DEL Kirzis Tourist Enterprises Ltd. κ.α. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (2000) 1 ΑΑΔ 1946 D.E.L. Kirzis Tourist Enterprises Ltd. κ.α. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας, Συνενωμένες Πολιτικές Εφέσεις αρ. 10438-10455 και 10463, 30 Noεμβρίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 1946

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Συνενωμένες Πολιτικές Εφέσεις

< U>αρ. 10438-10455 και 10463

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΔΔ.

Μεταξύ -

1. D.E.L. Kirzis Tourist Enterprises Ltd.,

2. Μichalakis Drakos Estates Ltd.,

3. Blue Med Hotels Ltd.,

4. Aντωνίας Αλεξάνδρου Ορφανίδου,

5. Γεωργίου Χριστοφόρου Γεωργίου

6. Medcon Construction Ltd.

7. E.O.E. Tourist Enterprises Ltd.,

8. Eλένης Κυριάκου Κούδελλου,

9. Χριστάκη Χαραλάμπους Ιωάννου

10. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λτδ.,

11. Ser-Criso Developments Ltd.,

12. Mariala Estates Ltd.,

13 Serendipity Ltd.,

14. Best Leisure Hotels Ltd.,

15. S & M Neocleous Holding Co. Ltd.,

16. Makis Kouvas & Son Ltd.,

17. S. Akapnitis & Kyriacou Co. Ltd.,

18. Neefa Ltd., (όλοι από τη Λεμεσό)

Εφεσειόντων/εναγομένων

- και -

Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας

Εφεσιβλήτου/ενάγοντος

----------------------

Ημερομηνία: 30 Noεμβρίου, 2000

Για τους εφεσείοντες: Π. Παύλου

Για το εφεσίβλητο Συμβούλιο: Κ. Τσιρίδης και Α. Χαραλάμπους

------------------------

- Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής

Σ. Νικήτας

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Το εφεσίβλητο Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (το Συμβούλιο) ενήγαγε χωριστά τον κάθε εφεσείοντα. Η ενέργεια του αποσκοπούσε στην είσπραξη των αποχετευτικών τελών, πλέον της πρόσθετης επιβάρυνσης 20%, που επέβαλε στον καθένα από αυτούς, για τα έτη 1992 και 1993. Οι εφεσείοντες, που έχουν τη νομική μορφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή την ιδιότητα φυσικού προσώπου, είναι ιδιοκτήτες, κάτοχοι ή διαχειριστές ξενοδοχειακών μονάδων ή οργανωμένων διαμερισμάτων (service-flats), που βρίσκονται στα εδαφικά όρια μέσα στα οποία το Συμβούλιο ασκεί τις αρμοδιότητες του. Σύμφωνα με κοινή δήλωση, που κατατέθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, η οποία περιέχει παραδεκτά γεγονότα, τα τέλη δεν πληρώθηκαν. Με διάταγμα μας, του οποίου προηγήθηκε σχετική αίτηση των εφεσειόντων, οι εφέσεις αυτές, που ασκήθηκαν εναντίον του ιδίου εφεσιβλήτου και αφορούν, από πραγματικής και νομικής βάσεως, στην αυτή υπόθεση, συνενώθηκαν και συνεκδικάστηκαν.

Τον άξονα της υπόθεσης αποτέλεσαν οι περί Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας Κανονισμοί του 1991 (Κ.Δ.Π. 99/91), που εκδόθηκαν σύμφωνα με την εξουσιοδότηση προς θέσπιση κανονισμών που παρέχει το άρθρ. 49 του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου του 1971 (αρ. 1/71), όπως τροποποιήθηκε. Ας σημειωθεί ότι την εξουσία για επιβολή τελών και δικαιωμάτων από το Συμβούλιο “ως ήθελε εκάστοτε καθορισθεί” μέσα στα όρια της περιοχής του παρέχει το άρθρ. 30(1)(β) του νόμου αυτού, που επιτρέπει αυξομειώσεις του τέλους για “ωρισμένες τάξεις ιδιοκτησίας”. Το εδ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι:

“το ύψος των εν εδαφίω (1) προνοουμένων τελών θέλει καθορισθή κατά τοιούτον τρόπον, ώστε αι εξ αυτών απορρέουσαι τω Συμβουλίω ετήσιαι πρόσοδοι.....

επαρκούν προς αντιμετώπιση των αναγκών του Συμβουλίου “κατά το εν λόγω έτος”.

Οι Κανονισμοί 32 και 33 προβλέπουν για την καταβολή ετήσιων τελών, ενώ η παραγρ. 1(α) του Παραρτήματος 1 (που αναφέρεται στους Κανονισμούς αυτούς) συγκεκριμενοποιεί το τέλος που είναι πληρωτέο για ξενοδοχεία και αδειούχα οργανωμένα διαμερίσματα. Ο προσδιορισμός του τέλους γίνεται με βάση μαθηματική φόρμουλα που συνάπτεται με την εκτιμημένη αξία (του 1980) τέτοιας ιδιοκτησίας, η οποία καθορίστηκε από το Κτηματολόγιο [(άρθρ. 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224].

Ο Καν. 34 είναι και ο τελευταίος στον οποίο αναφερόμαστε. Προβλέπει ότι τα τέλη που επιβάλλονται με βάση τους δύο προηγούμενους Κανονισμούς:

“είναι πληρωτέα κάθε χρόνο κατά το χρόνο ή χρόνους και στον τόπο ή τόπους τους οποίους εκάστοτε θα καθορίζει το Συμβούλιο με γνωστοποίηση η οποία θα δημιοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε τρεις ημερήσιες εφημερίδες.”

Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι έγιναν οι δημοσιεύσεις του Κανονισμού 34 και ότι παρατάθηκαν οι προθεσμίες χωρίς όμως να πληρωθούν τα τέλη. Ήταν επίσης παραδεκτό το ποσό που όφειλε ο κάθε εφεσείων σε περίπτωση που πετύχαιναν οι αγωγές του Συμβουλίου.

Η ουσιαστική θέση της κάθε πλευράς, όπως πρωτοπαρουσιάστηκε, δεν άλλαξε. Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον μας είναι τα ίδια. Το Συμβούλιο ισχυρίστηκε ότι η επιβολή των τελών και της επιβάρυνσης, κατά τον τρόπο που έγινε, είχε στην πραγματικότητα τα γνωρίσματα διοικητικής πράξης από την οποία παράγονται έννομα αποτελέσματα. Επομένως το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να εκδώσει απόφαση υπέρ του Συμβουλίου για τα ποσά που είχαν συμφωνηθεί εφόσο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης.

Η άλλη πλευρά πρόβαλε την άποψη - και ακόμη επιμένει - ότι η διοικητική απόφαση επιβολής των τελών είναι ανύπαρκτη και/ή ανυπόστατη. Το Συμβούλιο όφειλε, κατά την ίδια άποψη, να επιβάλλει τέλος κάθε χρόνο και ότι λανθασμένα θεώρησε ότι ισχύουν τα τέλη που καθόρισε η Κ.Δ.Π. 99/91 δοθέντος ότι δεν τροποποιήθηκε. Έπρεπε, κατά τους εφεσείοντες, η λέξη “εκάστοτε” στο άρθρ. 30(1) του ν. 1/71, σε σχέση με την επιβολή τελών, να ερμηνευθεί έτσι ώστε να σημαίνει κάθε χρόνο και όχι “κατά καιρούς” όπως ο Αρτεμίδης Δ. αποφάσισε στην υπόθεση αρ. 85/93-131/93 κ.α. Philippa Estates Ltd. κ.α. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος, ημερ. 22/1/96.

Το Συμβούλιο δικαιώθηκε. Εκδόθηκε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων για τα αξιούμενα ποσά πλέον οι τόκοι και έξοδα. Το σκεπτικό της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου (Φωτίου, Π.Ε.Δ.) εντοπίζεται στα παρακάτω:

“Η επιβολή των τελών στη δική μας περίπτωση έγινε με Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις και σχετικές γνωστοποιήσεις και οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις ελέγχονται από το Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Philippa Estates Ltd. κ.α. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας, πιο πάνω). Έτσι τα αποσπάσματα από τα προαναφερθέντα Ελληνικά συγγράμματα που επικαλέστηκε ο συνήγορος των εναγομένων περί ανύπαρκτης διοικητικής πράξης δεν βοηθούν την υπόθεση των εναγομένων. Το γεγονός και μόνο της επιβολής των τελών είναι αρκετό. Αν η επιβολή έγινε νόμιμα ή παράνομα, ορθά ή εσφαλμένα, δεν μπορεί να κριθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο.

.................................. .................................................. .....

Από τη στιγμή που η ενέργεια της διοίκησης αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, το θέμα αν κοινοποιήθηκε νόμιμα ή παράτυπα είναι θέμα διοικητικού δικαίου (βλ. Πολιτική Έφεση αρ. 10003, πιο πάνω). Έτσι, όλοι οι ισχυρισμοί του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Εναγομένων δηλαδή ότι η λέξη “εκάστοτε” θα πρέπει να πάρει τέτοια ερμηνεία που να λαμβάνεται ξεχωριστή απόφαση για επιβολή τελών κάθε χρόνο ή ότι η λέξη αυτή ερμηνεύθηκε εσφαλμένα από το Δικαστή Αρτεμίδη στην υπόθεση Philippa Estates Ltd μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσαν να εξεταστούν σε προσφυγή που να αμφισβητούσε τη νομιμότητα της επιβολής των εν λόγω τελών. Άλλωστε και ο Δικαστής Αρτεμίδης που ερμήνευσε τη λέξη “εκάστοτε” που περιέχεται στο Άρθρο 30(1) του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου του 1971 έγινε μέσα στα πλαίσια διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε Αναθεωρητική Δικαιοδοσία και όχι στα πλαίσια διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.”

Για να ενισχύσει τις απόψεις του ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Director of Customs & Excise v. Grecian Hotels Enterprises Ltd (1985) 1 C.L.R. 476 και Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ. κ.α. ν. Γενικός Εισαγγελέας κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 225. Επίσης στην απόφαση στις υποθέσεις αρ. 85/93-131/93 Philippa Estates Ltd. κ.α., ανωτέρω, στην οποία ο Αρτεμίδης Δ. απέρριψε ισχυρισμό ότι οι σχετικές διατάξεις του νόμου και οι κανονισμοί είναι αντισυνταγματικοί. Περαιτέρω απέρριψε το επιχείρημα - που ηγέρθη και στην παρούσα υπόθεση - ότι το Συμβούλιο δεν καθόρισε τέλη για την επίδικη περίοδο (το 1992 στις περιπτώσεις εκείνες). Έκρινε ότι:

“.....Η λέξη “εκάστοτε” σημαίνει κατά καιρούς, όπως δηλαδή το ΣΑΛΑ ήθελε αποφασίσει. Έτσι, μπορεί να ισχύουν τα καθορισθέντα τέλη για ορισμένα έτη, όταν δε το ΣΑΛΑ κρίνει πώς πρέπει να αλλοιωθούν τότε προβαίνει σε σχετική τροποποίηση των Κανονισμών.”

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η γνώμη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το τεθέν ζήτημα αν υπήρχε ή όχι διοικητική πράξη. Κι αυτό γιατί, κατά τον ισχυρισμό τους, όπως παρουσιάζεται στο λόγο αυτό:

“...............τα επίδικα τέλη δεν είχαν επιβληθεί ποτέ και/ή ότι η αναγκαία για την επιβολή τους διοικητική πράξη δεν εκδόθηκε ποτέ.”

Οι εφεσείοντες έχουν βασικά αγκιστρωθεί στην πρώτη άποψη και δεν προσθέτουν τίποτε το ουσιαστικό στο δεύτερο λόγο. Αναφέρονται σε παρερμηνεία του άρθρ. 30 του ν. 1/71 και του άρθρ. 32 και διατείνονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο:

“............λανθασμένα ................... δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό των εφεσειόντων και/ή το παραδεκτό γεγονός ότι δεν είχε ληφθεί ποτέ απόφαση και/ή εκδοθεί διοικητική πράξη σε σχέση με την επιβολή των τελών του 1992 από μέρους των εφεσιβλήτων.”

Παρατηρούμε ότι η αναφορά σε παραδεκτό γεγονός ότι δηλαδή δεν υπήρχε σχετική διοικητική πράξη είναι απόλυτα λανθασμένη. Αντίθετα, η ύπαρξη τέτοιας πράξης αποτελούσε την πεμπτουσία των επιχειρημάτων του εφεσίβλητου.

Στην υπόθεση Kanika Hotels Ltd. κ.α. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (1996) 3 Α.Α.Δ. 169, κρίθηκε ότι η γνωστοποίηση που καθόριζε τα πληρωτέα αποχετευτικά τέλη για το 1991 (εδώ πρόκειται για τα έτη 1992 και 1993) και το χρόνο και τόπο πληρωμής τους, όπως προβλέφθηκε στην παράγρ. 3 του Παραρτήματος 1 των ιδίων Κανονισμών, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ότι χωρεί προσφυγή εναντίον της. Επομένως κάθε ισχυρισμός περί του αντιθέτου είναι ανυπόστατος.

Παρόμοια, στην ουσία της, περίπτωση, στην οποία αμφισβητήθηκε η ορθότητα επιβολής πρόσθετου δασμού και επιβάρυνσης, αντιμετωπίστηκε στην Π.Ε. 10047 Νίτσα Κυριάκου κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, ημερ. 21/4/00. Το εφετείο έκρινε ότι:

“το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να αποφανθεί, αφής στιγμής δεν προσβλήθηκε η εγκυρότητα της απόφασης, η οφειλή πρέπει να θεωρείται και δεδομένη.”

Είναι φανερό ότι οι εφεσείοντες με την υπεράσπιση τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο επιχείρησαν την ένδικη αμφισβήτηση και ανατροπή διοικητικής πράξης επιβολής φόρων και επιβαρύνσεων οι οποίες υπάγονται, κατά το άρθρ. 146 του Συντάγματος, στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η υπεράσπιση των εφεσειόντων ορθά απορρίφθηκε. Για τον ίδιο λόγο απορρίπτονται και οι εφέσεις ως παντελώς αβάσιμες. Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος των εφεσειόντων.

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΚΑΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο