Αναφορικά με την αίτηση του Νίκου Νικολάου (2000) 1 ΑΑΔ 1422 Αναφορικά με την αίτηση του Νίκου Νικολάου, Αίτηση αρ. 90/2000, 20 Σεπτεμβρίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1422

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Αίτηση αρ. 90/2000

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

 

Αναφορικά με την αίτηση του Νίκου Νικολάου από τη

Χλώρακα για χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης για

έκδοση διατάγματος certiorari

- και -

Αναφορικά με το προσωρινό διάταγμα ημερ. 2/8/2000 του

Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην πολιτική υπόθεση

αρ. 2494/99

Μεταξύ -

Νίκου Νικολάου από τη Χλώρακα

Ενάγοντα

- και -

Κυριάκου Πολυδώρου από τη Χλώρακα

Εναγομένου

----------------------

Ημερομηνία: 20 Σεπτεμβρίου 2000

Για τον αιτητή: Ντ. Παπαδόπουλος για Αρ. Κορακίδου (κα)

-------------------------

A Π Ο Φ Α Σ Η

Από το ιστορικό της υπόθεσης, που παίρνω από την ένορκη δήλωση η οποία υποστηρίζει την κρινόμενη αίτηση, σταχυολογώ τα ουσιώδη. Ο αιτητής/ενάγων καταχώρισε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εναντίον του κ. Κυριάκου Πολυδώρου από τη Χλώρακα για αποζημιώσεις σχετικά με σωματικές βλάβες και άλλη ζημία που υπέστη σε τροχαίο ατύχημα στο οποίο είχαν εμπλακεί τα οχήματα τους. Οι δικηγόροι του τελευταίου ειδοποίησαν, μετά την επίδοση της αγωγής, ότι θα κατέθεταν σημείωμα εμφάνισης εκ μέρους του προμνησθέντος. Δεν το έπραξαν όμως με αποτέλεσμα να ακουσθεί η υπόθεση ερήμην του εναγομένου.

Στις 22/5/2000 το δικάσαν δικαστήριο εξέδοσε την επιφυλαχθείσα απόφαση του με την οποία επιδίκασε στον αιτητή αποζημίωση Λ.Κ. 5.282 πλέον τόκους και έξοδα της διαδικασίας. Η δικηγόρος του αιτητή ζήτησε από την ασφαλιστική εταιρεία του εναγομένου να ικανοποιήσει την απόφαση που δόθηκε εναντίον του εναγομένου. Την παρέπεμψαν όμως στους δικηγόρους του τελευταίου, στους οποίους έδωσαν οδηγίες για το χειρισμό της υπόθεσης.

Αυτό που συνέβη είναι ότι οι δικηγόροι του εναγόμενου καταχώρισαν στις 28/7/2000 αίτηση για ακύρωση της δικαστικής απόφασης, η οποία και ορίστηκε στις 20/9/2000. Στο μεταξύ, με μονομερή αίτηση του, ο εναγόμενος πέτυχε αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι τις 20/9/2000, ημερομηνία ακρόασης της κύριας αίτησης. Με την αίτηση του αυτή (ημερ. 5/9/2000) ο αιτητής ζητά άδεια για να ξεκινήσει διαδικασία για ακύρωση του προσωρινού διατάγματος ημερ. 2/8/2000 με διάταγμα certiorari. Ας σημειωθεί ότι κατά τη δικάσιμο ο δικηγόρος που εμφανίστηκε για τον αιτητή εγκατέλειψε το αίτημα θεραπείας των παραγ. 2 και 3 του αιτητικού για αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος και αναστολή εκδίκασης της αίτησης ημερ. 28/7/2000, το οποίο και απορρίφθηκε.

Το πρώτο σημείο που έθιξε ο αιτητής είναι ότι ο χρόνος που μεσολαβεί από το διάταγμα μέχρι την ημερομηνία ακρόασης είναι παράλογα μεγάλος. Κι αυτό, όπως μου ανέφερε “ενόψει του γεγονότος ότι είχαν απωλέσει χρόνο οι εναγόμενοι να προβούν στα δέοντα μέτρα αρκετούς μήνες και ανέμεναν αρκετό καιρό την έκδοση της απόφασης.” Όμως ένα τέτοιο επιχείρημα μπορεί να έχει σχέση και να μπορεί να αξιολογηθεί κατά την ακρόαση της αίτησης για ακύρωση. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι η χρονική απόσταση μεταξύ έκδοσης του προσωρινού διατάγματος και της ημερομηνίας επιστροφής του. Ο χρόνος αυτός πρέπει καταρχήν να είναι σύντομος. Δεν υπάρχει όμως απόλυτο κριτήριο για τον προσδιορισμό του. Λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Δεν βλέπω εδώ, έχοντας υπόψη τη φύση της κύριας αίτησης, να υπήρχε θέμα κατεπείγοντος που θα υπαγόρευε την εκδίκαση της αίτησης για το προσωρινό διάταγμα πριν από την κύρια αίτηση. ΄Αλλο είναι το πνεύμα των αποφάσεων στις οποίες κρίθηκε, με βάση τα περιστατικά τους, πότε είναι επιτακτική η ιδιαίτερα βραχύχρονη επιστροφή και εκδίκαση προσωρινών διαταγμάτων.

Ένα δεύτερο επιχείρημα είναι ότι ο εναγόμενος δεν παρουσίασε στοιχεία που δικαιολογούσαν την προσωρινή αναστολή. Κι αυτό είναι θέμα που μπορεί να απασχολήσει το αρμόδιο δικαστήριο μόνο. Το προνομιακό ένταλμα είναι εξαιρετικό μέτρο που δεν συναρτάται με την ορθότητα ή μη συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης, η οποία ελέγχεται με άλλο ένδικο μέσο.

Το πόσο φειδωλή είναι η χρήση του μέσου αυτού φαίνεται από τις παρακάτω παρατηρήσεις του Λόρδου Parker στην υπόθεση R. v. Secretary of State for the Home Department ex parte Swati (1986) 1 All E.R. 717, στις σελ. 727-728:

“It is well established in a long line of cases, the last of which is R. v. Chief Constable of the Merseyside Police, ex p. Calveley (1986) 1 All E.R. 257, (1986) 2 WLR 144, that in such circumstances relief by way of judicial review will only be granted in exceptional circumstances. Counsel for Mr. Swati submits that the question whether there are exceptional circumstances is irrelevant at the stage of application for leave. I disagree. An applicant for leave must show an arguable case that relief should be granted. Where, therefore, an appeal procedure exists, an applicant must, in my view, show not only an arguable case for relief, as must every applicant even if there is no appeal procedure: he must also show that there are special circumstances sufficient to render it arguable that there should be a departure from the normal rule. Unless he satisfies both limbs, he shows no arguable case for relief. It is impossible and would be legally wrong to define what are exceptional circumstances and what are not.”

Εδώ ο αιτητής έχει την ευκαιρία να εναντιωθεί στο διάταγμα και μέσα στην ήδη υφιστάμενη διαδικασία.

Το τελευταίο σημείο είναι ότι το δικαστήριο δεν είχε εξουσία, με βάση τον περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό και συγκεκριμένα τη Δ.40 θθ. 11 και 7, στους οποίους βασίστηκε η εξ πάρτε αίτηση, να χορηγήσει αναστολή. Η μεν πρώτη διάταξη αφορά την εμφάνιση υστερογενών της δικαστικής απόφασης στοιχείων, που θα δικαιολογούσαν αναστολή. Αυτή σαφώς δεν είναι η περίπτωση εδώ. Το δικαστήριο, κατά την ίδια εισήγηση, δεν μπορεί να εκδώσει το διάταγμα ύστερα από μονομερή αίτηση. Χρειάζεται αίτηση διά κλήσεως. Ο θ. 7 σαφώς παρέχει διακριτική εξουσία στο δικαστήριο:

“7................................ .................................................< /P>

(a) .................................................. ...............................

(b) ..... after the time of giving judgment or making an order, stay execution until such time as they or he shall think fit.”

Άρα δεν έχουμε περίπτωση έλλειψης δικαιοδοσίας. Αν χρησιμοποιήθηκε το κατάλληλο δικονομικό διάβημα είναι άλλο θέμα που μπορεί να εγερθεί στα πλαίσια της διαδικασίας ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου. Δε βρίσκω λόγο γιατί να χορηγήσω την αιτούμενη άδεια. Απορρίπτω την αίτηση.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

 

/Κασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο