(2000) 1 ΑΑΔ 1839
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2/99
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ/στώνΜεταξύ
:Πολύκαρπου Φιλίππου,
Εφεσείοντος
- και -
Πειθαρχικού Συμβουλίου,
Εφεσίβλητου
------------------------
21 Νοεμβρίου, 2000
Για τον Εφεσείοντα: Κ. Ευσταθίου.
Για τον Εφεσίβλητο: Ν. Αγγελίδης, εκ μέρους Ξ. Ξενόπουλου.
------------------------
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο δικηγόρος, κ. Πολύκαρπος Φιλίππου, ο εφεσείων, κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 11 Δεκεμβρίου, 1990. Διώχθηκε πειθαρχικά για επίδειξη επονείδιστης συμπεριφοράς, κατηγορία θεμελιωμένη στο γεγονός της πτώχευσής του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο επέβαλε στον εφεσείοντα την ποινή της στέρησης ή αναστολής της άδειας ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του 1992.
Στις 23 Σεπτεμβρίου, 1998, με επιστολή του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, γνωστοποιήθηκε στον Αρχιπρωτοκολλητή ότι ο κ. Φιλίππου κηρύχθηκε σε πτώχευση από 11 Δεκεμβρίου, 1990. Γιατί στάληκε αυτή η επιστολή, δεν αποκαλύπτεται στα πρακτικά της υπόθεσης.
Ο Αρχιπρωτοκολλητής απέστειλε την επιστολή του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στο Γενικό Εισαγγελέα, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου, «για οποιαδήποτε ενέργεια ηθέλατε κρίνει αναγκαία.»
.Η επιστολή του Αρχιπρωτοκολλητή τέθηκε υπόψη του Πειθαρχικού Συμβουλίου στις 26 Οκτωβρίου, 1998, το οποίο αποφάσισε όπως ενημερώσει τον Αρχιπρωτοκολλητή:-
«... ότι, από έλεγχο, που έχει γίνει, το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει άδεια ασκήσεως δικηγορικού επαγγέλματος και δεν μπορεί να ασκήσει δικηγορία έως ότου αποκατασταθεί.»
Στην επόμενη συνεδρία, στις 19 Νοεμβρίου, 1998, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως καλέσει τον κ. Φιλίππου ενώπιόν του, σε καθορισμένη ημερομηνία και ώρα - (14 Δεκεμβρίου, 1998, 4.00 μ.μ.): «..., ενόψει της επιστολής του Αρχιπρωτοκολλητή Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 5.10.98.»
.Στις 14 Δεκεμβρίου, 1998, και στις 18 Ιανουαρίου, 1999, αναβλήθηκε «η υπόθεση» ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, λόγω της μη εμφάνισης του κ. Φιλίππου. Εμφανίστηκε την 1η Φεβρουαρίου, 1999. Το σχετικό πρακτικό έχει ως εξής:-
«
Καταγγελία εναντίον του κ. Πολύκαρπου Φιλίππου, από την Πάφο.Παραπονούμενος: Αρχιπρωτοκολλητής Ανωτάτου Δικαστηρίου (143/39/1120).
Εμφανίζεται ο εγκαλούμενος δικηγόρος.
Η υπόθεση ορίζεται για ακρόαση στις 4 Μαρτίου 1999, στις 4 μ.μ.»
Υπογραμμίζεται ότι ο Αρχιπρωτοκολλητής δεν υπέβαλε παράπονο ή καταγγελία εναντίον του κ. Φιλίππου στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Απλώς γνωστοποίησε στο Γενικό Εισαγγελέα, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου, το γεγονός ότι ο εφεσείων είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, που ήταν γνωστό στο Πειθαρχικό Συμβούλιο από την πειθαρχική δίκη του επηρεαζόμενου δικηγόρου.
Στο μεταξύ, με φωτοτηλεμήνυμα της Νομικής Υπηρεσίας, αποστάληκε στον κ. Φιλίππου αντίγραφο επιστολής, που είχε σταλεί σε άλλο δικηγόρο, ο οποίος δικάστηκε πειθαρχικά για όμοιο αδίκημα. Στην περίπτωση του τρίτου δικηγόρου, του στερήθηκε η άδεια για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Παράλληλα, του κοινοποιήθηκε ότι η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος πριν την αποκατάστασή του θα συνιστούσε νέο πειθαρχικό αδίκημα. Πρόκειται για γνώμη, την οποία δε θα σχολιάσουμε. Προφανώς, η επιστολή στάληκε στον κ. Φιλίππου ως προειδοποίηση ότι το ίδιο θα ίσχυε και στη δική του περίπτωση.
Κατά την ορισθείσα ημερομηνία, το Πειθαρχικό Συμβούλιο έθεσε υπόψη του κ. Φιλίππου ότι είχε κηρυχθεί σε πτώχευση από 11 Δεκεμβρίου, 1990, και ότι αυτό τούτο το γεγονός συνιστούσε πειθαρχικό παράπτωμα. Δεν προσάφθηκε κατηγορία εναντίον του, ούτε του επιδόθηκε κατηγορητήριο.
Ο κ. Φιλίππου εξήγησε ότι για το ίδιο παράπτωμα δικάστηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο του επέβαλε την ποινή της στέρησης του δικαιώματος του δικηγορείν μέχρι την 31η Ιανουαρίου, 1992. Μετά την έκτιση της ποινής, άρχισε και πάλιν να δικηγορεί. Υπέδειξε στο Συμβούλιο ότι, στην περίπτωση του τρίτου δικηγόρου, σε αντίθεση προς τον ίδιο, η άδειά του αναστάληκε μέχρι την αποκατάστασή του. Στον ίδιο επιβλήθηκε διαφορετική ποινή. Υπέβαλε ότι η επιβολή οποιασδήποτε πρόσθετης τιμωρίας σ’ αυτό θα προσέκρουε στον κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, που απαγορεύει τη δίκη και τιμωρία του παραβάτη για το ίδιο αδίκημα περισσότερες της μιας φορές.
Η άποψη του Πειθαρχικού Συμβουλίου, επί του θέματος, είναι η ακόλουθη:-
«Το Συμβούλιο έχει την άποψη ότι η κατάσταση της πτώχευσης, η οποία αποτελεί την γενεσιουργό αιτία της επονείδιστης συμπεριφοράς, είναι συνεχούς φύσης και συνεχίστηκε και μετά τη λήξη της πειθαρχικής ποινής. Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα στην παρούσα περίπτωση καταδίκης του εγκαλουμένου δικηγόρου δις επί τω αυτώ. Ενόψει τούτου το Συμβούλιο αποφασίζει όπως θεωρήσει τον εγκαλούμενο δικηγόρο ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος και καλέσει αυτόν να ακουσθεί πριν να του επιβληθεί ποινή.»
Ο κ. Φιλίππου επανέλαβε όσα είχε νωρίτερα πει.
Στη συνέχεια, το Συμβούλιο απήγγειλε την ακόλουθη απόφαση:-
«Το Συμβούλιο αποφασίζει, αφού άκουσε τα όσα ανέφερε ο εγκαλούμενος δικηγόρος για επιμέτρηση της ποινής, όπως επιβάλει σ’ αυτόν την ποινή της αναστολής επ’ αόριστο άσκησης του επαγγέλματος. Θα επανεξετάσει την απόφασή του όταν ο εγκαλούμενος δικηγόρος αποκατασταθεί.»
Ο κ. Φιλίππου εφεσίβαλε την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατ’ επίκληση του δικαιώματος το οποίο του παρέχει το ΄Αρθρο 17(4) του περί Δικηγόρων Νόμου, ΚΕΦ. 2.
Αμφισβητεί, με την έφεσή του, το κύρος της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Παραβιάστηκαν, κατά την εισήγησή του, βασικοί κανόνες δικαιοσύνης - ότι:-
(α) Δικάστηκε, χωρίς να του προσαφθεί κατηγορία και χωρίς να του δοθεί, ή να του παρασχεθεί η ευκαιρία ή η δυνατότητα να υπερασπιστεί έναντι αυτής.
Συναφώς, υποστήριξε, ότι η προρρηθείσα γνωστο-ποίηση του Αρχιπρωτοκολλητή προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου, δε συνιστούσε καταγγελία ή παράπονο, ως χαρακτηρίζεται.
(β) Σημειώθηκε εκτροπή από τη θεμελιακή αρχή του δικαίου, που ενσωματώνεται στο ΄Αρθρο 12.2 του Συντάγματος
«2. Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου διά το αυτό αδίκημα. ...»
(γ) Η πτώχευση δε συνιστά, εν πάση περιπτώσει, επονεί-διστη συμπεριφορά, όπως την έκρινε το Πειθαρχικό Συμβούλιο.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο εκπροσωπήθηκε από τον κ. Ξενόπουλο. Παρέλειψε να καταχωρίσει περίγραμμα αγορεύσεως, σύμφωνα με τη διαταγή του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου, 2000. Επομένως, δεν ακούστηκε κατά την ακρόαση της έφεσης. Κατ’ ουσίαν, δεν προβλήθηκε λόγος ή επιχείρημα, που να στηρίζει την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Τα γεγονότα, που περιστοιχίζουν την καταδίκη του εφεσείοντος και τα οποία έχουμε εκθέσει, αποκαλύπτουν, άνευ ετέρου, σοβαρές παραβιάσεις, από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του εφεσείοντος. Η διαδικασία, η οποία οδήγησε στην τιμωρία του εφεσείοντος, είναι, καθ’ ολοκληρίαν, παράνομη. Είναι θεμελιωμένο ότι ο κατηγορούμενος σε πειθαρχική δίκη απολαμβάνει των δικαιωμάτων, τα οποία εγγυάται το ΄Αρθρο 12.5 του Συντάγματος σε κατηγορούμενο σε ποινική δίκη - (βλ., μεταξύ άλλων, Nicolaos D. Haros and The Republic (Minister of The Interior) 4 R.S.C.C. 39. Stelios K. Morsis and The Republic (Public Service Commission) 4 R.S.C.C. 133. Petrou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 203. Menelaou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 467. Papacleovoulou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 187. Christodoulou v. Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 999. Matsas v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1448). Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη θεώρηση και στην εφαρμογή των εχέγγυων της υπεράσπισης, που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβαση»), πρόνοια που αντιστοιχεί προς το ΄Αρθρο 12.5 του Συντάγματος και η οποία αποτέλεσε το πρότυπο για τη διαμόρφωσή του - (βλ. Engel v. Netherlands, Series A, 22 (1976). Campbell and Fell v. U.K., Series A 80 (1984). Ozturk v. FRG, Series A, 73 (1984)). Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Dewur v. Belgium, Series A 35, para 46 (1980), επιβάλλεται η τήρηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης, που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 6(3) της Σύμβασης, σε κάθε διαδικασία που είναι δυνατό να επηρεάσει ουσιωδώς το άτομο - (βλ., επίσης, Κυριακίδης, κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 298/96, 299/96 και 300/96, 26/11/97, (απόφαση Ολομέλειας).
Το πρώτο εχέγγυο της υπεράσπισης είναι η γνωστοποίηση της κατηγορίας στο διωκόμενο και, παράλληλα, των γεγονότων, τα οποία την στοιχειοθετούν. ΄Οπως υποδείξαμε στη Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υπόθεση Αρ. 1061/94, 28/5/96:-
«Αποτελεί, όπως και στην ποινική δίκη, προϋπόθεση για τη θεμελίωση του πειθαρχικού πταίσματος η γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο των γεγονότων που το στοιχειοθετούν.»
Σε προγενέστερη απόφασή μας στην Papacleovoulou v. Republic, (ανωτέρω), υπογραμμίζεται:- (σελ. 194)
“The rules of natural justice, that is, the inalienable minimum rights of man to justice, require in any civilized system of law that an adequate opportunity be given to the person concerned to defend himself in proceedings that may result in his punishment. Sustaining this principle is synonymous to upholding justice itself.”
Στην προκείμενη περίπτωση, όχι μόνο δε δόθηκαν στον κ. Φιλίππου τα στοιχεία της κατηγορίας, αλλά και ούτε διατυπώθηκε κατηγορία εναντίον του. Τόσο η ποινή, που του επιβλήθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο στο τέλος της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, όσο και η προγενέστερη διαπίστωση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου, 1998, στην οποία γίνεται λόγος για αποκλεισμό του εφεσείοντος από τη δικηγορία μέχρις ότου αποκατασταθεί, στερούνται υπόστασης. Ο εφεσείων τιμωρήθηκε, χωρίς να κατηγορηθεί και χωρίς να δικαστεί. Πρόκειται για συνοπτική διαδικασία, άγνωστη στα θέσμια του δικαίου, παράνομη και αντινομική προς τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και το δεύτερο παράπονο του εφεσείοντος ευσταθεί - ότι, με την ποινή που του επιβλήθηκε, τιμωρήθηκε εκ δευτέρου για το αυτό αδίκημα.
Ο κανόνας, που θεμελιώνει το ΄Αρθρο 12.2 του Συντάγματος, τον οποίο αποτυπώσαμε νωρίτερα, αποτελεί άλλο θεμελιακό κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής και σε πειθαρχικά παραπτώματα. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδος - 240/1934 - Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας, 1934, Α. Ι, 602, είναι χαρακτηριστικό της καθολικότητας του κανόνα - ότι ουδείς δικάζεται δις διά το αυτό παράπτωμα - και της εφαρμογής του στο πειθαρχικό δίκαιο:- (σελ. 603)
«Κατά συνέπειαν δεν ηδύνατο να διωχθή και τιμωρηθή εκ νέου ούτος διά το αυτό παράπτωμα και συνεπώς η προσβαλλομένη απόφασις λαβούσα υπ’ όψιν εκ νέου και το εν λόγω κολασθέν ήδη πειθαρχικόν παράπτωμα του προσφεύγοντος παρέβη την γενική αρχήν ’ου δις επί ταυτώ’, την έχουσαν και εν τω πειθαρχικώ δικαίω εφαρμογήν ως προς την επιβολήν και δευτέρας ποινής επί τω αυτώ πειθαρχικώ,
Η αρχή αυτή προσετέθη και στη Σύμβαση, με το ΄Αρθρο 4 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου
. παρόλο που πολλοί υποστηρίζουν ότι το αξίωμα “ne bis in idem” αποτελεί έννοια συνυφασμένη με την αρχή της δικαίας δίκης.Ενόψει της κατάληξής μας, δε θα ασχοληθούμε με τον τρίτο λόγο έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα εις βάρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
B>
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΠ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο