Παναγιώτη-Χαραλάμπους Λογγίνου ν. Θέκλας Λογγίνου (2000) 1 ΑΑΔ 1347 Παναγιώτη-Χαραλάμπους Λογγίνου ν. Θέκλας Λογγίνου, ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 103., 26 Iουλιου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1347

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 103.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Παναγιώτη-Χαραλάμπους Λογγίνου

Εφεσείοντα

και

Θέκλας Λογγίνου, το γένος Νικολάου Παντελή

Εφεσίβλητης

-----------------------

26 Iουλιου 2000

Για τον εφεσείοντα: Ε. Πουργουρίδης

Για την εφεσίβλητη: Γ. Χριστοφίδης

-----------------------

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Τη 2.2.1995 ο εφεσείων καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού Κλητήριο Ενταλμα με το οποίο ζητούσε τις πιο κάτω θεραπείες.

“Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το αυτοκίνητο υπ΄ αρ. εγγραφής ΑΑL329 τύπου LAND ROVER DISCOVERY αξίας ΛΚ18.500,- ανήκει στον Ενάγοντα και ότι το εν λόγω αυτοκίνητον κατέχει και/ή χρησιμοποιείται υπό της Εναγομένης ως καταπιστευματοδόχος (Trustee) του Ενάγοντος.

Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την Εναγομένην όπως καταβάλει εις τον Ενάγοντα ποσόν εκ ΛΚ18.500,- ΚΑΙ/Η ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΩΣ

Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την Εναγομένην όπως μεταβιβάσει στον Ενάγοντα το ως άνω αυτοκίνητον.

Γ. Αποζημιώσεις για παράβαση καταπιστεύματος.

Δ. Οιανδήποτε περαιτέρω θεραπείαν ήθελε το Δικαστήριο κρίνει ορθήν και δίκαιην υπό τις περιστάσεις.

Ε. Νομίμους τόκους.

Στ. Εξοδα.»

Σημειώνεται ότι κατά την πιο πάνω ημερομηνία οι διάδικοι ήσαν εν διαστάσει σύζυγοι.

Στην έκθεση απαίτησης ο εφεσείων πρόβαλε τους πιο κάτω ισχυρισμούς:

1. Ο Ενάγων είναι ο νόμιμος σύζυγος της Εναγομένης.

2. Ο Ενάγων κατά ή περί το 1991 παρήγγειλε ένα αυτοκίνητο τύπου LAND ROVER DISCOVERY υπ΄ αρ. εγγραφής ΑΑL329 αξίας ΛΚ17.500,-. Ο Ενάγων αγόρασε το εν λόγω αυτοκίνητο στο οποίο προσέθεσε κάποια επιπρόσθετα αξίας ΛΚ1000.- και ενέγραψε επ΄ ονόματι της Εναγομένης ως καταπιστευματοδόχου του.

3. Ητο ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της μεταξύ των συμφωνίας ότι η Εναγομένη θα χρησιμοποιούσε το εν λόγω αυτοκίνητο του Ενάγοντος για λογαριασμό του και δεν θα επέτρεπε σε τρίτα πρόσωπα να το χρησιμοποιούν χωρίς τη συγκατάθεση του Ενάγοντος.

4. Κατά ή περί την 6/9/94 η Εναγομένη εξεδίωξεν τον Ενάγοντα από την οικογενειακή στέγη και επήλθε διάσταση μεταξύ των. Ο Ενάγων κάλεσεν την Εναγομένη να του παραδώσει το αυτοκίνητο αλλά αυτή αρνείται και/ή αμελεί.»

 

Η εφεσίβλητη με την υπεράσπιση της απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα. Αντέτεινε ότι το αυτοκίνητο το αγόρασε η ίδια και γι΄ αυτό το λόγο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα της.

Στις 6.12.1996 το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αφού άκουσε τις αγορεύσεις των συνηγόρων των μερών αποφάσισε την παραπομπή της υπόθεσης στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού. Ερεισμα της απόφασης του ήταν η τροποποίηση που επέφερε στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991 (Ν.232/91) το άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 (Ν.34(Ι)/96). Σύμφωνα με την τροποποίηση η εκδίκαση θεμάτων που πηγάζουν από τις περιουσιακές σχέσεις συζύγων που και οι δύο ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα ανήκει στα Οικογενειακά Δικαστήρια.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού ήγειρε αυτεπάγγελτα θέμα δικαιοδοσίας. Ζήτησε να ακούσει τις θέσεις των συνηγόρων των μερών επί του κατά πόσο «έχει δικαιοδοσία, με βάση τα δικόγραφα, να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση». Υπενθυμίζουμε ότι ζήτημα δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διακδικασίας, ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο αν όλα τα γεγονότα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου (Theofanous v. Georghiou (1969)1 C.L.R. 203, Παναγιώτου ν. Χ”Κυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362, Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 Α.Α.Δ. 240).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ότι το τελευταίο έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση δυνάμει του άρθρου 17(2) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν.23/90). Διευκρίνισε ότι σίγουρα δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεων των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91) γιατί εδώ δεν τίθεται θέμα συνεισφοράς του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου ώστε ο ένας σύζυγος να απαιτεί την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Υπεβαλε ότι το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο για να αποφασίσει την ιδιοκτησία του επίδικου αυτοκινήτου είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο. Στήριξε την άποψη του στα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168 και Βασιλειάδης ν. Νικολάου (1995) 1 Α.Α.Δ. 328, στις οποίες αναλύθηκε η εμβέλεια του άρθρου 17(2) και (3) του Νόμου 23/90.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση. Επισήμανε ότι το άρθρο 17(2) του Νόμου 23/90 αφορά χρήση οικιακών αντικειμένων που είναι απολύτως απαραίτητα, ενώ στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται τέτοιο θέμα.

 

 

 

 

 

 

Το Οικογενειακό Δικαστήριο έκρινε ότι θέματα που αφορούν κυριότητα και προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων «εκφεύγουν της εξουσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 17(2)του Νόμου 23/90.» Υπέδειξε ότι οι επίδικες θεραπείες «όπως θεμελιώνονται από τα γεγονότα της έκθεσης απαίτησης, συναρτώνται αποκλειστικά με τη δημιουργία εμπιστεύματος και δεν βασίζονται στο πιο πάνω άρθρο 17 του Νόμου 23/90.» Εκρινε ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία «να επιλύσουν τις περιουσιακές διαφορές των συζύγων με βάση το άρθρο 14του Νόμου 232/91, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του Νόμου 49(Ι)/95». Αφού συμφώνησε με τη θέση των δικηγόρων των μερών ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάζει υποθέσεις διαφορών μεταξύ συζύγων στη βάση εμπιστεύματος κατέληξε με τη διαπίστωση ότι δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση.

Ερεισμα για το πιο πάνω συμπέρασμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου αποτέλεσαν οι υποθέσεις Βουνού και Βασιλειάδης (πιο πάνω) καθώς και η υπόθεση Ορφανίδη ν. Ορφανίδη, Πολιτική Εφεση 9755/30.1.1998. Δεν θα αναφερθούμε στα νομολογηθέντα στις πιο πάνω τρεις υποθέσεις γιατί δεν χρειάζεται. Εχουν αποφασιστεί κάτω από διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς.

Η έφεση.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις πρόνοιες του άρθρου 17(2) του Νόμου 23/90 και εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε δικαιοδοσία να ακούσει και αποφασίσει την αγωγή. Υπέβαλε ότι σύμφωνα με το ισχύον νομικό καθεστώς το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο για να ακούσει και να αποφασίσει τη διαφορά ήταν το Οικογενειακό Δικαστήριο. Υπέβαλε, επίσης, ότι οι αποφάσεις στις υποθέσεις Βουνού και Βασιλειάδης (πιο πάνω) επί των οποίων βασίστηκε το Οικογενειακό Δικαστήριο αποφασίστηκαν κάτω από διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς.

Ο πιο πάνω λόγος της έφεσης καθιστά επιτακτική την αναφορά στο ισχύον νομοθετικό καθεστώς κατά τον χρόνο καταχώρησης της αγωγής - 2.2.1995 - κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία η αγωγή παραπέμφθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο - 6.12.1996 - και κατά τον χρόνο της έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης - 18.2.1999.

Οταν καταχωρήθηκε η αγωγή - στις 2.2.1995 - ίσχυε το άρθρο 2(β) του Νόμου 232/1991 σύμφωνα με το οποίο

«΄Δικαστήριο΄ σημαίνει -

(β) σε περίπτωση που και οι δυο σύζυγοι ανήκουν στην Ελληνική Κοινότητα, για οποιαδήποτε άλλα θέματα που πηγάζουν από τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, το Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο ιδρύθηκε για την επαρχία μέσα στην οποία διαμένει ή διεξάγει επάγγελμα ο εναγόμενος ή ο καθ΄ ου η αίτηση σύζυγος ή ο αιτητής.»

 

Οταν εκδόθηκε η πιο πάνω απόφαση του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου - την 6.12.1996 - ίσχυε ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1996 (34(Ι)/1996). Με το άρθρο 2 του τελευταίου τροποποιήθηκε το πιο πάνω άρθρο 2(β) του Νόμου 232/1991 με την αντικατάσταση της λέξης “Επαρχιακό” με τη λέξη “Οικογενειακό”. Το άρθρο 3 του Νόμου 34(Ι)/96 περιέχει την πιο κάτω μεταβατική διάταξη:

«3. Εκκρεμείς διαδικασίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου που έχουν ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακές διαφορές με βάση το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996, παραμένουν και ολοκληρώνονται ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων νοουμένου ότι άρχισε η ενώπιον τους ακροαματική διαδικασία με την κατάθεση μαρτύρων, άλλως παραπέμπονται στο στάδιο που βρίσκονται ενώπιον των αρμόδιων Οικογενειακών Δικαστηρίων.»

 

Ο Νόμος 23/90 δεν περιείχε ορισμό του όρου “περιουσιακές σχέσεις”. Ενας τέτοιος ορισμός θεσπίστηκε για πρώτη φορά από το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 (Ν. 33(Ι)/1996) το οποίο έχει ως εξής:

«’περιουσιακές σχέσεις’ σημαίνει τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη περιουσία που αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου.»

 

Με το άρθρο 3 του τελευταίου Νόμου αντικαταστάθηκε και το άρθρο 3(1)(β) του Νόμου 23/90 με το ακόλουθο άρθρο:

«3(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια συγκροτούνται:

(β) Σε δίκη για θέματα που πηγάζουν από τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων-

(i) Σε περίπτωση που η διαφορά δεν υπερβαίνει τις 50.000 λίρες, από ένα μη κληρικό δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου

(ii) σε περίπτωση που η διαφορά υπερβαίνει τις 50.000 λίρες από τον Πρόεδρο και ένα μη κληρικό δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ο οποίος έχει τουλάχιστον τετραετή υπηρεσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο.»

 

Υπό το φως των πιο πάνω προνοιών των άρθρων 2 και 3 του Νόμου 34(Ι)/96 θεωρούμε ότι αυτό που πρέπει πρώτα να εξεταστεί είναι κατά πόσο η παρούσα διαδικασία έχει ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακή διαφορά με βάση το άρθρο 2 του Νόμου 23/90 (όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου 33(Ι)/96).

Εχουμε παραθέσει τον ορισμό του όρου “περιουσιακές σχέσεις” όπως αυτός έχει εισαχθεί από το άρθρο 2 του Νόμου 33(Ι)/1996. Για να ενταχθεί μια περιουσιακή σχέση εντός της έννοιας του σχετικού ορισμού η σχέση αυτή πρέπει να αφορά κινητή ή ακίνητη περιουσία,

(α) που αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.

(β) Σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91).

Οι σχετικές με την περιουσία πρόνοιες του Νόμου 232/1991 είναι εκείνες του άρθρου 2 οι οποίες περιέχουν ορισμό των όρων ’περιουσία’ και ’συνεισφορά’. Τις παραθέτουμε:

«’περιουσία’ σημαίνει την κινητή και ακίνητη περιουσία η οποία αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους

’συνεισφορά’ σημαίνει την οποιασδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.»

 

Στην παρούσα υπόθεση επίδικο αντικείμενο ήταν αυτοκίνητο το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα αγοράσθηκε από τον ίδιο μετά τη σύναψη του γάμου.

Πρόκειται λοιπόν για ακίνητη περιουσία η οποία αποκτήθηκε από το σύζυγο μετά τη σύναψη του γάμου. Ικανοποιούνται επομένως οι πρόνοιες του Νόμου 232/91. Εφόσον το επίδικο αντικείμενο αποκτήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 232/91 η δίκη που το αφορά έχει ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακή διαφορά με βάση το άρθρο 2 του Νόμου 23/90 όπως έχει τροποποιηθεί από το Ν.33(Ι)/96. Επεται πως κατά τον χρόνο της απόφασης του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου - 6.12.1996 - η επίδικη διαφορά υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Ορθά λοιπόν το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης - 18.2.1999 - δεν βρισκόταν σε ισχύ ο πιο πάνω ορισμός του όρου “περιουσιακές σχέσεις” ο οποίος εισάχθηκε από το άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου 33(Ι)/96. Καταργήθηκε από το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1998 (Ν.26(Ι)/98) με το οποίο θεσπίστηκε ο πιο κάτω ορισμός:

«’περιουσιακές σχέσεις’ σημαίνει τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1998.»

 

Πρόσθετα με το άρθρο 3 του Νόμου 26(Ι)/98 τροποποιήθηκε το άρθρο 11 του Νόμου 23/90 το οποίο περιέχει πρόνοιες για τη δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος του νέου άρθρου 11:

«11(1) Τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία και ασκούν τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του ΄Αρθρου 111 του Συντάγματος, του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν ειδικότερα την εξουσία να επιλαμβάνονται υποθέσεων που αφορούν-

(α) .......................................................

(β) .................................................. .....

(γ) .................................................. .....

(δ) .................................................. .....

(ε) Θέματα γονικής μέριμνας, διατροφής, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά, εφόσον οι διάδικοι ή ένας από αυτούς έχουν τη διαμονή τους στη Δημοκρατία.»

 

Το άρθρο 5 του Νόμου 26(Ι)/98 περιέχει τις πιο κάτω μεταβατικές διατάξεις:

«5. Οποιεσδήποτε διαδικασίες εκκρεμούν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ενώπιον άλλων δικαστηρίων, η δικαιοδοσία για τις οποίες έχει μεταβιβαστεί με το Νόμο αυτό στα οικογενειακά δικαστήρια θα συνεχιστούν και θα αποπερατωθούν ενώπιον των δικαστηρίων όπου εκκρεμούν.

Νοείται ότι .................................................. .................»

 

Με το άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1998 (Ν. 25(Ι)/98) αντικαταστάθηκε ο ορισμός του όρου “Δικαστήριο” με τον πιο κάτω όρο:

«’Δικαστήριο’ σημαίνει το Οικογενειακό Δικαστήριο που ιδρύθηκε δυνάμει των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων του 1990 έως 1997.»

 

Η παράθεση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων θα είναι ελλειπής αν δεν παρατεθεί και το άρθρο 16 του Νόμου 23/90:

«16(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια ασκούν, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες που διαλαμβάνονται στο Τέταρτο Μέρος των περί Δικαστηρίων Νόμων.»

 

Το Μέρος Τέταρτο του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960 όπως έχει τροποποιηθεί) στο οποίο παραπέμπει το πιο πάνω άρθρο 16 του Νόμου 23/90 περιέχει πρόνοιες για τις εξουσίες των Δικαστηρίων. Σχετικό είναι το άρθρο 31 του Νόμου 14/60 σύμφωνα με το οποίο:

«31. Κάθε δικαστήριο κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιδοσίας οφείλει σε κάθε δίκη ή άλλη διαδικασία, να παρέχει είτε απόλυτα ή υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις, όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο, όλες τις θεραπείες στις οποίες οποιοσδήποτε από τους διαδίκους θα εδικαιούτο σε σχέση με οποιαδήποτε αξίωση που εγέρθηκε από αυτόν η οποία στηρίζεται επί του νόμου ή των αρχών της επιείκειας (equity) κατά τέτοιο τρόπο, εφόσο αυτό είναι δυνατό, ώστε όλα τα αμφισβητούμενα θέματα μεταξύ των διαδίκων να διαγιγνώσκονται πλήρως και τελικώς και κάθε πολλαπλότης της διαδικασίας που αφορά σε οποιοδήποτε από τα θέματα αυτά να αποφεύγεται.»

 

Η εμβέλεια των νομοθετικών διατάξεων που ίσχυαν κατά τον χρόνο της έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης εξετάστηκε στην υπόθεση Re Μανώλης Γιάγκος Αίτηση 25/99/4.5.99 (απόφαση Νικολαϊδη, Δ.) στην οποία η αξίωση στηριζόταν σε εμπίστευμα. Κρίθηκε ότι:

«...Τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα επίλυσης των περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων. Η παρούσα υπόθεση, παρ΄ όλη την προσπάθεια να της δοθεί άλλη χροιά, δεν παύει να είναι αξίωση που αναφέρεται στη λύση περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων για περιουσία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου, καθώς και μετά τη σύναψη του γάμου και συνεπώς θα έπρεπε να εκδικαστεί από το αρμόδιο δικαστήριο που δεν είναι άλλο από το Οικογενειακό Δικαστήριο.»

 

Βλ. και Re Μιχαήλ Γιάγκος, Αίτηση 45/99/14.9.99 (απόφαση Νικολαϊδη, Δ.).

Υιοθετούμε την πιο πάνω προσέγγιση και προσθέτουμε τα εξής:

Το νομοθετικό καθεστώς το οποίο βρισκόταν σε ισχύ κατά τον χρόνο της έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης δεν έχει μεταβάλει την κατάσταση που δημιουργήθηκε με τους Νόμους 33(Ι)/96 και 34(Ι)/96. Εχει, όμως, διευρύνει την έννοια του όρου “περιουσιακές σχέσεις”, με το να περιλάβει και περιουσία που αποκτήθηκε “με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου” (βλ. άρθρο 2). Εχει επίσης προσδιορίσει λεπτομερώς τη δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων (βλ. άρθρο 3 του Νόμου 26(Ι)/98).

Εφόσον δεν έχει επέλθει οποιαδήποτε μεταβολή και εφόσον η υπόθεση καλώς παραπέμφθηκε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει πιο πάνω, θεωρούμε ότι το αρμόδιο Δικαστήριο για επίλυση της επίδικης διαφοράς είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο. Με τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις ο νομοθέτης έχει εκδηλώσει με σαφή τρόπο την πρόθεση του να εντάξει όλες τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων, σε σχέση με περιουσία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου, από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 232/91. Επομένως από τη στιγμή που μια διαδικασία έχει ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακή διαφορά με βάση το άρθρο 2 του Νόμου 23/90 (όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 2 του Νόμου 26(Ι)/98) αυτή εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου ανεξάρτητα από το ποια είναι η βάση της αγωγής. Επεται πως η παρούσα αγωγή εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Στην κρινόμενη περίπτωση ο εφεσείων στήριξε την αγωγή του στο δίκαιο που διέπει τα εμπιστεύματα. Αυτά διέπονται από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας. Τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν εξουσία να παρέχουν όλες τις θεραπείες στις οποίες οποιοσδήποτε από τους διαδίκους θα εδικαιούτο σε σχέση με οποιαδήποτε αξίωση η οποία στηρίζεται επί των αρχών της επιείκειας (equity) (βλ. άρθρο 16 του Νόμου 23/90 και άρθρο 31 του Νόμου 14/60). Ακολουθεί πως η φύση της επίδικης θεραπείας δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει και επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αγωγή επαναφέρεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο.

Δ.

Δ.

Δ.

 

/ΦΚ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο