Ρίτσα Δημοσθένους ν. Μάριου Γεωργίου κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1541 Ρίτσα Δημοσθένους ν. Μάριου Γεωργίου κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10292, 23 Σεπτεμβρίου 1999

(2000) 1 ΑΑΔ 1541

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10292

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στών.

Ρίτσα Δημοσθένους, από τη Λεμεσό,

Εφεσείουσα

- και -

1. Μάριου Γεωργίου, από τη Λευκωσία,

2. Αλκαίου Γεωργίου, από τη Λευκωσία,

Εφεσιβλήτων

---------------------------

Αίτηση εφεσείουσας, ημερ. 23 Σεπτεμβρίου 1999

25 Σεπτεμβρίου 2000

Για την εφεσείουσα: Φ. Αποστολίδης.

Για τους εφεσιβλήτους: Σ. Παύλου.

---------------------------

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα, ιδιοκτήτρια διαμερίσματος σε πολυκατοικία στη Λεμεσό, κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων, ιδιοκτητών του διαμερίσματος ακριβώς πάνω από το δικό της, για ζημιά και απώλεια την οποία αυτή υπέστη από υγρασία η οποία εμφανίστηκε και παρέμεινε στην οροφή του αποχωρητηρίου του δικού της διαμερίσματος. Απέδωσε την υγρασία σε διαρροή από τις αποχετεύσεις του διαμερίσματος των εφεσιβλήτων - όχι από εγκαταστάσεις που εξυπηρετούσαν την πολυκατοικία ως σύνολο - και τους καταλόγισε αυστηρή ευθύνη. Αξίωνε “παύση και/ή άρση της παράνομης επέμβασης” και αποζημιώσεις. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση με έξοδα εναντίον της. Έκρινε ότι:

“.... η απαίτηση της Ενάγουσας θα πρέπει αναπόφευκτα να απορριφθεί για τους ακόλουθους λόγους: (i) η Ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει την προέλευση της διαρροής ή την αιτία της, (ii) δεν απέδειξε κανένα στοιχείο υπαιτιότητας για τους Εναγόμενους ούτε ότι έγινε καμιά μη συνηθισμένη χρήση των πραγμάτων από τους Εναγόμενους ώστε αυτοί να υπέχουν αυστηρή ευθύνη ούτε ότι η πρόκληση της ζημιάς της ήταν προβλεπτή, (iii) η διαφυγή υγρασίας έγινε χωρίς οι Εναγόμενοι να γνωρίζουν για αυτή και η Ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε αμέλεια εκ μέρους των Εναγομένων στο να επιτρέψουν τη συνέχιση της.”

 

Η εφεσείουσα άσκησε έφεση, στο πλαίσιο της οποίας καταχώρισε την αίτηση, με την οποία τώρα ασχολούμαστε, για άδεια του Εφετείου να προσκομίσει περαιτέρω μαρτυρία η οποία, κατά την εφεσείουσα, δεν ήταν δυνατό να προσκομιστεί στη δίκη.

Οι διατάξεις που αφορούν στο ζήτημα και η ερμηνεία που έδωσε σε αυτές όγκος νομολογίας, εκτίθενται συνοπτικά στην υπόθεση Oleg Blachin ν. Αριστείδου, Πολ. Έφ. 8971 ημερ. 24 Φεβρουαρίου 1997. Αρκεί για τους σκοπούς αυτής της υπόθεσης το ακόλουθο απόσπασμα:

“Η προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου διέπεται από το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 το οποίο ισχύει τόσο σε πολιτικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. Σε ό,τι αφορά τις πρώτες, η άσκηση της εξουσίας ακολουθεί τη δικονομική οδό την οποία ορίζει ο καν. 8 της Δ.35. Η δυνατότητα προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας αποτελεί εξαιρετικό μέτρο. Οι νομολογιακά απαιτούμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις τέθηκαν από το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση Ladd v. Marshall (1954) 3 All E.R. 745 στη σελ. 748 και υιοθετήθηκαν εδώ, αφενός ως εντάξιμες στις δικές μας διατάξεις και αφετέρου ως πρόσφορες προς τούτο ενόψει της ομοιότητας των δύο συστημάτων: βλ. την Trifonides v. Alpan (Taki Bros) (1987) 1 C.L.R. 479 στην οποία περιέχεται εκτενής αναφορά στη νομολογία.

Οι εν λόγω προϋποθέσεις εκτίθενται όπως αρχικά διατυπώθηκαν, αλλά σε ελληνική μετάφραση, στην υπόθεση Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1), (1994) 2 Α.Α.Δ. 29 στη σελ. 32. Τις παραθέτουμε:

(α) Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.

(β) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.

(γ) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.”

 

Με την ένορκη δήλωση της, που συνοδεύει την αίτηση, η εφεσείουσα παρουσίασε την εξής εικόνα:

“................................. .................................................. ....................

3. Κατά την πρωτόδικο διαδικασία ήταν αδύνατος η πρόσβαση τόσον εμένα προσωπικά όσον και των τεχνικών και εμπειρογνωμόνων μου εις το διαμέρισμα των εναγομένων, και η διάνοιξη του δαπέδου του αποχωρητηρίου των εναγομένων, διά να επιδιορθωθεί η βλάβη της διαρροής δεν μου επέτρεψαν την προσκόμιση μαρτυρίας την οποία ζητώ να παρουσιαστεί στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης.

4. Κατά την πρωτόδικο διαδικασία παρουσίασα μαρτυρία του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Σιαμπτάνη Μ.Ε.2 ως εμπειρογνώμονα με την οποία βάσει των γνώσεων και εμπειριών του συμπέρανε ότι η διαρροή προέρχεται από το διαμέρισμα των Εναγομένων.

5. Κατά το στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας κατέβαλα κάθε προσπάθεια ώστε να επιλυθεί το θέμα της διαρροής με την επδιόρθωση της βλάβης με την διάνοιξη του δαπέδου του αποχωρητηρίου του διαμερίσματος τους, αλλά οι Εναγόμενοι ήσαν απόλυτοι εις τις θέσεις τους, ότι δεν προέρχεται η διαρροή από το διαμέρισμα τους.

6. Μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης οι Εναγόμενοι συγκατένευσαν να διανοιγεί το δάπεδο του αποχωρητηρίου τους στο διαμέρισμα τους αρ. 21 όπου διαπιστώθη από τον επιβλέποντα αρχιτέκτονα ότι σε δύο σημεία υπήρχε διαρροή σε δύο σημεία.

.................................. .................................................. ....................”

 

Το κατά πόσο η εφεσείουσα είχε ή όχι τη δυνατότητα πρόσβασης στο διαμέρισμα των εφεσιβλήτων για διακρίβωση της προέλευσης της διαρροής και συνακόλουθα τη δυνατότητα διόρθωσης της όποιας βλάβης, απασχόλησε πρωτόδικα γιατί αυτό αποτέλεσε ζήτημα για το οποίο είχαν γίνει διαβουλεύσεις πριν από την έγερση της αγωγής και για το οποίο σημειώθηκε διάσταση μεταξύ των διαδίκων. Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφάνθηκε επ΄ αυτού με τη διατύπωση σχετικών ευρημάτων. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, η αναφορά στον Μ.Υ.2 είναι αναφορά στον πατέρα των εφεσιβλήτων ο οποίος, σύμφωνα και πάλι με σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου, χρησιμοποιούσε όπως και εκείνοι το διαμέρισμα, το διαχειριζόταν και σε όλα τα στάδια ενεργούσε με εξουσιοδότηση τους:

“Στη συνέχεια η Ενάγουσα επισκέφθηκε το διαμέρισμα της και διαπίστωσε ότι το πρόβλημα της υγρασίας μεγάλωσε. Μετά από αυτή τη διαπίστωση η Ενάγουσα επικοινώνησε με τον ΜΥ2 πατέρα των Εναγομένων, τηλεφωνικά και συζήτησαν ότι η διαρροή πιθανόν να προήρχετο από το διαμέρισμα των Εναγομένων. Ο ΜΥ2 επισκέφθηκε το διαμέρισμα της Ενάγουσας, είδε ότι υπήρχε μια μικρή υγρασία στη γωνιά της οροφής του αποχωρητηρίου και επειδή ο ΜΥ2 ήταν της γνώμης ότι αν δεν διερευνόταν δεν μπορούσε να πει κανένας με σιγουριά ποιά ήταν η αιτία της διαρροής εισηγήθηκε στην Ενάγουσα να διερευνηθεί το θέμα, να στείλει υδραυλικό, η Ενάγουσα να παρακολουθεί τις εργασίες, και αν αποδεικνύετο ευθύνη να υποστεί εκείνος τα έξοδα, αν όχι να τα υποστεί η Ενάγουσα. Η Ενάγουσα ήταν αρνητική και ο ΜΥ2 διαφοροποίησε την πρόταση του ώστε να ελεγχθεί το θέμα από το διαμέρισμα της από υδραυλικό της επιλογής της και να παρακολουθεί υδραυλικός της επιλογής του ΜΥ2 με γραπτή ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του. Ούτε αυτή η πρόταση του ΜΥ2 έγινε αποδεκτή.

Στη συνέχεια η Ενάγουσα με επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 15.3.94 (Τεκμήριο 3) καλούσε τον ΜΥ2 να προβεί μέσα σε 7 μέρες στα δέοντα μέτρα προς επιδιόρθωση της βλάβης. Στην επιστολή αυτή ο ΜΥ2 απάντησε με τη δική του επιστολή ημερομηνίας 21.3.94 (Τεκμήριο 4) με την οποία διαβίβαζε πρόταση να γίνει έλεγχος από υδραυλικό από το διαμέρισμα του αν η Ενάγουσα έδινε γραπτή ανάληψη υποχρέωσης κάλυψης της δαπάνης σε περίπτωση που διαφαινόταν ότι το πρόβλημα δεν προέρχετο από το διαμέρισμα 21.

Η Ενάγουσα δεν απάντησε στο Τεκμήριο 4 αλλά με νέα επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 8.4.94 (Τεκμήριο 5) πληροφορούσε τον ΜΥ2 ότι είχε αναθέσει προς τους αρχιτέκτονες κατασκευαστές της πολυκατοικίας την εξέταση του θέματος οι οποίοι την είχαν συμβουλεύσει ότι η γνώμη τους ήταν ότι οι υγρασίες οφείλοντο σε απώλεια της αποχετευτικής εγκατάστασης του διαμερίσματος 21.”

 

Δεν επιτρέπεται σε αυτή τη διαδικασία οποιαδήποτε αμφισβήτηση των πρωτόδικων ευρημάτων. Αμφισβήτηση χωρεί μόνο με την ίδια την έφεση. Η εκεί όμως αμφισβήτηση δεν αναστέλλει την ισχύ των πρωτόδικων ευρημάτων εκκρεμούσας της τελικής απόφασης στην έφεση. Σημειώνουμε εξ άλλου ότι τα ευρήματα, στα οποία αναφερθήκαμε, η εφεσείουσα δεν τα προσέβαλε. Είναι, γι΄ αυτό, ακόμα πιο παράδοξο που τα αντιστρατεύεται με την ένορκη δήλωση της.

Θεωρείται λοιπόν, σε αυτό το στάδιο, δεδομένο ότι η εφεσείουσα διατηρούσε τη δυνατότητα, εάν το επιθυμούσε, να προέβαινε πριν από την έγερση της αγωγής σε διερεύνηση που θα έριχνε φως σε ό,τι τώρα ισχυρίζεται πως προέκυψε μετά την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η πρόταση που της είχε γίνει εκ μέρους των εφεσιβλήτων ήταν λογική και δίκαιη. Η εφεσείουσα όμως επέλεξε να την απορρίψει. Επέλεξε να μην ενεργήσει εκ του ασφαλούς. Επέλεξε να προχωρήσει στηριζόμενη στη γνώμη του εμπειρογνώμονα της. Η εφεσείουσα απλώς άσκησε δικαίωμα επιλογής· δεν στερήθηκε δυνατοτήτων. Ούτε και θα μπορούσε εν προκειμένω να επικαλεσθεί την τότε δαπάνη όπως για παράδειγμα δεν θα μπορούσε διάδικος να επικαλεσθεί τα έξοδα μάρτυρα που βρισκόταν κατά το χρόνο της δίκης στο εξωτερικό, για να προωθήσει την άποψη πως δεν είχε τότε πρόσβαση στη μαρτυρία του και πως θα πρέπει να δοθεί άδεια να ακουσθεί ο μάρτυρας κατά την έφεση γιατί βρίσκεται τώρα στην Κύπρο.

Η αίτηση είναι, κατά την κρίση μας, ολωσδιόλου αδικαιολόγητη. Και απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο