Επί τοις αφορώσι την αίτηση της TAVIRA SHIPPING TRADING SA (2000) 1 ΑΑΔ 1803 Επί τοις αφορώσι την αίτηση της TAVIRA SHIPPING TRADING S.A., Αίτηση αρ. 95/2000, 8 Νοεμβρίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1803

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Αίτηση αρ. 95/2000

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

 

Eπί τοις αφορώσι το ΄Αρθρον 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας

- και -

Επί τοις αφορώσι την αίτηση της TAVIRA SHIPPING & TRADING S.A. για άδεια καταχώρησης εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition και/ή Mandamus

- και -

Επί τοις αφορώσι το διάταγμα ημερομηνίας 7/9/00 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αίτηση με αριθμό 553/2000 του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για εγγραφή του διατάγματος ημερομηνίας 30/6/2000 του Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Σλοβενίας

__________

8 Νοεμβρίου, 2000

Για τους αιτητές: κ. Π. Βράχας

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές αξιώνουν άδεια για καταχώρηση ενταλμάτων certiorari, prohibition και mandamus. Με το ένταλμα certiorari αξιώνουν την παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αίτηση υπ΄ αρ. 553/2000, ημερ. 7.9.2000, με το οποίο ενεγράφη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας προς εκτέλεση διάταγμα του Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, ημερ. 30.6.2000. Και τα άλλα δύο προνομιακά εντάλματα, prohibition και mandamus, αναφέρονται στο ίδιο διάταγμα.

Σύμφωνα με την ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση οι αιτητές είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στη Λιβερία, με έδρα τη Μονρόβια. Ασχολούνταν με την εμπορία τροφίμων και καπνικών προϊόντων. Στα πλαίσια των εμπορικών τους δραστηριοτήτων διατηρούν τραπεζικούς λογαριασμούς στην Κύπρο και σε άλλες χώρες. Στα μέσα του Σεπτέμβρη του 2000, πληροφορήθηκαν από υπάλληλο της Τράπεζας Κύπρου στην οποία διατηρούν λογαριασμό, την ύπαρξη διατάγματος ημερ. 7.9.2000. Οι αιτητές εξασφάλισαν αντίγραφο του διατάγματος και των εγγράφων που το συνόδευαν, αλλά παρέλειψαν να τα θέσουν ενώπιόν μου, παρά το γεγονός ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση αναφέρεται ότι τα έγγραφα αυτά επισυνάπτονται.

Σύμφωνα πάντα με την ένορκη δήλωση, από την ανάγνωση των εγγράφων αυτών προκύπτει ότι με διάταγμα δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Σλοβενίας αποφασίστηκε στα πλαίσια ποινικής ανάκρισης εναντίον δύο προσώπων η παγοποίηση αριθμού λογαριασμών τρίτων προσώπων, μεταξύ των οποίων και του συγκεκριμένου λογαριασμού που οι αιτητές διατηρούν με την Τράπεζα Κύπρου στη Λεμεσό.

Είναι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι καμιά ουσιαστικά σχέση δεν έχει με τα συγκεκριμένα άτομα, η μόνη δε διασύνδεση που έχουν με ένα από αυτούς είναι ότι με οδηγίες του μεταφέρθηκαν στο λογαριασμό των αιτητών διάφορα ποσά προς αγορά τσιγάρων.

Από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης φαίνεται ότι το διάταγμα εκδόθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συγκάλυψης, ΄Ερευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, Ν.61/1)/96.

Είναι η θέση των αιτητών, όπως προκύπτει τόσο από την ένορκη δήλωση, όσο και από την αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορού τους, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας προέβη στην εγγραφή του διατάγματος του δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, χωρίς να ικανοποιηθεί αν συντρέχουν οι λόγοι άρνησης συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 18 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Συγκάλυψη, ΄Ερευνα, Κατάσχεση και Δήμευση των Προϊόντων του Εγκλήματος, παραγνωρίζοντας συνάμα τις επιφυλάξεις και δηλώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά την υπογραφή ή κατάθεση του εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης στη Σύμβαση.

Στην αγόρευση τονίστηκε ότι η παράλειψη υποβολής από τους αιτητές ως τεκμηρίου του διατάγματος του οποίου αξιώνεται η ακύρωση ή των οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων που συνόδευαν την αίτηση που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο υποδηλούσε ότι το διάταγμα ουδέποτε επιδόθηκε σ΄ αυτούς βάσει των υφιστάμενων κανονισμών. ΄Ετσι αποκλείω το ενδεχόμενο της εξ αβλεψίας μη καταχώρησης του διατάγματος το οποίο, μαζί με άλλα σχετικά έγγραφα, είναι παραδεκτό ότι βρισκόταν στα χέρια των αιτητών. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση αναφέρεται λανθασμένα ότι τα έγγραφα αυτά επισυνάπτονταν.

Θεωρώ ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του για έκδοση προνομιακού εντάλματος, δεν μπορεί να προχωρεί στην εξέταση της υπόθεσης, εκτός αν προηγουμένως δεν έχουν τεθεί ενώπιόν του όλα τα στοιχεία που θα του δώσουν την ευκαιρία να καταλήξει κατά πόσο υφίσταται οιοσδήποτε λόγος για έκδοση του σχετικού διατάγματος. Εκ των ουκ άνευ είναι βέβαια το διάταγμα του οποίου ζητείται η ακύρωση.

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχω ενώπιόν μου κανένα απολύτως στοιχείο. Ούτε καν το διάταγμα του οποίου ζητείται η ακύρωση. Αισθάνομαι ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορώ να προχωρήσω και να εξετάσω την ουσία της αίτησης. Δεν έχω τη δυνατότητα να εξετάσω το περιεχόμενο του διατάγματος. Μόνο με τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην ένορκο δήλωση, δεν μπορώ να καταλήξω κατά πόσο το διάταγμα που εκδόθηκε είναι παράτυπο. Γι΄αυτό το λόγο η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

Πέραν όμως τούτου η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί και για ένα ακόμα λόγο. Στην εντελώς πρόσφατη απόφαση Αναφορικά με το Σταύρο Μεστάνα, Π.Ε.9906, ημερ. 22.9.2000, εξηγήθηκε ότι σύμφωνα με την υπόθεση Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, στην περίπτωση που το ένδικο μέσο της έφεσης είναι διαθέσιμο, δεν αρκεί να καταδεικνύεται συζητήσιμο ζήτημα, αλλά θα πρέπει να δικαιολογείται και η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων (βλέπε επίσης R. v. Epping and Harlow General Comrs (1983) 3 All E.R. 257). Θα πρέπει να αποδεικνύεται με άλλα λόγια πως υπάρχουν επαρκώς ειδικές περιστάσεις που καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από το συνήθη κανόνα. Μόνο αν ικανοποιηθούν και τα δύο σκέλη υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση για παροχή προστασίας.

΄Οπως τονίστηκε και στην υπόθεση R. V. Secretary of State (1986) 1 All E.R 717, που υιοθετήθηκε τόσο στην Ανθίμου όσο και στην Μεστάνα, ανωτέρω, για να παρακαμφθεί η διαδικασία της έφεσης ο αιτητής πρέπει να δείξει ότι η υπόθεσή του διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες έχει προβλεφθεί.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών στον οποίο τέθηκε υπ΄ όψιν για σχολιασμό η υπόθεση Μεστάνα, ανωτέρω, θεώρησε ότι το λάθος της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ήταν νομικό και ότι υπήρχαν όλες οι ειδικές περιστάσεις που συνιστούσαν δικαιολογημένη την παρέκκλιση από τον κανόνα. Σαν τέτοιες περιστάσεις ουσιαστικά επανέλαβε την αναφορά του στα γεγονότα, όπως παρουσιάζονταν στην ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση.

Ο Νόμος 61(1)/96 προβλέπει διάφορες διαδικασίες αμφισβήτησης διατάγματος παγοποίησης ή επιβάρυνσης (άρθρο 16) ή ακόμα και την καταχώρηση έφεσης (άρθρο 17). Ο συνήγορος των αιτητών δεν αμφισβήτησε τη δυνατότητά του να εφεσιβάλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Θεωρώ ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν δεν στοιχειοθετούν ούτε κατ΄ ελάχιστο την προϋπόθεση της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων που απαιτούνται όταν το ένδικο μέσο της έφεσης είναι διαθέσιμο. Γι΄ αυτό το λόγο η παρούσα αίτηση θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο