AL ITTIHAD AL WATANI (L’ UNION NATIONALE SOCIETE GENERALE), D’ ASSURANCE DU PROCHE- OPIENT SAL κ.α. ν. Χρίστου Παπαδόπουλου (2000) 1 ΑΑΔ 1924 AL ITTIHAD AL WATANI (L’ UNION NATIONALE SOCIETE GENERALE), D’ ASSURANCE DU PROCHE- OPIENT S.A.L. κ.α. ν. Χρίστου Παπαδόπουλου, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10525., 30 Νοεμβρίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1924

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10525.

Μεταξύ:

1. AL ITTIHAD AL WATANI (L’ UNION NATIONALE

SOCIETE GENERALE), D’ ASSURANCE DU PROCHE-

OPIENT S.A.L.,

2. TANNOUS K. FEGHALI,

Εφεσειόντω ν/Εναγομένων 3 και 4

και

Χρίστου Παπαδόπουλου,

Εφεσιβλήτο υ/Ενάγοντα

_________________

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 10547.

Μεταξύ:

1. L’ UNION NATIONALE (TOURISM AND SEA RESORTS)

LIMITED και 2 άλλων,

Εφεσειόντω ν/Εναγομένων 2

και

Χρίστου Παπαδόπουλου,

Εφεσίβλητο υ/Ενάγοντα.

_________________

30 Νοεμβρίου, 2000.

Για τους εφεσείοντες στην Π.Ε. 10525: Α. Θεοφίλου.

Για τους εφεσείοντες στην Π.Ε. 10547: Δ. Αραούζος.

Για τους εφεσίβλητους και στις 2 εφέσεις: Ν. Πιριλλίδης.

_________________

NIKHTAΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την αγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ο εφεσίβλητος-ενάγων ζήτησε τις πιο κάτω θεραπείες:

Α. Εναντίον των εφεσειόντων στην ΄Εφεση 10547 (εναγομένων 2 στην

αγωγή) ποσό Δολλαρίων ΗΠΑ 50.000 για παράβαση της συμφωνίας

που αναφέρεται στην παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως.

Β. Εναντίον των εφεσειόντων στην ΄Εφεση 10525 (εναγομένων 3 και

4 στην αγωγή),

(α) ποσό Δολλαρίων ΗΠΑ 50.000 για παράβαση της συμφωνίας

που αναφέρεται στην παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως.

(β) ποσό Δολλαρίων ΗΠΑ 50.000 για παράβαση της συμφωνίας

που αναφέρεται στην παραγ. 13 της έκθεσης απαιτήσεως.

Ο εφεσίβλητος ήγειρε και διάφορες αξιώσεις εναντίον των εναγομένων 1 οι οποίες απερρίφθησαν. Συνεπώς δεν θα μας απασχολήσουν.

Ο εφεσίβλητος ήταν πτυχιούχος ειδικός σε θέματα μηχανογράφησης. Κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν εργοδοτούμενος των εναγομένων 1. Κατείχε τη θέση του Διευθυντή Μηχανογράφησης.

Οι εφεσείοντες στην ΄Εφεση 10547 (από τούδε και στο εξής οι εναγόμενοι 2) ήταν οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου “Le Meridien” στη Λεμεσό. Μοναδικοί μέτοχοι τους ήταν οι εναγόμενοι 3 και 4 και ένας τρίτος μέτοχος. Οι πρώτοι εφεσείοντες στην ΄Εφεση 10525 (από τούδε και στο εξής οι εναγόμενοι 3) ήταν αλλοδαπή εταιρεία ασχολούμενη με ασφαλιστικές εργασίες με έδρα τον Λίβανο. Ο δεύτερος εφεσείοντας στην ΄Εφεση 10545 (από τούδε και στο εξής ο εναγόμενος 4) ήταν διευθύνων σύμβουλος και μέτοχος των εναγομένων 1, 2 και 3.

Οι λεπτομέρειες της συμφωνίας η οποία αποτέλεσε το βάθρο της αξίωσης Α και Β (α) πιο πάνω παρατίθενται στην παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως, ενώ εκείνες που σχετίζονται με την αξίωση Β (β) παρατίθενται στην παραγ. 13 της έκθεσης απαιτήσεως. Θεωρούμε απαραίτητο να τις μεταφέρουμε αυτούσιες:

“11. Περαιτέρω, ο ενάγων λέγει ότι κατά ή περί την 20.7.1989 κατ΄ ακολουθίαν προς τούτο συμφωνίας συναφθείσης εν Λεμεσώ, μεταξύ του ενάγοντος και των εναγομένων 2 ο ενάγων εδιορίσθη παρ΄ αυτών εις την θέσιν του αντιπροσώπου ιδιοκτητών (Owner’s Representative) εις το ξενοδοχείον Le Meridien και/ή ανέλαβεν όπως προσφέρη εμπιστευτικάς και/ή άλλως υπηρεσίας προς αυτούς εν σχέσει με την εκπροσώπησιν των εις την εν γένει διαχείρισιν και λειτουργίαν του εν λόγω ξενοδοχείου, παρά της διεθνούς εταιρείας Meridien Gestion S.A., εκ Γαλλίας έναντι συμφωνηθείσης συνολικής ετήσιας αμοιβής και/ή επιδόματος εκ Δολλαρίων ΗΠΑ 50.000 του εν λόγω ποσού πληρωθησομένου άμα τη ‘οικονομική ανακάμψει’ των εναγομένων 2 και/ή του εν λόγω συγκροτήματος εταιρειών ποσόν το οποίον οι εναγόμενοι 3 και 4 ηγγυήθησαν όπως εν πάση περιπτώσει θα κατέβαλλον προς τον ενάγοντα αφ΄ εαυτών άμα τη ανακάμψει της οικονομικής των καταστάσεως.

13. Περαιτέρω, ο ενάγων λέγει ότι κατά ή περί τον Ιανουάριον 1990 κατ΄ ακολουθίαν προς τούτο συμφωνίας συναφθείσης εν Λεμεσώ μεταξύ του ενάγοντος και των εναγομένων 3 και 4, ούτοι ανέθεσαν προς τον ενάγοντα την έναντι συμφωνηθείσης αμοιβής και/ή επιδόματος (bonus) του εκ Δολλαρίων ΗΠΑ 50.000 προσφοράν υπηρεσιών και εκπροσώπησιν των και δη με απόλυτον διαπραγματευτικήν εξουσίαν και/ή εξουσιοδότησιν εν σχέσει με την προς τρίτους πώλησιν των μετοχών των εις τους εναγομένους 2 ή και την παρά τρίτων παραχώρησιν δανείων και μεταταύτα την συνέχισην υπηρεσιών της διαχειρήσεως και/ή σωστής εφαρμογής και/ή εκτελέσεως παρά του ενάγοντος της συμφωνίας πωλήσεως των εν λόγω μετοχών των εναγομένων 3 προς τους εν λόγω τρίτους, του ως άνω ποσού και/ή αμοιβής και/ή άλλως πληρωθησομένου προς τον ενάγοντα άμα τη ολοκληρώσει της εν λόγω πωλήσεως των εν λόγω μετοχών ή και εν πάση περιπτώσει άμα τη ‘οικονομική ανακάμψει’ των εναγομένων 3 και/ή 4 και/ή του εν λόγω συγκροτήματος εταιρειών”.

Οι εναγόμενοι 2 με την υπεράσπιση τους αρνήθηκαν τις απαιτήσεις του ενάγοντα. Ανέφεραν ότι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου στην παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως είναι αβάσιμοι και αστήρικτοι και ότι εν πάση περιπτώσει η συμφωνία της 20.7.1989 είναι αόριστη, ασαφής και κατ΄ επέκταση άκυρη.

Στα ίδια πλαίσια κινήθηκε και η υπεράσπιση των εναγομένων 3 και 4, καθώς και των εναγομένων 1. Αρνήθηκαν την ύπαρξη των δύο συμφωνιών που είχε επικαλεσθεί ο εφεσίβλητος. Ισχυρίσθηκαν ότι ενόψει του γεγονότος ότι οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 αποτελούσαν εταιρείες του ιδίου συγκροτήματος οποιεσδήποτε υπηρεσίες επρόσφερε ο ενάγων προς τους εναγομένους 2 ήταν μέσα στο πλαίσιο εργοδότησης του με τους εναγομένους 1 και δεν έγινε οποιαδήποτε συμφωνία για επιπρόσθετες απολαβές.

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι “η μαρτυρία ήταν ογκώδης”. Στην προσπάθεια του να παραθέσει - όπως το έθεσε - “μια κανονική περίληψη της” θα μακρυγορούσε. ΄Ετσι κατέληξε να παραθέσει πολύ περιληπτικά μερικά από τα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα. Πρόσθεσε ότι θα έχει υπόψη του το σύνολο της μαρτυρίας για τους σκοπούς της απόφασης.

Μετά την παράθεση της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο προσδιόρισε ως εξής τις βασικές διαφορές των διαδίκων:

“(α) Κατά πόσο ο ενάγων απελύθη στις 31.5.94 όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ή στις 31.3.94 όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι.

(β) Κατά πόσο οι εναγόμενοι 1, μέσω του εναγομένου 4 υποσχέθηκαν αύξηση μισθού του ενάγοντα κατά Λ.Κ.222 από 1.1.90.

(γ) Κατά πόσο ο ενάγων και ο εναγόμενος 4 έχουν καταλήξει σε συμφωνία ότι ο ενάγων θα ενεργεί, εκτός από υπάλληλος των εναγομένων 1 και ως αντιπρόσωπος ιδιοκτητών των εναγομένων 2 με αμοιβή το ποσό των 50.000 δολλαρίων Η.Π.Α.

(δ) Κατά πόσο ο ενάγων και ο εναγόμενος 4 έχουν καταλήξει σε άλλη συμφωνία με βάση την οποία ο ενάγων θα αμοίβετο με το ποσό των 50.000 δολλαρίων Η.Π.Α. για τις υπηρεσίες και/ή προσπάθειες του ενάγοντα να εξεύρει δάνειο για τους εναγομένους 2 και/ή αγοραστές των μετοχών των εναγομένων 2, δηλαδή αγοραστές του ξενοδοχείου.”

Τα πρώτα δύο ερωτήματα δεν θα μας απασχολήσουν. ΄Εχουν επιλυθεί εναντίον του εφεσίβλητου και ο τελευταίος δεν έχει ασκήσει έφεση.

Αφού αναφέρθηκε ονομαστικά στους μάρτυρες της κάθε πλευράς, εκτός από τον εφεσίβλητο και τον εναγόμενο 4, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε με τη διαπίστωση ότι “κατέθεσαν γενικά την αλήθεια”. Ωστόσο - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - “η μαρτυρία τους δεν βοηθά το δικαστήριο να καταλήξει στο αν πράγματι έγινε συμφωνία μεταξύ του ενάγοντα και του εναγόμενου 4” αφού “κανένας τους δεν ήταν παρών όταν εγίνοντο οι ισχυριζόμενες από τον ενάγοντα συμφωνίες είτε για την πληρωμή των 50.000 δολλαρίων για τις υπηρεσίες του ενάγοντα ως αντιπροσώπου ιδιοκτητών, είτε για την πληρωμή των 50.000 δολλαρίων για τις προσπάθειες του ενάγοντα για εξεύρεση δανείων και/ή αγοραστών του ξενοδοχείου”. Το τί προκύπτει από τις μαρτυρίες των μαρτύρων του ενάγοντα από τη μια και των μαρτύρων των εναγομένων από την άλλη, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι ότι “πράγματι ο ενάγων εκτός από τις κανονικές υπηρεσίες του μηχανογραφικής φύσης που πρόσφερε στους εργοδότες του εναγομένους 1, επρόσφερε και αρκετές άλλες υπηρεσίες, όπως ο ίδιος ισχυρίσθηκε, δηλαδή ως αντιπρόσωπος ιδιοκτητών (owner’s representative) του ξενοδοχείου MERIDIEN και για σκοπούς εξεύρεσης δανείου για διάσωση του ξενοδοχείου που ήταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση και/ή αγοραστών του ξενοδοχείου”.

Αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του εναγομένου 4 το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε εκείνη του εφεσίβλητου. ΄Εθεσε το θέμα ως εξής:

“Αφού είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τον ενάγοντα από τη μια και τον εναγόμενο 4 από την άλλη έχω τελικά καταλήξει, χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό, όπως στα αμφισβητούμενα σημεία, δεχθώ ως ορθή και αληθή την εκδοχή του ενάγοντα και απορρίψω αυτή του εναγόμενου 4.

Προτίμησα ως ορθή κι΄ αληθή την εκδοχή του ενάγοντα παρά αυτή του εναγόμενου αρ. 4, για τους εξής, μεταξύ άλλων, λόγους:

(α) Η μαρτυρία του ενάγοντα ήταν πιο σαφής και συγκεκριμένη σε όλα τα ουσιώδη σημεία, ενώ αυτή του εναγομένου αρ. 4 χαρακτηρίζετο από πολλά ‘δεν θυμάμαι’ κι΄ ότι τις απαντήσεις μπορεί να τις δώσει ‘το Λογιστήριο’ και συγκεκριμένα ο Bassam Marchi Macari, για να έλθει μετά ο Macari και να πεί ότι είναι ο εναγόμενος αρ. 4 που είναι σε θέση να γνωρίζει.

(β) Ενώ οι εναγόμενοι (και ιδιαίτερα οι εναγόμενοι αρ. 2) στην έκθεση υπεράσπισης τους αρνούνται ότι ο ενάγων διορίσθηκε ως owner’s representative κάτι που ισχυρίζετο και ο εναγόμενος αρ. 4 στη μαρτυρία του, τελικά στην αγόρευση του συνηγόρου των εναγομένων 1, 3 και 4 τούτο γίνεται παραδεκτό, αλλά ισχυρίζονται ότι δεν θα έπαιρνε επιπρόσθετη αμοιβή. Βέβαια ο συνήγορος των εναγομένων 1, 3 και 4 δεν εκπροσωπεί τους εναγόμενους αρ. 2. ΄Ομως είναι κοινό έδαφος ότι ο εναγόμενος αρ. 4 ήταν ο Διευθύνων Σύμβουλος και μέτοχος και στις τρεις εναγόμενες εταιρείες και η προσπάθεια του εναγόμενου αρ. 4 να υποβαθμίσει και/ή παρερμηνεύσει τη σημασία του Τεκ. 28 (επιστολή εναγόμενης αρ. 2 προς το ξενοδοχείο ‘Le Meridien Limassol’) που υπογράφεται από τον εναγόμενο αρ. 4, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από το Τεκ. 39 φαίνεται ότι ο εναγόμενος αρ. 4 έστειλε το Τεκ. 38 με τον ίδιο τον ενάγοντα.

Επομένως εκτός του ευρήματος μου ότι ο ενάγων πρόσφερε τις επιπρόσθετες υπηρεσίες που ισχυρίσθηκε (κάτι που προκύπτει κι΄ από μαρτυρία της πλευράς των εναγομένων) καταλήγω να δεχθώ τον ισχυρισμό του ενάγοντα ότι ο εναγόμενος 4 του υποσχέθηκε την αμοιβή των 100.000 δολλαρίων Η.Π.Α. (50.000 και 50.000) όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων και ν΄ απορρίψω τον ισχυρισμό του εναγομένου αρ. 4 ότι δεν προέβη σε τέτοια υπόσχεση.”

Ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τις υπερασπίσεις που είχαν προβάλει όλοι οι εναγόμενοι σύμφωνα με τις οποίες:

΄Εστω και αν αποδεικνύετο η συμφωνία, αυτή ήταν άκυρη, (α) λόγω έλλειψης αντιπαροχής και/ή (β) λόγω απουσίας και/ή αοριστίας ουσιωδών όρων της σύμβασης αφού σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους, ο όρος και/ή η φράση “άμα τη οικονομική ανακάμψει” δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

Οι εναγόμενοι στήριξαν τις σχετικές εισηγήσεις τους στο άρθρο 29 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και σε νομολογία που ερμήνευσε το άρθρο αυτό.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέχθηκε την υπεράσπιση της ανυπαρξίας αντιπαροχής γιατί είχε ήδη διαπιστώσει ότι “ο ενάγων πρόσφερε αυτές τις υπηρεσίες του αντιπροσώπου ιδιοκτητών καθώς επίσης και για την εξεύρεση δανείου και στη συνέχεια για την πώληση του ξενοδοχείου, πέραν των κανονικών του υπηρεσιών, ως διευθυντή μηχανογράφησης, εργαζόμενος υπερωρίες, κάποτε και Σαββατοκυρίακα”.

Εξετάζοντας το θέμα της “ασάφειας και/ή αοριστίας ουσιωδών όρων των συμφωνιών” που μνημονεύονται στις παραγ. 11 και 13 της έκθεσης απαιτήσεως το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε το θέμα ως εξής:

“Η φράση ‘άμα τη ανακάμψει της οικονομικής των καταστάσεως’ ουσιαστικά περιέχεται τόσο στην παραγ. 11 όσο και στην παραγ. 13 της έκθεσης απαίτησης. ΄Ομως κι΄ αν ακόμα υποθέσουμε ότι η φράση αυτή είναι ασαφής και/ή αόριστη, πρόβλημα θα δημιουργηθεί μόνο όσον αφορά το ποσό των 50.000 δολλαρίων για τις υπηρεσίες του ενάγοντα ως owner’s representative που ζητά με την παραγ. 11 της έκθεσης απαίτησης καθότι με την παραγ. 13 το ποσό των 50.000 δολαρίων είναι πληρωτέο είτε ‘άμα τη οικονομική ανακάμψει’ των εναγομένων 3 και/ή 4 ‘και/ή του εν λόγω συγκροτήματος εταιρειών’ και/ή ‘άμα τη ολοκληρώσει της εν λόγω πωλήσεως των εν λόγω μετοχών’ δηλαδή των μετοχών της εναγομένης αρ. 2, κάτι που τελικά έγινε τον Ιούλιο του 1990. Επομένως η συμφωνία που επικαλείται ο ενάγων με την παραγ. 13 της έκθεσης απαίτησης είναι σαφής και συγκεκριμένη κι΄ επομένως έγκυρη. ΄Ετσι η απόφαση μου είναι ότι ο ενάγων απέδειξε την ισχυριζόμενη με την παραγ. 13 της έκθεσης απαίτησης συμφωνία κι΄ έτσι δικαιούται απόφασης για το ποσό των 50.000 δολαρίων για τις υπηρεσίες του για την πώληση του ξενοδοχείου η οποία πώληση τελικά έγινε τον Ιούλιο του 1990 και το οποίο ποσό ζητά με το αιτητικό Δ στην έκθεση απαίτησης.

Στρέφομαι τώρα να εξετάσω την συμφωνία που επικαλείται ο ενάγων με την παραγ. 11 της έκθεσης απαίτησης του ότι δηλαδή τα 50.000 δολλάρια ως owner’s representative θα του καταβάλλοντο ‘άμα τη οικονομική ανακάμψει των εναγομένων 2 και/ή του εν λόγω συγκροτήματος εταιρειών ποσό το οποίον οι εναγόμενοι 3 και 4 ηγγυήθησαν όπως εν πάση περιπτώσει θα κατέβαλλον προς τον ενάγοντα αφ΄ εαυτών άμα τη ανακάμψει της οικονομικής των καταστάσεως’. Είναι δηλαδή φανερό ότι στην παραγ. 11 (σε αντίθεση με την παραγ. 13) ο ενάγων δεν συνδέει τον χρόνο πληρωμής του ποσού των 50.000 δολαρίων με το χρόνο πώλησης των μετοχών του ξενοδοχείου. Επομένως πρέπει να εξετάσουμε αν η φράση ‘άμα τη οικονομική ανακάμψει’ (α) είναι σαφής όρος αναφορικά με το χρόνο καταβολής του εν λόγω ποσού και αν ναι (β) κατά πόσο ο ενάγων απέδειξε ότι υπήρξε τέτοια οικονομική ανάκαμψη των εναγομένων αρ. 2 και/ή του εν λόγω συγκροτήματος εταιρειών. Ο ισχυρισμός του συνηγόρου των εναγομένων αρ. 2 καθώς και του συνηγόρου των υπολοίπων εναγομένων ότι είναι ασαφές ποιές εταιρείες καλύπτει η φράση ‘του εν λόγω συγκροτήματος εταιρειών’ και πάλιν δεν ευσταθεί. Τόσο από τα δικόγραφα στο μέρος που έχουν διάφορα άλλα κι΄ από τη μαρτυρία του ιδίου του εναγομένου αρ. 4 είναι σαφές ότι όταν χρησιμοποιείται η φράση ‘του εν λόγω συγκροτήματος εταιρειών’ εννοούμε τις τρεις εταιρείες του εναγομένου αρ. 4 δηλαδή τις εναγόμενες εταιρείες 1, 2 και 3. ΄Ετσι στο θέμα για ποιές εταιρείες εννοούσαν ο ενάγων και ο εναγόμενος αρ. 4, δεν υπάρχει ασάφεια. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε αν η φράση ‘άμα τη οικονομική ανακάμψει’ είναι σαφής ή όχι. Είμαι της γνώμης ότι παρόλο που η φράση αυτή δεν είναι και τόσο επιτυχής για να αποδώσει με την δέουσα σαφήνεια τη συμφωνία των διαδίκων ως προς το χρόνο πληρωμής του ποσού των 50.000 δολαρίων εντούτοις εφαρμόζοντας τη γραμματική ερμηνεία μπορεί ένας να καταλήξει και στην ερμηνεία που έδωσε ο ενάγων ότι δηλαδή το να μειωθούν ουσιωδώς τα χρέη ειναι οικονομική ανάκαμψη. Δηλαδή δεν είναι απαραίτητο η φράση αυτή να εννοεί την δημιουργία κερδών σε σύγκριση με τις ζημιές μιας επιχείρησης.

Εφόσο λοιπόν με την πώληση του ξενοδοχείου τα χρέη της εναγόμενης αρ. 2 και κατ΄ επέκταση των εναγομένων αρ. 3 που ήσαν η μητρική εταιρεία, είχαν μειωθεί ουσιωδώς, τότε η συμφωνία, μπορούσε, έστω και με κάποια δυσκολία να χαρακτηρισθεί ότι ήταν σαφής και κατ΄ επέκταση έγκυρη. Αυτό που πηγάζει από τη νομολογία, συμπεριλαμβανομένων και των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επικαλέσθηκαν οι συνήγοροι των εναγομένων (βλ. μεταξύ άλλων Saab and Another v. The Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, Petrou v. Petrou (1978) 1 C.L.R. 257, Alpan Furnishings Limited v. Σάββα Δημάδη (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 170 και Ανδρέας Πάρης ν. M/T “MEROIL B” κ.α. (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 274) είναι ότι τα δικαστήρια στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν μια σύμβαση θα πρέπει, εκεί που τούτο είναι δυνατό, να φροντίζουν να διασώζουν αυτή, κι΄ όχι να κηρύττουν αυτή άκυρη, εκτός αν αυτή η κατάληξη είναι αναπόφευκτη ενόψει της αοριστίας και/ή ασάφειας που υπάρχει. Εδώ κατέληξα ότι η συμφωνία ήταν σαφής κι΄ έτσι ο ενάγων δικαιούται κι΄ αυτό το ποσό, δηλαδή τις 50.000 δολλάρια που ζητά με την παραγ. 11 (και το αιτητικό Γ) της έκθεσης απαίτησης.

.................................. .................................................. ............

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι η αγωγή επιτυγχάνει μερικώς, δηλαδή για το ποσό των 100.000 δολλαρίων Η.Π.Α. για το οποίο ευθύνεται πρωτίστως ο εναγόμενος αρ. 4, ο οποίος είχε υποσχεθεί τα εν λόγω ποσά στον ενάγοντα.

Αναφορικά με το ποσό των 50.000 δολλαρίων που απαιτεί ο ενάγων ως αντιπρόσωπος ιδιοκτητών (owner’s representative) (βλ. παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως) καταλήγω ότι υπεύθυνοι είναι οι εναγόμενοι αρ. 2 που σύμφωνα με το Τεκ. 38 φαίνεται να διόρισαν τον ενάγοντα ως αντιπρόσωπο ιδιοκτητών αλλά και οι εναγόμενοι αρ. 3 και 4 που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του ενάγοντα που τον έχω δεχθεί ως αληθή, ο εναγόμενος αρ. 4 του δήλωσε ότι ο ίδιος και οι εναγόμενοι αρ. 3 εγγυήθηκαν την πληρωμή του ποσού. Για το υπόλοιπο ποσό των 50.000 δολλαρίων της παραγ. 13 υπεύθυνος είναι μόνο ο εναγόμενος αρ. 4 και οι εναγόμενοι αρ. 3.”

Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου κι΄ εναντίον των εναγομένων 3 και 4 ομού και κεχωρισμένως για το ποσό των 100.000 δολλαρίων Η.Π.Α. και/ή το ισόποσο τους σε Κυπριακές λίρες πλέον τόκο 8% το χρόνο από 28.11.96 μέχρι εξόφλησης (βλ. παραγ. 11 και 13 της έκθεσης απαίτησης). Εξέδωσε, επίσης, απόφαση εναντίον των εναγομένων 2 για το ποσό των 50.000 δολλαρίων Η.Π.Α. και/ή το ισόποσο τους σε Κυπριακές λίρες (το οποίο ποσό οφείλουν ομού και κεχωρισμένως με τους εναγομένους αρ. 3 και 4 ως ανωτέρω) πλέον τόκο 8% το χρόνο από 28.11.96 μέχρι εξόφλησης (βλ. παραγ. 11 της έκθεσης απαίτησης).

 

 

 

 

Η ΄Εφεση 10525 - (εφεσείοντες οι εναγόμενοι 3 και 4):

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εναγόμενοι 3 και 4 παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία “και/ή εβασίσθη σε μαρτυρία που δεν συνάδει με τη μαρτυρία που είχε στην πραγματικότητα ενώπιον του και/ή σε μαρτυρία αντίθετη από αυτή που πράγματι εδόθη με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία του ενάγοντα σε σύγκριση με αυτή του εναγομένου 4 και λανθασμένη αποδοχή της μαρτυρίας του ενάγοντα”.

Αιτιολογώντας και αναπτύσσοντας τον πιο πάνω λόγο της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων 3 και 4 υποστήριξε:

(α) ΄Οτι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν παρέθεσε σωστά τη μαρτυρία στην απόφαση του ή παραγνώρισε σημαντικά σημεία της “έτσι ώστε βασισμένο σ΄ αυτή την λανθασμένη παράθεση της μαρτυρίας προχώρησε σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς την αξιολόγηση της και ως προς την αξιοπιστία που προσέδωσε στον κάθε μάρτυρα. Τέτοια αξιολόγηση είναι σε τέτοιο βαθμό αντίθετη με τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του που το Εφετείο έχει τη δυνατότητα να επέμβει και να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου”.

(β) Ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκει ότι ο ενάγοντας αναφορικά με τον χρόνο της απόλυσης του δεν είπε την αλήθεια “κατά τη μαρτυρία του η οποία ήταν αντίθετη με το περιεχόμενο των τεκμηρίων 19 και 21 που κατατέθησαν από κοινού βρίσκει ότι αυτός είπε γενικά την αλήθεια χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία”.

(γ) Ενώ απέρριψε όλες γενικά τις αξιώσεις του ενάγοντα “για τις οποίες έλαβε υπόψη μαρτυρία τρίτων και έγγραφα παρά τους αντίθετους ένορκους ισχυρισμούς και μαρτυρία του ενάγοντα και απέρριψε γενικά τη μαρτυρία του επί των σημείων αυτών, δεν έλαβε τούτο υπόψη του κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως προς τις αξιώσεις για τις οποίες δεν μπορούσε να υπάρχει άλλη μαρτυρία πλήν αυτής του ενάγοντος και του εναγομένου 4”.

(δ) Γενικά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολογεί την απόφαση του και απλά καταγράφει ευρήματα μετά την επανάληψη μαρτυρίας την οποία και δεν αποδίδει όπως ακριβώς εδόθη στην πραγματικότητα.

Για τη θεμελίωση των όσων αναφέρονται στην παραγ. (α) πιο πάνω ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων 3 και 4 μας παρέπεμψε σε αποσπάσματα της μαρτυρίας των Μ.Υ. Μαυρέλλη, Γαλαταριώτη και Κακοφεγγίτη.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για μη σωστή παράθεση της μαρτυρίας, καθώς έχουμε ήδη αναφέρει, το πρωτόδικο δικαστήριο επέλεξε να παραθέσει πολύ περιληπτικά μερικά από τα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα. Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο σ΄ αυτή την προσέγγιση. Δεν υπάρχει άκαμπτο πρότυπο συγγραφής αποφάσεων. Περαιτέρω: Η περίληψη της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα στον οποίο έχουν αναφερθεί οι εφεσείοντες αποδίδει σε γενικές γραμμές μέρος των όσων είπαν οι συγκεκριμένοι μάρτυρες. Δεν απέχει ή δεν διϊσταται από την ουσία της μαρτυρίας.

Αναφορικά με την εισήγηση ότι ο τρόπος με τον οποίο έχει παρατεθεί η μαρτυρία έχει οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς την αξιολόγηση της και ως προς την αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα πρέπει να υποδείξουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιλαμβάνει κάθε πτυχή της μαρτυρίας αλλά εκείνη που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα (Βλ. Σωτηρίου κ.α. ν. Stelios Stylianides (Holdings) Ltd κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 9820/22.3.2000). Ο σχολιασμός της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων δεν είναι απαραίτητος (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Tiba Publishing Ltd, Πολιτική ΄Εφεση 9441/22.10.98). Δεν είναι απαραίτητο να αξιολογείται ξεχωριστά η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα ούτε και να γίνεται αναφορά σε κάθε σημείο που αναφέρεται στη μαρτυρία (Βλ. Paphos Stone Estates v. Ζαβρού κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 9888/14.10.98).

Αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο επί των επιδίκων θεμάτων, όπως τα είχε προσδιορίσει, βρίσκουν έρεισμα στο σύνολο της μαρτυρίας, την οποία θεώρησε αξιόπιστη.

Εκτός από το εύρημα το οποίο έκαμε αναφορικά με τις δύο συμφωνίες το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε και τα εξής ευρήματα:

“1. Ο ενάγων εκτός από υπηρεσίες μηχανογράφησης προσέφερε και άλλου είδους υπηρεσίες στους εναγομένους 2 και 3 και/ή στον εναγόμενο 4 αφού ο ενάγων ενεργούσε ως αντιπρόσωπος ιδιοκτητών (owner’s representative) στις σχέσεις των ιδιοκτητών με τους διαχειριστές του ξενοδοχείου.

2. Προσέφερε, επίσης, και υπηρεσίες κατά την προσπάθεια εξεύρεσης αγοραστών του ξενοδοχείου MERIDIEN των εναγομένων 2 και/ή δανείου μέσα στα πλαίσια των οποίων υπηρεσιών του ο ενάγων ταξίδεψε και στο εξωτερικό όπως Ολλανδία, Ζυρίχη και Λονδίνο.

3. Ο ενάγων προσέφερε ακόμα υπηρεσίες για τις συζητήσεις των αγωγών που είχαν εγερθεί είτε εναντίον μιας ή περισσοτέρων από τις εναγόμενες εταιρείες, είτε εκ μέρους των εταιρειών εναντίον άλλων εταιρειών.”

Παρατηρούμε: Τα πρώτα δύο ευρήματα βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία των μαρτύρων στην οποία μας παρέπεμψαν οι εναγόμενοι 3 και 4 (Μαυρέλλη, Γαλαταριώτη και Κακοφεγγίτη) καθώς και στη μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης 2 (Makary). Οι πιο πάνω μάρτυρες δεν αντέκρουσαν στην ουσία τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.

Το τρίτο εύρημα βρίσκει έρεισμα, ανάμεσα σ΄ άλλα, σε διάφορα τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν εκ συμφώνου καθώς και στη μαρτυρία της υπεράσπισης.

Εφόσον τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία της υπεράσπισης καθώς και στα τεκμήρια που κατατέθηκαν εκ συμφώνου δεν βλέπουμε πως έχει επηρεαστεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας από τον τρόπο παράθεσης της.

Αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας του εναγομένου 4 ο οποίος ήταν και ο ουσιώδης μάρτυρας των εναγομένων το πρωτόδικο δικαστήριο, που είχε την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες, για τους λόγους που εξήγησε δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του. Εξήγησε - ορθά - ότι οι άλλοι μάρτυρες δεν ήταν παρόντες κατά τη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών. Η μαρτυρία τους σε σχέση με τις υπόλοιπες πτυχές της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, δεν αφίσταται ουσιωδώς της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Κατά συνέπεια οποιοσδήποτε σχολιασμός της και ο τρόπος παράθεσης της δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εναγομένου 4.

Πρέπει συναφώς να υπενθυμίσουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, Πολιτική ΄Εφεση 9041/29.5.97 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Πολιτική ΄Εφεση 9117/18.4.97).

΄Εχουμε εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές και τις εισηγήσεις των εναγομένων 3 και 4. ΄Εχουμε την άποψη πως δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση μας στα ευρήματα τα οποία έχει κάμει το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αναφορικά με τα όσα αναφέρονται στις παραγ. (β) και (γ) του πρώτου λόγου της έφεσης (παρατίθενται στη σελ. 9, πιο πάνω) πρέπει να υποδείξουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε σε κανένα στάδιο αναξιόπιστο τον εφεσίβλητο. ΄Εκρινε ότι λόγω μερικών ενεργειών του νομικά δεν δικαιούται να ισχυρίζεται ότι η ημερομηνία τερματισμού των υπηρεσιών του είναι άλλη από την 31.3.94 “έστω και αν προσέφερε υπηρεσίες τόσο τον Απρίλη όσο και τον Μάϊο του 1994”.

Αναφορικά με την παραγ. (δ) του πρώτου λόγου της έφεσης (παρατίθεται στη σελ. 9, πιο πάνω), με την οποία οι εναγόμενοι παραπονούνται ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη στην Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39 το θέμα της αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων τέθηκε ως εξής:

“Οι αρχές που διέπουν την αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή αναφορά σε κάθε πτυχή της. ΄Οτι απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του δικαστηρίου. (Βλ. μεταξύ άλλων Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235 και Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540).”

(Βλ. και Chr. Zannettos Constructions Ltd v. Phoenix Constructions Ltd, Πολιτική ΄Εφεση 8523/15.5.98).

Από την εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης στο σύνολο της προκύπτει ότι αυτή περιέχει όλα τα συστατικά στοιχεία μιας δεόντως αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης. ΄Επεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εναγόμενοι 3 και 4 παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έλαβε δικαστική γνώση αναφορικά με την έννοια της φράσης “οικονομική ανάκαμψη” που αποτελούσε όρο της “ισχυριζόμενης υπό του ενάγοντος συναφθείσης συμφωνίας αναφορικά με τον χρόνο καταβολής του επίδικου ποσού και περαιτέρω χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη μαρτυρία κατέληξε στο εύρημα ότι επήλθε οικονομική ανάκαμψη”.

Οι εναγόμενοι 3 και 4 ισχυρίσθηκαν ότι το τί αποτελεί οικονομική ανάκαμψη δεν αφορά γεγονός που είναι πασίγνωστο σε βαθμό που να αποτελεί κοινή γνώση ούτως ώστε να μπορεί το δικαστήριο να λάβει δικαστική γνώση γι΄ αυτό. Ο “ενάγοντας δεν απέδειξε με τη μαρτυρία που προσέφερε, οικονομική ανάκαμψη των εναγομένων και κατ΄ επέκταση την εκπλήρωση του όρου της ισχυριζόμενης από αυτόν συμφωνίας. Ενώ αντίθετα οι εναγόμενοι προσέφεραν μαρτυρία που καταδεικνύει ότι δεν ανέκαμψαν οικονομικά αλλά αντιθέτως εξακολουθούν να έχουν μεγάλες ζημιές που δεν εκαλύφθησαν από την πώληση των μετοχών της εναγομένης εταιρείας 2 μαρτυρία δε η οποία δεν αμφισβητήθηκε από τον ενάγοντα και/ή δεν αντικρούσθηκε”.

Με την επίδικη κατάληξη του το πρωτόδικο δικαστήριο (έχει παρατεθεί στις σελ. 6-8, πιο πάνω) έλαβε υπόψη τη γραμματική ερμηνεία του όρου. ΄Εκρινε ότι με το να μειωθούν ουσιωδώς τα χρέη μιας επιχείρησης αυτό συνιστά οικονομική ανάκαμψη. Δεν είναι απαραίτητο η φράση αυτή να εννοεί τη δημιουργία κερδών σε σύγκριση με τις ζημιές μιας επιχείρησης. “Εφόσον - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - με την πώληση του ξενοδοχείου τα χρέη της εναγόμενης 2 και κατ΄ επέκταση των εναγομένων 3, που ήταν η μητρική εταιρεία, είχαν μειωθεί ουσιωδώς, τότε η συμφωνία μπορούσε, έστω και με κάποια δυσκολία να χαρακτηρισθεί ότι ήταν σαφής και κατ΄ επέκταση έγκυρη”.

Η σχετική με το πιο πάνω θέμα μαρτυρία ήταν εκείνη του εφεσίβλητου. Την καταγράφουμε:

“Ε. Ανέκαμψε το group εταιρειών όπως λέεις ότι ήταν η συμφωνία σας όταν πωλήθηκαν οι μετοχές;

Α. Σίγουρα ανέκαμψε και σίγουρα θα έλεγα ότι είναι και αυτό σχετικό. ΄Οταν είσαι προ καταστροφής και να

χάσεις 50.000.000 και αντί αυτού χάνεις 20.000.000

είναι αυτή μια τεράστια ανάκαμψη και όχι καταστροφή.

Επίσης θέλω να πω ότι για τα υπόλοιπα 20.000.000

υπήρξε διαγραφή αυτών των οφειλών, οπότε ναι υπήρξε οικονομική ανάκαμψη, εξ ου και έμεινε υπόλοιπο 1.000.000 δολλαρίων περίπου μετά την

ολοκλήρωση της συμφωνίας και οι εναγόμενοι 3

πήραν μεγάλο μέρος στις μετοχές στις εταιρείες

του κ. Γαλαταριώτη.”

Από την άλλη υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία από τους μάρτυρες υπεράσπισης, των οποίων η μαρτυρία κρίθηκε αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία:

(α) Οι εναγόμενοι 2, οι οποίοι έχουν και την ιδιοκτησία του ξενοδοχείου,

“πραγματοποιούν ζημιές ετησίως” (βλ. μαρτυρία του Μ.Υ. Γαλαταριώτη

στις σελ. 381-382).

(β) Η πράξη πώλησης των μετοχών των εναγομένων 2 ήταν κερδοφόρα για

τους αγοραστές των μετοχών (βλ. μαρτυρία του Μ.Υ. Κακοφεγγίτη).

(γ) Τα οικονομικά αποτελέσματα της πώλησης των μετοχών της εταιρείας

που ήταν ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου ήταν “μεγάλη απώλεια, τεράστια

απώλεια” (βλ. μαρτυρία του Μ.Υ. Makary).

Σύμφωνα με το επίμαχο μέρος της παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως (παρατίθεται στη σελ. 3, πιο πάνω) το ποσό των δολλαρίων Η.Π.Α. 50.000 θα πληρωνόταν “άμα τη οικονομική ανακάμψει των εναγομένων 2 και/ή του εν λόγω συγκροτήματος εταιρειών, ποσόν το οποίον οι εναγόμενοι 3 και 4 ηγγυήθησαν όπως εν πάση περιπτώσει θα κατέβαλλαν προς τον ενάγοντα αφ΄ εαυτών άμα τη ανακάμψει της οικονομικής των καταστάσεως”.

Με βάση λοιπόν τη γραμματική ερμηνεία του όρου και την αρχή ότι τα δικαστήρια “στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν μια σύμβαση θα πρέπει, εκεί που τούτο είναι δυνατό, να φροντίζουν να διασώζουν αυτή, και όχι να κηρύττουν αυτή άκυρη, εκτός αν αυτή η κατάληξη είναι αναπόφευκτη ενόψει της αοριστίας και/ή ασάφειας που υπάρχει” το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η συμφωνία της παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως ήταν σαφής.

Πράγματι η νομολογία στην οποία έχει αναφερθεί το πρωτόδικο δικαστήριο (βλ., ανάμεσα σ΄ άλλα, Saab and Another v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499 και Petrou v. Petrou (1978) 1 C.L.R. 257) υπαγορεύει ότι τα δικαστήρια πρέπει να φροντίζουν να διασώζουν μια συμφωνία (βλ. και Chitty on Contract, 27η έκδοση, παραγ. 2-100).

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το θέμα με βάση το σύνολο της ενώπιον του αξιόπιστης μαρτυρίας στην οποία έχουμε αναφερθεί πιο πάνω. Υιοθέτησε μια μονόπλευρη αντιμετώπιση του θέματος με το να λάβει υπόψη μόνο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Αυτό που έπρεπε πρωτίστως να είχε εξετάσει το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν η σαφήνεια του σχετικού όρου αλλά κατά πόσο είχε αποδειχθεί επαρκώς η οικονομική ανάκαμψη. ΄Επρεπε να είχε εξετάσει το σύνολο των οικονομικών δεδομένων των εναγομένων εταιρειών κατά το στάδιο σύναψης της επίδικης συμφωνίας, σε σύγκριση με τα οικονομικά δεδομένα τους κατά το χρόνο της καταχώρισης της αγωγής. Τέτοια εξέταση δεν είχε λάβει χώραν. Εξετάστηκε μόνο η μαρτυρία του εφεσίβλητου. Παραγνωρίστηκε η πιο πάνω μαρτυρία της πλευράς των εναγομένων.

΄Εχουμε την άποψη πως στην απουσία μαρτυρίας, αναφορικά με το σύνολο των οικονομικών δεδομένων των εναγομένων, η μείωση των χρεών από μόνη της δεν ισοδυναμεί κατ΄ ανάγκη με οικονομική ανάκαμψη τους. Η θετική αντίκρυση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου δεν δικαιολογούσε συμπέρασμα για οικονομική ανάκαμψη με τη συνήθη έννοια του όρου. Οι υποχρεώσεις των εναγομένων συνέχισαν να αυξάνονται δοθέντος ότι παρέμειναν χρέη ανερχόμενα σε σεβαστά ποσά. ΄Επεται πως η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για οικονομική ανάκαμψη ήταν εσφαλμένη.

Η κατάληξη μας για την εσφαλμένη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου εκθεμελιώνει το σχετικό εύρημα για την τεκμηρίωση της οικονομικής ανάκαμψης. ΄Επεται πως εσφαλμένα έχει επιδικασθεί το ποσό των δολλαρίων Η.Π.Α. 50.000, αντικείμενο της παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως.

Η πιο πάνω κατάληξη μας αναφέρεται αποκλειστικά στην αξίωση, αντικείμενο της παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως. Η πληρωμή του ποσού, αντικείμενο της παραγ. 13, δεν υπέκειτο αποκλειστικά στην οικονομική ανάκαμψη των εναγομένων. ΄Οπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο το ποσό ήταν πληρωτέο και “άμα τη ολοκληρώσει της πωλήσεως των μετοχών”.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης οι εναγόμενοι 3 και 4 αμφισβητούν το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος 4 “ευθύνεται προσωπικά για την απαίτηση του ενάγοντος”. Διατείνονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο πιο πάνω εύρημα παρά τις πρόνοιες του άρθρου 190 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, βασιζόμενο στον ουσιώδη διοικητικό ρόλο που διαγραμμάτιζε ο εναγόμενος 4 σε όλες τις εναγόμενες εταιρείες. Παρόλο που δεν είχε ενώπιον του οποιαδήποτε μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι ο εναγόμενος 4 κατά τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσε και υπό την προσωπική του ιδιότητα “εν τούτοις εσφαλμένα ευρίσκει και προσωπική ευθύνη αυτού αναφορικά με τις απαιτήσεις του ενάγοντος για το λόγο ότι δεν φαίνεται με σαφήνεια πότε ενεργούσε εκ μέρους της μιας και πότε της άλλης εταιρείας εννοώντας βέβαια τις εναγόμενες εταιρείες”.

Οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε προσωπικά υπεύθυνο τον εναγόμενο 4 φαίνονται στο πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης του:

“Με απασχόλησε πιο πάνω το ερώτημα κατά πόσο ο εναγόμενος αρ. 4 έχει προσωπικά κι΄ ο ίδιος ευθύνη ενόψει των προνοιών του άρθρου 190 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 με την έννοια ότι αν αποκάλυψε στον ενάγοντα εκ μέρους ποιάς εταιρείας ενεργούσε, τότε κανονικά ο ίδιος δεν πρέπει να έχει προσωπική ευθύνη (Βλ. μεταξύ άλλων Holiday Tours Ltd v. Γεωργίου Α. Κούτα κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766 και Ιάκωβου Γεωργιάδη ν. The Bernoulli Trading Co. Ltd (1994) 1 A.A.Δ. 629, σελ. 632). Εδώ ο ισχυρισμός του ενάγοντα, όπως τον έχω δεχθεί, ήταν ότι ο εναγόμενος αρ. 4 υποσχέθηκε την πληρωμή των ποσών που φαίνονται στις παραγ. 11 και 13 της έκθεσης απαίτησης τόσο από την εναγομένη αρ. 3 όσο και από τον ίδιο τον εναγόμενο αρ. 4, δηλαδή ανέλαβε κι΄ ο εναγόμενος αρ. 4 προσωπική ευθύνη. Επίσης ενόψει της μαρτυρίας του εναγομένου αρ. 4 ότι ο χρηματοδότης όλων των εταιρειών ήταν η εναγόμενη αρ. 3 η οποία ήταν το ‘παν’ όπως το είπε, και που έτρεφε με γάλα τις υπόλοιπες δυο εταιρείες και ενόψει του ουσιώδους διοικητικού ρόλου που διαδραμάτιζε ο εναγόμενος 4 σε όλες τις εταιρείες ούτως ώστε να μην φαίνεται με σαφήνεια πότε ενεργούσε εκ μέρους της μιας και πότε της άλλης, καταλήγω ότι είναι κι΄ ο ίδιος ο εναγόμενος αρ. 4 υπεύθυνος, παρά τις πρόνοιες του άρθρου 190 του Κεφ. 149.”

 

 

Η σχετική εισήγηση των εναγομένων 3 και 4 παραγνωρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος 4 υποσχέθηκε την πληρωμή των ποσών που φαίνονται στις παραγ. 11 και 13 τόσο από την εναγόμενη 3 όσο και από τον ίδιο προσωπικά. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης η οποία είχε σαν έρεισμα τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, η οποία έγινε δεκτή, η επίδικη κατάληξη για την προσωπική ευθύνη του εναγομένου 4 δεν κρίνεται εσφαλμένη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τον τέταρτο - και τελευταίο - λόγο της έφεσης οι εναγόμενοι 3 και 4 παραπονούνται ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν “είναι αιτιολογημένη και/ή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη”.

΄Εχουμε ήδη αποφανθεί, κατά την εξέταση του πρώτου λόγου της έφεσης (βλ. σελ. 12-13, πιο πάνω) ότι η πρωτόδικη απόφαση τυγχάνει δεόντως αιτιολογημένη και δεν παρίσταται ανάγκη να επανέλθουμε επί του θέματος. Για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Η έφεση επιτυγχάνει και επιτρέπεται μερικώς. Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που σχετίζεται με την επιδίκαση του ποσού των δολλαρίων Η.Π.Α. 50.000 (βλ. παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως) παραμερίζεται. Επιδικάζεται υπέρ των εφεσειόντων (εναγομένων 3 και 4) και εναντίον του εφεσίβλητου το 1/2 των εξόδων της έφεσης. Η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα εναντίον των εναγομένων 3 και 4 παραμένει, προσαρμοσμένη, όμως, στην κλίμακα του επικυρωθέντος, με την έφεση, ποσού των δολλαρίων Η.Π.Α. 50.000.

 

Η ΄Εφεση 10547 - (των εναγομένων 2):

΄Οπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 8, πιο πάνω) εναντίον των εναγομένων 2 έχει εκδοθεί απόφαση σε σχέση με το ποσό των δολαρίων Η.Π.Α. 50.000 το οποίο αναφέρεται στην παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως. Το μέρος αυτό της πρωτόδικης απόφασης έχει παραμεριστεί στην ΄Εφεση 10525 σαν αποτέλεσμα της επιτυχίας του δεύτερου λόγου της έφεσης (βλ. σελ. 15, πιο πάνω).

Η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει αμφισβητηθεί από τους εναγομένους 2 με τον πέμπτο λόγο της ΄Εφεσης 10547. Υποστηρίχθηκε ότι δεν επιτρεπόταν στο πρωτόδικο δικαστήριο από την μια να δέχεται ότι η συμφωνία δεν διατυπώθηκε με την δέουσα σαφήνεια, ενώ από την άλλη να προχωρεί και να επιδικάζει αποζημιώσεις στη βάση της.

Ακόμη - συνεχίζει η εισήγηση των εναγομένων 2 - “και να υιοθετείτο η αρχή της γραμματικής ερμηνείας, όπως φαίνεται ότι έκανε το πρωτόδικο δικαστήριο, εντούτοις το Δικαστήριο δεν μπορούσε να βοηθηθεί με οποιοδήποτε τρόπο γιατί με την αρχή αυτή μπορούσε να καταλήξει σε διάφορες ερμηνείες και το έργο του Δικαστηρίου δεν ήταν να διαλέξει μια από αυτές”. Για τους λόγους που εξηγήσαμε στην ΄Εφεση 10525 ο σχετικός λόγος της έφεσης ευσταθεί και στην ΄Εφεση 10547. Η πρωτόδικη κατάληξη για την επιδίκαση ποσού δολαρίων Η.Π.Α. 50.000 εναντίον των εναγομένων 2 (βλ. παραγ. 11 της έκθεσης απαιτήσεως) παραμερίζεται.

Εν όψει του πιο πάνω συμπεράσματος μας η εξέταση των υπόλοιπων λόγων της έφεσης καθίσταται αχρείαστη.

Η ΄Εφεση 10547 επιτυγχάνει και επιτρέπεται. Η εκκαλούμενη απόφαση εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 2 παραμερίζεται με έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο