Μαίρης Οράτη ν. Ανδρέα Παστού (2000) 1 ΑΑΔ 1787 Μαίρης Οράτη ν. Ανδρέα Παστού, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ 10368., 3 Νοεμβρίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1787

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ 10368.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Μαίρης Οράτη,

Εφεσείουσας-Ενάγουσας< /P>

και

Ανδρέα Παστού,

Εφεσίβλητου-Εναγομένου .

_________________

3 Νοεμβρίου, 2000.

Για την εφεσείουσα: Α. Παπαλλής.

Για τον εφεσίβλητο: Δ. Κούτρας.

__________________

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα διαδικασία έχει προκύψει από τροχαίο ατύχημα το οποίο έλαβε χώραν στο δρόμο Λάρνακας-Λευκωσίας στις 17.2.1996. Τα ενεχόμενα στο ατύχημα οχήματα ήταν το αυτοκίνητο της εφεσείουσας-ενάγουσας (η εφεσείουσα) και το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγόμενου (ο εφεσίβλητος) το οποίο οδηγείτο από τον ίδιο. Το αυτοκίνητο της εφεσείουσας οδηγείτο από τη θυγατέρα της, Γεωργία Οράτη, η οποία είχε καταστεί τριτοδιάδικος στην αγωγή. Η εφεσείουσα θεώρησε τον εφεσίβλητο υπεύθυνο για τη ζημιά που είχε προκληθεί στο αυτοκίνητο της και με αγωγή που ήγειρε εναντίον του εφεσίβλητου αξίωσε ποσό της τάξεως των £2.959. Στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας οι ζημιές του οχήματος της εφεσείουσας συμφωνήθηκαν στο ποσό των £2.600 επί πλήρους ευθύνης.

Ο εφεσίβλητος με την υπεράσπιση του ισχυρίσθηκε ότι το ατύχημα “οφείλεται εις την αμέλεια της Γεωργίας Οράτη (τριτοδιαδίκου) οδηγού του οχήματος” της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας και αφού απέρριψε την εκδοχή της τριτοδιαδίκου και δέχθηκε εκείνη του εφεσίβλητου έκαμε τα πιο κάτω ευρήματα:

“Βρίσκω κατά συνέπεια ότι τα γεγονότα διαδραματίστηκαν με τον τρόπο που τα περιέγραψε ο Εναγόμενος. ΄Οτι δηλαδή, εκινείτο στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου με ταχύτητα 50-60 χ.α.ω.. Η Τριτοδιάδικος που οδηγούσε το όχημα της Ενάγουσας προσπέρασε το όχημα του. Αμέσως μετά οι δύο οδηγοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με χαλαζοθύελλα. Η Τριτοδιάδικος απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου το οποίο χτύπησε στο διαχωριστικό στηθαίο (Χ1 επί του Τεκμηρίου 1). Στη συνέχεια ολίσθησε και αφού διέγραψε κύκλο, κινήθηκε προς την αριστερή λωρίδα. Με τον τρόπο αυτό απέκοψε την πορεία του οχήματος του Εναγομένου που ακολουθούσε σε μικρή απόσταση, γύρω στα 20 - 30 μέτρα, με αποτέλεσμα να συγκρουστούν ως το σημείο Χ2 επί του Τεκμηρίου 1.”

Παρεμβάλουμε ότι το σημείο Χ2 βρίσκεται μέσα στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας σύμφωνα με την πορεία των δύο οχημάτων, πλησίον της μέσης του δρόμου.

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο χειρίσθηκε την περίπτωση του εφεσίβλητου ως περίπτωση απρόβλεπτου κινδύνου. Διαπίστωσε ότι ο εφεσίβλητος βρέθηκε μπροστά σε ένα απρόβλεπτο κίνδυνο. ΄Εκαμε αναφορά στις υποθέσεις Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642, Κασιέρη κ.α. ν. Κυριάκου, Πολιτική ΄Εφεση 9049/29.9.97 και Ξυπτερά ν. Κυπριανού, Πολιτική ΄Εφεση 9250/16.12.97. ΄Εκρινε ότι η μικρή απόσταση που χώριζε το όχημα του εφεσίβλητου από το όχημα που οδηγούσε η τριτοδιάδικος, όταν η τελευταία απώλεσε τον έλεγχο του και χτύπησε στο διαχωριστικό στηθαίο, δεν άφησε περιθώρια αντίδρασης στον εφεσίβλητο για να αποφύγει τη σύγκρουση. Δεν δέχθηκε τη θέση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος δεν τηρούσε απόσταση ασφάλειας από το προπορευόμενο όχημα που οδηγούσε η τριτοδιάδικος, γιατί προηγήθηκε προσπέρασμα του οχήματος του από την τριτοδιάδικο. Ούτε την εισήγηση του ότι ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να κινηθεί αριστερότερα, γιατί αφενός μεν, το όχημα της τριτοδιαδίκου εκινείτο ολισθαίνοντας προς την αριστερή λωρίδα και αφετέρου, ο εφεσίβλητος βρέθηκε αντιμέτωπος με επικείμενη σύγκρουση.

Αναφορικά με την ταχύτητα του εφεσίβλητου και την εισήγηση της άλλης πλευράς ότι ο εφεσίβλητος όφειλε να ελαττώσει ακόμη περισσότερο την ταχύτητα του όταν αντιλήφθηκε το χαλάζι το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ταχύτητα με την οποία εκινείτο ο εφεσίβλητος, που εν πάση περιπτώσει ήταν μικρή (50 - 60 χ.α.ω.), συνέτεινε με οποιοδήποτε τρόπο στην πρόκληση του δυστυχήματος. Κατέληξε με την απόρριψη της αγωγής εναντίον του εφεσίβλητου.

Η έφεση.

Η πιο πάνω θεώρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος βρέθηκε μπροστά σε απρόβλεπτο κίνδυνο έχει αμφισβητηθεί με τον πρώτο από τους λόγους της έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος βρέθηκε “μπροστά σε ένα απρόβλεπτο κίνδυνο και λανθασμένα επομένως στήριξε την απόφαση του στις αρχές που διέπουν το θέμα της αμέλειας σε τέτοιες περιπτώσεις”. Το σχετικό εύρημα του δικαστηρίου - συνεχίζει η εισήγηση - δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Ο εφεσίβλητος σαν συνετός οδηγός θα έπρεπε να αναμένει ή να θεωρήσει πιθανό το γεγονός της ολίσθησης του προπορευόμενου οχήματος και να κρατήσει απόσταση ασφαλείας από αυτό.

Με τους άλλους λόγους της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα των πιο πάνω συμπερασμάτων και ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου για το λόγο ότι δεν στηρίζονται στην προσαχθείσα μαρτυρία.

Ο εφεσείων έχει προβάλει και λόγο έφεσης ο οποίος σχετίζεται με την αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και “όχι εκείνη της τριτοδιαδίκου”. Υποστήριξε ότι ο εφεσίβλητος “περιέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις αναφορικά με την θέση του οχήματος του αμέσως πριν το δυστύχημα τον χρόνο που μεσολάβησε από το προσπέρασμα της τριτοδιαδίκου μέχρι την σύγκρουση, την απόσταση που διένυσε μέσα στο χαλάζι το όχημα του, και εν γένει αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος”.

Θα πραγματευθούμε πρώτα τον τελευταίο λόγο της έφεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόμενο στη μαρτυρία της τριτοδιαδίκου παρατήρησε ότι η εκδοχή της για τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα γεγονότα δεν ήταν ικανοποιητική. ΄Ηταν φανερή η προσπάθεια της - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - για να βοηθήσει με τη μαρτυρία της τη μητέρα της. Ανέφερε κατ΄ αρχάς πως εκινείτο στην αριστερή λωρίδα χωρίς να προσπεράσει οποιοδήποτε όχημα. Δέχθηκε στη συνέχεια, πως είχε προσπεράσει το όχημα του εφεσίβλητου προηγουμένως, αλλά πήρε ξανά την αριστερή λωρίδα. Παρατήρησε, επίσης, ότι τα ίχνη από τη σύγκρουση του αυτοκινήτου που οδηγούσε δεν υποστηρίζουν την εκδοχή της.

Αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι ο εφεσίβλητος έδωσε μια θετική εικόνα στο Δικαστήριο καταθέτοντας από το εδώλιο του μάρτυρα. ΄Εδωσε σαφείς και λογικές εξηγήσεις για τον τρόπο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η σύγκρουση. “Η εκδοχή του αντέχει τον έλεγχο της λογικής καθώς και της πραγματικής μαρτυρίας, που σύμφωνα με τη Νομολογία, αποτελεί σταθερό οδηγό για την ιχνηλάτηση των συνθηκών ενός δυστυχήματος”. Είναι γεγονός - κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο - πως δεν ήταν αρκετά σαφής στον προσδιορισμό διαφόρων αποστάσεων τις οποίες του ζητήθηκε να υπολογίσει. Το γεγονός όμως αυτό δεν έχει επηρεάσει την αξιοπιστία του αφού η γενική εικόνα που έδωσε με τη μαρτυρία του ήταν πολύ καλή.

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, Πολιτική ΄Εφεση 9041/29.5.97 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Πολιτική ΄Εφεση 9117/18.4.97).

Αναφορικά με τις αντιφάσεις παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το δικαστήριο (Βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6483/6.5.98, Ανθία ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση 6715/29.10.99, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6541/21.12.98 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση 6681/14.7.2000, Στρατής ν. Πεντέλη - Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ., Πολιτική ΄Εφεση 10230/8.10.99 και Ηλία κ.α. ν. Σταυρινίδη, Πολιτική ΄Εφεση 10240/9.6.2000).

΄Εχουμε εξετάσει τη σχετική μαρτυρία σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές. ΄Εχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα επίδικα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Οι αντιφάσεις στις οποίες έκαμε αναφορά ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας δεν είναι ουσιαστικής σημασίας. Πρόκειται για μικροαντιφάσεις που σχετίζονται με τις διάφορες αποστάσεις οι οποίες είναι εγγενείς και φυσικές σε υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης.

Η ουσία της υπόθεσης της εφεσείουσας, όπως έχει τεθεί ενώπιον μας με την γραπτή και προφορική αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου της, ήταν η εξής:

Ενόψει της εξαιρετικής κατάστασης στην οποία βρέθηκαν τα δύο οχήματα λόγω της πρωτοφανούς χαλαζοθύελλας ο εφεσίβλητος όφειλε να ελαττώσει ταχύτητα και να οδηγεί σε ασφαλή απόσταση γιατί ο κίνδυνος σύγκρουσης, λόγω της χαλαζοθύελλας, ήταν προβλεπτός.

΄Εχουμε εξετάσει προσεκτικά τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε συνάρτηση με την προσαχθείσα μαρτυρία. Θεωρούμε ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο οι δύο οδηγοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με χαλαζοθύελλα αμέσως μετά το προσπέρασμα του εφεσίβλητου από την τριτοδιάδικο βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Από την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αξιόπιστη μαρτυρία προκύπτει ότι τα δύο οχήματα διάνυσαν πολύ μικρή απόσταση κάτω από συνθήκες σφοδρής χαλαζοθύελλας. ΄Ηταν σε εκείνο το ελάχιστο χρονικό διάστημα και αφού διάνυσαν πολύ μικρή απόσταση που η τριτοδιάδικος απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της, κτύπησε επί του διαχωριστικού στηθαίου και ολίσθησε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του εφεσίβλητου και του απέκοψε την ελεύθερη πορεία του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η απόσταση από την οποία ο εφεσίβλητος ακολουθούσε την τριτοδιάδικο (20-30 μ) και η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε (50-60 χ.α.ω.) δεν μπορούν να θεμελιώσουν εύρημα αμέλειας εναντίον του. ΄Επεται πως τα σχετικά συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθά. Τα πράγματα θα ήταν ίσως διαφορετικά αν η οδήγηση των δύο οχημάτων κάτω από συνθήκες χαλαζοθύελλας ήταν μεγαλύτερης διάρκειας.

Κατά τα άλλα και σε σχέση με το τί ακολούθησε μετά την απώλεια του ελέγχου του αυτοκινήτου της τριτοδιαδίκου οι πράξεις του εφεσίβλητου ορθά εξετάστηκαν κάτω από το πρίσμα της διλημματικής κατάστασης που του προκάλεσε η τριτοδιάδικος. Στην Παύλου ν. Παπακυπριανού, Πολιτική ΄Εφεση 10527/26.6.2000 έγινε επισκόπηση της επί του προκειμένου νομολογίας και παράθεση των σχετικών αρχών. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Καθώς έχει νομολογηθεί οι πράξεις του οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα το οποίο παρουσιάζεται στο δρόμο δεν κρίνονται μικροσκοπικά. Κρίνονται υπό το πρίσμα της διλημματικής κατάστασης που προκάλεσε ο άλλος οδηγός. ΄Ενα εσφαλμένο μέτρο που λαμβάνεται από ένα οδηγό κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης δεν συνιστά κατ΄ ανάγκη αμέλεια (Βλ. Ioannou and Another v. Michaelides (1966) 1 C.L.R. 235, Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746, 750, 751, Georgiades v. HadjiSavva (1984) 1 C.L.R. 597, Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12, Δημητρίου ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6295/20.6.97, Κωνσταντίνου ν. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110, Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642, Παπαχριστοδούλου ν. Χ” Νεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426, Κασιέρη κ.α. ν. Κυριάκου, Πολιτική ΄Εφεση 9049/29.9.97 και Ξυπτερά ν. Κυπριανού, Πολιτική ΄Εφεση 9250/16.12.97).”

Στην παρούσα υπόθεση το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μικρή απόσταση που χώριζε το όχημα του εφεσίβλητου από το όχημα που οδηγούσε η τριτοδιάδικος, όταν η τελευταία απώλεσε τον έλεγχο του και κτύπησε στο διαχωριστικό στηθαίο, δεν άφησε περιθώρια αντίδρασης στον εφεσίβλητο για να αποφύγει τη σύγκρουση αντανακλά απόλυτα την ορθή νομική προσέγγιση και βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με τη νομολογία. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο