπέστη τη ζημία, δεν καθορίζεται. Δοθείσας δε της άρνησης των εφεσιβλήτων, και ιδίως του εφεσίβλητου 2, ότι είναι ο ιδιοκτήτης του φορτηγού, η ζημία, της οποίας επιδιώκεται η ανάκτηση, δεν μπορεί να συσχετισθεί με το φορτηγό.

Υπό το πρίσμα του περιεχομένου της υπεράσπισης, το οποίο, ως αναφέρεται στην «Ανταπαίτηση», επαναλαμβάνεται, οι εφεσίβλητοι αξίωσαν «ανταπαιτητικά» £450,00 αποζημιώσεις.

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, προβάλλει ως ορθή η θέση των εφεσειόντων - ότι δε στοιχειοθετήθηκε από τους εφεσίβλητους απαίτηση για ζημία στο φορτηγό. Η ανταπαίτηση, επομένως, έπρεπε να είχε απορριφθεί.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται, ώστε:-

(α) Το ποσό της επιδικασθείσας αποζημίωσης υπέρ της εφεσείουσας 1 να αυξηθεί σε £1.612,50.

(β) Η επιδικασθείσα αποζημίωση υπέρ του εφεσείο-ντος 2 να αυξηθεί σε £3.323,00.

Η απόφαση στρέφεται τόσο εναντίον του εφεσίβλητου 1 όσο και του εφεσίβλητου 2.

(γ) Η ανταπαίτηση απορρίπτεται.

Εξυπακούεται ότι οι πρόνοιες της πρωτόδικης απόφασης, ως προς τον τόκο, παραμένουν ως έχουν.

 

 

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο