Σταύρου Φραγκέσκου κ.α. ν. Χριστίνας Γεωργίου Γρηγορίου (2000) 1 ΑΑΔ 1765 Σταύρου Φραγκέσκου κ.α. ν. Χριστίνας Γεωργίου Γρηγορίου, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10712., 3 Νοεμβρίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1765

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10712.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

1. Σταύρου Φραγκέσκου,

2. Μαρίας Παναγή Χριστοφόρου,

σύζυγος Σταύρου Φραγκέσκου, εξ Αγγλίας

Εφεσειόντων-Εν αγομένων

και

Χριστίνας Γεωργίου Γρηγορίου,

Εφεσίβλητης-Εν άγουσας.

_________________

3 Νοεμβρίου, 2000.

Για τους εφεσείοντες: Θ. Θωμά.

Για την εφεσίβλητη: Ευγ. Ερωτοκρίτου.

___________________

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με κλητήριο, ειδικώς οπισθογραφημένο, που καταχωρήθηκε στις 11.8.97, η εφεσίβλητη-ενάγουσα (η εφεσίβλητη) αξίωσε εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων (οι εφεσείοντες) ποσό της τάξεως Λ.Κ. 28.630 δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου. Επειδή οι εφεσείοντες ήταν κάτοικοι Αγγλίας η εφεσίβλητη εξασφάλισε άδεια για επίδοση του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας δυνάμει της Δ.6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, με το δικαιολογητικό ότι η βάση αγωγής προέκυψε εντός της δικαιοδοσίας, αλλά οι εφεσείοντες ήσαν κατά τον χρόνο έκδοσης του κλητηρίου εκτός Κύπρου. Εξασφαλίσθηκε, ταυτόχρονα, με βάση τη Δ.5 και διάταγμα υποκατάτατης επίδοσης στους εφεσείοντες με διπλοσυστημένη επιστολή. Η προσπάθεια επίδοσης απέτυχε. ΄Εγινε και δεύτερη προσπάθεια αλλά απέβει και αυτή ανεπιτυχής. Εξασφαλίσθηκε και νέο διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, εκτός και πάλι δικαιοδοσίας, στον αδελφό της εφεσείουσας 2 στην Αγγλία και πάλι χωρίς επιτυχία.

Εν όψει των πιο πάνω ανεπιτυχών προσπαθειών η εφεσίβλητη κατέθεσε νέα αίτηση στις 18.6.98 για υποκατάστατη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στη μητέρα της εφεσείουσας 2 η οποία διαμένει στο Μαζωτό της Επαρχίας Λάρνακας. Το διάβημα έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο και η αγωγή καθώς και το εκδοθέν προσωρινό συντηρητικό διάταγμα επεδόθη πράγματι στις 7.8.98 στη μητέρα της εφεσείουσας 2, η οποία αρνήθηκε να υπογράψει το σχετικό έγγραφο. Η υποκατάστατη αυτή επίδοση φαίνεται να είχε ως αποτέλεσμα την κινητοποίηση των εφεσειόντων. Οι τελευταίοι κατεχώρησαν αίτηση με την οποία επεδίωξαν την ακύρωση και τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος καθώς και την ακύρωση και παραμερισμό της επίδοσης αυτού προς τους εφεσείοντες μέσω της μητέρας της εφεσείουσας 2.

΄Ηταν η βασική τους θέση ότι η εφεσίβλητη πριν την καταχώριση της αγωγής είχε λάβει άδεια, ως έπρεπε, για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος λόγω της διαμονής των εφεσειόντων εκτός της Κυπριακής δικαιοδοσίας. Η ανεπιτυχής, όμως, προσπάθεια επίδοσης δεν δικαιολογεί κατά το συνήγορο τους και την υποκατάστατη επίδοση εντός της Δημοκρατίας με βάση τις αυθεντίες στις υποθέσεις Philippou v. Philippou (1986) 1 C.L.R. 689 και Myerson v. Martin (1979) 1 W.L.R. 1390. Από τη στιγμή που οι εφεσείοντες ήταν κατά την έγερση της αγωγής κάτοικοι εξωτερικού, δεν παρείχετο η δυνατότητα υποκατάστατης επίδοσης σε άτομα εντός της Κυπριακής επικράτειας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στη Νομολογία που καθόρισαν οι υποθέσεις Philippou και Μyerson (πιο πάνω) γιατί:

(α) Η εφεσίβλητη είχε εξασφαλίσει έγκριση για επίδοση του κλητήριου εκτός

δικαιοδοσίας, και είχε, ταυτόχρονα, εξασφαλίσει και διάταγμα για υπο-

κατάστατη επίδοση.

(β) Η εφεσίβλητη αφού αρχικά έλαβε όλα τα αναγκαία και νόμιμα διαβήματα

για επίδοση στο εξωτερικό, συνάντησε την άρνηση ή εσκεμμένη

προσπάθεια αποφυγής της λήψης της διπλοσυστημένης επιστολής

που στάληκε δύο φορές στους ίδιους τους εφεσείοντες και μια στον

αδελφό της εφεσείουσας 2.

Με τέτοια δεδομένα - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - είναι εφικτό να διαταχθεί υποκατάστατη επίδοση εντός δικαιοδοσίας όταν αποδεικνύεται ή υπάρχει ισχυρή ένδειξη ότι ο εναγόμενος αποφεύγει την επίδοση. Σκοπός είναι, πάντοτε μέσα βέβαια από τις ορθές διαδικασίες, η αγωγή να γνωστοποιηθεί δεόντως στον εναγόμενο. Η αδυναμία προσωπικής επίδοσης από τη μια και η καλή πιθανότητα να μαθευτεί από τον εναγόμενο από την άλλη, αποτελούν τα κριτήρια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας για υποκατάστατη επίδοση με εκείνη τη μέθοδο που παρουσιάζεται μέσα από τα γεγονότα ως προσφορότερη υπό τις περιστάσεις. Υπό το φως της μαρτυρίας που έχει δοθεί μέσα από την αίτηση και ένσταση αλλά και της προφορικής - κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο - αποτελεί εύλογο συμπέρασμα η κρίση ότι η μητέρα της εφεσείουσας 2 είναι το κατάλληλο πρόσωπο προς το οποίο μπορούσε να επιτευχθεί η υποκατάστατη επίδοση, ιδιαίτερα τη στιγμή που διαφάνηκε ότι υπάρχει επαφή με τους εφεσείοντες οι οποίοι και αποφεύγουν την επίδοση ή εν πάση περιπτώσει παρά τις πολλαπλές προσπάθειες δεν κατέστη πρακτικώς εφικτό να λάβουν γνώση της αγωγής.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση γιατί “η περίπτωση δεν είναι πρέπουσα για ακύρωση του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης στη μητέρα των εναγομένων εντός δικαιοδοσίας”.

Η έφεση.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κλητήριο ένταλμα της αγωγής “μπορούσε να επιδοθεί στους εφεσείοντες με υποκατάστατη επίδοση σε πρόσωπο που βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου”. Με κύριο έρεισμα τις αποφάσεις στις υποθέσεις Philippou και Myerson (πιο πάνω) υπέβαλαν ότι εφόσον κατά την έκδοση του κλητηρίου εντάλματος ευρίσκονταν εκτός δικαιοδοσίας του δικαστηρίου δεν μπορούσε να γίνει υποκατάστατη επίδοση σε πρόσωπο που βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας.

Στη Philippou (πιο πάνω) ο εναγόμενος ήταν κάτοικος Αυστραλίας. Είχε εξασφαλισθεί, δυνάμει της Δ.9 θ.5, άδεια για υποκατάστατη επίδοση αίτησης για διατροφή της συζύγου του και των τριών ανηλίκων τέκνων του με διπλοσυστημένη επιστολή στη διεύθυνση του στην Αυστραλία. Δεν είχε όμως εξασφαλισθεί άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, όπως προβλέπεται από την πιο πάνω Δ.6.

Κατά την ακρόαση της αίτησης ο καθ΄ ου η αίτηση υποστήριξε ότι το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση και ότι η αίτηση δεν του είχε επιδοθεί δεόντως. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις του.

Στην έφεση το Εφετείο έθεσε το εξής ερώτημα: “Εφόσον δεν είχε επιδιωχθεί άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας μπορούσε να επιτραπεί υποκατάστατη επίδοση;”.

Το Εφετείο έδωσε αρνητική απάντηση στο ερώτημα. ΄Εκρινε ότι:

“Η Δ.6 δεν συνεπάγεται ένα απλό θέμα διαδικασίας αλλά επέκταση της δικαιοδοσίας. Δεν μπορεί να γίνει υποκατάστατη επίδοση εντός της δικαιοδοσίας εάν, κατά το χρόνο της έκδοσης του κλητηρίου, δεν μπορούσε κατά το νόμο να επιτευχθεί έγκυρη προσωπική επίδοση γιατί ο εναγόμενος δε βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας (Porter v. Freudenberg (1915) 1 K.B. 857, 887-888).”

 

Αφού έκαμε αναφορά στη Myerson (πιο πάνω), στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, το Εφετείο κατέληξε ως εξής:

“Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής καλώς εγνώριζε ότι ο καθ΄ ου η αίτηση ήταν εκτός δικαιοδοσίας κατά το χρόνο της έκδοσης του κλητηρίου εντάλματος αλλά δεν έκαμε χρήση της Δ.6. Η επίδοση της κλήσης με υποκατάστατη επίδοση στην παρούσα υπόθεση με διάταγμα δυνάμει της Δ.5 θ.9 δεν ήταν απλώς παράτυπη αλλά άκυρη.”

Βλέπουμε λοιπόν πως ο μοναδικός λόγος της πιο πάνω κατάληξης του Εφετείου ήταν η παράλειψη της αιτήτριας να εξασφαλίσει άδεια για επίδοση της αίτησης εκτός δικαιοδοσίας, δυνάμει της Δ.6.

Στη Myerson (πιο πάνω) ο ενάγων πέτυχε υποκατάστατη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εντός της δικαιοδοσίας σε εναγόμενο που βρισκόταν εκτός δικαιοδοσίας κατά το χρόνο της έκδοσης του. Ο ενάγων δεν είχε εξασφαλίσει άδεια για επίδοση εκτός της δικαιοδοσίας, δυνάμει της Αγγλικής Δ.11 θ.1 η οποία αντιστοιχεί με τη δική μας Δ.6 και όπως παρατηρείται στην απόφαση του Εφετείου (σελ. 1392) θα ήταν αμφίβολο κατά πόσο θα μπορούσε να εξασφαλίσει τέτοια άδεια γιατί οι επίδικες πράξεις είχαν λάβει χώραν εκτός δικαιοδοσίας.

Το Εφετείο έκρινε ότι (βλ. σύνοψη της απόφασης στη σελ. 1390):

“(Per Waller and Eveleigh L.JJ.) - that although R.S.C., Ord. 65, r. 4(1) gave the court a discretion to allow substituted service where the defendant was out of the jurisdiction at the time of the issue of the writ, it was a discretion which had to be exercised so as to avoid conflict with R.S.C., Ord. 11, r.1; and that, since the defendant was outside the jurisdiction when the writ was issued and the case did not come within any of the cases listed in R.S.C., Ord. 11, r. 1, no order for substituted service should be made.

Per Lord Denning M.R.: Since the defendant was outside the jurisdiction at the time the writ was issued, no order for substituted service could be made”.

Σε μετάφραση:

“(Απόφαση Waller και Eveleigh - Παρόλο ότι η Δ.65 θ.4(1) χορήγησε διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να επιτρέψει υποκατάστατη επίδοση οσάκις ο εναγόμενος βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας κατά το χρόνο έκδοσης του κλητηρίου εντάλματος αυτή ήταν διακριτική ευχέρεια η οποία έπρεπε να ασκείται με τρόπο που θα απέφευγε τη σύγκρουση με τη Δ.11 θ.1. και εφόσο ο εναγόμενος βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας και η υπόθεση δεν ήταν μια από τις υποθέσεις που καταγράφονται στη Δ.11 θ.1 δεν μπορούσε να διαταχθεί υποκατάστατη επίδοση.

Απόφαση Lord Denning, M.R.: Εφόσο ο εναγόμενος βρισκόταν εκτός δικαιοδοσίας δεν μπορούσε να διαταχθεί υποκατάστατη επίδοση.”

Παρατηρούμε ότι και στην Myerson (πιο πάνω) αυτό που οδήγησε στην ακύρωση του διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση ήταν η αποφυγή σύγκρουσης με τη Δ.11 θ.1, η οποία αντιστοιχεί με τη δική μας Δ.6.

Στο Supreme Court Practice 1999, σελ. 1293, υποδεικνύεται με αναφορά στην Western etc. Building Society v. Rucklidge (1905) 3 Ch. 472 ότι κατά την έκδοση διατάγματος για υποκατάσταση επίδοση σε πρόσωπο εκτός δικαιοδοσίας το είδος της επίδοσης που διατάσσεται δεν περιορίζεται σε επίδοση εκτός δικαιοδοσίας αλλά μπορεί να είναι υποκατάστατη επίδοση εντός δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, και με αναφορά στην Myerson (πιο πάνω), υποδεικνύεται - στην ίδια σελίδα - ότι η σχετική διακριτική ευχέρεια πρέπει να ασκείται με τρόπο που θα αποφεύγει σύγκρουση με τη Δ.11 θ.1.

Στο Annual Practice, 1960, σελ. 1977, με αναφορά στις υποθέσεις Fry v. Moore (1889) 23 Q.B.D. 395, Wilding v. Bean (1891) 1 Q.B. 100, De Bernales v. New York Herald (1893) 2 Q.B. 97 και Worcester City Banking Co. v. Firbank (1894) 1 Q.Β. 784 υποδεικνύεται ότι αν ο εναγόμενος ήταν εκτός δικαιοδοσίας κατά το χρόνο έκδοσης του κλητηρίου εντάλματος και δεν είχε δοθεί άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δεν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση.

Η Western etc Building Society (πιο πάνω) έτυχε εφαρμογής στην Karim v. Κονιδάρη (1994) 1 Α.Α.Δ. 36 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) στην οποία υποδείχθηκε (βλ. σελ. 40):

“΄Οπου συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υποκατάστατη επίδοση της διαδικασίας σε διάδικο εκτός δικαιοδοσίας αυτό μπορεί να συντελεσθεί και με επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εντός της δικαιοδοσίας (Βλ. Ford v. Shephard (1885) 34 W.R. 63 και Western etc., Building Society v. Rucklidge (1905) 2 Ch. D., 472).”

Αναφορικά με το θέμα της υποκατάστατης επίδοσης στην Karim (πιο πάνω) υποδείχθηκε ότι “το κύριο ερώτημα σε κάθε περίπτωση υποκατάστατης επίδοσης, όπως η λογική του πράγματος επιβάλλει, είναι κατά πόσο ο προσφερόμενος τρόπος θα θέσει κατά λογική προοπτική, αν όχι βεβαιότητα, το κλητήριο υπόψη του εναγομένου (Βλ. THE ANNUAL PRACTICE, 1960, Vol. 1, p. 133-134)”.

΄Οπως έχει ήδη αναφερθεί κύριο νομικό έρεισμα της εισήγησης του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων ήταν οι αποφάσεις στις υποθέσεις Philippou και Myerson (πιο πάνω). ΄Εχουμε την σαφή άποψη ότι οι υποθέσεις εκείνες διακρίνονται από την παρούσα γιατί σ΄ εκείνες τις υποθέσεις δεν είχε προηγηθεί άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Θεωρούμε ότι μόνο μετά την εξασφάλιση τέτοιας άδειας ένας διάδικος που βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας μπορεί να υποβληθεί στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων μας. Μετά από την εξασφάλιση τέτοιας άδειας είναι δυνατή και η υποκατάστατη επίδοση εντός δικαιοδοσίας σε περιπτώσεις όπου πληρούνται οι προϋποθέσεις που διέπουν τη χορήγηση διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση.

Στην παρούσα υπόθεση η εφεσίβλητη είχε εξασφαλίσει άδεια για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Είχαν, επομένως, θεμελιωθεί οι προϋποθέσεις για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να επιτευχθεί επίδοση με υποκατάστατη επίδοση τόσο εντός όσο και εκτός της δικαιοδοσίας (Βλ. Western etc. Building Society και Karim, πιο πάνω).

Η κατάληξη μας αυτή σφραγίζει τη μοίρα του πρώτου λόγου της έφεσης, ο οποίος απορρίπτεται.

Παραμένουν για εξέταση οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης με τους οποίους οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα των πιο κάτω συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου:

(α) ΄Οτι οι εφεσείοντες αποφεύγουν την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος.

(β) ΄Οτι η μητέρα της εφεσείουσας 2 ήταν το κατάλληλο πρόσωπο “προς το

οποίο μπορούσε να επιτευχθεί η υποκατάστατη επίδοση”.

Για την επίδικη κατάληξη του που αναφέρεται στην παραγ. (α) το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη μαρτυρία σύμφωνα με την οποία είχαν επιστραφεί οι αποδείξεις του ταχυδρομείου και ότι το κλητήριο παρελήφθη την μιά φορά από άγνωστο άτομο και την άλλη δεν ζητήθηκε, η οποία - μαρτυρία - παρέμεινε χωρίς αμφισβήτηση.

Με βάση την πιο πάνω μαρτυρία θεωρούμε ότι το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ήταν μόνο εύλογο αλλά ήταν το μόνο εύλογο συμπέρασμα στο οποίο θα μπορούσε να καταλήξει. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Για την επίδικη κατάληξη του, αντικείμενο της παραγ. (β) πιο πάνω, το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη προφορική μαρτυρία σύμφωνα με την οποία η μητέρα της εφεσείουσας 2, προς την οποία έγινε υποκατάστατη επίδοση εντός δικαιοδοσίας, είχε συχνή επαφή με τη θυγατέρα της και το γαμπρό της στην Αγγλία. ΄Εκρινε ότι πράγματι υπήρχε αυτή η σχέση και η επαφή μητέρας και θυγατέρας - γαμπρού είναι υπαρκτή. Ενδεικτικό μάλιστα - σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο - αυτού είναι και το ότι η αγωγή πρέπει να έφθασε στη γνώση των εφεσειόντων στην Αγγλία με δεδομένο ότι η αίτηση για παραμερισμό τιτλοφορείται ως καταχωρηθείσα εκ μέρους τους και όχι από την ίδια τη μητέρα της εφεσείουσας 2.

Το θέμα της υποκατάστατης επίδοσης διέπεται από τη Δ.5 θ.9 η οποία παρέχει διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να επιτρέψει υποκατάστατη επίδοση στις περιπτώσεις όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι δυνατό να γίνει έγκυρη επίδοση με τον τρόπο που προβλέπεται από τη Δ.5 θ.2.

Μοναδικός σκοπός της επίδοσης είναι η παροχή ειδοποίησης στην άλλη πλευρά για να ενημερωθεί και να είναι σε θέση να αντικρούσει εκείνο που επιδιώκεται εναντίον της (Βλ. Annual Practice 1960, σελ. 102). Οι πρόνοιες της Δ.5 θ.9 έχουν πολύ ευρεία εφαρμογή και παρέχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο (βλ. Porter v. Freudenberg (1915) 1 K.B. 857). ΄Οπως λέχθηκε στην Karim (πιο πάνω) το κύριο ερώτημα είναι κατά πόσο ο προσφερόμενος τρόπος θα θέσει κατά λογική προοπτική, αν όχι βεβαιότητα, το κλητήριο υπόψη του εναγομένου. Στην κρινόμενη περίπτωση λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο θεωρούμε ότι η κρίση του ότι η μητέρα της εφεσείουσας 2 ήταν το κατάλληλο πρόσωπο προς το οποίο μπορούσε να επιτευχθεί η υποκατάστατη επίδοση ήταν ορθή. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο