Διοικητικού Συμβουλίου Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων ν. Κλαύδιου Αντωνιάδη (2000) 1 ΑΑΔ 1915 Διοικητικού Συμβουλίου Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων ν. Κλαύδιου Αντωνιάδη, Πολιτική έφεση αρ.10379, 30 Νοεμβρίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1915

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική έφεση αρ.10379

ΕΝΩΠΙΟΝ: NIKHTA, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, , Δ/στων

Διοικητικού Συμβουλίου Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων

εφεσείοντες-εναγόμενοι

- και -

Κλαύδιου Αντωνιάδη

εφεσίβλητου-ενάγοντα

........................

30 Νοεμβρίου, 2000

Για τους εφεσείοντες: κ.Ν.Ζωμενής και κ.Αντ.Ανδρέου

Για τον εφεσίβλητο: κ.Μ.Μοντάνιος

........................

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.

........................

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Το άρθρο 26(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2, προβλέπει:

«Το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, εκδίδει κανονισμούς δυνάμει του Μέρους αυτού, που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, οι οποίοι προνοούν για την καθίδρυση Ταμείου που θα κληθεί «το Ταμείο» για παροχή συντάξεων και χορηγημάτων σε δικηγόρους που εισέφεραν στο Ταμείο οι οποίοι αποσύρονται από την άσκηση του επαγγέλματος (οι οποίοι αναφέρονται στο Νόμο αυτό ως «εισφορείς»), και σε περίπτωση θανάτου τους, στις χήρες και τα ορφανά τους.»

Η πιο πάνω διάταξη αντιγράφεται από το αυθεντικό κείμενο του Νόμου, όπως μεταφράστηκε από το πρωτογενές αγγλικό κείμενο σύμφωνα με τους περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμους 1988-1994 και τον περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας (Ερμηνευτικό) Νόμο του 1993, ο οποίος, αφού κατατέθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων και εγκρίθηκε απ΄αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4 των περί Επίσημων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμων του 1988-1994, δημοσιεύθηκε στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 4 των πιο πάνω Νόμων.

Μολονότι δεν έχει σημασία στην υπόθεση που εξετάζουμε να επισημάνουμε πως στο αγγλικό κείμενο του Νόμου το πιο πάνω άρθρο, που ήταν 22 προτού αναριθμηθεί σε 26, προβλέπει, στην ουσιαστική διάταξη που υπογραμμίζουμε πιο πάνω: «for granting pensions and allowances to retiring advocates». Φράση που στο ελληνικό κείμενο αποδόθηκε: «σε δικηγόρους που εισέφεραν στο Ταμείο οι οποίοι αποσύρονται από την άσκηση του επαγγέλματος». Προσέχουμε δηλαδή πως στο αγγλικό κείμενο γίνεται αναφορά σε δικηγόρους που αφυπηρετούν, και όχι σε δικηγόρους που αποσύρονται από την άσκηση του επαγγέλματος. Στο ελληνικό κείμενο προστέθηκαν οι λέξεις «άσκηση του επαγγέλματος, ενώ το αγγλικό κείμενο του Νόμου αναφέρεται σε δικηγόρους που αφυπηρετούν. Η έννοια της λέξης «advocate - δικηγόρος» αποδίδεται κατά τον ίδιο τρόπο στις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου (στο Αγγλικό και Ελληνικό κείμενο). To αγγλικό κείμενο του Νόμου είναι η πρωτογενής νομοθεσία, η οποία και διατηρεί την αυθεντικότητα της όπως έχει νομολογηθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αίτηση 1/98, Αναφορικά με την Roula Bajbouj Mohamed, ημερ. 30.6.98, στην οποία υιοθετήθηκε προηγούμενη απόφαση του Εφετείου στην Ποινική ΄Εφεση αρ.6188 Patricia Diana Jones ν. Αστυνομίας, ημερ. 14.10.1997.

Στις 15.9.66 το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου εξέδωσε με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, και δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, τους περί Δικηγόρων (Συντάξεις και Χορηγήματα) Κανονισμούς του 1966 ΚΔΠ 642. Με τον Κανονισμό 3(1) καθιδρύθηκε Ταμείο, «το Ταμείον Συντάξεως Δικηγόρων», για την παροχή συντάξεων σε αποσυρόμενους της ασκήσεως του επαγγέλματος δικηγόρoυς που εισέφεραν στο Ταμείο, σε περίπτωση δε θανάτου τους στις χήρες και τα ορφανά τους. Ο Κανονισμός 11(1), που αναφέρεται στους δικαιούχους εισφορές, λέει:

11.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των παρόντων Κανονισμών, πας δικηγόρος ασκών το επάγγελμα αυτού κατά την ημερομηνίαν της ενάρξεως της ισχύος των παρόντων Κανονισμών ή καθ’ οιονδήποτε μετέπειτα χρόνον και πας Νομικός Λειτουργός κατέχων το λειτούργημα αυτού κατά την εν λόγω ημερομηνίαν καθίσταται εισφορεύς δυνάμει των διατάξεων των παρόντων Κανονισμών

Υπογραμμίζουμε την πιο πάνω διάταξη. Αυτή δημιούργησε το επίδικο ζήτημα που απασχόλησε στην υπόθεση. Ο εφεσίβλητος-ενάγων ενεγράφη ως δικηγόρος στις 18.6.1960 και εξάσκησε το επάγγελμα του στην Αμμόχωστο μέχρι 30.11.69. Την 1.12.69 διορίστηκε δικηγόρος της Δημοκρατίας. Υπηρέτησε μέχρι 31.5.1990. Την 1.6.90, αφού παραιτήθηκε από την πιο πάνω θέση, διορίστηκε Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου, θέση από την οποία και αφυπηρέτησε την 1.5.93. Από 1.12.66 ο εφεσίβλητος ήταν εισφορέας στο Ταμείο, όπου κατέβαλλε τις εισφορές του μέχρι την ημερομηνία που διορίστηκε Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Πριν από την αφυπηρέτηση του από τη θέση Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου ο εφεσίβλητος ζήτησε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου να του αποσταλεί λεπτομερής λογαριασμός για πιθανά τέλη και εισφορές που όφειλε, ώστε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του, γιατί θα συνέχιζε να είναι εισφορέας στο Ταμείο, εφόσον επανήλθε στην ελεύθερη άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Σε απάντηση τον πληροφόρησαν πως δεν εδικαιούτο να είναι εισφορέας και μέλος του Ταμείου, γιατί, σύμφωνα με τον Κανονισμό 11(1) εισφορείς στο Ταμείο είναι οι Νομικοί Λειτουργοί που εργοδοτούνταν στη Νομική Υπηρεσία στις 15.9.66, όταν δημοσιεύθηκε ο Κανονισμός, και όχι αυτοί που διορίστηκαν μετά την πιο πάνω ημερομηνία. Γι΄αυτό και του επέστρεψαν όλες τις εισφορές που είχε καταβάλει στο Ταμείο, τις οποίες, καθώς τον πληροφόρησαν, είχαν από λάθος εισπράξει.

Ο εφεσίβλητος καταχώρισε στις 19.3.97 αγωγή εναντίον του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, με την οποία ζητούσε, αφενός να εκδοθεί διάταγμα του Δικαστηρίου ώστε να κηρυχθεί άκυρη, ως παράνομη, η απόφαση του με την οποία διαγράφηκε από το Ταμείο Συντάξεως Δικηγόρων, και αφετέρου διάταγμα με το οποίο να υποχρεώνεται το Συμβούλιο να τον επανεγγράψει σ΄αυτό, γιατί ουδέποτε έπαυσε να είναι νόμιμα εισφορέας στο Ταμείο.

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που δίκασε την υπόθεση, δικαίωσε τον εφεσίβλητο και εξέδωσε τα πιο πάνω σχετικά διατάγματα. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Συντάξεως δικηγόρων, οι εφεσείοντες, επιδιώκουν ενώπιον μας την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την εισήγηση πως είναι νομικά εσφαλμένη.

Ο πρωτόδικος δικαστής, συζητώντας τις εκατέρωθεν εισηγήσεις αναφορικά με τον επίμαχο Κανονισμό 11(1), που ενθέτουμε πιο πάνω, των περί Δικηγόρων (Συντάξεις και Χορηγήματα) Κανονισμών του 1966, υιοθέτησε, κατά τη γνώμη μας, εσφαλμένη νομική προσέγγιση, μολονότι η τελική ετυμηγορία του είναι ορθή, για τους λόγους όμως που εμείς εξηγούμε παρακάτω.

Ο δικαστής ασχολήθηκε με την ερμηνεία του Κανονισμού επιστρατεύοντας προς τούτο τους γνωστούς κανόνες ερμηνείας, όπως καθιερώθηκαν από τη νομολογία και αναπαράγονται στη σχετική βιβλιογραφία. Εξέφρασε δε τη δική του κρίση, σύμφωνα με την οποία η λεκτική διατύπωση του Κανονισμού οδηγεί την εφαρμογή του σε παράλογα αποτελέσματα, γιατί εξαιρεί από το Ταμείο τους Νομικούς Λειτουργούς οι οποίοι διορίστηκαν μετά την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ. ΄Εκρινε δε πως δεν ήταν δυνατό ο συντάκτης των Κανονισμών να είχε τέτοια πρόθεση, γιατί, σύμφωνα με την ερμηνεία που δίδει ο ίδιος ο Νόμος στην έννοια: «δικηγόρος ο οποίος ασκεί το επάγγελμα», ρητά περιλαμβάνεται και ο Νομικός Λειτουργός. Ο δικάσας Πρόεδρος δέχθηκε μεν πως η γραμματική διατύπωση του επίμαχου Κανονισμού είναι σαφής, αλλά διατύπωσε την άποψη πως η πρόθεση του νομοθέτη δεν συνάγεται μόνο από τις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται στο κείμενο όταν λέξεις ή φράσεις είναι αμφιλεγόμενες ή αν ορισμένες πρόνοιες του κειμένου αναιρούνταν από άλλες. Κάνοντας δε αναφορά στην υπόθεση Westminster Bank Ltd v. Zang (1966) A.C. 182, 222, κατέληξε πως ήταν επιτρεπτό να παραβλέψει την καθαρή γραμματική διατύπωση του Κανονισμού. ΄Ετσι, προχώρησε και πρόσθεσε στο τέλος του Κανονισμού τις λέξεις: «ή καθ΄οιονδήποτε μετέπειτα χρόνο». Με δυο λόγια ο δικαστής τροποποίησε τον Κανονισμό, προσθέτοντας σ΄αυτόν τις λέξεις που αναφέρουμε πιο πάνω. Και βεβαίως με την πρόσθεση αυτή αποκτά ο Κανονισμός ολωσδιόλου διαφορετική εφαρμογή, από αυτή που έχει με τη διατύπωση που υιοθέτησε ο συντάκτης του.

Ο πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε επίσης στην απόφαση του πως, αν δεν προέβαινε στην πρόσθεση των πιο πάνω λέξεων στον Κανονισμό θα τον κήρυττε ως Ultra Vires του Νόμου. Και αντί να έχει ο Κανονισμός αυτές τις συνέπειες προτίμησε, καθώς έκρινε, να τον τροποποιήσει ουσιαστικά ο ίδιος, επεκτείνοντας την εφαρμογή του σε όλους τους Νομικούς Λειτουργούς ανεξαρτήτως ημερομηνίας διορισμού τους στη θέση.

Η γνώμη μας είναι πως ο πιο πάνω χειρισμός από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι νομικά εσφαλμένος. Η διατύπωση του Κανονισμού είναι καθαρή. Η πρόθεση του συντάκτη είναι σαφής. Δεν επιτρέπεται απόκλιση από ρητές νομοθετικές διατάξεις, όταν αυτές είναι σαφείς. (Πολιτική ΄Εφεση 9787, Κωνσταντίνου ν. Αντωνιάδη, ημερ. 23.1.1998). Στο κείμενο του δηλώνεται πως, εισφορείς και δικαιούχοι στο Ταμείο είναι οι Νομικοί Λειτουργοί, οι οποίοι υπηρετούσαν όταν ο Κανονισμός τέθηκε σε ισχύ, και όχι αυτοί που ανέλαβαν καθήκοντα μετά. Το μόνο ζήτημα που προκύπτει, στη δική μας κρίση, για να εξεταστεί είναι κατά πόσο ο Κανονισμός είναι Ultra Vires του εξουσιοδοτικού Νόμου, δηλαδή του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2 όπως έχει τροποποιηθεί.

Στις γραπτές και προφορικές ενώπιον μας αγορεύσεις οι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις αντίθετες εισηγήσεις τους αναφορικά με το πιο πάνω ζήτημα. Οι μεν δικηγόροι του εφεσείοντος, Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, εισηγούνται πως ο Κανονισμός δεν εκφεύγει του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου. Εξηγούν δε και το εύλογο της διαφοροποίησης, ενώ οι δικηγόροι του εφεσίβλητου διατείνονται ακριβώς το αντίθετο. Οι δικηγόροι του εφεσείοντος Συμβουλίου, για να αντικρούσουν την εισήγηση, πως ο επίδικος Κανονισμός είναι Ultra Vires του εξουσιοδοτικού Νόμου, αναφέρονται στο άρθρο 26(2), που απαριθμεί αυτά που οι Κανονισμοί πρέπει να προβλέπουν, και ειδικότερα στο (δ) που αναφέρει:

(δ) την καταβολή εισφορών στο Ταμείο από δικηγόρους που ασκούν το επάγγελμα και το ποσό και τον τρόπο είσπραξης των εισφορών και των κυρώσεων για την παράλειψη της καταβολής των εισφορών αυτών

Διατείνονται δε πως αυτή η πρόνοια δικαιολογεί τη διαφοροποίηση, γιατί προβλέπει πως: «η καταβολή των εισφορών γίνεται «από δικηγόρους», αντί «από τους δικηγόρους». Αδυνατούμε να δούμε τη διαφορά, και πώς προωθείται με αυτό το επιχείρημα η εισήγηση τους.

Δεν πρόκειται να υπεισέλθουμε στους λόγους και τη σοφία της επίμαχης διαφοροποίησης που γίνεται στον Κανονισμό, μεταξύ Νομικών Λειτουργών που υπηρετούσαν στη θέση κατά την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ, οι οποίοι και είναι εισφορές στο Ταμείο, και των Νομικών Λειτουργών που διορίστηκαν μετά και αποκλείονται από εισφορές και μέλη σ΄αυτό. Και τούτο γιατί το δικαστικό μας έργο εξαντλείται με την ανίχνευση κατά πόσο ο Κανονισμός εκφεύγει του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου. Πάνω στο κρίσιμο τούτο ερώτημα έχουμε τη γνώμη πως πράγματι ο επίδικος Κανονισμός, κατά το μέρος των διατάξεων του που εξαιρεί από μέλη του Ταμείου τους Νομικούς Λειτουργούς που διορίστηκαν στη θέση μετά την έναρξη εφαρμογής του Κανονισμού, είναι Ultra Vires του Νόμου. Οι διατάξεις αυτές περιέχονται στη φράση του Κανονισμού «κατέχων το λειτούργημα αυτού κατά την εν λόγω ημερομηνίαν».

Στην αρχή της απόφασης μας ενθέτουμε το άρθρο 26 του Νόμου, που δίδει εξουσία στο Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει Κανονισμούς για παροχή συντάξεων και χορηγημάτων σε δικηγόρους που εισέφεραν στο Ταμείο, οι οποίοι αποσύρονται από την άσκηση του επαγγέλματος. Το άρθρο αυτό αναφέρεται καθαρά σε δικηγόρους που εισφέρουν στο Ταμείο, και οι οποίοι αποσύρονται από την άσκηση του επαγγέλματος. Ο όρος «δικηγόρος ο οποίος ασκεί το επάγγελμα», όπως ερμηνεύεται στις διατάξεις του Νόμου, ρητά περιλαμβάνει Νομικό Λειτουργό, ο οποίος είναι δικηγόρος. Ο Νόμος δεν παρέχει εξουσία ώστε με κανονισμούς να γίνεται οποιαδήποτε διαφοροποίηση που να αφορά στην ιδιότητα του δικηγόρου που ασκεί το επάγγελμα, ή οποιαδήποτε άλλη. ΄Οσον εύλογη και αν είναι κάποια διάταξη στον Κανονισμό, αυτή δεν μπορεί να εκφεύγει του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου.

Ο Κανονισμός, όπως έχει θεσπιστεί, εξαλείφει το δικαίωμα των Νομικών Λειτουργών, που σύμφωνα με το Νόμο θεωρούνται δικηγόροι που ασκούν το επάγγελμα, να είναι μέλη του Ταμείου, επειδή διορίστηκαν στη θέση μετά την έναρξη εφαρμογής του Κανονισμού. Σε πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΑΕ 2591 Ιωάννης Μεγάλεμος ν. Δημοκρατίας, ημερ.20.11.2000 συζητιέται παρόμοιο ζήτημα, με ετυμηγορία όπως αυτή που αγόμεθα εμείς.

Η έφεση επομένως, για τους λόγους που εξηγούμε στη δική μας απόφαση, απορρίπτεται με έξοδα.

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

/MAA


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο