INTERAMERICAN INSURANCE CO LIMITED ν. Άντρης Μακρίδου (2000) 1 ΑΑΔ 1529 INTERAMERICAN INSURANCE CO. LIMITED ν. Άντρης Μακρίδου, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10283, 25 Σεπτεμβρίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1529

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10283

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στών

INTERAMERICAN INSURANCE CO. LIMITED,

Εφεσείοντες

- και -

Άντρης Μακρίδου, από Λευκωσία,

Εφεσίβλητης

---------------------------

25 Σεπτεμβρίου 2000

Για τους εφεσείοντες: Γ. Γεωργίου.

Για την εφεσίβλητη: Στ. Κιττής.

---------------------------

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με αγωγή που η εφεσίβλητη κίνησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, διεκδίκησε κατά των εφεσειόντων, ως πρώην εργοδοτών της, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις στην κλίμακα £25.000-£50.000 για παράβαση συμφωνίας εργοδότησης ημερ. 23 Μαρτίου 1995. Διατύπωσε, στην έκθεση απαίτησης, ισχυρισμούς ότι οι εφεσείοντες τη δελέασαν ή την παρέσυραν με “ψευδείς και δόλιες παραστάσεις” να υποβάλει παραίτηση από άλλη θέση που επί μακρόν κατείχε σε άλλη εταιρεία, με αποτέλεσμα να θυσιάσει σημαντικά συσσωρευθέντα ωφελήματα και ότι έπειτα, αφού συνήψε με τους εφεσείοντες σύμβαση για εργοδότηση της, διέρρηξαν τη σύμβαση με τον τερματισμό της απασχόλησης της δύο μήνες μετά που άρχισε, προκαλώντας της απώλεια και ζημία σε σχέση τόσο με τα πριν όσο και τα μετά.

Με την υπεράσπιση τους οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ότι προέβησαν σε ψευδείς ή δόλιες παραστάσεις ή ότι διέρρηξαν τη σύμβαση που συνήψαν με την εφεσίβλητη και αντέτειναν ότι η πρόσληψη έγινε, όπως προνοούσε η σύμβαση, για δοκιμαστική περίοδο έξι μηνών εντός των οποίων διατηρούσαν το δικαίωμα να την απολύσουν χωρίς καμιά ευθύνη απέναντι της.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι υπήρξε από μέρους των εφεσειόντων δόλος ή οποιαδήποτε μεμπτή συμπεριφορά αναφορικά με ό,τι προηγήθηκε της σύμβασης ή ό,τι αποτέλεσε μέρος της, ούτε και αποδέχθηκε ότι η πρόσληψη της εφεσίβλητης έγινε για εργοδότηση εξ αρχής σε μόνιμη βάση. Έκρινε ότι η σύμβαση διαλάμβανε δοκιμαστική περίοδο έξι μηνών, όπως είχαν προβάλει οι εφεσείοντες, αλλά ότι αντίθετα με ό,τι πρότειναν, δεν είχαν δικαίωμα να απολύσουν την εφεσίβλητη προτού εξαντληθεί η περίοδος δοκιμασίας ώστε να φανεί, με την πληρότητα του ορισθέντος χρόνου, αν αυτή ήταν κατάλληλη ή όχι. Της επιδίκασε λοιπόν αποζημιώσεις ύψους £1.260 που αντιπροσώπευαν μισθούς τριών μηνών αφού, σε κάποιο χρονικό σημείο, η εφεσίβλητη εξασφάλισε άλλη εργασία με κάπως μεγαλύτερο μάλιστα μισθό.

Με ένα μέρος της έφεσης τέθηκε προς εξέταση ζήτημα δικαιοδοσίας με αναφορά στο άρθρο 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67, όπως αυτός τροποποιήθηκε). Προβλέπεται ότι:

“Οταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι΄ οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ΄ αυτού επί είκοσι έξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα.”

 

Κατά την έναρξη συζήτησης της έφεσης απασχόλησε προκαταρκτικά αυτό το ζήτημα μαζί με ένα δεύτερο, σχετικά με τη δικαιοδοσία, που ήταν το κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία με αναφορά στο ύψος της διαφοράς. Προβλέπεται στο άρθρο 30(1) και (2) του Νόμου ότι:

“30.-(1) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών κέκτηται αποκλειστικήν αρμοδιότητα να αποφασίζη επί απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος.

(2) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω ερμηνεύεται ως επηρεάζον το δικαίωμα εργοδοτουμένου όπως, αναφορικώς προς τερματισμόν απασχολήσεως, προσφύγη εις το Επαρχιακόν Δικαστήριον της Επαρχίας εν η ο εργοδοτούμενος ηργοδοτείτο κατά τον χρόνον καθ΄ ον ανέκυψεν η διαφορά εις περίπτωσιν καθ΄ ην η αξίωσις αυτού είναι δι΄ αποζημιώσεις υπερβαίνουσας τας διά του παρόντος Νόμου δυναμένας να διεκδικηθώσι:

.................................. .................................................. .......”

 

Ήταν η θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι ενόψει των εν λόγω διατάξεων, το Επαρχιακό Δικαστήριο διατηρεί δικαιοδοσία μόνο όπου ο εργοδοτούμενος έχει δικαίωμα σε αποζημιώσεις που υπερβαίνουν ό,τι θα μπορούσε να επιδικάσει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών νοουμένου πάντοτε ότι η περίοδος απασχόλησης υπερβαίνει τις εικοσιέξι εβδομάδες. Ο συνήγορος εισηγήθηκε, σε ότι αφορά το άρθρο 30(1) και (2), πως το κατά πόσο ο εργοδοτούμενος έχει δικαίωμα σε αποζημιώσεις που υπερβαίνουν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών πρέπει εν τέλει να κρίνεται με βάση τον καθορισμό του ύψους τους από το Επαρχιακό Δικαστήριο όσο και αν, στο αρχικό στάδιο, η ανάληψη δικαιοδοσίας δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στη διατυπωθείσα απαίτηση. Αλλιώς, καθώς πρόσθεσε, ο ενάγων θα είχε τη δυνατότητα επιλογής με τη διατύπωση ακόμα και εντελώς αβάσιμων ισχυρισμών. Σε σχέση με το άρθρο 3(1), ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι αυτό, ιδωμένο από μόνο του αλλά και υπό το φως του άρθρου 30(1) και (2) αφαιρεί το δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο ο εργοδοτούμενος μπορεί να είχε προηγουμένως βάσει του Κοινού Δικαίου και παρέπεμψε επ΄ αυτού στην απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου στην Kapsou v. Middle East Airlines Airliban (1988) 1 C.L.R. 152,. Έτσι, αφού αφενός το επιδικασθέν ποσό ήταν χαμηλότερο από εκείνο που ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, το Επαρχιακό Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε καταλήξει πως προέκυπτε εκ των υστέρων πως δεν είχε δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 30(1) και (2) ενώ αφετέρου, αφού η απασχόληση δεν διάρκεσε για τουλάχιστο εικοσιέξι εβδομάδες, δεν παρείχετο δικαίωμα αποζημιώσεων ώστε να μπορούσε να έχει δικαιοδοσία είτε το ένα είτε το άλλο δικαστήριο.

Από την άλλη μεριά, ο συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε, σχετικά με το άρθρο 30(1) και (2), ότι η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου εξαρτάται από τη διατυπωθείσα αξίωση και δεν μεταβάλλεται ανάλογα με την έκβαση. Ως προς το άρθρο 3(1) του νόμου, εισηγήθηκε ότι η απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου στην Kapsou (ανωτέρω), με την οποία κρίθηκε ότι όπου η απασχόληση δεν είχε διαρκέσει πέραν των εικοσιέξι εβδομάδων δεν παρεχόταν ούτε στο Επαρχιακό Δικαστήριο δικαιοδοσία, είναι εσφαλμένη αφού έτσι ο διάδικος στερείται θεραπείας· και μας κάλεσε να την ανατρέψουμε για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση μειοψηφίας.

Αναπόφευκτα, η ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο στηρίζεται κατ΄ αρχάς στους διατυπωθέντες ισχυρισμούς με τους οποίους προσδιορίζονται τα επίδικα θέματα. Από την πλούσια επ΄ αυτού νομολογία αρκεί η αναφορά στη Sevegep Ltd v. United Sea Transport (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 729 όπου λέχθηκε, στη σελ. 732, ότι:

“Τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση. Στην προκείμενη περίπτωση περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως.”

 

Δεν ακολουθεί όμως εξ αυτού ότι οι εκ των υστέρων διαπιστώσεις του Δικαστηρίου είναι πάντοτε άνευ σημασίας. Εξαρτάται από το τι προβλέπει η δικαιοδοτική νομοθετική διάταξη. Όπου ορίζονται προϋποθέσεις με την έννοια των σταθερών δεδομένων, το κατά πόσο πληρούνται παραμένει ζήτημα ανοικτό μέχρι τέλους της υπόθεσης· και αν τότε προκύψει αρνητική απάντηση, η υπόθεση ναυαγεί λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, του υπό συζήτηση άρθρου 30(1) και (2) του νόμου, δεν τίθεται όμως τέτοιου είδους προϋπόθεση. Τίθεται ως κριτήριο μόνο το ύψος της αξίωσης του εργοδοτουμένου. Του παρέχεται το δικαίωμα να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο εφόσον “η αξίωσις αυτού είναι δι΄ αποζημιώσεις υπερβαίνουσας τας διά του παρόντος Νόμου δυναμένας να διεκδικηθώσι.” Το δικαίωμα του να προβάλει αξίωση πέραν ορισμένου ύψους προσδιορίζει και την αντίστοιχη δικαιοδοσία που είναι η γενική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η διάταξη δεν συναρτά τη δικαιοδοσία με την επιτυχία της αξίωσης. Ούτε άλλωστε θα μπορούσε να αναμένεται να υπάρχει τέτοια εξάρτηση στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Επομένως, από άποψης του άρθρου 30(1) και (2), το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν στερείτο εν προκειμένω δικαιοδοσίας με αναφορά στο ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων.

Ως προς το άρθρο 3(1) του Νόμου, η απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου στην Kapsou (ανωτέρω) καλύπτει μόνο την περίπτωση όπου η αξίωση για αποζημιώσεις δεν υπερβαίνει ό,τι εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Κρίθηκε εκεί ότι, με αυτό ως δεδομένο, όπου η εργοδότηση δεν διάρκεσε τουλάχιστο εκοσιέξι εβδομάδες δεν παρείχετο δικαίωμα σε αποζημιώσεις διότι το άρθρο 3(1) του νόμου αντικατέστησε την προηγούμενη, βάσει του Κοινού Δικαίου, έλλειψη οποιουδήποτε χρονικού προσδιορισμού με τον εν λόγω περιορισμό και έτσι, όπου δεν πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση και δεν έχει ως εκ τούτου δικαιοδοσία το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, δεν διατηρεί δικαιοδοσία το Επαρχιακό Δικαστήριο. Στο απόσπασμα που ακολουθεί γίνεται αναφορά στα βασικά δεδομένα της υπόθεσης και εκτίθεται το σκεπτικό της απόφασης (σελ. 153 και 154):

“It is undisputed that the appellant was employed by the respondents from 25 January 1982 till 11 July 1982 when her services were terminated and that, therefore, her employment lasted for less than twenty-six weeks.

Moreover it is, likewise, undisputed that in this case there are not being claimed damages in excess of the appellant’s emoluments for two years and, therefore, her claim does not exceed the amount of damages which the Industrial Disputes Court is empowered to award under the Termination of Employment Law, 1967 (Law 24/67).

.................................. .................................................. .....................

.................................. .................................................. .....................

In our opinion section 3 of Law 24/67 has created a new statutory right regarding compensation for wrongful dismissal in substitution of the common law right and consequently when a claim cannot succeed before the Industrial Disputes Court on the strength of such statutory right, as in this case, the exclusive under section 30 of Law 24/67 jurisdiction of the Industrial Disputes Court cannot be circumvented by an action before a District Court, such as the present one, which was rightly dismissed by the trial Judge for lack of jurisdiction.”

 

Δεν χρειάζεται λοιπόν να μας απασχολήσει η ορθότητα της εν λόγω απόφασης. Διακρίνεται από την παρούσα όπου το ύψος της διεκδικηθείσας αποζημίωσης παρείχε στο Επαρχιακό Δικαστήριο δικαιοδοσία ενόψει του άρθρου 30(1) και (2). Κατόπιν αυτής της διαπίστωσης η έφεση θα προχωρήσει επί της ουσίας. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο