Ανδρέα Λοφίτη ν. Χρυσούλλη Σάββα Δημητρίου κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1402 Ανδρέα Λοφίτη ν. Χρυσούλλη Σάββα Δημητρίου κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10150, 22.8.2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1402

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10150

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

Μεταξύ:

Ανδρέα Λοφίτη, από τη Λεμεσό,

Εφεσείοντα/Ενάγοντα

και

1. Χρυσούλλη Σάββα Δημητρίου, από τη Λευκωσία,

2. Ελένης Κώστα Χ” Νικοδήμου, συζύγου

Χρυσούλλη Σάββα Δημητρίου, από τη Λευκωσία,

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων

----------------------------------< /P>

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 22.8.2000

Για τον Εφεσείοντα: κ. Π. Μουαΐμης.

Για τους Εφεσιβλήτους: κ. Κ. Χατζηϊωάννου.

----------------------------

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

--------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα διαδικασία αποτελεί το επιστέγασμα των διαφορών που προέκυψαν μεταξύ του εφεσείοντος και του α΄ εφεσιβλήτου σχετικά με την αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας στην Αγία Νάπα. Οι επαγγελματικές σχέσεις που είχαν οι διάδικοι σε σχέση με τις λεπτομέρειες της αγωγής είναι κάπως συγκεχυμένες και μια περιληπτική αναφορά σε αυτές κρίνεται ως αναγκαία.

 

 

Τα γεγονότα

Ο εφεσείων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο κύριος μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος αριθμού ιδιωτικών εταιρειών μεταξύ των οποίων και της Polycast Ltd, που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο υποδημάτων και άλλων συναφών ειδών. Οι εφεσίβλητοι είναι σύζυγοι. Ο α΄ εφεσίβλητος διατηρούσε από το 1974 μια στενή επαγγελματική σχέση με τον εφεσείοντα. Σε κάποιο στάδιο μέσα στο 1982 ο α΄ εφεσίβλητος κατέστη δι’ αγοράς ιδιοκτήτης των 240/720 μεριδίων του τεμαχίου 550 στην Αγία Νάπα. Η προφορική συμφωνία για την αξιοποίηση του πιο πάνω τεμαχίου μεταξύ του εφεσείοντος και του α΄ εφεσιβλήτου οδήγησε στη δημιουργία προστριβών μεταξύ τους και τη μετέπειτα καταφυγή του εφεσείοντος στα Δικαστήρια.

Ηταν η θέση του εφεσείοντος ότι είχε συμφωνήσει προφορικά με τον εφεσίβλητο, που ενεργούσε σαν αντιπρόσωπος των εταιρειών του, να συστήσουν εταιρεία στην οποία θα μεταβιβαζόταν το οικόπεδο. Ακολούθως η εταιρεία θα ανελάμβανε την ανέγερση διαμερισμάτων και καταστημάτων τα οποία θα ενοικιάζονταν. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι με βάση τους υπολογισμούς του α΄ εφεσιβλήτου η ανέγερση θα στοίχιζε γύρω στις £50.000 και κάθε ένας θα κατέβαλλε ένα ποσό μεταξύ £18.000 και £20.000, ενώ το υπόλοιπο θα εξασφαλιζόταν με δάνεια, η εξόφληση των οποίων θα γινόταν από τα ενοίκια τα οποία θα εισπράττονταν. Προς τούτο αφού συστάθηκε το Νοέμβριο του 1982 η εταιρεία Lofitis & Chrisoullis Estates Ltd με μόνους μετόχους εξίσου και διευθυντές τον εφεσείοντα και τον α΄ εφεσίβλητο, ο εφεσείων κατέβαλε διάφορα ποσά στον α΄ εφεσίβλητο τα οποία ανέρχονταν συνολικά σε £18.634,22.

Η εκδοχή του α΄ εφεσίβλητου διαφέρει κατά πολύ από εκείνη του εφεσείοντος. Ο α΄ εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ήταν υπάλληλος της Polycast Ltd που του κατέβαλλε μισθό, όπως επίσης και τις κοινωνικές του ασφαλίσεις. Ως υπάλληλος της πιο πάνω εταιρείας ενεργούσε σαν πωλητής των προϊόντων της στη Λευκωσία και ταυτόχρονα ταξίδευε και στο εξωτερικό προς εξασφάλιση παραγγελιών. Ταυτόχρονα ο α΄ εφεσίβλητος ήταν ιδιοκτήτης κατά 25% του μετοχικού κεφαλαίου της Kleo Shoes Ltd της οποίας κύριος μέτοχος και διευθυντής ήταν ο εφεσείων. Ο α΄ εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η ανέγερση των διαμερισμάτων είχε αρχίσει προτού συσταθεί η εταιρεία Lofitis & Chrisoullis Estates Ltd και ότι η συμφωνία για την αξιοποίηση του οικοπέδου δεν ολοκληρώθηκε γιατί ο εφεσείων παρέλειψε να καταβάλει το μερίδιο που του αναλογούσε. Τα διάφορα ποσά τα οποία ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε προς πραγματοποίηση της αξιοποίησης του ακινήτου σύμφωνα με τον α΄ εφεσίβλητο ήταν πληρωμές του εφεσείοντος προς τον α΄ εφεσίβλητο για διάφορα ποσά που ο εφεσείων χρωστούσε στον α΄ εφεσίβλητο, όπως αυτά τεκμηριώνονταν από τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν.

Ο α΄ εφεσίβλητος προχώρησε και συμπλήρωσε την ανέγερση της οικοδομής που στοίχισε συνολικά £65.089,06 και άρχισε να ενοικιάζει τα διαμερίσματα και καταστήματα. Ανεξάρτητα από την άρνηση του περί ύπαρξης συμφωνίας για την αξιοποίηση του τεμαχίου ο α΄ εφεσίβλητος καθυστέρησε να μεταβιβάσει την οικοδομή στην εταιρεία Lofitis & Chrisoullis Estates Ltd προβάλλοντας ως δικαιολογία την ύπαρξη προβλημάτων με τους άλλους συνιδιοκτήτες και την ύπαρξη συνοριακών διαφορών. Μετά τον τερματισμό της σχέσης αντιπροσωπείας του α΄ εφεσιβλήτου με την Polycast Ltd ο εφεσείων και ο α΄ εφεσίβλητος υπέγραψαν στις 22/12/86 έγγραφο σύμφωνα με το οποίο μόλις θα εκδίδονταν οι τίτλοι των διαμερισμάτων, θα μεταβιβάζονταν στην εταιρεία Lofitis & Chrisoullis Estates Ltd κατά ποσοστό 50% στα ονόματα του εφεσείοντος και του α΄ εφεσιβλήτου. Για την υπογραφή του πιο πάνω εγγράφου ο α΄ εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι το υπέγραψε αναμένοντας ότι “ο εφεσείων θα του έδινε τα ανάλογα λεφτά που έπρεπε να του δώσει”, πράγμα που δεν έπραξε.

Το Δεκέμβριο του 1990 ο εφεσείων διεπίστωσε από έρευνα που διεξήγαγε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας ότι τα διαμερίσματα είχαν μεταβιβαστεί στη β΄ εφεσίβλητη. Ο α΄ εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι προέβηκε στη μεταβίβαση στο όνομα της συζύγου του γιατί τα συμφέροντα του απειλούνταν από τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν μερικές από τις εταιρείες του εφεσείοντος, για τις οποίες είχε αναλάβει εγγυητικές υποχρεώσεις. Ακολούθως η β΄ εφεσίβλητη πώλησε και μεταβίβασε τα διαμερίσματα το Δεκέμβριο του 1990 σε κάποια Μαρία Χ” Μιχαήλ από τη Λάρνακα έναντι του ποσού των £85.000. Αρχικά ο εφεσείων αρνήθηκε ότι γνώριζε για την πιο πάνω πώληση, αλλά κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του παραδέχθηκε ότι ήταν ενήμερος για τη συναλλαγή.

Τις οικονομικές σχέσεις των διαδίκων προσπάθησε να επεξηγήσει ο λογιστής του εφεσείοντος με την προφορική του κατάθεση και την κατάθεση διάφορων εγγράφων. Ενα από τα έγγραφα που κατατέθηκαν ήταν και ο ισολογισμός της εταιρείας που είχε γίνει αποδεκτός και από τον α΄ εφεσίβλητο. Σύμφωνα με τον πιο πάνω ισολογισμό ο λογαριασμός του εφεσείοντος παρουσίαζε πίστωση £18.634,22 ο δε λογαριασμός του α΄ εφεσιβλήτου πίστωση £46.455,17. Το άθροισμα των δύο ποσών, που είναι £65.089,39, αντιπροσώπευε τα έξοδα κατασκευής των διαμερισμάτων.

 

Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείων και ο α΄ εφεσίβλητος συμφώνησαν προφορικά να αξιοποιήσουν το μερίδιο του α΄ εφεσιβλήτου στο ακίνητο στην Αγία Νάπα συστήνοντας προς τούτο εταιρεία που θα ανελάμβανε την προώθηση του έργου. Δημιουργήθηκε προς τούτο η εταιρεία Lofitis & Chrisoullis Estates Ltd. Δεν δόθηκε όμως μαρτυρία ότι οι μέτοχοι κατέβαλαν το ποσό του μετοχικού κεφαλαίου που ο καθένας ανέλαβε, ούτε δε προέκυψε ότι η εταιρεία προέβηκε σε οποιεσδήποτε ενέργειες για την υλοποίηση της συμφωνίας. Η αδράνεια της εταιρείας δεν επηρέασε τη συμφωνία και οι διάδικοι προχώρησαν, ο κάθε ένας με το δικό του τρόπο, στην υλοποίηση της συμφωνίας. Η εκδοχή του α΄ εφεσιβλήτου ότι ο εφεσείων δεν συνεισέφερε κανένα ποσό για την αξιοποίηση του κτήματος κρίθηκε αναληθής ενόψει και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο α΄ εφεσίβλητος κατέβαλε συνολικά το ποσό των £46.455,17 και ο εφεσείων £18.634, που δεν αντιπροσώπευε όμως ούτε το μισό του συνόλου των δαπανών της ανέγερσης.

Εφόσον οι σκοποί της συμφωνίας δεν προωθήθηκαν μέσω της εταιρείας το Δικαστήριο οδηγήθηκε σε συμπέρασμα ότι η σχέση των διαδίκων έπρεπε να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια της αρχικής συμφωνίας και του συμφωνητικού εγγράφου της 22/10/86 (τεκμήριο 6). Η έγγραφη συμφωνία της 22/10/86 απλά προνοούσε ότι όταν θα εκδίδονταν οι τίτλοι των διαμερισμάτων, αυτά θα μεταβιβάζονταν στην εταιρεία κατά ποσοστό 50% στα ονόματα του εφεσείοντος και του α΄ εφεσιβλήτου. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω γραπτή συμφωνία αποτελούσε επαναβεβαίωση του αρχικού όρου της προφορικής συμφωνίας για τη μεταβίβαση και εγγραφή του κτήματος στην εταιρεία και δεν μπορούσε να παράξει έννομα αποτελέσματα εφόσον δεν περιεχόταν το στοιχείο της αντιπαροχής και της αντιπροσώπευσης της εταιρείας Lofitis & Chrisoullis Estates Ltd.

Η μεταβίβαση των διαμερισμάτων από τον α΄ εφεσίβλητο στη β΄ εφεσίβλητη συνιστούσε θεμελιώδη παραβίαση της συμφωνίας (fundamental breach) εκ μέρους του α΄ εφεσίβλητου. Η πώληση και μεταβίβαση που επακολούθησε στη Μαρία Χ” Μιχαήλ στην τιμή των £85.000 έγινε με τη συγκατάθεση του εφεσείοντος, που άνκαι αρχικά αρνήθηκε ότι γνώριζε για την πώληση, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του με την παρουσίαση των τεκμηρίων 7(1), 7(1)(α) και του τεκμηρίου 9 παραδέχθηκε ότι ήταν ενήμερος. Αναφορικά με την καταβολή του ποσού των £3.000 από τον α΄ εφεσίβλητο στον εφεσείοντα το Δικαστήριο βρήκε ότι η πληρωμή έγινε μέσα στα πλαίσια διευθέτησης των μεταξύ τους εκκρεμούντων λογαριασμών που προέκυψε από την πώληση των διαμερισμάτων. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι άνκαι υπήρξε θεμελιώδης παραβίαση της συμφωνίας, η σχέση των διαδίκων αναπροσαρμόστηκε με το δεδομένο της πώλησης των διαμερισμάτων στη Μαρία Χ” Μιχαήλ, συναλλαγή που είχε γίνει αποδεκτή από τον εφεσείοντα.

Αναφορικά με τους λογαριασμούς που κατατέθηκαν το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λογαριασμοί που παρουσίασε ο α΄ εφεσίβλητος (τεκμήριο 10) έβριθαν από αυθαίρετες και ψευδείς καταχωρήσεις. Μεταξύ άλλων περιείχαν μισθούς (που ο ίδιος ο α΄ εφεσίβλητος καθόρισε και εισέπραξε), τόκους για δάνεια που δεν συμφωνήθηκαν και δεν αφορούσαν την κοινή επιχείρηση και πληρωμή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Οι αυθαίρετες και ψευδείς λανθασμένες καταχωρήσεις δεν μπορούσαν να συγκροτήσουν τη βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να υπολογιστεί το ύψος των αποζημιώσεων. Επιπρόσθετα δεν υπήρξε άλλο στοιχείο αξιόπιστης μαρτυρίας που θα οδηγούσε στον υπολογισμό των αποζημιώσεων ή στην έκδοση οποιουδήποτε άλλου διατάγματος εν είδη θεραπείας.

 

Η έφεση και η αντέφεση

Ο εφεσείων προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης για διάφορους λόγους, οι κυριότεροι των οποίων είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο,

(α) Λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε πρόθεση εκ μέρους του εφεσείοντος και του α΄ εφεσιβλήτου να συστήσουν συνεταιρισμό μέσα στα πλαίσια του Κεφ. 116,

(β) Εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή γιατί ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την αξίωση του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων,

(γ) Εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει την απαίτηση του εφεσείοντος για την επιστροφή του ποσού της συνεισφοράς του στην κοινή επιχείρηση και

(δ) Λανθασμένα παραγνώρισε τις διεκδικήσεις του εφεσείοντος που βασίζονται στις αρχές της επιείκειας και η απόρριψη της αγωγής του καταλήγει σε κραυγαλέα άρνηση της δικαιοσύνης.

Οι εφεσίβλητοι με την αντέφεση τους ισχυρίζονται ότι η μη έκδοση οποιασδήποτε διαταγής για έξοδα είναι λανθασμένη και ότι τα έξοδα έπρεπε να επιδικαστούν προς όφελος τους, αφού η αγωγή εναντίον τους είχε απορριφθεί.

 

Συμπεράσματα

Πρέπει ευθύς εξ αρχής να τονίσουμε ότι τα επίδικα θέματα που αναφέρονται στις οικονομικές διαφορές των διαδίκων βασίζονται στην αξιοπιστία των διαδίκων και των μαρτύρων που έχουν καλέσει προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους.

Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται πάντα σε καλύτερη θέση να προβεί σε μια αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται ενώπιον του. (Ιδε Γεωργίου ν. Καψού, Π.Ε. 9140 της 31/1/97). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται πρωτόδικα συμπεριλαμβάνεται μέσα στα καθήκοντα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν ενώπιον του και να εκτιμήσει τις εκδοχές που αντιπαραβάλλονται μέσα στο γενικό σύνολο των γεγονότων. Ομως το Εφετείο έχει τη δυνατότητα να επέμβει όταν διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα που είναι σχετικό με ένα σημαντικό θέμα που έχει εγερθεί κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας (ίδε Αθανασίου ν. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Limited [1993] 3 Α.Α.Δ. 329), όπως επίσης και όταν ένα εύρημα δεν μπορούσε να ήταν εύλογα επιτρεπτό έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας που είχε δοθεί (Katsiamalis v. Republic [1980] 2 C.L.R. 107).

Οπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Πική στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 691,

“Στο δικαιϊκό μας σύστημα η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων ενόψει συγκρουόμενων εκδοχών βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας (βλέπε, μεταξύ άλλων, Fournides v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 73, Psaras & Another v. The Republic (1987) 2 C.L.R. 132).”

 

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο που είχε την ευχέρεια να δει και να ακούσει τους διαδίκους και τους μάρτυρες που κατέθεσαν εκ μέρους τους, αφού προέβηκε σε μια αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα που είχαν ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής του εφεσείοντος. Στη σχετική απόφαση τονίζεται ότι ο εφεσείων παρέλειψε να παρουσιάσει εκείνη τη μαρτυρία που θα ήταν ικανή να δικαιολογήσει τις προϋποθέσεις για την αποδοχή των αιτημάτων του.

Ο α΄ λόγος έφεσης ότι το μέρος της πρωτόδικης απόφασης για τη μη ύπαρξη πρόθεσης σύστασης συνεταιρισμού είναι λανθασμένο, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Και τούτο γιατί από τη μαρτυρία που έχει δοθεί φαίνεται καθαρά ότι η πρόθεση των μερών ήταν η σύσταση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και όχι συνεταιρισμού. Η πρόθεση δε αυτή υλοποιήθηκε με την ίδρυση της εταιρείας Lofitis & Chrisoullis Estates Ltd. Η σύσταση της πιο πάνω εταιρείας αποκλείει τη δημιουργία συνεταιρισμού και οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη του α΄ λόγου έφεσης.

Από τα υπόλοιπα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί φαίνεται ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τη συνεισφορά του κατά το ήμισυ στην αξιοποίηση του ακινήτου. Ανκαι οι ενέργειες του συνήδαν με την ύπαρξη συμφωνίας για την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του α΄ εφεσιβλήτου, εντούτοις δεν παρατέθηκαν τα πειστικά εκείνα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν την ικανοποίηση των απαιτήσεων του.

Ενα σημαντικό στοιχείο που θα μπορούσε να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς την αλήθεια των συγκρουόμενων θέσεων των διαδίκων ήταν οι λογαριασμοί και οι πληρωμές που είχαν γίνει από τους διαδίκους μεταξύ τους και προς τρίτα πρόσωπα σχετικά με την αξιοποίηση του ακινήτου. Η καταβολή του ποσού των £18.634 εκ μέρους του εφεσείοντος έχει αντικρουσθεί από τον α΄ εφεσίβλητο. Ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι οι σταδιακές πληρωμές είχαν γίνει με επιταγές που εκδόθηκαν από τις διάφορες εταιρείες του εφεσείοντος προς εξόφληση χρεών τους προς τον α΄ εφεσίβλητο, όπως τούτο επιβεβαιώνεται και από τα τεκμήρια 12, 13, 14, 15, 16 και 17. Η εμπλοκή των εταιρειών Kleo Shoes Ltd., Gay Flair και Gay Flair Manufacturers Ltd (εναντίον των οποίων έχουν εκδοθεί διατάγματα διάλυσης) και η παράλειψη εκ μέρους του εφεσείοντος να καλέσει τους εκκαθαριστές να καταθέσουν τις σχετικές αποδείξεις πληρωμών, έχει αφήσει δυσαναπλήρωτα κενά στην όλη εικόνα της απαίτησης του εφεσείοντος. Το Δικαστήριο μετά από μια λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λογαριασμοί έπασχαν από αναξιοπιστία και δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για τον υπολογισμό αποζημιώσεων ή για την έκδοση οποιασδήποτε άλλης θεραπείας. Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Η συγκεκριμένη εικόνα της ύπαρξης πολλαπλών και ποικιλόμορφων συναλλαγών για τις οποίες δίνονταν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, σε συσχετισμό με την έγγραφη μαρτυρία που είχε δοθεί, δεν μπορούσε να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του σε βαθμό που θα επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στην παροχή των ζητουμένων θεραπειών. Τα πιο πάνω οδηγούν αναπόφευκτα στην απόρριψη των υπόλοιπων λόγων της έφεσης.

Εχουμε εξετάσει προσεκτικά τις σχετικές εισηγήσεις εκ μέρους του εφεσείοντος και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα επιτρεπτά, χωρίς να έχει σημειωθεί παράλειψη εξέτασης ενός σημαντικού θέματος που θα επηρέαζε το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Ταυτόχρονα έχουμε πεισθεί ότι το σύνολο των ευρημάτων συνάδει με τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί.

 

Εξοδα

Εχει τονιστεί ότι η επιδίκαση εξόδων ασκείται πάντα με κύριο γνώμονα την έκβαση της δίκης. (Ιδε Αρέστη ν. Λαδόκονου, Π.Ε. 8870 της 11/6/96). Παρέκκλιση από την πιο πάνω αρχή “δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρος της”. (Ιδε Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd, Π.Ε. 7921 της 25/1/93). Οταν εξετάζει το θέμα των εξόδων, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη μεταξύ άλλων και τη συμπεριφορά των διαδίκων και των μαρτύρων τους έτσι που μια δυσμενής άποψη για την αξιοπιστία τους να οδηγήσει στην έκδοση ανάλογου διατάγματος ως προς τα έξοδα. (Ιδε Baylis Baxter Ltd. v. Sabath [1958] 2 All E.R. 209). Μια τέτοια ενέργεια θεωρείται ότι συνδέεται με την υπόθεση, αφού βασίζεται σε γεγονότα που σχετίζονται με τη διαφορά που έχει εγερθεί ή σε γεγονότα που το Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να παρατηρήσει κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας. (Ιδε Donald Campbell and Co. Ltd. v. Pollak (3) [1927] A.C. 732). Στην παρούσα περίπτωση η μη επιδίκαση εξόδων υπέρ ή εναντίον οιουδήποτε διαδίκου θεωρείται ορθή έχοντας υπόψη τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας που έχει προσφερθεί και από τις δύο πλευρές. (Ιδε Baylis Baxter Ltd. v. Sabath (πιο πάνω).)

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος. Η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα υπό τον όρο ότι όπου τα έξοδα έφεσης και αντέφεσης συμπίπτουν, θα επιτραπεί ένα μόνο κονδύλι εξόδων.

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο