Δημητρίου Πάμπος κ.α. ν. το πλοίο SS SAPPHIRE SEAS (2000) 1 ΑΑΔ 1680 Δημητρίου Πάμπος κ.α. ν. το πλοίο S.S. SAPPHIRE SEAS, Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 135/96, 20 Οκτωβρίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1680

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αίτηση για Αναθεώρηση στην

Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 135/96

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,

M. ΚΡΟΝΙΔΗ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Δ.

 

1. Δημητρίου Πάμπος και άλλων δύο

Ενάγοντες

- και -

το πλοίο S.S. SAPPHIRE SEAS, εκ Παναμά

υπό σημαία Παναμά, τώρα ευρισκόμενο στο

Λιμάνι Λεμεσού

Εναγομένου

___________

20 Οκτωβρίου, 2000

Για τους αιτητές Caspi Shipping Limited και : κ. Ε. Μοντάνιος.

Natour Travel Association for Organised

Tours Limited

Για την καθ΄ης η αίτηση The Governor : κ. Α. Χαβιαράς.

and the Company of the Bank of Scotland

η “Τράπεζα”

___________

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα αίτηση για αναθεώρηση της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ημερ. 25.1.1999, καταχωρήθηκε βάσει του Κανονισμού 165 των Κανονισμών Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου του 1893 (The Cyprus Admiralty Jurisdiction Order, 1893).

Εναντίον του πιο πάνω πλοίου εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση σε αγωγή ναυτοδικείου. Στη συνέχεια το πλοίο πωλήθηκε με δικαστικό διάταγμα και το εκπλειστηρίασμα κατατέθηκε στο Δικαστήριο. Η τράπεζα The Bank of Scotland που ήταν εξ αποφάσεως πιστωτής κατέθεσε ανακοπή και στις 20.6.1997 αίτηση για καθορισμό της προτεραιότητας πληρωμής από το εκπλειστηρίασμα. Δύο εταιρείες οι Caspi Shipping Limited και Natour Travel Association for Organised Tours Limited ήγειραν αγωγή εναντίον του εκπλειστηριάσματος του πλοίου και ταυτόχρονα καταχώρησαν ανακοπή εναντίον της πληρωμής από αυτό οποιουδήποτε ποσού. Την 1.8.1997 κατέθεσαν επίσης ένσταση στην αίτηση της τράπεζας. Η αίτηση εκδικάστηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε στις 25.1.1999 ότι η τράπεζα δικαιούται σε πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα κατά προτεραιότητα.

Είναι η θέση των αιτητών ότι η απόφαση που εξασφάλισε η τράπεζα, λόγω του ότι εκδόθηκε εκ συμφώνου, είναι προσωποπαγής (in personam) και όχι πραγματοπαγής (in rem). Αφού μόνο πραγματοπαγείς αποφάσεις εναντίον του πλοίου ή του προϊόντος πώλησής του δικαιούνται να πληρωθούν από το εκπλειστηρίασμα, μόνο τέτοιες αποφάσεις δικαιούνται να συμμετάσχουν στη διαδικασία καθορισμού προτεραιότητας και να καταταγούν σε οποιανδήποτε σειρά στη διαδικασία αυτή. Συνεπώς η απόφαση να δοθεί στην τράπεζα, ως εξ αποφάσεως πιστωτή, προτεραιότητα επί του εκπλειστηριάσματος, είναι λανθασμένη.

Αντίθετα η τράπεζα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η απαίτησή της στηρίζεται σε ναυτική υποθήκη και η αγωγή της είναι πραγματοπαγής. Το ύψος της απαίτησής της κατά του πλοίου δεν αμφισβητήθηκε ούτε και έγινε εισήγηση για συνωμοσία μεταξύ της τράπεζας και των πλοιοκτητών του πλοίου για έκδοση της απόφασης. Σημειώνεται η ανάγκη διάκρισης μεταξύ του δικονομικού μέτρου της αγωγής in rem και της απόφασης in rem ή της απόφασης in personam που μπορεί να προκύψει από αυτήν. Σε αγωγή in rem εναντίον πλοίου, η απόφαση που εκδίδεται, είτε μετά από ακρόαση είτε εκ συμφώνου, θα είναι in rem μόνο αν αποφασίζει την τύχη του πλοίου, ενώ αντίθετα αν αποφασίζει τη διαφορά των μερών σε σχέση με το πλοίο, η απόφαση είναι in personam υπό την έννοια ότι λειτουργεί μόνο μεταξύ των μερών (inter partes). Αν έτσι είναι τα πράγματα, συνεχίζει το επιχείρημα της τράπεζας, τότε το μέρος της απόφασης προς όφελος ενός ενυπόθηκου δανειστή, όσον αφορά τη διαφορά του με τον πλοιοκτήτη επί της υποθήκης, είναι απόφαση in personam, είτε εξασφαλίστηκε μετά από ακρόαση είτε μετά από συμφωνία, ενώ το μέρος της απόφασης που αφορά την πώληση του πλοίου, απόφαση που ρυθμίζει την τύχη του, είναι απόφαση in rem.

Κάθε αγωγή ναυτοδικείου είναι είτε πραγματοπαγής (in rem) είτε προσωποπαγής (in personam) (βλέπε Κανόνα 7 των Κανονισμών Ναυτοδικείου). Η πραγματοπαγής αγωγή μπορεί να στραφεί εναντίον του πλοίου ή του φορτίου και του ναύλου. Τα αντικείμενα αυτά μπορούν να συλληφθούν και πωληθούν από το Δικαστήριο προς ικανοποίηση της αξίωσης του ενάγοντα ή των αξιώσεων πλειόνων εναγόντων, νοουμένου ότι η αξίωση ή αξιώσεις αποδεικνύονται τη ικανοποιήσει του δικαστηρίου (βλέπε The St. Merriel (1963) 1 Lloyd’s Rep. 63. Βλέπε επίσης McGuffie, Fugeman και Gray, British Shipping Laws, Admiralty Practice, Volume 1, σελ.7). Aυτή είναι και η ουσία της διαδικασίας in rem.

Η πλέον σημαντική διάκριση μεταξύ της απόφασης in rem και της απόφασης in personam είναι ότι η μεν πρώτη δηλώνει, καθορίζει ή άλλως αποφασίζει το νομικό καθεστώς ενός προσώπου ή ενός αντικειμένου, δηλαδή τη νομική σχέση του προσώπου ή αντικειμένου με τον κόσμο γενικά και γι΄αυτό είναι δεσμευτική εναντίον οιουδήποτε, μη δυνάμενη να αμφισβητηθεί, ενώ η δεύτερη είναι απόφαση inter partes και σκοπό έχει τον καθορισμό της νομικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων και των μεταξύ τους δικαιωμάτων (inter se) (Αναφορικά με τη Syn-Hi-Tek Electronics Ltd, Αίτηση 11/97, ημερ. 29.1.1997, Minna Craig Steamship Co ν. Chartered Merchantile Bank of India, London and China (1897) 1 Q.B. 460, C.A., Lazarus-Barlow v. Regent Estates Co Ltd [1949] 2 All E.R. 118, 122, C.A., Τhe Cella (1888) 13 PD 82 C.A. Bλέπε επίσης Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 16, σελ. 854, παραγρ. 969).

΄Οταν εγερθεί αγωγή in rem, έστω κι΄ αν επακολουθήσει αλλαγή της ιδιοκτησίας του πράγματος, ο ενάγων μπορεί να συνεχίσει την αξίωσή του σε όλα τα στάδια περιλαμβανομένης της έκδοσης απόφασης εναντίον του πράγματος και της πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους από το προϊόν πώλησής του (Κατά το Δικαστή Brandon J. στην υπόθεση The Monica S (1967) 3 All E.R. 740, 761).

Είναι κοινά παραδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι οι δικαιούμενοι να απαιτήσουν πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα είναι διάδικοι που εξασφάλισαν δικαστική απόφαση σε αξίωση in rem. Αντίθετα πρόσωπο που έχει εξασφαλίσει απόφαση σε αγωγή in personam δεν δικαιούται σε καταβολή από το εκπλειστηρίασμα. Στη συνέχεια όμως, η μεν τράπεζα ισχυρίζεται ότι η αξίωσή της μπορεί να ικανοποιηθεί από το εκπλειστηρίασμα γιατί είναι αρκετό το ότι η αγωγή της ήταν πραγματοπαγής, ενώ η άλλη πλευρά ισχυρίζεται ότι η απόφαση που εξασφαλίστηκε δεν ήταν in rem γιατί εξασφαλίστηκε εκ συμφώνου.

Καθοδήγηση επί του σημείου μπορούμε να αντλήσουμε και από την πρακτική στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στο The Supreme Court Practice του 1999, σελ. 1458, γίνεται αναφορά στο αγγλικό Οrder 75 rule 22, σύμφωνα με το οποίο όπου σε αγωγή in rem εναντίον πλοίου το δικαστήριο έχει διατάξει την πώληση του πλοίου, οιοσδήποτε διάδικος που έχει εξασφαλίσει απόφαση εναντίον του πλοίου ή εναντίον του εκπλειστηριάσματός του, δηλαδή ο εξ αποφάσεως in rem πιστωτής, μπορεί να καταχωρήσει αίτηση στο δικαστήριο για διάταγμα που να αποφασίζει τη σειρά προτεραιότητας των αξιώσεων (σχετικά βλέπε επίσης Nigel Meeson, Admiralty Jurisdiction and Practice, 2η έκδοση, παραγρ. 4-123).

Το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί σε αίτηση για καθορισμό προτεραιότητας πληρωμής είναι κατά πόσο οι αποφάσεις που ζητούν να καταταγούν σε σειρά προτεραιότητας πληρωμής δικαιούνται πράγματι πληρωμής από το προϊόν της πώλησης. Το Δικαστήριο προχωρεί στην εξέταση της σειράς κατάταξης μόνο βεβαίως των αξιώσεων που δικαιούνται να εγγραφούν. Είδαμε πιο πάνω ότι στην κατάταξη προτεραιότητας πληρωμής μπορούν να εγγραφούν μόνο οι κάτοχοι απόφασης in rem. Αν μετά την κατάταξη και την ικανοποίηση όλων των in rem πιστωτών παραμείνει περίσσευμα, αυτό αποδίδεται στον πρώην ιδιοκτήτη του πλοίου. Κάθε εξ αποφάσεως in personam πιστωτής θα πρέπει να επιδιώξει να εισπράξει από αυτόν το ποσό της απόφασης που κατέχει.

Το επόμενο ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι κατά πόσο απόφαση εκ συμφώνου μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση in rem. Στο σύγγραμμα των Spencer Bower, Turner and Handley, The Doctrine of Res Judicata, τρίτη έκδοση, παραγρ. 41, αναφέρεται ότι εκ συμφώνου απόφαση ή διάταγμα δεν έχει οποιανδήποτε ισχύ εναντίον οιουδήποτε τρίτου προσώπου ή εναντίον οιουδήποτε διαδίκου που δεν φαίνεται να έχει συγκατατεθεί (Goucher v. Clayton (1865) 13 WR 336, Wytcherley v. Andrews (1871) LR 2 P & D 327, 329, Munster v. Cox (1885) 10 App Cas 680).

Δεν μπορεί να υπάρξει, συνεχίζουν οι πιο πάνω συγγραφείς, απόφαση in rem εκ συμφώνου και εν πάση περιπτώσει όπου το δικαστήριο προτίθεται να εκδώσει τέτοια απόφαση, αυτή δεν δεσμεύει τους πάντες, άνκαι οι διάδικοι στη συγκεκριμένη απόφαση μπορεί να δεσμεύονται μεταξύ τους (Jenkins v. Robertson (1867) LR 1 Sc & Div 117).

Την αρχή ότι για να τεθεί θέμα προτεραιότητας στην είσπραξη μιας αξίωσης είναι απαραίτητο όπως αποδειχθεί η απαίτηση και η φύση της, υιοθέτησε και το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Αραβοελληνική Τράπεζα Α.Ε. ν. του πλοίου Wilhelmina (1982) 1 C.L.R. 256. Στην ίδια απόφαση αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο όμως θεώρησε ότι εκεί ήταν καθαρά διαδικασία πρακτικής ωφελιμότητας η οποία δεν έθετε κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Με όλο το σεβασμό δεν υιοθετούμε την αντιμετώπιση αυτή. Σαφώς το Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι για σκοπούς καθορισμού της προτεραιότητας στην είσπραξη των διάφορων απαιτήσεων είναι απαραίτητο όπως η απαίτηση και η φύση της αποδεικνύονται. Είναι φανερό ότι η πιο πάνω αντιμετώπιση καταλήγει στο ότι σε αποφάσεις εκ συμφώνου δεν ικανοποιείται η πιο πάνω προϋπόθεση, μια και ούτε η απαίτηση ούτε και η φύση της αποδεικνύονται χωρίς την προσαγωγή μαρτυρίας.

Απόφαση in rem εκ συμφώνου δεν μπορεί να εξασφαλιστεί (Spencer Bower, Turner and Handley, The Doctrine of Res Judicata, ανωτέρω, παραγρ. 235). Απόφαση επί σημείου το οποίο σε περίπτωση ακρόασης θα ενεργούσε in rem, έχει την ισχύ μόνο απόφασης in personam, αν η απόφαση εκδοθεί εκ συμφώνου (Ritchie v. Malcolm (1902) 2 IR 403). Αμφιβολίες για τη δεσμευτικότητα έναντι μη διαδίκων αποφάσεων in rem που εξασφαλίστηκαν εκ συμφώνου, επαναλαμβάνονται και στο Halsbury’s Laws of England, τέταρτη έκδοση, τόμος 16, σελ. 73, παραγρ. 988. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι απόφαση in rem εκ συμφώνου, δημιουργεί σε κάποιο βαθμό αντίφαση, αφού η συμφωνία των διαδίκων μετατρέπει την απόφαση in rem σε απλή συμφωνία μεταξύ διαδίκων (inter partes). Εκ συμφώνου απόφαση δεν δημιουργεί δεδικασμένο, ούτως ώστε να δεσμεύει το κοινό ή απόντες διάδικους (Jenkins v. Robertson (1867) L R 1 Sc & Div 117, H.L.).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε ότι για να εκδοθεί απόφαση in rem, η αξίωση θα πρέπει να αποδεικνύεται προς πλήρη ικανοποίηση του δικαστηρίου. Στη συνέχεια δέκτηκε μαρτυρία για απόδειξη του γεγονότος ότι η αξίωση της τράπεζας εναντίον του πλοίου βασιζόταν σε ναυτική υποθήκη, γιατί θεώρησε ότι η αίτηση καθορισμού προτεραιότητας πληρωμής από το εκπλειστηρίασμα αποτελεί αυτοτελές εναρκτήριο δικαστικό διάβημα στο οποίο αποδεικνύεται η κατ΄ ισχυρισμόν προτεραιότητα πληρωμής. ΄Ετσι με βάση τις αρχές της επιείκειας (equity) άσκησε διακριτική ευχέρεια και επέτρεψε μαρτυρία γιατί η τράπεζα όφειλε να αποδείξει πως η υπέρ της απόφαση δόθηκε σε αγωγή με αιτία χρέος ασφαλισμένο με ναυτική υποθήκη.

Θα έπρεπε όμως πρώτα να αποδειχθεί ότι οι εξ αποφάσεως πιστωτές μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να ζητήσουν καθορισμό της προτεραιότητας. Μια και η αξίωση της τράπεζας δεν έχει αποδειχθεί με την προσαγωγή μαρτυρίας, αλλά εξασφαλίστηκε εκ συμφώνου, δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για αίτηση καθορισμού προτεραιότητας πληρωμής των διαφόρων αξιώσεων. Η τράπεζα δεν δικαιούται να ικανοποιηθεί από το εκπλειστηρίασμα και επομένως ούτε να καταταγεί σε οποιανδήποτε θέση στη σειρά προτεραιότητας.

Η αίτηση για αναθεώρηση γίνεται δεκτή. Αποφασίζεται ότι η εξ αποφάσεως οφειλή προς την τράπεζα δεν δικαιούται να ικανοποιηθεί από

 

 

το εκπλειστηρίασμα του πλοίου Sapphire Seas. Η αίτηση καθορισμού προτεραιότητας απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των αιτητών στην αίτηση για αναθεώρηση.

 

 

Σ. Νικήτας, Δ.

 

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο