Θεοφάνη Γ. Καζάκου ν. Δωρέττας Αβρααμίδου κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1626 Θεοφάνη Γ. Καζάκου ν. Δωρέττας Αβρααμίδου κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10316, 29 Σεπτεμβρίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1626

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10316

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

 

Μεταξύ:

Θεοφάνη Γ. Καζάκου, εκ Τρούλλων,

Εφεσείοντα/Εναγομένου

και

1. Δωρέττας Αβρααμίδου,

2. Ελένης Δημητρίου, αμφότερες εκ Λάρνακος,

ως διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντος

Νίκου Αβρααμίδη, τέως εκ Λάρνακος,

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων

- - -

Ημερομηνία: 29 Σεπτεμβρίου 2000.

Για τον εφεσείοντα: κ. Α. Δράκος.

Για τις εφεσίβλητες: κ. Ι. Αβρααμίδης, με Χρ. Παπανδρέου (κα), και

Ν. Αβρααμίδη.

- - -

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

- - -

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Γύρω στις 2:00 μ.μ. της 16/10/91, ενώ ο Βοηθός Γυμνασιάρχης Μέσης Παιδείας Νίκος Αβρααμίδης ηλικίας 53 χρόνων οδηγούσε τη μοτοσικλέτα με αριθμό εγγραφής WB 535 κατά μήκος της Λεωφόρου Τιμάγια στη Λάρνακα, συγκρούστηκε με το υπ’ αριθμό PG 387 ημιφορτηγό όχημα που οδηγούσε ο εφεσείων, που εισήλθε από την οδό Παπανικολή στη Λεωφόρο Τιμάγια, από την αριστερή πλευρά σε σχέση με την πορεία της μοτοσικλέτας. Η οδός Παπανικολή είναι πάροδος της Λεωφόρου Τιμάγια και η συμβολή των δύο δρόμων ελέγχεται με φώτα τροχαίας. Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης το θύμα υπέστη σοβαρά τραύματα και απέθανε ένα μήνα αργότερα στο Νοσοκομείο Λάρνακας.

A. Η ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ.

1. O καταμερισμός της ευθύνης.

Εκ μέρους του αποβιώσαντος ένας αυτόπτης μάρτυρας που οδηγούσε το όχημα του στην ίδια κατεύθυνση με το θύμα, κατέθεσε ότι σταμάτησε στην αριστερή λωρίδα της Λεωφόρου Τιμάγια μπροστά από τα φώτα τροχαίας που συνέδεαν τη Λεωφόρο Τιμάγια με την Παπανικολή. Δεν υπήρχε άλλο όχημα μπροστά του ή στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας δεξιά του. ΄Οταν το φως άναψε πράσινο ο μάρτυς άρχισε να κινείται προς τα εμπρός αλλά σταμάτησε όταν αντιλήφθηκε ένα ημιφορτηγό να εισέρχεται από την οδό Παπανικολή από τα αριστερά του για να εισέλθει και να στρίψει δεξιά μέσα στη Λεωφόρο Τιμάγια. Ο μάρτυς αντιλήφθηκε το θύμα να κινείται στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του. Το ημιφορτηγό απέκοψε την πορεία του θύματος, η μοτοσικλέτα του οποίου επέπεσε και σφηνώθηκε στο δεξιό οπίσθιο τροχό του ημιφορτηγού. Το θύμα απεγκλωβίστηκε αργότερα μετά από την επέμβαση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

Μια άλλη αυτόπτης μάρτυς που ακολουθούσε τον εφεσείοντα κατέθεσε ότι όταν αυτός περνούσε από το σηματοδότη των φώτων τροχαίας, “ήταν πορτοκαλλί, μπήκε με πορτοκαλλί, μετά δεν πρόσεξα τί άναψε”.

Εκ μέρους του αποθανόντος κατατέθηκε επίσης και ο φάκελος της ποινικής υπόθεσης 551/93 στην οποία ο εφεσείων είχε παραδεχθεί ενοχή σε κατηγορία οδήγησης χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή. Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως είχαν παρουσιαστεί από την Κατηγορούσα Αρχή ο εφεσείων “πλησιάζοντας τα φώτα και ενώ στην πορεία του πριν φθάσει ήταν κίτρινο το φως, παρέλειψε να σταματήσει και όταν εισήλθε στη διασταύρωση το φως ήταν κόκκινο. Πρόθεσή του ήταν να στρίψει δεξιά με αποτέλεσμα να ανακόψει την ελευθέρα πορεία της μοτοσικλέτας WB 535 που οδηγούσε ο Ν. Αβρααμίδης με κατεύθυνση προς το λιμάνι Λάρνακας από την Πυροσβεστική και ενώ τα φώτα στην πορεία του ήταν πράσινο”. Ο συνήγορος του εφεσείοντος στην αγόρευσή του προς μετριασμό της ποινής ανέφερε ότι ο εφεσείων “μόλις πλησίασε στο στύλο των φώτων τα φώτα έγιναν κίτρινα στο σημείο που ήταν και με την ταχύτητα των 35 μ.α.ω. ήταν πιο ασφαλές να συνεχίσει την πορεία του και να σταματήσει”.

Καταθέτοντας ενόρκως ο εφεσείων ανέφερε ότι εισήλθε στη διασταύρωση με πράσινο φως. Η ταχύτητα του θα ήταν γύρω στα 40 μ.α.ω. Στα δεξιά του υπήρχαν δύο ουρές από αυτοκίνητα και το θύμα πέρασε από τα δεξιά τους, εισήλθε στη διασταύρωση και συγκρούστηκε με το όχημά του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όταν ο εφεσείων έφθασε στο ύψος των φώτων της Παπανικολή με τη Λεωφόρο Τιμάγια το φως ήταν πορτοκαλί και σε 2΄΄ μετατράπηκε σε κόκκινο. Μόλις δηλαδή ο εφεσείων εισήλθε στη διασταύρωση το φως είχε γίνει κόκκινο, ενώ αυτός συνέχισε την πορεία του στρίβοντας δεξιά με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με τη μοτοσικλέτα του θύματος. Ο εφεσείων δεν προέβηκε σε καμιά ενέργεια για να αποφύγει το ατύχημα αφού δεν αντιλήφθηκε καθόλου την πορεία του μοτοσικλετιστή. Σταμάτησε μόνο μετά τη σύγκρουση. Το σημείο σύγκρουσης ήταν στην προέκταση της δεύτερης λωρίδας κυκλοφορίας κατά μήκος της οποίας οδηγούσε το θύμα, μέσα στην πλευρά του θύματος. Τα φώτα προς την κατεύθυνση στην οποία είχε αρχίσει να κινείται το θύμα για να συνεχίσει την πορεία του, ήταν πράσινα. Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων έφερε ποσοστό ευθύνης 70% και το θύμα ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας 30% για τη σύγκρουση που επακολούθησε.

2. Η εισήγηση ότι ο θάνατος δεν οφειλόταν στα αρχικά τραύματα αλλά σε μετέπειτα ιατρική αμέλεια.

Τα τραύματα που είχε υποστεί το θύμα ήταν σοβαρά και συμπεριλάμβαναν κατάγματα ρινικών οστών, κατάγματα πλευρών, κάταγμα κονδύλων αριστερής κνήμης και βαθύ θλαστικό τραύμα αριστερού μηρού. Το θύμα μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας όπου υποβλήθηκε σε πολύωρη χειρουργική επέμβαση και παρακολουθείτο από Ειδικό Ορθοπεδικό, Ωτορινολαρυγγολόγο και Νεφρολόγο. Μετά την έξοδο του από το Νοσοκομείο Λάρνακας εισήχθη στο Νεφρολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας όπου διαπιστώθηκε σοβαρή διαταραχή της λειτουργίας του μοναδικού νεφρού, που οφειλόταν σε πήγματα αίματος που απόφρασσαν την πύελο και τον ουρητήρα του νεφρού. Στάληκε αμέσως στην Ουρολογική κλινική του ιδιώτη γιατρού Δρος Κουριέα, όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση για τον καθαρισμό των πηγμάτων και των λίθων. Η επέμβαση ήταν επιτυχής αφού αποκαταστάθηκε ικανοποιητικά η λειτουργία του νεφρού και ο ασθενής επρόκειτο να επιστρέψει στο σπίτι του. Παρουσίασε όμως ξαφνικά καταπληξία και υπόταση και παρά τις ιατρικές προσπάθειες που καταβλήθηκαν για ανάταξη, ο ασθενής απεβίωσε.

Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία που έχει δοθεί, σε περιπτώσεις καταγμάτων, λόγω της ακινησίας και των περιορισμένων κινήσεων που επιφέρει η ιατρική θεραπεία, η πνευμονική εμβολή είναι μια συνηθισμένη επιπλοκή που μπορεί να αποφευχθεί με τη χορήγηση αντιπηκτικών, η χορήγηση ηπαρίνης ή άλλου αντιπηκτικού φαρμάκου αρχικά ήταν επικίνδυνη λόγω αιματουρίας αλλά η χορήγησή της ή μη από τον Δρ. Κουριέα ήταν θέμα υποκειμενικής γνώμης. Στην παρούσα περίπτωση είχαν χορηγηθεί στον ασθενή αντιπηκτικά τύπου ηπαρίνης κατά τις πρώτες μέρες και ακολούθησε η χειρουργική επέμβαση, γιατί διαφορετικά ο ασθενής θα πέθαινε από νεφρική ανεπάρκεια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος οφειλόταν σε ιατρική πνευμονική εμβολή που δημιουργήθηκε από ευμεγέθη θρόμβο στην πνευμονική αρτηρία. Τόσο η θρόμβωση όσο και η εμβολή συνδέονταν με τα σοβαρά τραύματα που είχε υποστεί το θύμα και στην ταλαιπωρία και ακινησία του για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα όπως επίσης και στις επιπλοκές που επακολούθησαν μετά την επιτυχή χειρουργική επέμβαση του Δρος Κουριέα.

3. Αποζημιώσεις.

Ο θανών γεννήθηκε το 1938 και ήταν ήλικίας 53 χρόνων όταν πέθανε. Η σύζυγός του κατά το χρόνο του θανάτου του ήταν ηλικίας 47 χρόνων. Από το γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά, την Ελένη που γεννήθηκε το 1967, τη Νότα που γεννήθηκε το 1969 και το Μιχάλη που γεννήθηκε το 1974. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τις απολαβές του αποβιώσαντος ως Bοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, με τη σχετική αύξηση λόγω επικείμενης προαγωγής, το επιπρόσθετο ποσό το οποίο κέρδιζε από τις συγγραφικές του εργασίες και τη σύνταξη που θα εδικαιούτο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το συνολικό ποσό των εισοδημάτων του αποθανόντος με πολλαπλασιαστή 8, ήταν £122,123. Από το πιο πάνω ποσό αφού αφαιρέθηκε ποσό £24,424 (που αποτελούσε το 20% των προσωπικών του εξόδων) και £29,309, (που αποτελούσε ποσοστό 30% για συντρέχουσα αμέλεια), το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το συνολικό ποσό της εξάρτησης ήταν το ποσό των £68,390.

Αναφορικά με τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως εξαρτώμενα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα.

Δωρέττα Αβρααμίδου (σύζυγος).

Η σύζυγος ήταν διπλωματούχος του Ελληνικού ωδείου Αθηνών που εργαζόταν σαν καθηγήτρια Μουσικής. Παρά το ότι είχε κάποιο εισόδημα από την εργασία της δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως μή εξαρτώμενη αφού είχε κάποια ουσιαστική βοήθεια από το θανόντα. Επιπρόσθετα δηλώθηκε από τους εφεσίβλητους κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ότι δε θα διεκδικείτο εξάρτηση για τη Νότα.

Νότα Αβρααμίδου (θυγατέρα).

Η Νότα, που κατά την ημερομηνία του θανάτου του πατέρα της το 1991, ήταν 24 χρόνων, ήταν υπάνδρη και εργαζόταν σαν Καθηγήτρια. Τα εισοδήματά της δεν μπορούσαν να την καταστήσουν ως εξαρτώμενη.

Έλενα Αβρααμίδου (θυγατέρα).

Η Έλενα, που κατά την ημερομηνία του θανάτου του πατέρα της το 1991, ήταν ηλικίας 26 χρόνων, ήταν, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η τραγική φιγούρα της οικογένειας. Μόλις γεννήθηκε υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο που προήλθε από βρεφικόν ίκτερον και έκτοτε παρέμεινε παράλυτη (τετραπληγική). Δεν μπορεί να περπατήσει και κάθεται συνεχώς σε μια αναπηρική καρέκλα. Έχει δυσαρθρία και δύσκολα μπορεί να επικοινωνήσει με άλλα πρόσωπα. Χρειάζεται συνεχώς κάποιο πρόσωπο κοντά της αφού δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την τουλέτα μόνη της ή να πιεί ένα ποτήρι νερό. Eίναι έξυπνη, διαβάζει αλλά δεν μπορεί να μιλήσει ελεύθερα. H Έλενα χρειάζεται ειδική φροντίδα για τη συντήρηση, διατροφή και μετακίνησή της.

Μιχάλης Αβρααμίδης (γιος).

Ο Μιχάλης που κατά την ημερομηνία του θανάτου του πατέρα του ήταν ηλικίας 17 χρόνων, λόγω αδύνατης σωματικής διάπλασης, μερικής αναπηρίας και ψυχικών προβλημάτων ήταν εξαρτώμενο πρόσωπο. Για το Μιχάλη είχε γίνει κοινά αποδεκτή δήλωση ότι θα παρέμενε εξαρτώμενο πρόσωπο μέχρι την ενηλικίωσή του.

Πεθερά του αποβιώσαντος.

Η πεθερά του αποβιώσαντος ήταν υπέργηρη ηλικίας 89 χρόνων με προβλήματα υγείας και διέμενε με την οικογένεια του αποβιώσαντος. Επειδή δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με την εξάρτησή της, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι έλειπε εκείνη η μαρτυρία που θα δημιουργούσε το υπόβαθρο για τη θεώρησή της ως εξαρτώμενη.

Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε στον καταμερισμό της εξάρτησης ως ακολούθως:

(1) 1/4, δηλαδή £17,097 στη σύζυγο Δωρέττα Αβρααμίδου.

(1) 1/2, δηλαδή £34,195 στη θυγατέρα Έλενα Αβρααμίδου.

(3) 1/4, δηλαδή £17,097 στο γιό Μιχάλη Αβρααμίδη.

Επιπρόσθετα το Δικαστήριο επιδίκασε ποσό £2,550 στη σύζυγο για απώλεια και έξοδα κηδείας και διαχείρισης.

To Δικαστήριο έκρινε πως δεν μπορούσε να επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό για απώλεια προσδοκίας ζωής (σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 57(α) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 149, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 157/85) αφού βρήκε ότι ο αποθανών δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι επερχόταν ο θάνατός του.

Β. Η ΕΦΕΣΗ.

Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους πιο κάτω συγκεκριμένους λόγους.

1. Το εύρημα της ευθύνης ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος αμέλειας ποσοστού 70% είναι λανθασμένο.

2. Ο θάνατος δεν οφειλόταν στα αρχικά τραύματα που είχε υποστεί το θύμα, αλλά σε μετέπειτα ιατρική αμέλεια.

3. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά γενικά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων της εξάρτησης είναι λανθασμένος.

4. Το ποσό που επιδικάστηκε υπό τύπο εξάρτησης στο γιο του αποβιώσαντος, είναι λανθασμένο.

5. Η σύζυγος του αποβιώσαντος δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως εξαρτώμενη και η οικονομική συνεισφορά της στα οικογενειακά βάρη έχει παραγνωριστεί.

6. Ο τρόπος υπολογισμού της εξάρτησης της ανάπηρης θυγατέρας Έλενας είναι λανθασμένος.

Γ. ΑΝΤΕΦΕΣΗ.

Οι εφεσίβλητοι με τη δική τους αντέφεση ισχυρίζονται ότι,

1. Η ευθύνη έπρεπε να βαρύνει αποκλειστικά τον εφεσείοντα,

2. Δεν επιδικάστηκαν αποζημιώσεις προς όφελος της περιουσίας για τους πόνους και ταλαιπωρίες που υπέστη το θύμα από την ημέρα του ατυχήματος μέχρι την ημέρα του θανάτου του,

3. Δεν επιδικάστηκαν αποζημιώσεις στους εξαρτώμενους για την απώλεια σύνταξης και/ή του ποσού του εφάπαξ του αποθανόντος, και

4. Σε περίπτωση μείωσης του ποσού της εξάρτησης που είχε επιδικαστεί για το γιο, το παραμένον υπόλοιπο θα πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των υπολοίπων εξαρτωμένων.

 

Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

1. Ο καταμερισμός της ευθύνης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να ακολουθήσει την απόφαση Redburn v. Kemp (1971) 3 All E.R. 249 τα περιστατικά της οποίας είναι τα ίδια με την παρούσα περίπτωση και να επιδικάσει την ευθύνη μεταξύ των ενεχομένων οδηγών εξίσου. Αντίθετα εκ μέρους του θανόντος υποβλήθηκε ότι θα έπρεπε να εφαρμοστούν οι αρχές που καθορίστηκαν στην υπόθεση Joseph Eva Ltd v. Reeves (All England Law Reports Annotated Vol. II p. 115), όπου με παρόμοια περιστατικά καθορίστηκε ότι η ευθύνη του οδηγού που εισερχόταν στη διασταύρωση με κόκκινο χρώμα ήταν 70%, ενώ η ευθύνη του οδηγού του οχήματος που είχε ξεκινήσει μετά την αλλαγή των φώτων σε πράσινο, ήταν 30%. (Αυτή η εισήγηση αποτελεί και τον πρώτο λόγο της αντέφεσης.)

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Υπάρχει η μαρτυρία της αυτόπτου μάρτυρος που ακολουθούσε τον εφεσείοντα ότι αυτός εισήλθε μέσα στη διασταύρωση όταν το χρώμα των φώτων ήταν κίτρινο. Η μαρτυρία αυτή που πρέπει να τονισθεί προέρχεται από μάρτυρα του θύματος, είναι αναμφισβήτητη.

Αναφορικά με το ερώτημα ως προς το ποιά απόφαση θα μπορούσε να υιοθετηθεί για τον καταμερισμό της ευθύνης κρίνουμε ότι η απόφαση Redburn v. Kemp (ανωτέρω), διαφοροποιείται από την παρούσα, γιατί σ΄ εκείνη την περίπτωση το θύμα ήταν οδηγός ποδηλάτου και η ορατότητα στη σκηνή της σύγκρουσης λόγω του ότι είχε σκοτεινιάσει και έβρεχε δυνατά ήταν αρκετά περιορισμένη. Επιπρόσθετα τα φώτα του οχήματος του εναγομένου ήταν στην χαμηλή στάση ενώ το φως του ποδηλάτου του ενάγοντος θα μπορούσε μόνο να τεθεί σε λειτουργία και να γίνει αντιληπτό όταν το ποδήλατο βρισκόταν σε κίνηση.

Αντίθετα κρίνουμε ότι τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης μοιάζουν περισσότερα με εκείνα της Joseph Eva Ltd v. Reeves (ανωτέρω), με μόνη διαφορά το γεγονός ότι το όχημα της ενάγουσας είχε εισέλθει στη διασταύρωση με κόκκινο χρώμα, προτού συγκρουστεί με το όχημα του εναγομένου που είχε εισέλθει στη διασταύρωση ενώ τα φώτα από την πλευρά του ήταν πράσινα. Στην πιο πάνω υπόθεση είχε τονιστεί ότι το πράσινο φως δίνει σ΄ ένα οδηγό το μονοπώλειο για να διασταυρώσει και δεν τον επιφορτίζει με την υποχρέωση να εξασκεί καθήκον επιμέλειας για οδηγούς που εισέρχονται παράνομα με κόκκινο φως ακόμα δε και με κίτρινο στην πορεία του. Όπως έχει θέσει το θέμα ο Δικαστής Scott, L.J. στην πιο πάνω υπόθεση:

«Nothing but implicit obedience to the absolute prohibition of the red - and indeed of the amber, subject only to the momentary discretion which it grants - can ensure safety to those who are crossing on the invitation of the green. Nothing but absolute confidence, in the mind of the driver invited by the green to proceed, that he can safely go right ahead, accelerating up to the full speed proper to a clear road in the particular locality, without having to think of the risk of traffic from left or right crossing his path, will promote the free circulation of traffic, which, next to safety, is the main purpose of all traffic regulation. Nothing again will help more to encourage obedience to the prohibition of the lights than the knowledge that, if there is a collision of the crossroads, the trespasser will have no chance of escaping liability on a plea alleging contributory negligence against the car which has the right of way. Finally nothing will help more to encourage compliance with the summons of the green to go straight on than the knowledge of the driver that the law will not blame him if unfortunately he does have a collision with an unexpected trespasser from the left or right.»

‘Eχοντας υπόψη τα πιο πάνω κριτήρια και μέσα στα πλαίσια του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων άρχισε να εισέρχεται μέσα στη διασταύρωση όταν το χρώμα των φώτων στη δική του πλευρά ήταν κίτρινο, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο καταμερισμός της ευθύνης σε 70% - 30%, είναι ορθός.

Ο εφεσείων ήταν αμελής γιατί ενώ είχε τη χρονική ευχέρεια να σταματήσει όταν το χρώμα μετατράπηκε σε κίτρινο, αποφάσισε να προχωρήσει μέσα στη διασταύρωση γνωρίζοντας ότι θα επακολουθούσε το κόκκινο ενώ υπήρχαν στα δεξιά του οχήματα τα οποία ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν για να διασταυρώσουν τη συμβολή των δύο δρόμων. Επιπρόσθετα, αφού το χρώμα μετατράπηκε σε κόκκινο, o εφεσείων συνέχισε να διασταυρώνει με αποτέλεσμα να αποκόψει την πορεία του θύματος που ερχόταν από τα δεξιά. Από την άλλη το θύμα άρχισε να εισέρχεται με τη μοτοσικλέτα του μέσα στη διασταύρωση χωρίς να βεβαιωθεί ότι μια τέτοια κίνηση ήταν απόλυτα ασφαλής σε σχέση με οχήματα που δυνατόν να εισέρχονταν στη διασταύρωση από την πάροδο στα αριστερά. Επιπρόσθετα προχώρησε για να εισέλθει στη διασταύρωση από τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας που εχρησιμοποιείτο από οχήματα που θα έστριβαν δεξιά στην Λεωφόρο Λεοντίου Μαχαιριώτη, αντί να ακολουθήσει το όχημα του αυτόπτου μάρτυρος που είχε σταματήσει στην αριστερή λωρίδα της Λεωφόρου Τιμάγια μπροστά από τα φώτα.

Δεν αποκλίνουμε από την καλά θεμελιωμένη αρχή ότι δεν αποτελεί καθήκον του οδηγού οχήματος η αναμονή εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο. Εφόσον όμως εκδηλωθεί ο κίνδυνος, όπως στην προκείμενη περίπτωση, ο οδηγός πρέπει να πάρει προστατευτικά μέτρα έστω κάτω από τις πιεστικές καταστάσεις του διλήμματος, τα οποία ο αποβιώσας παρέλειψε να πάρει σ΄ αυτή την υπόθεση.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ο καταμερισμός της ευθύνης σε ποσοστό 70% - 30% κρίνεται ορθός. Το πιο πάνω εύρημά μας απαντά και τον πρώτο λόγο της αντέφεσης, με την οποία ζητείται η απόδοση πλήρους ευθύνης στον εφεσείοντα.

2. Η εισήγηση ότι ο θάνατος δεν οφειλόταν στα αρχικά τραύματα αλλά σε μετέπειτα ιατρική αμέλεια.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο θάνατος ήταν το φυσικό αποτέλεσμα των τραυμάτων που είχε υποστεί το θύμα αφού η αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού του ημιφορτηγού και του θανάτου του αποβιώσαντος είχε διαρρηχθεί από υπεισελθούσα ιατρική αμέλεια, που ήταν εκτός προδιαγραμμένων ιατρικών πλαισίων και ιατρικά ήταν απαράδεκτη. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι επειδή δεν είχε χορηγηθεί η αναγκαία ιατρική περίθαλψη στο θύμα ο εφεσείων δεν έφερε ευθύνη για το θάνατο που επακολούθησε.

Στην έκθεση υπεράσπισής του ο εφεσείων καθόρισε τη θέση του ως ακολούθως:

“9. Ο Εναγόμενος αρνείται το περιεχόμενο των παραγράφων 11 και 12 της Ε/Α και λέγει ότι ο θάνατος του αποβιώσαντος Νίκου Αβρααμίδη δεν προήλθε εκ του ισχυριζομένου τραυματισμού ή και οιασδήποτε αιτίας προερχομένης εκ του επιδίκου δυστυχήματος και έτσι ουδεμίαν αιτιώδη συνάφεια έχει προς το επίδικον δυστύχημα. Περαιτέρω ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο επελθών θάνατος του ρηθέντος αποβιώσαντος προήλθε εξ άλλης υπεισερχομένης αιτίας (nova cause interveniens) ή και άλλης αιτίας ασχέτου προς ή και απομακρυσμένης εκ του ισχυριζομένου τραυματισμού ή/και προϋπάρχουσης του επίδικου δυστυχήματος.”

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η επιπλοκή της θρόμβωσης ήταν προβλεπτή και όχι απομακρυσμένη και ο θεράπων γιατρός έπρεπε να χορηγήσει αντιπηκτικά φάρμακα προς αποφυγή της θρόμβωσης και εμβολής που με τη σειρά τους επέφεραν το θάνατο.

Ο ισχυρισμός για ιατρική αμέλεια δεν φαίνεται ότι καλύπτεται από το περιεχόμενο της παραγράφου 9 της Έκθεσης Υπεράσπισης αφού η πιο πάνω παράγραφος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το θύμα απέθανε λόγω εγγενούς προδιάθεσης και όχι λόγω διακοπής από το θεράποντα ιατρό της αιτιώδους σχέσης μεταξύ του δυστυχήματος και του θανάτου. Δεν υπάρχει εξειδίκευση στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Υπεράσπισης ότι η ιατρική θεραπεία απέκλινε από τα γενικά παραδεκτά της ιατρικής επιστήμης. Η δεύτερη χειρουργική επέμβαση ήταν και άμεσα συνυφασμένη με τις επιπλοκές των τραυμάτων που είχε υποστεί το θύμα και δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η επέμβαση αυτή ήταν εκτός των ιατρικά παραδεκτών, σε βαθμό που να θεωρείται ως ανεξάρτητη αιτία θανάτου (novus actus interveniens).

Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι τα δικόγραφα αποτελούν τα θεμέλια της δίκης και το Δικαστήριο λαμβάνει πάντα υπόψη και αξιολογεί τη μαρτυρία που συνάδει με αυτά. Οπως έχει τονιστεί χαρακτηριστικά από το Δικαστή Πική στην υπόθεση Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,

“Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφίαΧ δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134), κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής.”

 

(Ιδε επίσης Αθηνοδώρου και Γαβριήλ ν. Κωνσταντίνου, Π.Ε. 10252 της 27/4/2000).

Στην παρούσα περίπτωση η εισήγηση για τη διακοπή της αιτιώδους συνάφειας δεν έχει συμπεριληφθεί εξειδικευμένα στην Έκθεση Υπεράσπισης και δεν μπορούσε να αποτελέσει θέμα προς εξέταση είτε πρωτόδικα είτε κατ’ έφεση. Η εισήγηση απορρίπτεται.

Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω κατάληξη, έστω και αν γινόταν αποδεκτό ότι ο ισχυρισμός είχε προβληθεί ικανοποιητικά, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η οποιαδήποτε παράλειψη του Δρα Κουριέα να πάρει οποιαδήποτε άλλα προληπτικά μέτρα από εκείνα που είχε ήδη πάρει εναντίον της ενδεχόμενης θρόμβωσης του αίματος και εμβολής δεν συνιστούσε αμέλεια που είχε οδηγήσει στη διάσπαση της αλυσίδας (τραυματισμός - αναγκαία θεραπεία - θάνατος), μας βρίσκει σύμφωνους. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο ιατρός ενήργησε μέσα στο πλαίσιο των παραμέτρων της ιατρικής επιστήμης στον συγκεκριμένο τομέα στην αντιμετώπιση της κατάστασης του ασθενούς. Η απάντηση στο ερώτημα στην προκείμενη περίπτωση είναι καταφατική.

3. Αποζημιώσεις.

(i) Καθορισμός αποζημιώσεων

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι ο καθορισμός γενικά των αποζημιώσεων σύμφωνα με το σκεπτικό των αποφάσεων Chrysostomou v. Yugoslavenska Linijske Plovidba and Others (1983) 1 C.L.R. 596 και Κάσσινου ν. Ευσταθίου (1984) 1 C.L.R. 77, δηλαδή ο καθορισμός των καθαρών εισοδημάτων του αποβιώσαντος και αφαίρεση ενός ποσού για τα προσωπικά του έξοδα, είναι λανθασμένος. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η υιοθέτηση της πιο πάνω γραμμής (που είναι γνωστή σαν Γενική Προσέγγιση) είναι λανθασμένη και οι κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν το θέμα είναι εκείνες που καθορίζονται στην υπόθεση Harris v. Empress Motors Ltd (1984) 1 WLR 212, όπως περιέχονται στο σύγγραμμα Kemp & KempDamages for Personal Ιnjury and Death” 6th Ed., p. 74-80.

Αναμφίβολα το έργο του καθορισμού των αποζημιώσεων που πηγάζουν από το θάνατο ενός προσώπου δεν είναι εύκολο. Υπάρχουν τόσα αβέβαια και ανυπολόγιστα στοιχεία που καθιστούν μια μαθηματική προσέγγιση δύσκολη αν όχι και προβληματική. Σε μια τέτοια περίπτωση αναμένεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα προβεί στην καλύτερη δυνατή αξιολόγηση των στοιχείων που παρουσιάζονται, για να καταλήξει σ΄ ένα ορθό και δίκαιο υπολογισμό. Όπως έχει λεχθεί από το Δικαστή Birkett L.J. στην υπόθεση Austin v. London Transport Executive (1951) C.A. No. 293:

“Some of the matters that the learned judge is asked to take into account seem beyond the wit or wisdom of men to take into account in any sure or certain way ... What is the learned judge to do? Whatever wisdom he may have he cannot lift the veil of the future, and see amongst the seeds of time which will grow and which will not. He cannot do that. He can only do the best he can.”

Αποζημιώσεις λόγω θανάτου μπορούν να επιδικαστούν σήμερα

(1) Προς όφελος της περιουσίας του αποβιώσαντος,

(2) Προς όφελος των εξαρτωμένων.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(2)(α) του Περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Νόμου Κεφ. 189, (οπως έχει τροποποιηθεί) με τον Περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών (Τροποποιητικό), Νόμο αρ. 157/85, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει αποζημιώσεις προς όφελος της περιουσίας του αποβιώσαντος, (που δεν συμπεριλαμβάνουν οποιεσδήποτε παραδειγματικές αποζημιώσεις ούτε και οποιεσδήποτε αποζημιώσεις για απώλεια εισοδήματος σε σχέση με οποιαδήποτε περίοδο μετά το θάνατό του). Το άρθρο επιτρέπει την καταχώρηση αγωγής εκ μέρους της περιουσίας του αποβιώσαντος για την είσπραξη αποζημιώσεων για απώλειες που είχαν δημιουργηθεί πριν από το θάνατο, εξαιρουμένων αποζημιώσεων για οδύνη λόγω απώλειας οικείου (bereavement). Οι αποζημιώσεις που είναι κατά κανόνα περιορισμένες, συμπεριλαμβάνουν ζημιές που έχουν προκληθεί στο όχημα του αποθανόντος, απώλεια ημερομισθίων για την περίοδο μεταξύ του δυστυχήματος και του θανάτου και έξοδα κηδείας. Τα πιο πάνω αποτελούν μέρος της περιουσίας το οποίο κατανέμεται στους κληρονόμους σύμφωνα με τις οδηγίες της διαθήκης ή σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις σε περίπτωση που ο αποθανών δεν είχε αφήσει διαθήκη.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 58(1) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως έχει τροποποιηθεί με τον περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικό) Νόμο, αρ. 156/85, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει αποζημιώσεις προς όφελος των εξαρτωμένων του αποβιώσαντος που συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων το σύζυγο ή τη σύζυγό του, oποιοδήποτε γονιό ή άλλο ανιόντα, οποιοδήποτε τέκνο ή άλλο κατιόντα και οποιοδήποτε πρόσωπο που ήταν αδελφός, αδελφή, θείος ή θεία του αποβιώσαντος.

Το άρθρο το οποίο καθορίζει τα δικαιώματα των εξαρτωμένων είναι το άρθρο 58(15) του Κεφ. 148, το οποίο προνοεί ότι:

“Στην αγωγή δύνανται να επιδικαστούν τέτοιες αποζημιώσεις, άλλες από τις αποζημιώσεις λόγω απώλειας, οι οποίες αναλογούν προς τη ζημιά η οποία προκύπτει από το θάνατο στους εξαρτώμενους αντίστοιχα, και αφού αφαιρεθούν οποιαδήποτε έξοδα που δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο, οποιοδήποτε ποσό που εισπράχθηκε άλλως παρά ως αποζημιώσεις λόγω απώλειας θα καταμερίζεται μεταξύ των εξαρτωμένων σε τέτοια μερίδια σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου.”

Οι βασικές νομοθετικές τροποποιήσεις που επέφεραν οι Νόμοι 156/85 και 157/85, έχουν βασιστεί στις Αγγλικές μεταρυθμίσεις που επέφεραν οι Αγγλικοί Νόμοι The Law Reform (Miscellaneous Provisions) Act 1934, και The Fatal Accidents Act 1976, έτσι που η άντληση καθοδηγητικών γραμμών από την Αγγλική νομολογία που έχει προκύψει να θεωρείται χρήσιμη.

Από τη σχετική νομολογία φαίνεται ότι ο καθορισμός των αποζημιώσεων σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 58(15) του Κεφ. 148, μπορεί να γίνει:

(1) Για κάθε κονδύλι ξεχωριστά (The item by item approach).

(2) Για το κερδαινόμενο εισόδημα μείον τα προσωπικά έξοδα του αποθανόντος (The earning minus living expenses approach), και

(3) Με την Κλασσική Ποσοστιαία Προσέγγιση (The conventional percentage approach or the Rule of thumb approach).

H πρώτη περίπτωση εφαρμόζεται σε υποθέσεις όπου προσφέρεται ακριβής μαρτυρία για κάθε ένα κονδύλι της εξάρτησης ξεχωριστά (όπως π.χ. η πληρωμή του ενοικίου, επιδιορθώσεις του οικογενειακού σπιτιού, έξοδα φοίτησης των τέκνων, έξοδα συντήρησης αυτοκινήτου, ασφάλεια, εξοδα διακοπών, και άλλα), το άθροισμα των οποίων καθορίζει το συνολικό ποσό.

Η δεύτερη προσέγγιση εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ακριβής μαρτυρία της εξάρτησης και η εικόνα δεν μπορεί να συμπληρωθεί με το συνολικό άθροισμα συγκεκριμένων κονδυλίων. Σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση το Δικαστήριο αφού καταλήξει στον καθορισμό του καθαρού εισοδήματος του αποθανόντος αφαιρεί από αυτό τα προσωπικά εξοδα του θανόντος και παραμένει το εκ πρώτης όψεως ποσό της εξάρτησης, στο οποίο μπορεί να προστεθούν άλλα οφελήματα τα οποία εδικαιούτο ο αποθανών.

Η Κλασσική Ποσοστιαία Προσέγγιση εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ο καθορισμός του ποσού της εξάρτησης ή του ποσού των προσωπικών εξόδων του αποβιώσαντος είναι ελλειπής ή είναι αδύνατο να καθοριστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο υιοθετεί ένα εκατοστιαίο ποσοστό, όπως π.χ. 75% όταν οι εξαρτώμενοι είναι η σύζυγος και παιδιά, ή 67% όταν η σύζυγος είναι η μόνη κληρονόμος. (Ίδε Harris v. Empress Motors (1984)1 W.L.R. 212). Όπως έχει καθορίσει τη νέα αυτή προσέγγιση ο Δικαστής O’ Connor L.J. στην πιο πάνω υπόθεση:

“In the course of time the courts have worked out a simple solution to the similar problem of calculating the net dependency under the Fatal Accidents Acts in cases where the dependants are wife and children. In times past the calculation called for a tedious inquiry into how much housekeeping money was paid to the wife, who paid how much for the children’s shoes, etc. This has all been swept away and the modern practice is to deduct a percentage from the net income figure to represent what the deceased would have spent exclusively on himself. The percentages have become conventional in the sense that they are used unless there is striking evidence to make the conventional figure inappropriate because there is no departure from the principle that each case must be decided upon its own facts. Where the family unit was husband and wife the conventional figure is 33 per cent and the rationale of this is that broadly speaking the net income was spent as to one-third for the benefit of each and one-third for their joint benefit. Clothing is an example of several benefit, rent an example of joint benefit. No deduction is made in respect of the joint portion because one cannot buy or drive half a motor car. Part of the net income may be spent for the benefit of neither husband nor wife. If the facts be, for example, that out of the net income of £8,000 pa the deceased was paying £2,000 to a charity the percentage would be applied to £6,000 and not £8,000. Where there are children the deduction falls to 25 percent, as was the agreed figure in the Harris case.”

΄Εχουμε εξετάσει την εισήγηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υιοθέτησε τη λανθασμένη προσέγγιση στον καθορισμό του ποσού της εξάρτησης και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το πρωτόδικο δικαστήριο λόγω των ιδιαίτερων περιστατικών της παρούσας υπόθεσης υιοθέτησε τη δεύτερη προσέγγιση του κερδαινόμενου εισοδήματος μείον τα προσωπικά έξοδα του αποβιώσαντος. Η πιο πάνω προσέγγιση μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν υπήρχε ακριβής μαρτυρία για κάθε ένα κονδύλι ξεχωριστά που θα δικαιολογούσε την υιοθέτηση της πρώτης προσέγγισης και από την άλλη ο καθορισμός του κερδαινομένου εισοδήματος και των προσωπικών εξόδων του αποβιώσαντος δεν ήταν αδύνατος για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της Κλασσικής Ποσοστιαίας Προσέγγισης. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου για την υιοθέτηση της προσέγγισης του κερδαινομένου εισοδήματος μείον τα προσωπικά έξοδα του αποβιώσαντος, ήταν ορθή.

Πρέπει να τονιστεί ότι το εισόδημα της συζύγου που εργαζόταν τόσο πριν όσο και μετά το ατύχημα δεν λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό του ποσού της εξάρτησης εκτός αν το κερδαινόμενο εισόδημα ήταν ουσιαστικό (substantial).

(ii) Αποζημιώσεις στο γιό.

Το Δικαστήριο επιδίκασε ποσό £17.097 σαν αποζημιώσεις στο γιό του αποθανόντος Μιχάλη, αφού έλαβε υπόψη ότι ο Μιχάλης, που γεννήθηκε το 1974, θα παρέμενε εξαρτώμενος για όλα τα χρόνια του πολλαπλασιαστή. Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η κατανομή του ποσού της εξάρτησης είναι λανθασμένη και τούτο γιατί σε κάποιο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας οι δικηγόροι των δύο πλευρών είχαν δηλώσει από κοινού ότι “ο υιός του αποβιώσαντος Μιχάλης Αβρααμίδης παραμένει εξαρτώμενος του αποβιώσαντος μέχρι της συμπλήρωσης της ηλικίας των 18 ετών.” Έτσι ο καταμερισμός 1/4 από το ποσό της εξάρτησης που αντιστοιχούσε σε £17,097 προς όφελος του Μιχάλη ήταν λανθασμένος και κατά αποκοπή το ποσό έπρεπε να μειωθεί σε £1500. Η εισήγηση είναι ορθή. Η κοινά αποδεκτή δήλωση δεν επέτρεπε τον καταμερισμό ποσού μεγαλύτερου απ΄ ότι είχε συμφωνηθεί. Έπεται ότι το ποσό των £17,097, θα πρέπει να μειωθεί και κατά αποκοπή μειώνεται σε £1,500. Επειδή ο Μιχάλης κατά την περίοδο αυτή ήταν ανήλικος, με βάση τα προσωπικά περιστατικά του βρίσκουμε ότι το ποσό των £1,500 είναι λογικό και το εγκρίνουμε. Εξυπακούεται ότι το ποσό το οποίο αποκόπτεται αποτελεί μέρος του ποσού που έχει καθοριστεί ως ποσό εξάρτησης και κατ΄ επέκταση θα πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των υπολοίπων εξαρτωμένων. Η εξάρτηση των μελών της οικογένειας ως σύνολο απορροφούσε το συνολικό ποσό που καθορίστηκε κάτω από αυτή την επικεφαλίδα. Ο διαμοιρασμός του ποσού μεταξύ των μελών της οικογένειας είχε ως επίμετρο τις ιδιαίτερες ανάγκες εκάστου των εξαρτωμένων και όχι την εξάντληση των αναγκών τους. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις οι ανάγκες των εξαρτωμένων ήσαν μεγαλύτερες του συνολικού ποσού της εξάρτησης. Επομένως το ποσό που υπέρμετρα επιδικάστηκε στο Μιχάλη Αβρααμίδη, θα κατανεμηθεί υπέρ των υπολοίπων εξαρτωμένων. Αυτό απαντά και τον τέταρτο λόγο της αντέφεσης με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση του ποσού της μείωσης της εξάρτησης του Μιχάλη στους υπόλοιπους κληρονόμους.

(iii) Εξάρτηση συζύγου.

Εχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η σύζυγος του αποβιώσαντος, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εξαρτώμενη. Από τα στοιχεία που δόθηκαν φαίνεται ότι η σύζυγος εργαζόταν κατά το χρόνο του ατυχήματος κερδίζοντας £600 μηνιαίως, ενώ κατά το χρόνο εκδίκασης της αγωγής ο μισθός της είχε αυξηθεί σε £1.000 περίπου μηνιαίως αφού είχε ήδη προαχθεί σε κλίμακα Α11. Η ίδια συνεισέφερε για την ανέγερση του οικογενειακού σπιτιού, για τις σπουδές των παιδιών της και για την επιδιόρθωση του πατρικού σπιτιού. Ομως η ίδια θεωρούσε τον αποβιώσαντα σαν “ταμείο” από το οποίο “γίνονταν όλες οι δουλειές της οικογένειας”. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι με τα πιο πάνω στοιχεία η σύζυγος δεν μπορούσε να θεωρείται ως εξαρτώμενη του αποβιώσαντος αφού η ίδια από τα δικά της εισοδήματα συνέβαλλε στα έξοδα της οικογένειας.

Το άρθρο 58(3) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 (όπως έχει τροποποιηθεί από τον περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικός) Νόμο, αρ. 156/85) καθορίζει ως εξαρτώμενο, μεταξύ άλλων και “τη σύζυγο ή το σύζυγο του αποβιώσαντος”. Δεν υπάρχει νομική ερμηνεία του όρου “εξαρτώμενος”. Ο όρος εξυπακούει κάποια εξάρτηση. Στο “Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας” του Γ. Μπαμπινιώτη, σελ. 631 η λέξη “εξαρτώμαι” ερμηνεύεται ως “στηρίζομαι (σε κάποιον/κάτι) (για πράγματα που δεν μπορώ να επιβάλω μόνος μου): - οικονομικά από τους γονείς μας”. Στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο δεν παραγνώρισε την εισοδηματική ικανότητα της συζύγου. Ομως το γεγονός ότι η ίδια κέρδιζε ένα ποσό £600 μηνιαίως, που αργότερα αυξήθηκε, δεν εξυπακούει ότι το πιο πάνω ποσό ήταν ικανοποιητικό για τις δικές της αποκλειστικά ανάγκες για να την αποκλείσει από τον κατάλογο των εξαρτωμένων. Πρέπει να τονιστεί ότι το εισόδημα της συζύγου που εργαζόταν τόσο πριν όσο και μετά το ατύχημα δεν λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό του ποσού της εξάρτησης εκτός αν το κερδαινόμενο εισόδημα ήταν ουσιαστικό (substantial). Το ποσό το οποίο η ίδια κέρδιζε σε συνάρτηση με τις απολαβές του αποβιώσαντος και τις ιδιάζουσες ανάγκες της οικογένειας ήταν σχετικά μικρό και δεν μπορούσε να την καταστήσει ως οικονομικά ανεξάρτητη. Η ίδια θεωρούσε τον αποβιώσαντα σαν το “ταμείο” της οικογένειας και δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που θα μπορούσε να υποστηρίξει την εισήγηση ότι η σύζυγος δεν ήταν εξαρτώμενη. Η εισήγηση απορρίπτεται.

 

(iv) Εξάρτηση ΄Ελενας.

Ο εφεσείων εισηγείται ότι ο τρόπος υπολογισμού της εξάρτησης της ανάπηρης θυγατέρας Ελενας είναι λανθασμένος αφού βασίστηκε στη μέθοδο της Γενικής Προσέγγισης και γιατί παραγνωρίστηκε προς τούτο η συνεισφορά της μητέρας της. Αναφορικά με τις ανάγκες της Έλενας έχει δοθεί μαρτυρία από τον Αντιπρόεδρο της Οργάνωσης Παραπληγικών Κύπρου και τους γονείς της, που υποδεικνύει ότι η εισφορά από την οικογένεια της ανερχόταν σε £500 μηνιαίως, ενώ επιπρόσθετα εισπραττόταν και ένα ποσό £100 μηνιαίως από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις.

Η εισήγηση ότι ο καθορισμός της εξάρτησης θα έπρεπε να γίνει για κάθε κονδύλι ξεχωριστά δεν μπορεί να ευσταθήσει και τούτο γιατί ανκαι είχε δοθεί μαρτυρία ως προς μερικές συγκεκριμένες ανάγκες, εν τούτοις η μαρτυρία δεν ήταν αναλυτική σε έκταση που θα μπορούσε να καλύψει όλες τις ανάγκες της εξαρτώμενης, όπως π.χ. έξοδα φυσιοθεραπείας, ένδυσης, υπόδυσης, ψυχαγωγίας αγοράς βιβλίων, αγοράς ηλεκτρονικού υπολογιστή και άλλα. ΄Εχουμε ήδη αποφασίσει ότι η υιοθέτηση της δεύτερης προσέγγισης στον καθορισμό του ποσού το οποίο δικαιούνται οι εξαρτώμενοι ήταν ορθή. Δε βρίσκουμε ότι με βάση τη μαρτυρία που έχει δοθεί, υπάρχουν λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν απόκλισή μας από το πιο πάνω εύρημα.

Η εισήγηση ότι το ποσό θα πρέπει να μειωθεί αναφορικά με την εξάρτηση της Έλενας γιατί τα έξοδά της προέρχονταν από κοινό οικογενειακο ταμείο στο οποίο συνεισέφερε και η μητέρα της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή γιατί δεν έχει δοθεί συγκεκριμένη μαρτυρία που να επιβεβαιώνει την πιο πάνω εισήγηση. Και ο λόγος αυτός της έφεσης απορρίπτεται.

E. ΑΝΤΕΦΕΣΗ.

1. Καταμερισμός της ευθύνης.

Έχουμε ήδη αποφανθεί ότι ο καταμερισμός της ευθύνης παραμένει κατά 70% σε βάρος του εφεσείοντος και κατά 30% σε βάρος του θύματος. Έπεται ότι ο πρώτος λόγος της αντέφεσης απορρίπτεται.

2. Αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία από την ημερομηνία του ατυχήματος μέχρι την ημέρα του θανάτου.

Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να επιδικάσει και ένα ποσό αποζημιώσεων για τους πόνους και τις ταλαιπωρίες που το θύμα υπέστη για ένα μήνα, από την ημέρα δηλαδή του τραυματισμού του μέχρι την ημέρα του θανάτου του. Προς τούτο ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγείται την επιδίκαση ενός ποσού μεταξύ £5.000 και £6.000 ενώ ο δικηγόρος του εφεσείοντος, που αποδέχεται ότι ένα τέτοιο ποσό μπορεί να επιδικαστεί, εισηγείται ότι οι εξαρτώμενοι δεν έχουν ένα τέτοιο δικαίωμα.

Η έγκριση του Νόμου 157/85 επέφερε σημαντικές αλλαγές στις απαιτήσεις που εγείρονται λόγω θανάτου. Οι αλλαγές αυτές συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων:-

1. Την κατάργηση του δικαιώματος για είσπραξη αποζημιώσεων για απώλεια προσδοκίας ζωής (loss of expectation of life),

2. Τη διατήρηση του δικαιώματος για αποζημιώσεις προς όφελος της περιουσίας για πόνο και ταλαιπωρία από την ημερομηνία της έγερσης του δικαιώματος μέχρι την ημερομηνία θανάτου, και

3. Την εισαγωγή του νέου δικαιώματος για αποζημιώσεις για οδύνη λόγω απώλειας οικείου (Bereavement).

Στην παρούσα περίπτωση η σοβαρότητα των τραυμάτων που είχε δεχθεί το θύμα δεν αμφισβητείται. Το τιμόνι της μοτοσικλέτας είχε διαπεράσει το πόδι του και καρφώθηκε στην άσφαλτο και χρειάστηκε η επέμβαση της πυροσβεστικής υπηρεσίας για να το απελευθερώσει. Ευθύς μόλις μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας διαπιστώθηκε ότι έφερε κάταγμα στη μύτη, κατάγματα στη δεξιά πλευρά, κάταγμα κονδύλων στην αριστερή κνήμη, βαθύ θλαστικό τραύμα στον αριστερό μηρό ενώ τα μάτια του έβλεπαν σε αντίθετη κατεύθυνση. Το κάταγμα της μύτης ανατάχθηκε από ωτορινολαρυγγολόγο, το κάταγμα της κνήμης ανέλαβαν ορθοπεδικοί ιατροί ενώ χειρούργος καθάρισε και έραψε το τραύμα στο αριστερό πόδι. Λόγω του ότι το θύμα είχε μόνο ένα νεφρό που είχε υποστεί θλάση, κλήθηκε και τον παρακολουθούσε και νεφρολόγος. Λόγω της σοβαρότητας των τραυμάτων το θύμα μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και λόγω της εμφάνισης αιματουρίας το θύμα μεταφέρθηκε στην κλινική του Δρος Κουριέα στη Λάρνακα όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση των πηγμάτων και λίθων. Ενώ οι προοπτικές για μια σύντομη επιστροφή του στο σπίτι ήταν ευοίωνες, το θύμα απεβίωσε ως αποτέλεσμα ξαφνικής καταπληξίας και υπότασης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που είχε δοθεί αρχικά οι πόνοι ήταν «φρικτοί, ανελέητοι» και φαινόταν «κατακρεουργημένος». Οι πόνοι συνεχίστηκαν και μετά τις χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε μέχρι και την ημέρα που υπέκυψε στα τραύματά του.

΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνουμε ότι το ποσό των £3,000 αντικατοπτρίζει το ορθό ποσό για τους πόνους και ταλαιπωρίες του αποθανόντος. Το πιο πάνω ποσό αναμφισβήτητα θα ήταν μεγαλύτερο αν ο αποθανών είχε επίγνωση του ενδεχόμενου θανάτου (ίδε ΄Αρθρο 57(Α)(β) του Κεφ. 148).

Αποζημιώσεις για οδύνη για απώλεια οικείου (Bereavement).

΄Οπως έχει ήδη αναφερθεί ο Νόμος 156/85 έχει εισαγάγει το νέο δικαίωμα διεκδίκησης από το σύζυγο ή τη σύζυγο για οδύνη λόγω απώλειας οικείου. (΄Ιδε ΄Αρθρο 58(7) του Νόμου 156/85.) Το αρχικό ποσό που μπορούσε να επιδικαστεί ήταν £3,000, όμως σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου Αρ. 73(1)/92 το ποσό αυξήθηκε σε £6,000. Το πρωτόδικο δικαστήριο επεδίκασε ποσό £3,000 αφού ο θάνατος επεσυνέβη στις 26/11/91, δηλαδή πριν από την εφαρμογή του Νομου 73(1)/92 στις 24/7/92. Κάτω από τις περιστάσεις κρίνουμε ότι ο πιο πάνω καθορισμός είναι ορθός.

 

3. Η σύνταξη των £51,450.18 σεντ θα πρέπει να διανεμηθεί στους εξαρτώμενους.

Ο αποβιώσας θα εδικαιούτο στην ηλικία των 60 χρόνων να εισπράξει σύνταξη που θα ανερχόταν σε £51.451,18. Είναι εισήγηση των εφεσιβλήτων ότι οι εξαρτώμενοι δικαιούνται το 80% του πιο πάνω ποσού σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 58(1), (2), (3) και 15 του Κεφ. 148. Προς τούτο έγινε επίκληση της απόφασης Davies and others v. Whiteways Cyder Co. Ltd. and another [1974] 3 All E.R. 168 σύμφωνα με την οποία οι εξαρτώμενοι δικαιούνται να αποζημιωθούν για οποιαδήποτε ζημιά υπέστησαν λόγω του θανάτου του θύματος.

Η εισήγηση ότι οι εξαρτώμενοι δικαιούνται να εισπράξουν το ποσό της σύνταξης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και τούτο γιατί η σύνταξη είχε συμπεριληφθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο στον καθορισμό του ποσού της εξάρτησης.

΄Ομως παραμένει προς εξέταση το θέμα κατά πόσο οι εξαρτώμενοι δικαιούνται οποιοδήποτε ποσό από το εφάπαξ ποσό που θα εισέπραττε ο αποβιώσας. Ο τελευταίος θα εισέπραττε, αν δεν απέθνησκε, το ποσό των £51,451.08 ως εφάπαξ. Από το πιο πάνω ποσό εισπράχθηκε ποσό £30,432.34 και παραμένει υπόλοιπο £21,018.74. Κρίνουμε ότι το πιο πάνω ποσό θα πρέπει να καταβληθεί στους εξαρτώμενους.

4. Το ποσό της μείωσης της εξάρτησης του Μιχάλη θα πρέπει να επιδικαστεί προς όφελος των υπολοίπων εξαρτωμένων.

Οι εφεσίβλητοι ζητούν όπως σε περίπτωση που το Δικαστήριο προβεί σε μείωση του ποσού το οποίο δικαιούται ο Μιχάλης ως εξαρτώμενο, κατόπιν της κοινής δήλωσης ότι θα παρέμενε εξαρτώμενος μέχρι μόνο τα 18 του χρόνια, το υπόλοιπο ποσό μέχρι τις £17.097 θα πρέπει να επιδικαστεί προς όφελος των υπόλοιπων εξαρτωμένων.

Έχουμε ήδη αποφασίσει ότι το ποσό των £17,097 που έχει επιδικασθεί μειώνεται κατ΄ αποκοπή σε £1500. Το υπόλοιπο ποσό των £15,597 αποτελεί μέρος του συνολικού ποσού της εξάρτησης και θα πρέπει να διαμοιραστεί μεταξύ των υπόλοιπων εξαρτωμένων.

΄Εχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω θα προχωρήσουμε στην τελική διαμόρφωση της απόφασης.

Περιουσία του αποβιώσαντος.

Προς όφελος της περιουσίας επιδικάζεται ποσό £700 (έξοδα κηδείας και διαχείρισης), ποσό £3,000 (για πόνο και ταλαιπωρία) και £21,018.74 (το υπόλοιπο ποσό από το εφάπαξ). Συνολικά υπέρ της περιουσίας επιδικάζεται ποσό £25,718.74.

Καθορισμός της εξάρτησης.

Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το συνολικό ποσό της εξάρτησης ήταν £68,390 δεν έχει αμφισβητηθεί. ΄Εχουμε δεχθεί ότι η πρωτόδικη απόφαση για το διαχωρισμό του πιο πάνω ποσού κατά 1/4 στη σύζυγο και κατά 1/2 στη θυγατέρα ήταν ορθός. Η κατανομή 1/4 του πιο πάνω ποσού της εξάρτησης στο γιο Μιχάλη είναι λανθασμένη με βάση την κοινά αποδεκτή δήλωση ότι μετά τη συμπλήρωση των 18 του χρόνων δε θα ήταν εξαρτώμενος. ΄Εχουμε ήδη καταλήξει σε συμπέρασμα ότι το ποσό των £1,500 για τέσσερις μήνες μέχρι την ενηλικίωσή του είναι λογικό και το έχουμε εγκρίνει. Το παραμένον υπόλοιπο των £15,997 από το ποσό που είχε επιδικασθεί (δηλαδή £17,097 - £1,500) περιέρχεται στο συνολικό ποσό της εξάρτησης (από το οποίο προήλθε) και κατ’ επέκταση θα πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των υπολοίπων δύο εξαρτωμένων. Κάτω από τις περιστάσεις κρίνουμε ότι θα ήταν ορθό όπως το 1/3 του πιο πάνω υπολοίπου αποδοθεί στη σύζυγο και τα 2/3 στη θυγατέρα. ΄Ετσι το ποσό της εξάρτησης της συζύγου αυξάνεται σε £22,296, λέγε £22,297 (δηλαδή £17,097 + £5,199) και της θυγατέρας ΄Ελενας σε £44,593 (δηλαδή £34,195 + £10,398).

Η έφεση απορρίπτεται. Η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς. Τα επιδικασθέντα ποσά σύμφωνα με τα όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω, διαφοροποιούνται ως ακολούθως:

1. £1,500 προς όφελος του εξαρτώμενου υιού Μιχάλη Αβρααμίδη.

2. £66,890 υπέρ των εξαρτωμένων Δωρέττας και ΄Ελενας (ήτοι £122,123 μείον 20% για τα προσωπικά έξοδα του αποθανόντος, μείον 30% για συντρέχουσα αμέλεια και μείον £1500 προς όφελος Μιχάλη Αβρααμίδη). Το ποσό των £66,890 κατανέμεται:

(i) £22,297 προς όφελος της συζύγου Δωρέττας Αβρααμίδου και

(ii) £44,593 προς όφελος της θυγατέρας Έλενας Αβρααμίδου.

Όλα τα πιο πάνω ποσά θα φέρουν τόκο 6% από τις 29.7.1992, (ημερομηνία επίδοσης της αγωγής) και ακολούθως τόκο 8% μέχρι εξόφλησης.

Ο εφεσείων καταδικάζεται όπως καταβάλει τα έξοδα της έφεσης. Ο εφεσείων καταδικάζεται επίσης όπως καταβάλει τα έξοδα της αντέφεσης. Εκεί όπου τα έξοδα συμπίπτουν, ο εφεσείων θα καταβάλει ένα κονδύλι εξόδων.

 

 

Πικής, Π.

 

Ηλιάδης, Δ.

 

ΧατζηΧαμπής, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΔΓ-ΑυΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο