GCC COMPUTERS LTD ν. PENRIL DATACOM LTD (2000) 1 ΑΑΔ 1584 GCC COMPUTERS LTD ν. PENRIL DATACOM LTD., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10497, 25.9.2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1584

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10497

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ

GCC COMPUTERS LTD, από τη Λευκωσία

Εφεσεί ουσας/Ενάγουσας

- και -

PENRIL DATACOM LTD., από την Αγγλία

Εφεσίβ λητης/Εναγομένης

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 25.9.2000

Για την εφεσείουσα: κ. Π. Αγγελίδης.

Για την εφεσίβλητη: κα Ε. Χρυστοστομίδου.

- - - - - -

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστή με την οποία αποδέχτηκε αίτηση της εφεσίβλητης και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ακύρωσε και παραμέρισε τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος και την επίδοση της ειδοποίησής του στην εφεσίβλητη όπως και τα διατάγματα που εκδόθηκαν είτε κάτω από τη Γενική Αίτηση 318/98 είτε στα πλαίσια της αγωγής 5841/98 Ε.Δ. Λευκωσίας.

Η αίτηση της εφεσίβλητης βασιζόταν, μεταξύ άλλων, στη Δ.6 θθ1, 4, 5, 7, 8 και 9, στο άρθρο 3 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

Δεδομένου ότι δεν δόθηκε μαρτυρία από οποιαδήποτε πλευρά, τα γεγονότα που περιστοίχιζαν την αίτηση, όπως προέκυπταν από τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν, ήταν ότι η εφεσείουσα ήγειρε την αγωγή 5841/98 επιδιώκοντας ειδικές αποζημιώσεις στη βάση του ισχυρισμού ότι η εφεσίβλητη αρνήθηκε να εκπληρώσει σύμβαση που είχε συναφθεί το 1996, μεταξύ της και της εφεσίβλητης, για την αποκλειστική διανομή, από την εφεσείουσα, των προϊόντων της εφεσίβλητης στην Κύπρο για περίοδο τριών ετών. Σύμφωνα με τη δικηγόρο της εφεσίβλητης, εκείνο που προέκυπτε από τα έγγραφα που παρουσίασε η εφεσείουσα όταν ζήτησε την άδεια του δικαστηρίου για σφράγιση και επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στο εξωτερικό, ήτοι στη Γενική Αίτηση 318/98, ήταν ότι η μεταξύ των διαδίκων σχέση δεν είχε ξεπεράσει το στάδιο των απλών διαπραγματεύσεων, με στόχο τη σύναψη σύμβασης, η οποία, όμως, ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Πρόσθετα, πάντοτε κατά τη δικηγόρο της εφεσίβλητης, και αν ακόμα είχε συναφθεί σύμβαση, σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου η εφεσίβλητη δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τη σύμβαση για το λόγο ότι αυτή ήταν μια εντελώς διαφορετική και ανεξάρτητη εταιρεία που, αν και ανήκε στον ευρύτερο όμιλο εταιρειών της εφεσίβλητης, δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τα γεγονότα που συνιστούσαν το υπόβαθρο της αγωγής.

Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του υπό τη μορφή ενόρκων δηλώσεων που παρέμειναν χωρίς αντεξέταση, και με ειδική αναφορά στα όσα υποστήριξαν την αίτηση της εφεσείουσας για άδεια σφράγισης και επίδοσης στο εξωτερικό του κλητηρίου εντάλματος στη Γενική Αίτηση 318/98, όπως επίσης και με αναφορά στη συνοπτική εικόνα που πρόβαλλε το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, αποδέχθηκε την αίτηση πάνω στη βάση ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι,

(α) είχε εκ πρώτης όψεως καλή ή συζητήσιμη υπόθεση ότι, μεταξύ αυτής και της εφεσίβλητης, είχε συνομολογηθεί έγκυρη σύμβαση και/ή

(β) ότι η εφεσίβλητη ήταν το κατάλληλο νομικό πρόσωπο εναντίον του οποίου έπρεπε να εγερθεί η αγωγή.

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι ο πρωτόδικος Δικαστής, «εισήλθε κατά τρόπο νομικά ανεπίτρεπτο, επικίνδυνο και νομικά εσφαλμένο στην πλήρη αξιολόγηση των εκδοχών και των ενόρκων δηλώσεων των δύο πλευρών», και εσφαλμένα «προχώρησε στην αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας».

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Ο πρωτόδικος Δικαστής, αποδεχόμενος την αίτηση για παραμερισμό, δεν ενήργησε με κανένα τρόπο όπως διατείνεται η εφεσείουσα. Από κανένα σημείο της απόφασής του δεν προκύπτει ότι ο πρωτόδικος Δικαστής προέβη σε αξιολόγηση της εκατέρωθεν μαρτυρίας, κάτι που, στα πλαίσια της αίτησης που εξέταζε, θα ήταν πράγματι ανεπίτρεπτο. Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού συνόψισε την ορθή νομική θέση ότι σε αιτήσεις τέτοιου είδους το δικαστήριο δεν αποφασίζει κατά πόσο η ενάγουσα θα πετύχαινε στην αγωγή της, αλλά περιορίζεται ουσιαστικά στην ανεύρεση μιας εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, με βάση πάντοτε τη μαρτυρία που έχει ενώπιόν του υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων, ούτε εξετάζει τόσο την υπεράσπιση που προβάλλεται όσο την υπόθεση της ενάγουσας, και ότι, αν στη συνεξέταση των στοιχείων που προβάλλονται από τις ένορκες δηλώσεις αποκαλύπτεται καλή συζητήσιμη υπόθεση, που εμπίπτει στα πλαίσια μιας από τις υποπαραγράφους της Δ.6 θ.1, τότε το δικαστήριο θεωρεί ότι καλώς εξεδόθη το διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, αν όμως από την άλλη αυτά τα στοιχεία αποδεικνύονται τελικώς αβάσιμα, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να ακυρώσει το διάταγμα επίδοσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία την οποία η ίδια η εφεσείουσα έθεσε ενώπιόν του δεν ήταν ικανοποιητική για να αποδείξει εκ πρώτης όψεως καλή ή συζητήσιμη υπόθεση ότι, μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης, είχε συναφθεί έγκυρη σύμβαση. Αντίθετα, πάντοτε στη βάση της μαρτυρίας που η εφεσείουσα έθεσε ενώπιόν του, ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι οι δύο πλευρές ποτέ δεν ξεπέρασαν το στάδιο των διαπραγματεύσεων και ποτέ δεν έφθασαν σε μια έγκυρη και δεσμευτική σύμβαση. Πέραν τούτου, με βάση την ίδια μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εν πάση περιπτώσει, αν τελικά οι διαπραγματεύσεις ευοδώνονταν, η σχετική σύμβαση θα συναπτόταν όχι με την εφεσίβλητη αλλά με μια άλλη, εντελώς ξεχωριστή, νομική οντότητα. Σε κανένα σημείο της απόφασής του ο πρωτόδικος Δικαστής δεν προχώρησε στην αξιολόγηση μαρτυρίας. Εκείνο που με σαφήνεια αποφάσισε ήταν ότι η μαρτυρία την οποία η ίδια η εφεσείουσα προσκόμισε δεν ήταν τέτοια που, αν δεν αντικρουόταν, η εφεσείουσα θα εδικαιούτο στην επιδιωκόμενη, με την αγωγή, θεραπεία.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι «εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας επί όλων των θεμάτων χωρίς να ακουσθεί προφορική μαρτυρία επί θεμάτων όπου υπήρχε αντικρουόμενη θέση».

Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ο πρωτόδικος Δικαστής δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας, η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι, εφόσον η αίτηση της εφεσίβλητης για παραμερισμό υποστήριζε, αντίθετα με τη θέση της εφεσείουσας, ότι δεν υπήρχε συμφωνία, η εφεσίβλητη εσφαλμένα δεν προσκόμισε προφορική μαρτυρία «επί του κορυφαίου αυτού ζητήματος» και, επομένως, απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης που προδιαγράφει η Δ.48 θ.4, δεν είναι ορθή. Ουσιαστικά, η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας είναι ότι αφ΄ης στιγμής η εφεσείουσα εξασφάλισε, με μονομερή αίτηση, τις αιτηθείσες άδειες του δικαστηρίου στη Γενική Αίτηση 318/98, το βάρος της απόδειξης είχε μετατεθεί στην εφεσίβλητη, με αποτέλεσμα η τελευταία, στα πλαίσια της αίτησής της για παραμερισμό, να υπέχει υποχρέωση να αποδείξει με προφορική μαρτυρία ότι τα γεγονότα δεν ήσαν όπως τα είχε περιγράψει η εφεσείουσα στην ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της μονομερούς αίτησής της. Τούτο δεν είναι ορθό. Η υποχρέωση της εφεσείουσας όταν ζητούσε μονομερώς τις άδειες του δικαστηρίου, στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης 318/98, ήταν να αποδείξει ότι είχε εκ πρώτης όψεως καλή ή συζητήσιμη υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης. Το βάρος αυτό παρέμεινε στους ώμους της εφεσείουσας καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας για παραμερισμό των αδειών που δόθηκαν από το δικαστήριο στα πλαίσια της εν λόγω αίτησης. Η μόνη υποχρέωση που είχε η εφεσίβλητη, κατά τη διαδικασία του παραμερισμού, ήταν να δείξει ότι η εφεσείουσα, κατά το στάδιο της μονομερούς αίτησης, δεν είχε εκ πρώτης όψεως καλή ή συζητήσιμη υπόθεση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο