Αναφορικά με την Αίτηση του Σωτήρη Δημοσθένους (2000) 1 ΑΑΔ 1699 Αναφορικά με την Αίτηση του Σωτήρη Δημοσθένους, ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 74/2000., 23 Οκτωβρίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1699

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 74/2000.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

 

Αναφορικά με το Αρθρο 155(4) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το άρθρο 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964

- και -

Αναφορικά με την Αίτηση του Σωτήρη Δημοσθένους εκ Λευκωσίας για άδεια για καταχώρηση για ένταλμα της φύσης Certiorari.

- και -

Αναφορικά με την Απόφαση Διαιτητού ημερ. 4/11/98 και ακολούθως το διάταγμα/απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημ. 8/1/99 στη μονομερή αίτηση υπ΄ αρ. 1026/98 μεταξύ:

Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Δευτεράς

Αιτητρίας< /P>

και

1. Πάμπου Χριστάκη Χαραλάμπους

2. Αντρέα Ιωάννου

3. Σωτήρη Δημοσθένους

4. Ανδρούλλας Παναγιώτου

5. Κωνσταντίνας Χαραλάμπους

Καθ΄ ων η αίτηση

___________

23 Οκτωβρίου, 2000.

Για τον αιτητή: Π. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Μ. Κληρίδης.

____________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

 

 

“(α) ΄Ενταλμα της φύσης Certiorari για ακύρωση της διαδικασίας στην Αίτηση υπ΄ αρ. 1026/98 Επαρχιακού

Δικαστηρίου Λευκωσίας και της αίτησης πτωχεύσεως

256/00 ορισμένης στις 16/6/2000.

(β) ΄Οπως όλα τα διαβήματα και διαδικασίαι (proceedings)

επί της Αίτησης αρ. 1026/98 Επαρχιακού Δικαστηρίου

Λευκωσίας και Αίτηση Πτώχευσης 256/2000

ακυρωθούν.

(γ) Οιασδήποτες άλλας συναφείς προς το ένταλμα

Certiorari θεραπείες.”

Τα αδιαμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την παρούσα αίτηση έχουν ως εξής:

Ο αιτητής ήταν ένας από τους εγγυητές δανείου για το ποσό Λ.Κ. 15.000 το οποίο συνήψε στις 17.12.94 κάποιος Πάμπος Χαραλάμπους (ο πρωτοφειλέτης) από τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Δευτεράς (η Σ.Π.Ε.). Στις 4.11.98 εκδόθηκε διαιτητική απόφαση εναντίον του πρωτοφειλέτη και των εγγυητών “για το ποσό των Λ.Κ. 18.237,84 κεφάλαιο και τόκο προς 8.5% ετησίως από 1.1.98 μέχρι εξοφλήσεως”. Την 8.1.99 η Σ.Π.Ε. Δευτεράς ενέγραψε την διαιτητική απόφαση μέσα στα πλαίσια της πρωτογενούς αίτησης 1026/98. Την 9.3.2000 επιδόθηκε στον αιτητή ειδοποίηση πτώχευσης. Η αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώριση της παρούσας αίτησης καταχωρήθηκε στις 12.6.2000. Η άδεια δόθηκε στις 13.6.2000.

Βασικό επιχείρημα του αιτητή τόσο στην αίτηση για χορήγηση άδειας όσο και στην παρούσα διαδικασία ήταν ότι “η απόφαση του διαιτητή και η εγγραφή της έγιναν κατά πρώτο γνωστά στον αιτητή μετά την καταχώριση της αίτησης πτωχεύσεως και ουδέποτε γνωστοποιήθηκαν προηγουμένως”. Αυτή η θέση του αιτητή δεν έγινε αποδεκτή από την καθ΄ ης η αίτηση Σ.Π.Ε. Δευτεράς. Η τελευταία ισχυρίστηκε ότι η διαιτητική απόφαση εξεδόθη στην παρουσία του αιτητή και “επομένως του απηγγέλθη και του γνωστοποιήθηκε και μάλιστα αφού αναγνώρισε το χρέος η εν λόγω απόφαση εξεδόθη εκ συμφώνου”.

Εν όψει της διάστασης σε σχέση με το κατά πόσο ο αιτητής είχε γνώση της διαιτητικής απόφασης τα μέρη έδωσαν μαρτυρία.

Ο αιτητής με τη μαρτυρία του πρόβαλε τη θέση ότι ειδοποιήθηκε μεν να παραστεί στη διαδικασία διαιτησίας για το δάνειο του πρωτοφειλέτη αλλά δεν του απαγγέλθηκε οποιαδήποτε απόφαση. Συνάντησε τον Γραμματέα της Σ.Π.Ε. Δευτεράς και μια κοπέλλα. Ο Γραμματέας τον ρώτησε αν ήταν εγγυητής του δανείου και απάντησε καταφατικά. Παρόλο ότι επέμενε ότι το πρόσωπο που συνάντησε ήταν ο γραμματέας της Σ.Π.Ε. στη συνέχεια ανέφερε ότι δεν γνώριζε αν ήταν ο Γραμματέας ή ο διαιτητής κ. Φυσεντζίδης.

Ο διαιτητής Κώστας Φυσεντζίδης με τη μαρτυρία του πρόβαλε τη θέση ότι απάγγειλε τη διαιτητική απόφαση στον αιτητή. Τον είχε ειδοποιήσει να παρουσιαστεί στη διαδικασία της διαιτησίας σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα. ΄Οταν παρουσιάστηκε αναγνώρισε την υπογραφή του επί του γραμματίου και στη συνέχεια του απάγγειλε τη διαιτητική απόφαση. Δέχθηκε - στην αντεξέταση - ότι δεν θυμόταν το όνομα του πρωτοφειλέτη ή του εγγυητή. Το ανέφερε αφού συμβουλεύθηκε τη διαιτητική απόφαση. ΄Ηταν όμως βέβαιος ότι απήγγειλε τη διαιτητική απόφαση στον αιτητή.

Η διαιτητική απόφαση στο βαθμό που είναι σχετική έχει ως εξής:

“Γραμμάτιο υπ΄ αρ. 932556 για £18.237,84- κεφάλαιο και τόκο προς 8,5% ετησίως από 1/1/98 μέχρις εξοφλήσεως.

Η ειδοποίηση επιδόθηκε στον πρωτοφειλέτη και τους εγγυητές. Παρουσιάζονται στη διαιτησία ο πρωτοφειλέτης Πάμπος Χριστάκη Χαραλάμπους και ο εγγυητής Σωτήρης Δημοσθένους, οι οποίοι αναγνωρίζουν το χρέος.

ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ ΤΑ ΕΞΗΣ:

(α) ΄Οπως το πιο πάνω Γραμμάτιο και οι τόκοι πληρωθούν αλληλεγγύως από τον πρωτοφειλέτη και τους εγγυητές του.

(β) Η Εταιρεία επιφυλάσσει τα δικαιώματα της εναντίον τ......................

(γ) ΄Εξοδα εκ £16- πληρωθούν αλληλεγγύως από τους ίδιους (ως η παράγραφος (α)).

Λευκωσία την 4/11/98

 

 

ΔΙΑΙΤΗΤΗΣ. ”

Με την ειδοποίηση στην οποία γίνεται αναφορά στη διαιτητική απόφαση ο αιτητής κλήθηκε να πάει στο Γραφείο της Σ.Π.Ε. Δευτεράς για να παραστεί στη διαδικασία για επίλυση της διαφοράς μεταξύ της Σ.Π.Ε. Δευτεράς και του ίδιου σχετικά με το επίδικο δάνειο το ποσό του οποίου αναφερόταν στην ειδοποίηση (Βλ. ειδοποίηση τεκ. Α).

΄Εχω εξετάσει την ενώπιον μου μαρτυρία με προσοχή. Ο αιτητής δέχθηκε ότι έλαβε την ειδοποίηση - τεκ. Α - για να παραστεί στη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς. Είπε ότι ρωτήθηκε μόνο αν ήταν ο εγγυητής του δανείου. Εφόσο ήταν ο εγγυητής του δανείου και εφόσο το ποσό του δανείου αναφερόταν στην ειδοποίηση και ήταν αρκετά σημαντικό και εφόσο κλήθηκε στη διαδικασία για επίλυση της διαφοράς θα ήταν εύλογο να διερωτηθεί και να θέσει το ερώτημα στα πρόσωπα που συνάντησε “ποιό ήταν το αποτέλεσμα της διαδικασίας στην οποία κλήθηκε να παραστεί”. Δεν διερωτήθηκε και δεν έθεσε τέτοιο ερώτημα. Μου είναι δύσκολο να δεχθώ ότι επέδειξε τέτοια αδιαφορία έναντι των συμφερόντων και των υποχρεώσεων του και δεν δέχομαι την εκδοχή του. Από την άλλη εφόσο ο διαιτητής κάλεσε τον αιτητή να παραστεί στη διαδικασία δεν βρίσκω λόγο γιατί να μη είχε ανακοινώσει το αποτέλεσμα της στον αιτητή. Θεωρώ υπό τις περιστάσεις πιο φυσική και πειστική την εκδοχή του διαιτητή και δέχομαι τη μαρτυρία του. Βρίσκω, επομένως, ότι η διαιτητική απόφαση έχει απαγγελθεί στον αιτητή.

Νομικό έρεισμα της αίτησης ήταν το άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 (Ν 22/85) το οποίο προβλέπει:

“Οιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτόν του ηδικημένον από την απόφασιν οιουδήποτε διαιτητού ή διαιτητών δύναται να υποβάλει έφεσιν εις το Δικαστήριον εντός είκοσι και μιάς ημερών από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της αποφάσεως”.

Η πιο πάνω διαπίστωση μου για την απαγγελία της διαιτητικής απόφασης στον αιτητή αφαιρεί το σχετικό νομικό βάθρο. Εφόσο ο Νόμος δεν προβλέπει για έγγραφη γνωστοποίηση η προφορική γνωστοποίηση της απόφασης ικανοποιεί πλήρως τη σχετική απαίτηση του Νόμου (Βλ. Husson v. Husson (1962) 3 All E.R. 1056 και Westminster City Council v. Chapman and Others (1975) 2 All E.R. 1103, 1105). Ακολουθεί πως η αίτηση πρέπει ν΄ απορριφθεί.

Η αίτηση τυγχάνει απορριπτέα και λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή της. Παραθέτω τα σχετικά με την καθυστέρηση γεγονότα:

΄Ηταν αδιαμφισβήτητο ότι μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης εκδόθηκε ένταλμα εκποίησης κινητών στις 22.1.99. Με ειδοποίηση του ημερ. 18.1.2000 ο δικαστικός επιδότης πληροφόρησε την Σ.Π.Ε. Δευτεράς ότι ο αιτητής “στερείται κινητής περιουσίας υποκείμενης σε κατάσχεση στη δοθείσα διεύθυνση στη Φαίδωνος 5, Λευκωσία”.

Ο αιτητής ισχυρίσθηκε, μέσω του δικηγόρου του, ότι δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι ο αιτητής έλαβε γνώση του πιο πάνω εντάλματος. “Μπορεί - όπως το έθεσε - να ήταν σπίτι η γυναίκα του και δεν του το είπε”.

Από την άλλη οι καθ΄ ων η αίτηση με την ένορκη δήλωση τους στην οποία επεσύναψαν και την πιο πάνω ειδοποίηση του επιδότη απέρριψαν τον ισχυρισμό του αιτητή ότι δεν του κοινοποιήθηκε το διάταγμα “αφού έλαβε γνώση τόσο του διατάγματος όσο και της διαιτητικής απόφασης εκ δευτέρου κατά την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου εκτέλεσης και εν τούτοις και για τόσο χρόνο αδράνησε να λάβει μέτρα (delay of proceedings)”.

Ο αιτητής δεν αντέκρουσε την πιο πάνω θέση των καθ΄ ων η αίτηση η οποία τον φέρει να είχε λάβει γνώση της διαιτητικής απόφασης μέσω της διαδικασίας εκτέλεσης. Καταλήγω, επομένως, στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής είχε την ευκαιρία να λάβει γνώση για την ύπαρξη της διαιτητικής απόφασης σε κάποια ημερομηνία πριν από τις 18.1.2000. Υπέβαλε την αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώριση της παρούσας αίτησης στις 12.6.2000, ήτοι σχεδόν 5 μήνες μετά που είχε λάβει γνώση της ύπαρξης της διαιτητικής απόφασης.

Δεν υπάρχουν κανονισμοί οι οποίοι προβλέπουν για την προθεσμία καταχώρισης αίτησης για χορήγηση προνομιακού εντάλματος. Στην απουσία κανονισμών η κάθε υπόθεση εξετάζεται μέσα στα πλαίσια των δικών της περιστατικών και το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια μπορεί να αρνηθεί την έκδοση προνομιακού εντάλματος αν διαπιστώσει την ύπαρξη μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης (Βλ. Beogradska Banka (1995) 1 A.Α.Δ. 737 - Βλ. και Supreme Court Practice 1988, σελ. 804: “Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται μόλις οι περιστάσεις της υπόθεσης το επιτρέπουν.”).

Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η παρέλευση σχεδόν πέντε μηνών συνιστά μακρά καθυστέρηση, η οποία δεν έχει δικαιολογηθεί με οποιοδήποτε τρόπο. Στην άσκηση λοιπόν της διακριτικής μου ευχέρειας απορρίπτω την αίτηση.

Για τον καθένα από τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο