(2000) 1 ΑΑΔ 1366
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση αρ.43/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.
Αναφορικά με την αίτηση του Γεώργιου Χ”Αλεξάνδρου
για χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση
διατάγματος certiorari
- και -
Αναφορικά με το προσωρινό διάταγμα ημερ. 1/2/2000
του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην αγωγή
αρ. 447/2000 μεταξύ Δήμου Πάφου και
Γεώργιου Χ”Αλεξάνδρου
---------------------------
Ημερομηνία:
11 Αυγούστου, 2000Για τον αιτητή: Χ. Αρτέμης για Ε. Κορακίδη
Για τον καθού η αίτηση: Α. Δημητριάδης
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η κρινόμενη αίτηση για έκδοση certiorari καταχωρήθηκε ύστερα από άδεια που χορήγησα στον αιτητή με την απόφαση μου, ημερ. 29/2/2000, στην αίτηση με αρ. 15/2000. Οι συνθήκες και περιστάσεις της υπόθεσης, που δημιούργησαν τη διαφορά, καταγράφονται, σε κάποια έκταση, στην απόφαση, η οποία επισυνάφθηκε ως τεκμ. Β στην αίτηση. Την υιοθετώ για τους σκοπούς της διαδικασίας αυτής μαζί με τις αυθεντίες στις οποίες αναφέρθηκα. Θα συμπληρώσω το ιστορικό με οτιδήποτε σχετικό προκύπτει από τη νέα αυτή διαδικασία.
Ας μου επιτραπεί όμως μια συνοπτική ματιά σε όσα συνθέτουν την πραγματική βάση της υπόθεσης. Θα είναι πιο εύληπτη και κατανοητή η αντιμετώπιση του προβλήματος που αυτή παρουσιάζει, τουλάχιστον στις πιο σημαντικές του διαστάσεις. Ο αιτητής κίνησε πρώτος αγωγή κατά του Δήμου Πάφου (στο εξής ο Δήμος) με αίτημα θεραπείας, εκτός άλλων και την έκδοση διηνεκούς διατάγματος απαγορεύοντος την επέμβαση του Δήμου, των αντιπροσώπων ή υπαλλήλων του, σε αριθμό καταστημάτων στη Δημοτική Αγορά Πάφου, ιδιοκτησίας των εναγομένων στην αγωγή (αρ. 246/2000 ημερ. 21/1/2000).
Ταυτόχρονα, ο αιτητής εξασφάλισε με μονομερή αίτηση - την κατέθεσε με την αγωγή - προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύθηκε στο Δήμο να επεμβαίνει στα καταστήματα αυτά (βλ. Τεκμ. Δ στην αίτηση). Στην ένσταση που καταχωρήθηκε εναντίον της οριστικοποίησης του, ο Δημοτικός Γραμματέας αναφέρει (στην παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης του) ότι:
“Κατ΄αρχήν ισχυρίζομαι ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου είναι αναρμόδιο για εκδίκαση της αγωγής........ και οποιασδήποτε ενδιάμεσης Αίτησης εφόσον ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι είναι θέσμιος Ενοικιαστής των Καταστημάτων ..............”
Μετά από μερικές ημέρες, την 1/2/2000, σημειώθηκαν οι εξελίξεις, με πρωτοβουλία του Δήμου, που προσέδωσαν στη διένεξη την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της και έσπρωξαν τον αιτητή σε αναζήτηση θεραπείας από το Δικαστήριο αυτό. Ο Δήμος εξασφάλισε σε αγωγή του με αρ. 447/2000 στο ίδιο Επαρχιακό Δικαστήριο, αλλά από άλλο Δικαστή, προσωρινό διάταγμα σε σχέση με το αυτό επίδικο θέμα. Το διάταγμα, που δόθηκε την 1/2/2000, την ημέρα που καταχωρήθηκε η αγωγή του Δήμου, ύστερα από εξ πάρτε αίτηση, διατάζει τον αιτητή:
“............όπως παύσει να προβαίνει σε μετατροπές και διαρρυθμίσεις των Πρατηρίων Καταστημάτων με αρ. 4, 5, 6 και 15 εντός της Δημοτικής Αγοράς Πάφου σε Καταστήματα Πώλησης Τουριστικών Ειδών και όπως μη χρησιμοποιεί τα υποστατικά αυτά εκτός από Κρεοπωλείο ....................”
Επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για τα καταστήματα που ήταν αντικείμενο του πρώτου διατάγματος, το οποίο δόθηκε προς όφελος του αιτητή στην αγωγή του κατά του Δήμου. Υπήρχε σε ισχύ, μεταξύ των διαδίκων, για χρόνια, γραπτή συμφωνία, τιτλοφορούμενη ενοικιαστήριο έγγραφο, ανανεούμενη, η οποία διείπε τις σχέσεις τους. Οι λεπτομέρειες εκτίθενται στην απόφαση μου (τεκμ. Β στην αίτηση). Η φύση της συμφωνίας αυτής, δηλαδή, κατά πόσο είναι ενοικίαση, όπως είναι η θέση του αιτητή, ή άδεια χρήσης, που αποτελεί την εισήγηση του Δήμου, ήταν το μήλο της έριδος μεταξύ των διαδίκων. Την ίδια αντιδικία μετέφεραν και ενώπιον μου.
Στην ουσία η θέση του αιτητή είναι ότι η αληθινή φύση της συμφωνίας είναι θέμα ομόσαρκα συνδεδεμένο με τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή του Δήμου. Ο τελευταίος, πρόβαλε τη θέση ότι πρόκειται, για τους λόγους που αναφέρει το κλητήριο ένταλμα της αγωγής και που ανέπτυξε ενώπιον μου ο δικηγόρος του, για παραχώρηση άδειας χρήσης η οποία τερματίστηκε δεόντως. Οπόταν η διαφορά υπάγεται σε Επαρχιακό Δικαστήριο, στο οποίο και ορθά κινήθηκε η αγωγή.
O δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι από τη συμφωνία και τα λοιπά δεδομένα και τεκμήρια φαίνεται να υπάρχει νομικό λάθος, το οποίο είναι εμφανές στο φάκελο. Το κατώτερο Δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία στην αγωγή και εξέδωσε το επίδικο διάταγμα χωρίς να έχει προς τούτο δικαιοδοσία. Μόνο το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων μπορούσε να επιληφθεί τέτοιας υπόθεσης. Κι αυτό διότι ο αιτητής έχει, υπό το πρίσμα των δεδομένων, αποκλειστική κατοχή των μισθίων και άρα την ιδιότητα του ενοικιαστή. Για το κριτήριο της διάκρισης μεταξύ ενοικίασης και άδειας χρήσης ο συνήγορος με παρέπεψε στις υποθέσεις: Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882 και Bruton ν. London and Quadrant Housing Trust (1999) 3 All E.R. 481. Ο δικηγόρος του Δήμου δεν συμφώνησε ότι από το φάκελο αποκαλύπτεται τέτοιο κατάδηλο λάθος. Χρειάζεται διερεύνηση.
Ο αιτητής προώθησε δυο ακόμη εισηγήσεις. Πρώτον, η επιλογή του Δήμου να κινήσει νέα αγωγή, πέρα από το ότι είναι καταπιεστική ενέργεια, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου, αφού έχουμε τους ίδιους διαδίκους και ουσιαστικά τα ίδια επίδικα θέματα. Ο Δήμος όφειλε να θέσει τα αιτήματα του, που αποσιώπησε
εντελώς στην πρώτη διαδικασία, με το ένδικο μέσο της ανταπαίτησης. Για τις τοποθετήσεις του αυτές ο κ. Αρτέμης αναφέρθηκε σε δύο αποφάσεις: Thames Launches Ltd. v. Corporation of The Trinity House of Deptford Strond (1961) 1 All E.R. 26 και The Royal Bank of Scotland Ltd. v. “Citrusdal” Investments Ltd (1971) 3 All E.R. 558.Παρατηρώ ότι στην πρώτη περίπτωση εκδόθηκε διάταγμα αναστέλλον ποινική διαδικασία ενόσω εκκρεμούσε αστική διαδικασία για το ίδιο ουσιαστικά ζήτημα από τους ίδιους διαδίκους. Στη δεύτερη δόθηκε επίσης αναστολή μιας των δύο εκκρεμουσών διαδικασιών που αφορούσαν πάλιν κοινούς διαδίκους και ταυτόσημο επίδικο θέμα:
“whether the defendants’ tenancy was a business tenancy or not.”
Όμως διαφορετική είναι η προοπτική του διατάγματος certiorari και άλλες οι προϋποθέσεις χορήγησης του. Στις παραπάνω αγγλικές αποφάσεις το ένδικο μέσο που χρησιμοποίησε ο διάδικος ήταν άλλης μορφής.
Αναπτύχθηκε ακόμη ένα σημείο, που όπως λέχθηκε δικαιολογεί, από μόνο του, την έκδοση certiorari. Η δεύτερη διαδικασία με την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος απέληξε σε παραδοξότητα. Με την έννοια ότι με το πρώτο διάταγμα που, ας λεχθεί εν παρόδω, οριστικοποιήθηκε με τη συγκατάθεση του Δήμου, απαγορεύθηκε στον τελευταίο να επεμβαίνει στα καταστήματα ενώ με τη δεύτερη αγωγή ουσιαστικά του δόθηκε δικαίωμα με το προσωρινό διάταγμα να επεμβαίνει σ’ αυτά.
Από την άλλη ο κ. Δημητριάδης υποστήριξε ότι τα στοιχεία, που υπέδειξε και ανέλυσε, δείχνουν πως η νομική σχέση των διαδίκων είχε ως υπόβαθρο την άδεια χρήσης. Στην ένσταση ημερ. 25/1/2000 κατά του προσωρινού διατάγματος που πέτυχε στην αγωγή του ο αιτητής, ο Δήμος, έχοντας υπόψη την ένορκη δήλωση του Δημοτικού Γραμματέα, που προεκτέθηκε, δεν παραδέχθηκε ότι ο πρώτος είναι θέσμιος ενοικιαστής. Προβαίνει απλώς σε υπόθεση με βάση τα όσα ισχυρίστηκε ο αιτητής. Περαιτέρω, η άδεια χρήσης τερματίστηκε με επιστολή ημερ. 18/1/2000 από 31/1/2000. Η αγωγή που έγινε, με βάση το γεγονός αυτό, αφορούσε άλλη αιτία αγωγής από εκείνη στην οποία βασίστηκε η πρώτη αγωγή. Έτσι, δεν στοιχειοθετείται κατάχρηση διαδικασίας.
Κατά την ίδια εισήγηση τα προσωρινά διατάγματα δε συγκρούονται. Το πρώτο διάταγμα απαγόρευσε στο Δήμο να επεμβαίνει. Το επίδικο διάταγμα δε στέρησε τον αιτητή της κατοχής των καταστημάτων. Απλώς του απαγόρευσε να αλλάξει τη χρήση τους για να διατηρηθεί το status quo μέχρι την τελική έκβαση.
Θα αρχίσω από το τελευταίο σημείο του αιτητή έχοντας υπόψη τις δύο αυθεντίες που ανέφερα στην απόφαση μου όταν χορηγούσα άδεια: Κυριάκος Αντρέα v. Takis D. Chamboulides Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 6 και Aftomata Eleourgia v. Monastery of Mahera (1986) 1 C.L.R. 524. Υιοθετώ τις αποφάσεις αυτές και για τους σκοπούς αυτής της απόφασης και επίσης το απόσπασμα που παραθέτω από την πρώτη απόφαση.
Με έχει προβληματίσει έντονα η υπόθεση. Το Δικαστήριο είναι ευαίσθητο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει σύγκρουση ή αντιφατικότητα μεταξύ αποφάσεων ισότιμων δικαστηρίων. Αποτελεί είδος υπέρβασης εξουσίας, που εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.
Στην έκθεση απαίτησης του, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Δήμος εισήλθε στα υποστατικά του και ξήλωσε τις διαρρυθμίσεις στις οποίες προέβη. Γιαυτό και το αίτημα θεραπείας της αγωγής περιλαμβάνει: (α) δικαστική διακήρυξη πως ο Δήμος δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνει στα καταστήματα και (β) διάταγμα που απαγορεύει επέμβαση.
Έχοντας υπόψη όλα τα στοιχεία άγομαι στο συμπέρασμα ότι σκοπός των μεταγενέστερων διαδικασιών από το Δήμο ήταν να αρθούν άμεσα οι συνέπειες του πρώτου διατάγματος. Και με το διάταγμα που πέτυχε στην αγωγή του αδρανοποίησε ουσιαστικά τις συνέπειες του άλλου. Εδώ βρίσκεται, κατά την άποψη μου, η ουσία της θεώρησης των συμβάντων. Δεν εξετάζεται, υπενθυμίζω, η ορθότητα των αποφάσεων για χορήγηση των προσωρινών διαταγμάτων, αλλά η χρήση των διαδικασιών. Υπάρχει, κοιτάζοντας την ουσία της κατάστασης, αντιφατικότητα. Πρόκειται για περίπτωση αντινομίας δικαίου μια και το ένα διάταγμα στην ουσία επιτρέπει κάτι που το άλλο απαγορεύει. Αυτή μπορεί να επιλυθεί μόνο με ακύρωση του προσωρινού διατάγματος στην αγωγή του Δήμου κατά του αιτητή.
Εκδίδω το διάταγμα certiorari για το σκοπό αυτό. Τα έξοδα θα βαρύνουν το Δήμο.
Σ. Νικήτας, Δ.
/ΚΑΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο