Αναφορικά με Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2000) 1 ΑΑΔ 1669 Αναφορικά με Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 10673 και 10674, 20 Οκτωβρίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1669

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 10673 και 10674

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ και

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

 

Αναφορικά με το Άρθρο 155(4) του Συντάγματος και τα

Άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Διάφορες

Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/64) όπως τροποποιήθηκε

- και -

Αναφορικά με Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

για έκδοση ενταλμάτων της φύσης Certiorari και Mandamus

- και -

Αναφορικά με την απόφαση και/ή διάταγμα του Επαρχιακού

Δικαστηρίου Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση με αρ. 9029/99

που εκδόθηκε στις 4/10/99

Μεταξύ -

1. Γ. Πατίκη

2. Θεοφάνη Κωνσταντίνου

Εφεσειόντων/καθών η αίτηση

- και -

Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Εφεσιβλήτου/αιτητή

-------------------------

Ημερομηνία: 20 Οκτωβρίου, 2000

Για τον εφεσείοντα/καθού η αίτηση αρ. 1

στην έφεση αρ. 10673: Τ. Παπαδόπουλος

Για τον εφεσείοντα/καθού η αίτηση αρ. 2

στην έφεση αρ. 10674: Χρ. Τριανταφυλλίδης

Για τον εφεσίβλητο/αιτητή: Μ. Παπαϊωάννου (κα) Δικηγόρος

της Δημοκρατίας και Μ. Κυρμίζη (κα)

--------------------

- Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής

Σ. Νικήτας -

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Οι εφέσεις αυτές συνεκδικάστηκαν. Αφορούν τους δύο συγκατηγορούμενους στην υπόθεση αρ. 9029/99 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Εκπροσωπούνται όμως από διαφορετικούς δικηγόρους, οι οποίοι κατέθεσαν ξεχωριστή έφεση. Είναι εντούτοις κοινή η ιστορική και νομική τους βάση. Γιαυτό και οι λόγοι που προβάλλονται, παρόλο που δεν διατυπώθηκαν με την ίδια οικονομία στα δύο εφετήρια, έχουν ουσιαστικά τον ίδιο πυρήνα. Τον σχηματίζουν οι διατάξεις των άρθρων 90 και 92 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Ταυτόσημα είναι και τα επιχειρήματα που υποστηρίζουν τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι εφέσεις.

Όπως έχει διαπιστωθεί από όλους τους παράγοντες της δίκης, υπάρχει ένα στοιχείο που προσδίδει πρωτοτυπία στην υπόθεση. Αφορά έμμεσα τη δικαιοδοτική βάση του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε υποθέσεις ποινικής φύσεως. Η επιμελής προπαρασκευή των δικηγόρων δε διαφώτισε, από νομολογιακή σκοπιά, την υπόθεση. Ούτε η δική μας αναζήτηση απέφερε οτιδήποτε που μπορεί να μας παράσχει απευθείας καθοδήγηση.

Το ζήτημα είναι κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα, κατ’ εφαρμογήν των προμνησθεισών διατάξεων, να διακόπτει συνοπτική δίκη και να διατάζει προανάκριση για σκοπούς παραπομπής και εκδίκασης υπόθεσης από Κακουργιοδικείο, ανεξάρτητα αν η ποινή φυλάκισης, για τα αδικήματα που εκδικάζει συνοπτικά, δεν υπερβαίνει τα 3 χρόνια. Αυτό, κατά το άρθρ. 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (αρ. 14/60, όπως τροποποιήθηκε), είναι το ανώτατο όριο ποινής φυλάκισης που θα μπορούσε τότε να επιβάλει δικαστής, οποιουδήποτε βαθμού, Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Η δικαιοδοτική βάση του Επαρχιακού Δικαστηρίου εκτείνεται, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 155 (β) του Κεφ. 155, σε υποθέσεις Κακουργιοδικείου, τις οποίες ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας παραπέμπει για εκδίκαση από Επαρχιακό Δικαστήριο. Και, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 24(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το ν. 34(1)/99, σε οποιαδήποτε υπόθεση που εκκρεμεί σε Κακουργιοδικείο, ανεξάρτητα από το ύψος της ποινής, εφόσον ο Γενικός Εισαγγελέας παρέσχε τη συγκατάθεση του.

Κάθε αδίκημα, για το οποίο κατηγορήθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο οι εφεσείοντες, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης (εκτός άλλων), η οποία δεν ξεπερνούσε τα 3 χρόνια. Την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ. 90 ζήτησαν οι ίδιοι οι δικηγόροι των εφεσειόντων. Φαίνεται πως αυτό έγινε μετά την απαγγελία των κατηγοριών, τις οποίες οι εφεσείοντες δεν παραδέχθηκαν. Η Επαρχιακή Δικαστής, που επιλήφθηκε του ζητήματος, αφού άκουσε και τις δυο πλευρές, αποδέκτηκε το αίτημα της υπεράσπισης για τους λόγους που έδωσε. Για να καταλήξει ότι:

“.......δεν μπορώ να εντοπίσω πιο κατάλληλη περίπτωση άσκησης από το Δικαστήριο των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 90 του Κεφ. 155.”

Είναι βολικό να παραθέσουμε τώρα το κείμενο του άρθρ. 90:

“Αν πριν από ή κατά τη διάρκεια συνοπτικής δίκης, φαίνεται στο Δικαστήριο ότι η υπόθεση είναι τέτοια ώστε να έπρεπε να εκδικαστεί από Κακουργιοδικείο, το Δικαστήριο διακόπτει την περαιτέρω διαδικασία και διατάσσει τη διεξαγωγή προανάκρισης βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού.”

Αξίζει να καταγράψουμε και τον πλαγιότιτλο του άρθρου σαν ερμηνευτικό βοήθημα:

“Αδίκημα που αποδεικνύεται ακατάλληλο για συνοπτική διαδικασία.”

Το άρθρ. 92 αποτελεί συμπλήρωμα του άρθρ. 90, που είναι η κύρια διάταξη. Ορίζει ότι:

“Όταν προσάπτεται κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα που δεν δικάζεται συνοπτικά ή για το οποίο το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι δεν είναι κατάλληλο για να εκδικαστεί συνοπτικά, διεξάγεται προανάκριση από Δικαστή σύμφωνα με τις διατάξεις που περιέχονται στα άρθρα 93 έως 105 (συμπεριλαμβανομένων).”

Η Επαρχιακή Δικαστής αναφέρθηκε στην παρατήρηση per curiam του Εφετείου στην υπόθεση Michael Antoni Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40. Στην υπόθεση εκείνη ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε πρώτα σε δίκη στο Κακουργιοδικείο. Ωστόσο ο Γενικός Εισαγγελέας, κάμνοντας χρήση των εξουσιών του άρθρ. 155(β) του Κεφ. 155, υποβίβασε την υπόθεση, η οποία τελικά εκδικάστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Στο σχόλιο του, το Εφετείο υπογράμμισε τους παράγοντες που καθιστούσαν ευκταία τη διεξαγωγή της δίκης ενώπιον Κακουργιοδικείου. Ελέχθη ότι:

“We feel we must observe at this stage looking at the whole case in retrospect that in view of the nature of the charges, (including a conspiracy charge) against a Head of Department, in which his subordinates were the main prosecution witnesses, this, in our opinion, was indeed a case for trial by an Assize Court.”

Η αναφορά μας στην Petri, ανωτέρω, συνδέεται άμεσα με τον 5ο λόγο της έφεσης (και στις δυο εφέσεις). Η σχέση θα φανεί στη συνέχεια.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, που είχε αντίθετη άποψη, εξασφάλισε άδεια από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κίνησε τον μηχανισμό έκδοσης προνομιακών διαταγμάτων για τη ματαίωση της απόφασης της δικαστού περί “διακοπής της περαιτέρω διαδικασίας και διεξαγωγής προανάκρισης”. Η διαδικασία αυτή απέληξε σε ακύρωση της απόφασης με certiorari. Περαιτέρω, η Δικαστής διατάχθηκε με mandamus να δικάσει την υπόθεση.

Η απόφαση αυτή του συναδέλφου μας είναι το αντικείμενο των εφέσεων. Η ουσία της είναι ότι το κριτήριο για ενεργοποίηση των άρθρ. 90 και 92 συνδέεται άμεσα με την ποινή που έχει αρμοδιότητα να επιβάλει Επαρχιακό Δικαστήριο. Τονίζει ότι (σελ. 5):

“Ο σαφής, κατά την αντίληψη μου, σκοπός των διατάξεων των άρθρων 90 και 92 της Ποινικής Δικονομίας είναι ακριβώς αυτός, εναποτίθεται δηλαδή ο έλεγχος και επιμέτρηση της αρμόζουσας ποινής στα Δικαστήρια.”

Η απόφαση προχωρεί και εξηγεί ότι οι διατάξεις τυγχάνουν εφαρμογής όταν το Επαρχιακό Δικαστήριο:

“κρίνει πως η ενώπιον του υπόθεση είναι τόσο σοβαρή, και δυνατό να συντρέχουν λόγοι επιβολής μεγαλύτερης ποινής φυλάκισης απ’ αυτή που έχει δικαιοδοσία, τα 3 δηλαδή χρόνια.............”

Παραθέτει δε ο πρωτόδικος Δικαστής ως παράδειγμα εκείνο που του αναφέρθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 24(2) του ν. 14/60, να παραπέμψει υπόθεση από το Κακουργιοδικείο στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Και προσθέτει ακόμα μια περίπτωση (σελ. 6):

“........Τα άρθρα αυτά ενδεχομένως τυγχάνουν εφαρμογής και όταν κατά τη διάρκεια εκδίκασης ποινικής υπόθεσης ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου φανεί πως ο κατηγορούμενος διέπραξε αδικήματα για τα οποία η νομοθεσία προβλέπει ποινή πάνω από 3 χρόνια, οπόταν και η υπόθεση εκφεύγει της δικαιοδοσίας του. Αυτή, νομίζω, είναι η ορθή ερμηνεία τους. Και η φράση “φαίνεται στο Δικαστήριο ότι η υπόθεση είναι τέτοια ώστε.......” στο άρθρο 90, αναφέρεται μόνο στο στοιχείο της ποινής, για τους λόγους που εξήγησα...........”

Οι τρεις πρώτοι λόγοι της έφεσης στρέφονται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστή με την οποία χορήγησε άδεια στο Γενικό Εισαγγελέα να καταθέσει αίτηση, στην οποία εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα, για ολοκλήρωση της διαδικασίας. Βασικά, οι αντιρρήσεις που εκφράζουν έχουν δικονομικό χαρακτήρα. Το πρώτο παράπονο είναι ότι ο εφεσίβλητος δεν επισύναψε, στην αίτηση του, όπως είχε καθήκον, τα πρακτικά του Επαρχιακού Δικαστηρίου, για να φανεί αν υπήρχε έλλειψη δικαιοδοσίας ή νομική πλάνη πρόδηλη στο πρακτικό. Ούτε δέχθηκε αίτημα των εφεσειόντων για αναβολή προς συμπλήρωση του κενού.

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου εγείρεται θέμα παράλειψης του εφεσιβλήτου να αποκαλύψει ουσιώδες γεγονός στο ίδιο στάδιο: ότι στο Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν κοινή η θέση, ότι τα άρθρ. 90 και 92 παρέχουν διακριτική εξουσία για διακοπή της δίκης ακολουθούμενη από προανάκριση. Έτσι, με βάση τη νομολογία, η διακριτική ευχέρεια δεν μπορούσε να ελεγχθεί με προνομιακό ένταλμα. Η δε ένορκη δήλωση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, με την οποία υποστηρίχθηκε το αίτημα για την έκδοση των διαταγμάτων, μερική μόνο αναφορά περιέχει στα διατρέξαντα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αφού δεν αποκαλύπτει τη θέση του εφεσιβλήτου. Τίθεται περαιτέρω και ζήτημα κωλύματος του Γενικού Εισαγγελέα, με βάση τη στάση του αυτή, να προωθήσει την τελική του αίτηση, που είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση των ενταλμάτων. Σημειώνουμε ότι για την υποχρέωση αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων, σε αίτημα που γίνεται με μονομερή αίτηση, έγινε παραπομπή στην υπόθεση Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 264-267.

Το δεύτερο παράπονο (λόγος έφεσης αρ. 2) είναι ότι με την πρώτη απόφαση του ο πρωτόδικος δικαστής “αποφάσισε επί της ουσίας των νομικών θεμάτων που εγείρονταν”. Προσβάλλεται περαιτέρω ως λανθασμένη η αναφορά στην εκκαλούμενη απόφαση ότι η εισήγηση των δικηγόρων των εφεσειόντων έγινε πριν από την έναρξη της δίκης εφόσον το αίτημα υποβλήθηκε μετά την απαγγελία των κατηγοριών. Οι δικηγόροι των εφεσειόντων παρέπεμψαν στο άρθρ. 37 του Κεφ. 155.

Παίρνοντας το τελευταίο αυτό, το ορθό, κατά τη γνώμη μας, είναι ότι το αίτημα για προανάκριση τέθηκε “κατά τη διάρκεια της .....δίκης” και όχι πριν από αυτή. Κρίθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ford κ.α. (αρ. 1) (1955) 2 Α.Α.Δ. 29, ότι οι δύο έννοιες, “δίκη” και “ακρόαση”, δεν είναι ακριβώς ταυτόσημες. Η πρώτη είναι ευρύτερη και δεν περιορίζεται στην παρουσίαση του μαρτυρικού υλικού. Υπάρχει η παρακάτω αποσαφήνιση (παράγραφος 4 της σύνοψης της υπόθεσης):

“Ο όρος “δίκη” (trial) χρησιμοποιείται αδιακρίτως στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο και περιλαμβάνει κάθε δικαστική διαδικασία μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου. Έχει έννοια ευρύτερη της “ακρόασης” που αποτελεί μέρος της δίκης.”

Θα προσθέταμε όμως ότι δεν αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα. Έγινε, ενώπιον μας, ολόπλευρη συζήτηση γύρω από το θέμα, που καλύπτει και τα δυο χρονικά σημεία, δηλαδή, πριν τη δίκη και κατά την εξέλιξη της.

Είναι ορθό ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν επισύναψε στην αρχική του αίτηση ολόκληρο το πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αλλά μόνο την απόφαση της Δικαστού και το κατηγορητήριο. Τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν, κατά τη γνώμη μας, το μόνο απαραίτητο πρακτικό. Δεν χρειάζονταν οι αγορεύσεις των δικηγόρων, εφόσον ο αιτητής στηρίχθηκε σε κατάδηλη νομική πλάνη. Για την αναγκαιότητα ή μη προσαγωγής μαρτυρίας παραπέμπουμε στο Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 11, παραγ. 1559, σελ. 818. Εξάλλου η θέση που υποστήριξε ο Γενικός Εισαγγελέας αποκρυσταλλώθηκε στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, που προσκομίστηκε:

“Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, συμφώνησε με την υπεράσπιση, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει την εξουσία, εκεί που κρίνει πρέπον και κατάλληλο, να διατάξει την διακοπή συνοπτικής δίκης ενώπιον του και τη διεξαγωγή προανάκρισης ώστε η υπόθεση να εκδικαστεί από Κακουργιοδικείο, με βάση τα αρθρ. 90 και 92 του Κεφ. 155.”

Δεν έμεινε όμως στο σημείο αυτό το επιχείρημα. Ουσιαστικά προχώρησε σε κάτι πρόσθετο: ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να ασκήσει τις εξουσίες των άρθρ. 90 και 92 για αδικήματα τιμωρούμενα με φυλάκιση μέχρι 3 ετών.

Δε βλέπουμε πώς υπό τις συνθήκες αυτές μπορεί να συζητείται θέμα κωλύματος για το Γενικό Εισαγγελέα. Όντως η απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος έχει καταλυτικές συνέπειες για το κύρος θεραπείας που χορηγήθηκε ύστερα από μονομερή αίτηση. Ο κανόνας ισχύει και για τη λήψη άδειας σε σχέση με τα προνομιακά διατάγματα. Στο Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 11, σελ. 71, παραγ. 128, υπάρχει το εξής σχετικό:

“.....On an application for leave the utmost good faith is required, and if the applicant in his affidavit suppresses material facts the Court will refuse an order without going into the merits.”

Δε θεμελιώθηκε εδώ, όπως εξηγήσαμε, αποσιώπηση ουσιαστικού γεγονότος. Ο εν λόγω ισχυρισμός αφορούσε νομική άποψη, η οποία, εν πάση περιπτώσει, ήρθε σε γνώση του Δικαστηρίου. Τέλος η μομφή ότι το δικαστήριο αποφάσισε οριστικά από το χρόνο παραχώρησης άδειας είναι ανυπόστατη.

Ο τέταρτος είναι ο ουσιαστικός λόγος της έφεσης. Προσβάλλει ως λανθασμένη την ερμηνεία που δόθηκε στις παραπάνω διατάξεις και το αποτέλεσμα στο οποίο απέληξε. Κατά την εισήγηση, η αναγωγή του στοιχείου της ποινής ως του μοναδικού καθοριστικού κριτηρίου για την άσκηση δικαιοδοσίας δε δικαιολογείται από τη λεκτική-γραμματική μέθοδο ερμηνείας. Ιδιαίτερα, αν ληφθούν υπόψη οι φράσεις “πριν από ή κατά τη διάρκεια συνοπτικής δίκης” (άρθρ. 90) και “ή για το οποίο το Δικαστήριο είναι της γνώμης” (άρθρ. 92). Στην ουσία, όπως μας ελέχθη, με την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο νομοθέτησε, προσθέτοντας στο κείμενο του νόμου λέξεις (αναφορικά με την ποινή), προσέγγιση που προσκρούει σε καλά θεμελιωμένο ερμηνευτικό κανόνα περί του αντιθέτου. Η άλλη πλευρά υποστήριξε την εκκαλούμενη απόφαση και ουσιαστικά εισηγήθηκε ότι το μέγεθος της ποινής (πέραν των 3 ετών) αποτελεί προϋπόθεση άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Η γλωσσική διατύπωση των παραπάνω διατάξεων δε θέτει ως προϋπόθεση ανάληψης δικαιοδοσίας την έκταση της ποινής. Η αναγωγή του μεγέθους της ποινής ως του μοναδικού κριτηρίου είναι έξω από τα ακραία γλωσσικά όρια των κειμένων τους. Οι διατάξεις παρέχουν γενική διακριτική εξουσία και αφήνουν τα κριτήρια άσκησης της στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Αν η βούληση του νομοθέτη ήταν να καθιερώσει ως μοναδικό καθοριστικό κριτήριο ποινής, δε θα είχε δυσκολία να συντάξει διαφορετικά το άρθρ. 90. Εξάλλου, αν αυτό ήταν το κριτήριο, θα ήταν δυσχερής, αν όχι αδύνατη, η πρόβλεψη για την ποινή πριν από την έναρξη της δίκης. Δυσχέρειες θα υπήρχαν και σε κατοπινό στάδιο. Πρόσθετα η διάζευξη του άρθρ. 92 “ή για το οποίο (ποινικό αδίκημα) το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι δεν είναι κατάλληλο να εκδικαστεί συνοπτικά” υποδηλώνει, χωρίς οποιονδήποτε περιορισμό, την ύπαρξη ευρείας διακριτικής εξουσίας.

Η αναφορά στην απόφαση της Επαρχιακής Δικαστού στην υπόθεση Petri, ανωτέρω, αφορά αποκλειστικά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας στο πλαίσιο των επιδίκων διατάξεων. Το θέμα όμως αυτό δε συνάπτεται με το δικαιοδοτικό και δεν είναι αντικείμενο αυτής της διαδικασίας. Έτσι, οποιαδήποτε αναφορά στην υπόθεση εκείνη δεν υποστηρίζει με οποιονδήποτε τρόπο τη σκέψη της εκκαλούμενης απόφασης.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης έχει ως αντικείμενο την άποψη που εξέφρασε το πρωτόδικο δικαστήριο για πληρέστερη ενίσχυση της γνώμης του ότι η ποιότητα της δικαιοσύνης δεν εξαρτάται από το δικαστήριο στο οποίο εκδικάζεται μια υπόθεση (Επαρχιακό ή Κακουργιοδικείο) γιατί η δικαιοσύνη είναι ενιαία και αδιάσπαστη. Για να είμαστε ακριβέστεροι υιοθετείται στην εκκαλούμενη απόφαση το παρακάτω απόσπασμα από την απόφαση του Πική Π., στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνάκη Κυριάκου κ.α. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264:

“Ο χώρος της δικαιοσύνης είναι ενιαίος και αδιαχώριστος. Το κύρος του Δικαστηρίου, του κάθε Δικαστηρίου, εξαρτάται αποκλειστικά από τον τρόπο άσκησης της δικαστικής λειτουργίας.”

Δε διαφωνούμε με αυτό. Όμως διαχωρισμοί, για σκοπούς ανάληψης δικαιοδοσίας, σε αστικές ή ποινικές υποθέσεις, γίνονται θεσμικά από διάφορες νομοθεσίες, κυρίως, από τον περί Δικαστηρίων Νόμο. Με τις ρυθμίσεις αυτές ασφαλώς δε διαβαθμίζεται η ποιότητα της δικαιοσύνης ανάλογα με το Δικαστήριο που την απονέμει, αλλά θεμελιώνεται το απαραίτητο δικαιοδοτικό πλαίσιο του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης που ακολουθούμε.

Για τους λόγους που εξηγήσαμε τα εκδοθέντα διατάγματα, certiorari και mandamus, ακυρώνονται. Με έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

 

Κασ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο