Γεώργιος Λάμπρου κ.α. ν. Ελένη Κεφάλα κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1516 Γεώργιος Λάμπρου κ.α. ν. Ελένη Κεφάλα κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.10197, 25.9.00

(2000) 1 ΑΑΔ 1516

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.10197

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

1. Γεώργιος Λάμπρου,

2. Μαρία Γ. Λάμπρου,

Εφεσείοντε ς-Εναγομένοι,

και

1. Ελένη Κεφάλα,

2. Κωνσταντία Κεφάλα,

3. Αγαμέμνων Ιωάννου,

4. Ελένη Ιωάννου,

Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες.

- - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 25.9.00

Για τους εφεσείοντες-εναγομένους 1 και 2: κ. Ζ. Κουλίας με τον κ. Α. Μυλωνά.

Για τους εφεσίβλητους-ενάγοντες: κ. Γ. Πιττάτζης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση τους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προσβάλλουν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος με το οποίο διατάσσονται "όπως άρουν την επέμβαση η οποία φαίνεται με κόκκινο χρώμα στο Τεκμήριο 1, έκτασης 172 τ.μ. (στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η έκταση του κτιρίου που φαίνεται με κόκκινο χρώμα στο Τεκμήριο 1) στο κτήμα Φ/Σχ.33/51 αρ. τεμαχίου 482/1 στο Φρέναρος το οποίο ανήκει στους ενάγοντες". (Είναι προφανές ότι η αναφορά σε τεμάχιο 482/1 θα έπρεπε να ήταν 481).

Οι θέσεις των διαδίκων φαίνονται καθαρά στο εισαγωγικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο και παραθέτουμε αυτούσιο:

"Οι ενάγοντες, οι οποίοι σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης τους είναι συνιδιοκτήτες και κάτοχοι του ακινήτου υπ΄αριθμόν τεμαχίου 481 Φ/Σχ. 33/51 στο Φρέναρος, ισχυρίζονται ότι κατά ή περί το 1982 "οι εναγόμενοι ή εκάτερος τούτων μέσα στο ακίνητο 481 Φ/Σχ. 33/51 στο μέρος που αντιστοιχεί και κατέχουν και χρησιμοποιούν οι ενάγουσες (1) και (2) ή και οι προκάτοχοι των στον τίτλον έκτισαν οικοδομή ήτοι αποθήκη ή και χώρο στάθμευσης οχημάτων γκαράζ χωρίς τη συγκατάθεση και παρά τες διαμαρτυρίες των εναγόντων ή και των προκατόχων τους στον τίτλο". Η επέμβαση μέσα στο τεμάχιο 481, σύμφωνα πάλι με την Έκθεση Απαίτησης, είναι έκτασης περίπου 2,400 τ.π. και η αξία του ακινήτου αυτού είναι £4,000.-. "Η εναγόμενη (1)", σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, "είναι ιδιοκτήτρια του παρακείμενου ακινήτου αριθμός τεμαχίου 482/1 Φ/Σχ. 33/51 στο Φρέναρος" και οι ενάγουσες 1 και 2 κατέχουν και χρησιμοποιούν το μισό μέρος του ακινήτου τεμάχιο 481 Φ/Σχ. 33/51 που συνορεύει με το τεμάχιο 482/1 Φ/Σχ. 33/51. Οι ενάγοντες διατείνονται περαιτέρω ότι αυτοί "ή και οι προκάτοχοι τους στον τίτλο του ακινήτου οριοθέτησαν τα ακίνητα τους πολλές φορές, έκαμαν αίτηση επίλυσης διαφοράς συνόρων και το Κτηματολόγιο τοποθέτησε πάνω στα σχέδια την παράνομη επέμβαση και οι εναγόμενοι παρά τις επικλήσεις ή διαμαρτυρίες των εναγόντων αρνούνται να εγκαταλείψουν την επέμβαση τους". Λόγω της παράνομης επέμβασης οι ενάγοντες ζητούν από το Δικαστήριο δήλωση ότι οι εναγόμενοι επεμβαίνουν παράνομα στο ακίνητο των εναγόντων, διάταγμα διατάσσον τους εναγόμενους να κατεδαφίσουν "τις οικοδομές" που ανήγειραν στο ακίνητο των εναγόντων και άρουν την παράνομη επέμβαση, και γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.

Ο εναγόμενος (1) εγείρει προδικαστική ένσταση στην Υπεράσπιση του και ισχυρίζεται ότι η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει καθότι όλοι οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου 481 Φ/Σχ. 33/51 στο Φρέναρος δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια αρνείται όλους τους ισχυρισμούς των εναγόντων.

Η εναγόμενη (2) στην Υπεράσπιση της επίσης ισχυρίζεται ότι η αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει επειδή δεν ευρίσκονται όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν είναι οι μόνοι ιδιοκτήτες των επίδικων κτημάτων. Αναφέρει περαιτέρω ότι "από του έτους 1981 προέβη εις την ανέγερσιν υποστέγου και περιτειχίσματος εντός του υπό ιδικής της συνιδιοκτησίας κτήματος υπ΄αριθμόν τεμαχίου 482/1 Φ/Σχ., 33/51 του χωρίου Φρέναρος". Στην παράγραφο 7 της Υπεράσπισης ισχυρίζεται ότι κατέχει το υπό δικήν της συνιδιοκτησία κτήμα συμφώνως της υποδείξεως του Επαρχιακού Κτηματολογίου Αμμοχώστου και του συμφώνου των ιδιοκτητών του τεμαχίου υπ΄αριθμόν 481, Φ/Σχ. 33/51 του χωρίου Φρέναρος. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι κατά ή περί το έτος 1989 οι ενάγοντες (3) και (4) επενέβησαν παράνομα στο πιο πάνω κτήμα της και προέβηκαν στην κατεδάφιση και μετακίνηση μέρους του περιτειχίσματος και διαφόρων υπόστεγων που ευρίσκονταν σ΄αυτό προκαλώντας σ΄αυτή ζημιά της τάξης των £2.000.- που αντιπροσωπεύει την αξία του περιτειχίσματος και υποστέγων. Ανταπαιτεί το ποσό αυτό από τους ενάγοντες (3) και (4) ως "αποζημιώσεις δια παράνομον επέμβασιν .... εις το κτήμα υπ΄αριθμόν τεμαχίου 482/1, Φ/Σχ. 33/51 του χωρίου Φρέναρος" ζητά επίσης από το Δικαστήριο δήλωση ότι οι ενάγοντες (3) και (4) κανένα δικαίωμα δεν έχουν να επεμβαίνουν στο κτήμα υπ΄αριθμόν τεμαχίου 482/1, Φ/Σχ. 33/51 του χωρίου Φρέναρος και διάταγμα όπως οι ενάγοντες (3) και (4) παύσουν να επεμβαίνουν στο πιο πάνω κτήμα. Στην Υπεράσπιση στην ανταπαίτηση οι εναγόμενοι (3) και (4) αρνούνται ότι επενέβησαν στο κτήμα της εναγόμενης παράνομα και ότι της προκάλεσαν ζημιά. Θέλω να σημειώσω σ΄αυτό το σημείο ότι η όλη διαδικασία στην παρούσα αγωγή διέπετο από τις πρόνοιες της Δ.65 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και ως εκ τούτου οι ενάγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να καταχωρήσουν απάντηση στην Υπεράσπιση των εναγόμενων."

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν από την έκδοση διατάγματος για άρση της οχληρίας, απέρριψε τόσο το αίτημα για αποζημιώσεις γιατί κατά την κρίση του δεν αποδείχθηκε ζημιά, όσο και την ανταπαίτηση της εναγομένης 2 εναντίον των εναγόντων-εφεσιβλήτων 3 και 4.

Πρωτόδικα ηγέρθηκαν στο τέλος της ακρόασης των καταθέσεων των μαρτύρων από το συνήγορο της εφεσείουσας-εναγομένης 2 τα πιο κάτω τρία νομικά σημεία:

α) Ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης επειδή η διαφορά ήταν καθαρά συνοριακή.

β) Ότι δεν μπορούσε το Δικαστήριο να επιληφθεί της υπόθεσης γιατί δεν ήταν ενώπιον του όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

γ) Ότι η Δήλωση, Τεκμήριο 13, (στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω) συνιστούσε για τους εφεσίβλητους-ενάγοντες κώλυμα να ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι επενέβαιναν στο κτήμα τους.

Και τα τρία πιο πάνω νομικά σημεία αποφασίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων.

Οι τροποποιημένοι λόγοι έφεσης είναι οι ακόλουθοι:

1. Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η θέση των εφεσειόντων-εναγομένων ήταν ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων οφείλετο σε λάθος στο χωρομετρικό σχέδιο του Κτηματολογίου και επομένως η πρωτογενής διαπίστωση του λάθους ξέφευγε της δικαιοδοσίας του, δυνάμει του άρθρου 61 του Κεφ. 224.

2. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορά των διαδίκων δεν ήταν συνοριακή και ότι ως εκ τούτου είχε δικαιοδοσία να της επιληφθεί παρακάμπτοντας τις πρόνοιες του άρθρου 58 του Κεφ.224.

3, 4, 5. Εσφαλμένα το Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων των εφεσιβλήτων-εναγόντων κρίνοντας την αξιόπιστη και λανθασμένα δεν αποδέχθηκε εκείνη του εμπειρογνωμόνων των εφεσειόντων-εναγομένων.

6. Το Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει την αγωγή, γιατί οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της επέμβασης, αφού, σύμφωνα με τη μαρτυρία, λόγω προβληματικής χωρομετρίας στην περιοχή ήταν αδύνατο να διακριβωθεί επιστημονικά η κατ΄ισχυρισμό επέμβαση.

7. Εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ήταν ανάγκη να βρίσκονται ενώπιον του όλοι οι συνιδιοκτήτες των επίδικων κτημάτων και ειδικά του τεμαχίου 482/1 των εφεσειόντων-εναγομένων.

8. Εσφαλμένα το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το Τεκμήριο 13 δεν αποτελούσε κώλυμα για τους εφεσείοντες-ενάγοντες να ισχυρισθούν ότι οι εναγόμενοι επεμβαίνουν στο κτήμα τους.

9. Εσφαλμένα εξεδόθη απόφαση υπέρ των εναγόντων 3 και 4 αφού αυτοί δεν είχαν κατοχή του τεμαχίου 481.

10. Εσφαλμένα κρίθηκε ότι οι εφεσίβλητες-ενάγουσες 1 και 2 είχαν κατοχή του τεμαχίου 481.

11. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι ο εφεσείων-εναγόμενος 1 επενέβη στο κτήμα των εφεσιβλήτων-εναγόντων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το κατά πόσο η αγωγή αφορούσε συνοριακή διαφορά, έκρινε ότι μπορούσε να κριθεί με αναφορά στη μαρτυρία των τριών εμπειρογνωμόνων που κατέθεσαν ενώπιον του (δύο για τους εφεσίβλητους-ενάγοντες και ένας για τους εφεσείοντες-εναγομένους) χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας τους. Θεωρούμε ορθή την πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου. Από τη μαρτυρία αυτή στην ολότητα της προκύπτει ότι η συνοριακή διαφορά είχε λυθεί από το 1985 μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη του τεμαχίου 481 που κατέληξε και στην υπογραφή του Τεκμηρίου 13, ημερομηνίας 4.4.85, που υπογράφηκε τόσο από τους ενάγοντες όσο και από τους εναγομένους και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Δηλώνουμε ότι συμφωνούμε με τα σύνορα των πιο πάνω αναφερομένων κτημάτων μας που μας υπέδειξε ο Κτηματολογικός υπάλληλος κατά την 4.4.85 και το οποίο είναι σύμφωνα με τους τίτλους μας και τα σχέδια της Γενικής Χωρομετρίας και καμμιά φιλονικεία δεν υπάρχει πια μεταξύ μας.

Δηλώνουμε επίσης ότι αποσύρουμε την παρούσα αίτηση."

Μεταγενέστερα ακολούθησε αίτηση των ιδιοκτητών του τεμαχίου 482/1 και στις 16.3.88 έγινε νέα επίσκεψη στην περιοχή που αφορούσε και πάλι συνοριακή διαφορά, που κατέληξε στην τοποθέτηση των οροσήμων του συνόρου των τεμαχίων 481 και 482/1 στην ίδια ακριβώς θέση που είχαν τοποθετηθεί το 1985 και διαπιστώθηκε από το Μ.Ε.1 ότι υπήρξε επέμβαση με κτίριο επί του τεμαχίου 481. Ούτε και προκύπτει από τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα των εφεσειόντων-εναγομένων ότι η επίδικη διαφορά αφορούσε τοποθέτηση συνόρου, όπως ορθά διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πουθενά στην έκθεση υπεράσπισης των εφεσειόντων-εναγομένων δεν εγείρεται θέμα συνοριακής διαφοράς, μας οδηγούν στην κατάληξη ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν επρόκειτο περί συνοριακής διαφοράς, είναι ορθό.

Κρίνουμε επίσης ανεδαφικό τον πρώτο λόγο έφεσης. Ανκαι ο Μ.Υ.4, εμπειρογνώμονας για τους εφεσείοντες-εναγομένους, δεν ισχυρίστηκε ρητά ότι υπήρξε λανθασμένη τοποθέτηση του συνόρου επί του σχεδίου, η θέση αυτή, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, μπορούσε να εξαχθεί από όσα ανέφερε στην αντεξέταση του. Τέτοια θέση όμως εκτός του ότι δεν εκαλύπτετο από τα δικόγραφα δεν μπορούσε να εξετασθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, γιατί ξέφευγε της δικαιοδοσίας του, επειδή όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Χ" Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου και άλλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 844 "η άποψη για λάθος" στο χωρομετρικό σχέδιο μπορεί μόνο να προωθηθεί με τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 61 του Κεφ.224.

Όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων, οι αρχές επέμβασης του Εφετείου είναι καλώς γνωστές και ευρέως νομολογημένες. Για να επέμβει το Εφετείο πρέπει να καταδειχθεί ότι ο πρωτόδικος Δικαστής διέπραξε σφάλμα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και το βάρος βρίσκεται στους εφεσείοντες να πείσουν το Δικαστήριο περί τούτου. Αν με βάση τη μαρτυρία ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να φθάσει στα ευρήματα στα οποία κατέληξε, τότε το Εφετείο δεν επεμβαίνει. (Δέστε μεταξύ άλλων, Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 551, Mentesh and Another v. HadjiDemetriou (1983) 1 C.L.R. 1, Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286 και Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 Α.Α.Δ (Ε) 713).

Δεν έχουμε ικανοποιηθεί στην παρούσα περίπτωση ότι υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, που να δικαιολογεί την επέμβαση μας.

Αναφορικά με το λόγο έφεσης που αφορά τον ισχυρισμό για κώλυμα που προκύπτει από το Τεκμήριο 13, έχουμε να παρατηρήσουμε τα πιο κάτω. Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι η φράση που περιεχόταν στο Τεκμήριο 13 ότι "καμιά φιλονικεία δεν υπάρχει πια μεταξύ μας" συνιστούσε αποδοχή εκ μέρους των εφεσιβλήτων-εναγόντων της ύπαρξης των υποστατικών, που κατ΄ισχυρισμό εγέρθηκαν παράνομα στη γη των εφεσιβλήτων-εναγόντων. Η αποδοχή αυτή αποτελούσε κώλυμα στον ισχυρισμό τους για παράνομη επέμβαση. Δυσκολεύομαστε να συμφωνήσουμε με την πιο πάνω θέση. Κατά την κρίση μας η δήλωση αυτή αφορούσε τις σχέσεις των διαδίκων που ανάγονταν μόνο στον καθορισμό και τη θέση των συνόρων. Εν πάση όμως περιπτώσει, όπως σωστά αποφάσισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να βασιστούν στον ισχυρισμό κωλύματος, οι εφεσείοντες-εναγόμενοι θα έπρεπε να περιλάβουν τούτο ρητά στο δικόγραφο τους, γεγονός που δεν έπραξαν. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας-εναγομένης 2 ότι η παράγραφος 7 της έκθεσης υπεράσπισής της εγείρει θέμα κωλύματος, κρίνεται ανεδαφικός. Όπως διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός του ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν εγείρεται ρητά, η αναφορά που γίνεται στην παράγραφο αυτή αναφέρεται σε "σύμφωνο" που προφανώς έγινε σε κάποια άλλη επίσκεψη άλλων κτηματολογικών υπαλλήλων όπου υπογράφηκε κάποιο έγγραφο άλλο από το Τεκμήριο 13, που δεν βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου.

Για τους πιο πάνω λόγους απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.

Θα ασχοληθούμε τώρα με το κατά πόσο θα έπρεπε να συνενωθούν στην αγωγή ως διάδικοι όλοι οι συνιδιοκτήτες των επίδικων κτημάτων και ειδικά του τεμαχίου 482/1.

Επί του προκειμένου παραπέμπουμε στο σκόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμα Clerk & Lindsell on Torts 14η Έκδοση, παράγραφος 212, στο οποίο γίνεται αναφορά και στην πρωτόδικη απόφαση:

"Joint plaintiffs in tort. Where a tort was committed to some subjectmatter in which several persons were jointly interested, non-joinder of any of the parties so interested as plaintiffs was formerly matter for a plea in abatement, but if no such plea was raised, the parties who sued were entitled to recover damages in proportion to their interests in the subjectmatter. Thus one of several joint owners of a chattel might recover for the injury to his share, leaving his co-owners to recover in another action for the injury to their shares.

Pleas in abatement no longer exist, and neither the misjoinder nor the non-joinder of any party leads to the defeat of the action: the court may determine the issues in dispute so far as they affect the rights and interests of those who are parties. On the other hand, unless the court gives leave to the contrary, all persons jointly entitled to relief should be made parties and any one of them who does not consent to being joined as a plaintiff must be made a defendant."

Kαι στο σύγγραμμα Bullen & Leake and Jacob's Precedents of Pleadings στo οποίo και πάλι γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση:

"In actions for torts, where several persons are entitled to sue in respect of a wrong done to them jointly, as, for instance, in cases of injury to their joint property by trespass, conversion, or negligence, they should, in general, all join as plaintiffs in the action. But it does not lie in the mouth of the wrongdoer to complain of non-joinder. It has been decided that one of several co-owners of a patent may sue alone for an infringement of his right, and so may one of several co-owners of a trade mark; again in an action for conversion, one of several co-owners may sue alone, although he will be able to recover only his own share of the value of the property converted."

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

(Δέστε και Βaker v. Barclays Bank Ltd (1955) 2 All E.R. 571).

Έτσι, το επιχείρημα των εφεσειόντων-εναγομένων δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ιδιαίτερα δε όσον αφορά τη μη συνένωση όλων των συνιδιοκτητών του τεμαχίου 482/1 των εφεσειόντων-εναγομένων, αφού οι λοιποί συνιδιοκτήτες σε καμιά ενέργεια δεν είχαν προβεί που να συνιστά το αστικό αδίκημα της επέμβασης για το οποίο ενάγονται οι εφεσείοντες-εναγόμενοι. Επισημαίνουμε επίσης ότι, αφού η αιτία αγωγής είναι η διάπραξη του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης, κανένα περιουσιακό ή άλλο συμφέρον ή δικαίωμα των λοιπών συνιδιοκτητών δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία. Και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητες-ενάγουσες 1 και 2 είχαν κατοχή του τεμαχίου 481 δικαιολογείται απόλυτα από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του και δεν χωρεί επέμβαση μας. Και ο λόγος 10 της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Θα εξετάσουμε τώρα το κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο εδικαιολογείτο να εκδώσει απόφαση και υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων 3 και 4, που δεν προσκόμισαν καμιά μαρτυρία και δεν συμμετείχαν στη διαδικασία και που δεν είχαν κατοχή του τεμαχίου 481.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο, το τεμάχιο 481 είχε διαχωρισθεί επί του εδάφους μεταξύ των συνιδιοκτητών και καθένας κατείχε και χρησιμοποιούσε ξεχωριστό μέρος του ακινήτου και η κατ΄ισχυρισμό επέμβαση είχε γίνει στο μέρος της γης που κατείχαν οι εφεσίβλητες-ενάγουσες 1 και 2 κατ΄αποκλεισμό έτσι κατοχής του από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες 3 και 4.

Η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι ουσιαστικά αδίκημα εναντίον της κατοχής και όχι της κυριότητας του ακινήτου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Adamou v. Christofi (1974) 1 C.L.R. 100, έστω και μικρός βαθμός κατοχής είναι αρκετός για να νομιμοποιεί τον ενάγοντα να εγείρει αγωγή εναντίον του εναγομένου. Στην υπόθεση Liasidou and Another v. Papademetriou (1975) 1 C.L.R. 122, λέχθηκε ότι κατοχή (possession) σημαίνει πραγματική κατοχή (occupation) ή φυσικό έλεγχο της περιουσίας. Ο ιδιοκτήτης που δεν έχει κατοχή δεν μπορεί να ενάγει σε σχέση με παράνομη επέμβαση στην ιδιοκτησία του, με εξαίρεση την περίπτωση όπου υπάρχει πρόκληση ζημιάς στην περιουσία ή όπου η επέμβαση έχει μόνιμο χαρακτήρα. (Δέστε Γεωργίου ν. Ανδρέα, Π.Ε. 10140, ημερ. 16.12.98, όπου η φύτευση δένδρων θεωρήθηκε ως επέμβαση μόνιμου χαρακτήρα που νομιμοποιούσε την ιδιοκτήτρια που ενοικίαζε το κτήμα σε άλλους να εγείρει αγωγή). Στην παρούσα περίπτωση, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες 3 και 4 ήταν εγγεγραμμένοι συνιδιοκτήτες και, παρόλον ότι δεν είχαν κατοχή, αφού η επέμβαση στο κτήμα είχε μόνιμο χαρακτήρα, κατά την κρίση μας εδικαιολογείτο η νομιμοποίησή τους για να εγείρουν την αγωγή.

Το τελευταίο θέμα που έχουμε να εξετάσουμε είναι κατά πόσο εδικαιολογείτο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι και ο εφεσείων-εναγόμενος 1 ήταν υπεύθυνος επέμβασης στο κτήμα των εφεσιβλήτων-εναγόντων. Όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη μαρτυρία, ο ίδιος ο εφεσείων-εναγόμενος 1 στην αντεξέταση του σε ερώτηση κατά πόσο την αποθήκη που συνιστά την επέμβαση την έκτισε με τη σύζυγο του, απάντησε: "Ως σύζυγος έπρεπε. Η σύζυγος μου τι να κάμει δηλαδή; Ένας σύζυγος και μία σύζυγος πιστεύω ότι αλληλοβοηθούνται και συνεργάζονται". Έτσι, προκύπτει ότι ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι και ο εφεσείων-εναγόμενος 1 ήταν συνυπεύθυνος για την επέμβαση, γιατί η πιο πάνω δήλωση σημαίνει παραδοχή συμμετοχής στις ενέργειες που συνιστούσαν την επέμβαση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεχόμενο τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων που κατέθεσαν για λογαριασμό των εφεσιβλήτων-εναγόντων, θεώρησε ότι πράγματι υπήρξε επέμβαση εντός του κτήματός τους. Επίσης, επισημαίνει ότι, αν δεχόταν τη μαρτυρία που δόθηκε για λογαριασμό των εφεσειόντων-εναγομένων, ότι το σύνορο των κτημάτων θα έπρεπε να βρίσκεται στη βόρεια πλευρά των κτιρίων, τούτο θα συνεπαγόταν εύρημα ότι το εμβαδόν του κτήματος των εφεσειόντων-εναγομένων θα ήταν ουσιαστικά μεγαλύτερο απ΄εκείνο που φαινόταν στα χωρομετρικά σχέδια. ενώ, αντίθετα, δεχόμενο τη θέση ότι το σύνορο βρισκόταν εκεί που εισηγήθηκαν οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες και που καθιστούσε την ύπαρξη των κτιρίων επέμβαση, επιβεβαίωνε και το γεγονός ότι η έκταση που πράγματι είχε το κτήμα των εφεσειόντων-εναγομένων, ήταν εκείνη που αναφερόταν και στο χωρομετρικό σχέδιο. Κατά συνέπεια κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι αποδείχθηκε η επέμβαση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

 

 

Δ. Δ. Δ.

 

 

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο