Μιχαλάκης Κιταλίδης ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 1759 Μιχαλάκης Κιταλίδης ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10179, 2.11.2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1759

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10179

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

Μιχαλάκης Κιταλίδης, εκ Λεμεσού

Αιτητής/Εφ εσείων

- και -

    1. Τράπεζα Κύπρου Λτδ, εκ Λεμεσού
    2. Νέστορας Κιταλίδης, εκ Λεμεσού
    3. ABP HOLDINGS LIMITED, από τη Βόρειο Ιρλανδία,

Ηνωμένου Βασιλείου και GEMON LIMITED, από την

Ιρλανδία προσωπικά και ως πληρεξούσια αντιπρόσωπος

του JOSEPH KENN, από την Ιρλανδία

Καθ΄ων η αίτηση/Εφεσίβλητοι

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 2.11.2000

Για τον αιτητή/εφεσείοντα: κ. Κ. Μελάς.

Για την καθ΄ης η αίτηση/εφεσίβλητη 1: κ. Π. Πολυβίου.

Για τον καθ΄ου η αίτηση/εφεσίβλητο 2: Καμιά εμφάνιση.

Για τους καθ΄ων η αίτηση/εφεσίβλητους 3: κ. Γ. Τριανταφυλλίδης.

- - - - - -

Αρτέμης, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

- - - - - -

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 2.7.1993 ο εφεσείων έλαβε δικαστική απόφαση στην αγωγή 3493/93 Ε.Δ. Λεμεσού εναντίον του εφεσίβλητου 2, Νέστορα Κιταλίδη, για το ποσό των £100.000, πλέον τόκο προς 9%, από 30.11.1992, και, επιπλέον, για το ποσό των £409,25, πλέον τόκο προς 6%, από 2.7.1993, μέχρις εξοφλήσεως. Αντίγραφο της απόφασης επιδόθηκε στον εφεσίβλητο 2, στις 7.7.1993, όμως αυτός παρέλειψε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στον εφεσείοντα. Την επομένη, 8.7.1993, ύστερα από μονομερή αίτηση του εφεσείοντα, η Επαρχιακή Δικαστής εξέδωσε προσωρινό διάταγμα κατασχέσεως εις χείρας της εφεσίβλητης 1, Τράπεζας Κύπρου Λτδ, για το ποσό που του επιδικάστηκε με την απόφαση. Το διάταγμα επιδόθηκε στους εφεσίβλητους 1 και 2 στις 14.7.1993 με την ειδοποίηση ότι ορίστηκε για επικύρωση στις 20.7.1993. Στις 20.7.1993 ο εφεσίβλητος 2 δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Για την εφεσίβλητη 1 εμφανίστηκε υπάλληλός της ο οποίος, εξεταζόμενος, ανέφερε ότι ο λογαριασμός που διατηρούσε ο εφεσίβλητος 2 με την εφεσίβλητη 1 ήταν ήδη δεσμευμένος με διάταγμα άλλου δικαστηρίου σε άλλη υπόθεση, συγκεκριμένα με προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα του Ε.Δ. Πάφου στην αγωγή 1188/90.

Μετά την πιο πάνω εξέλιξη, στις 22.7.1993, ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση με κλήση με την οποία ζητούσε την έκδοση διατάγματος κατασχέσεως εις χείρας της εφεσίβλητης 1 για το ποσό που του επιδικάστηκε με την απόφαση. Η αίτηση βασιζόταν στα άρθρα 73-81 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, και στις Δ.48 θ.θ.1-3, Δ.42, Δ.42(Α), Δ.43 και Δ.43(Β) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.

Στις 10.8.1993 η εφεσίβλητη 1 καταχώρησε ένσταση στην αίτηση. Η ένσταση βασιζόταν στα άρθρα 73-81 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στη Δ.42(Α), Δ.43, Δ.48 θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

Ένσταση στην αίτηση καταχώρησαν, στις 20.10.1993, ύστερα από άδεια του δικαστηρίου, και οι εφεσίβλητοι 3, ενάγοντες στην αγωγή 1188/90 Ε.Δ. Πάφου.

Η Επαρχιακός Δικαστής, αφού θεώρησε την αίτηση ως ενδιάμεση, της επιλήφθηκε και, για τους λόγους που εξήγησε, την απέρριψε και διέταξε την άρση του προσωρινού διατάγματος κατασχέσεως της 8.7.1993.

Αγορεύοντας προς υποστήριξη της έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι εσφαλμένα η Επαρχιακή Δικαστής θεώρησε την ενώπιόν της αίτηση ως ενδιάμεση και, ως εκ τούτου, εσφαλμένα εφάρμοσε τις αρχές περί αποδοχής μαρτυρίας σε ενδιάμεσες αιτήσεις. Στο σημείο αυτό του υποδείξαμε ότι αν έτσι είχαν τα πράγματα, η αίτηση ήταν δηλαδή αυτοτελής και όχι ενδιάμεση, τότε εγειρόταν προκαταρκτικό ζήτημα δικαιοδοσίας της Επαρχιακού Δικαστού πάνω στο οποίο θα θέλαμε να είχαμε τις απόψεις του. Όπως, βέβαια, και της άλλης πλευράς. Παρά την υπόδειξή μας ο δικηγόρος του εφεσείοντα συμπλήρωσε την αγόρευσή του χωρίς να θίξει το ζήτημα. Το ίδιο έπραξαν και οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, υποστήριξαν ότι ορθά η Επαρχιακός Δικαστής θεώρησε την ενώπιόν της αίτηση ως ενδιάμεση και όχι αυτοτελή.

Δεδομένου ότι το ζήτημα κατά πόσο η αίτηση της 22.7.1993 συνιστούσε ή όχι ενδιάμεση αίτηση άπτεται της δικαιοδοσίας της Επαρχιακού Δικαστού, αποφασίσαμε, όπως έχουμε καθήκον, να το εξετάσουμε αυτεπάγγελτα.

Το άρθρο 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου, στο βαθμό που αφορά το υπό εξέταση ζήτημα, έχει ως εξής:

«22-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 19, των διατάξεων των επόμενων εδαφίων του παρόντος άρθρου και των διατάξεων του άρθρου 22 Β και τηρουμένων των γενικών ή ειδικών οδηγιών που εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο, Επαρχιακό Δικαστήριο συνιστάμενο από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου έχει δικαιοδοσία να ακούει και να αποφασίζει πρωτόδικα για κάθε αγωγή.

………………………………………………………………….

(3) Έκαστος Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής έχει αρμοδιότητα να ακούει και αποφασίζει για –

(α) οποιαδήποτε αγωγή στην οποία το αμφισβητούμενο ποσό ή η αξία της επίδικης διαφοράς δεν υπερβαίνει προκειμένου περί Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή τις πενήντα χιλιάδες λίρες και προκειμένου περί Επαρχιακού Δικαστή τις είκοσι πέντε χιλιάδες λίρες&

…………………………………………………………………

(4) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου και παρά το ότι το ποσό που αμφισβητείται ή η αξία της επίδικης διαφοράς υπερβαίνει τη δικαιοδοσία που ανατίθεται σε αυτόν, Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής θα έχει εξουσία –

………………………………………………………………….

(β) να εκδίδει οποιοδήποτε διάταγμα σε οποιαδήποτε αγωγή που δεν διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής.»

 

Υπό το φως των πιο πάνω διατάξεων είναι, κατά την άποψή μας, πρόδηλο, ότι το κατά πόσο η επίδικη αίτηση είναι ενδιάμεση ή αυτοτελής, εξαρτάται από το κατά πόσο το συνεπακόλουθο διάταγμα μπορεί να θεωρηθεί διάταγμα «που δεν διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής» ή όχι. Με ευρεία και κατ΄ αναλογία έννοια βέβαια. Στην πρώτη περίπτωση η σχετική αίτηση είναι ενδιάμεση, με αποτέλεσμα ο Επαρχιακός Δικαστής να έχει, βάσει του άρθρου 22(4)(β), δικαιοδοσία «παρά το ότι το ποσό που αμφισβητείται ή η αξία της επίδικης διαφοράς υπερβαίνει τη δικαιοδοσία που ανατίθεται σε αυτόν». Στη δεύτερη περίπτωση η σχετική αίτηση είναι αυτοτελής, με αποτέλεσμα ο Επαρχιακός Δικαστής να μη έχει δικαιοδοσία, εφόσον το ποσό που αμφισβητείται ή η αξία της επίδικης διαφοράς υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του βάσει του άρθρου 22(3)(α).

Η απάντηση, ότι η επίδικη αίτηση, όπως και κάθε αίτηση για εκτέλεση αποφάσεως Επαρχιακού Δικαστηρίου στα πλαίσια του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, είναι αυτοτελής και όχι ενδιάμεση, με αποτέλεσμα η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να μην διέπεται από το άρθρο 22(4)(β), αλλά από το άρθρο 22(3)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου, έχει ήδη δοθεί από τη νομολογία του Εφετείου στις υποθέσεις Pilavachi & Co. Ltd. v. International Chemical Co. Ltd. (1965) 1 C.L.R. 97 και Central Co-Operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435.

Από την πρώτη απόφαση σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, στη σελίδα 115:

«The proceedings for the setting aside of the registration of the foreign judgment are closely connected with the questions which arise in the course of execution of a District Court judgment, e.g. applications for writs of attachment, interpleader applications, etc. In those cases, if the property attached under the execution of the District Court judgment, or seized in execution of the judgment and claimed by a third party, exceeds in value the sum of £500, (the then jurisdiction of a District Judge), then the Full Court – and not a Judge sitting alone – has jurisdiction to hear and determine the matter”.

Από τη δεύτερη απόφαση σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελίδα 443:

«Questions arising in the course of execution of a District Court judgment, as the point raised in the sub judice decision, are not orders “not disposing of the action on its merits” and, therefore, if the amount in dispute or the value of the property exceeds the limits of the jurisdiction of a judicial officer, he lacks jurisdiction and the trial is a nullity.»

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Επαρχιακός Δικαστής επιλήφθηκε της επίδικης αίτησης χωρίς δικαιοδοσία αφού, μ΄ αυτή, επιδιωκόταν, όπως προαναφέραμε, η εξασφάλιση διατάγματος για κατάσχεση εις χείρας της εφεσίβλητης 1 ποσού πέραν των είκοσι πέντε χιλιάδων λιρών, που είναι το ανώτατο όριο της δικαιοδοσίας της βάσει του άρθρου 22(3)(α).

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της αίτησης από αρμόδιο δικαστήριο, ήτοι από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Υπό τις περιστάσεις θεωρούμε δίκαιο να μην εκδώσουμε διαταγή για τα έξοδα.

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο