Αντιγόνη Χρίστου ν. SD CLINIC CO LTD (2000) 1 ΑΑΔ 2039 Αντιγόνη Χρίστου ν. S.D. CLINIC CO LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10555, 19 Δεκεμβρίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 2039

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10555

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

Μεταξύ:

Αντιγόνη Χρίστου

Εφεσείουσα

και

S.D. CLINIC CO LTD

Εφεσιβλήτων

------------------------------

19 Δεκεμβρίου 2000

Για την Εφεσείουσα: κα Ε. Μιχαήλ με κ. Λ. Χατζηπέτρου.

Για τους Εφεσίβλητους: κα Χρ. Δημητρίου με κα Α. Χριστοφίδου.

-------------------------

Νικολαΐδης, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χατζηχαμπής, Δ.: Η έφεση αφορά απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η απαίτηση της Εφεσίβλητης εταιρείας και εξεδόθη απόφαση εναντίον της Εφεσείουσας για £197, ως οφειλόμενο υπόλοιπο για την παροχή ιατρικών υπηρεσιών. Οι δύο λόγοι έφεσης αφορούν ένα και μοναδικό θέμα, το κατά πόσο η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ήταν παράνομη και ακόλουθα άκυρη ως εκ του ότι η Εφεσείουσα, μη ούσα φυσικό αλλά νομικό πρόσωπο, δεν είχε δικαίωμα να εγγραφεί ως ιατρός και έτσι να ασκεί το ιατρικό επάγγελμα, με αποτέλεσμα να μην είχε ούτε αγώγιμο δικαίωμα είσπραξης οφειλής για παροχή ιατρικών υπηρεσιών. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής δεν εξέτασε το θέμα αυτό, κρίνοντας ότι δεν εγείρετο στα δικόγραφα, παρά το ότι ηγέρθη στην ενώπιον της τελική αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου για την Εφεσείουσα. Η απόφαση επικεντρώθηκε στα άλλα θέματα που ηγέρθησαν στις αγορεύσεις, αφορώντα την ακριβή αναφορά του ονόματος της Εφεσίβλητης, το κατά πόσο η Εφεσείουσα συνεβλήθη με την Εφεσίβλητη ή με τον ιατρό κ. Δημητρίου προσωπικά και, κατά κύριο λόγο, την αξιολόγηση και αξιοπιστία της μακράς μαρτυρίας σε σχέση με την απόδειξη του ποσού της απαίτησης. Η κατάληξη του δικαστηρίου επ΄αυτών δεν προσβάλλεται με την έφεση.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης διατυπώνει το παράπονο ότι τα δικόγραφα, η προσαχθείσα μαρτυρία και τα ίδια τα ευρήματα του δικαστηρίου ήγειραν το θέμα της παρανομίας ώστε το δικαστήριο να όφειλε, όπως και αυτεπάγγελτα, να το εξετάσει. Λέγεται συγκεκριμένα ότι ο ίδιος ο τίτλος της αγωγής, δηλαδή ότι η ενάγουσα ήταν εταιρεία, έφερε σε γνώση του δικαστηρίου την παρανομία ως εκ των προνοιών του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου, Κεφάλαιο 250, σε συσχετισμό με την επιχειρηματολογία του πρώτου λόγου έφεσης ως προς το σε τι συνίστατο η κατ΄ισχυρισμό παρανομία. Το ίδιο, λέγεται, ισχύει ως προς τη φύση της απαίτησης που αναφέρεται στο δικόγραφο της Εφεσίβλητης, ότι δηλαδή η απαίτηση ήταν για υπηρεσίες προσφερθείσες από εταιρεία, τη σχετική προσαχθείσα μαρτυρία, δηλαδή ότι η Εφεσίβλητη ήταν νομικό και όχι φυσικό πρόσωπο που προσέφερε ιατρικές υπηρεσίες, και την ίδια την κατάληξη του δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη ήταν εταιρεία.

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση αυτή. Τα πιο πάνω, και ιδιαίτερα οι αναφορές στο δικόγραφο της Εφεσείουσας, αφού σε αυτό βασικά πρέπει να επικεντρωθούμε, δεν εγείρουν θέμα παρανομίας παρά μόνο θέτουν το περίγραμμα της απαίτησης. Αν προέκυπτε θέμα παρανομίας από την ίδια την έκθεση απαίτησης, θα ανέμενε κανείς τουλάχιστον να επισημαίνετο τούτο στην υπεράσπιση. Η υπεράσπιση όμως δεν απευθύνεται καθόλου σε τέτοιο θέμα παρά μόνο προβάλλει την θέση ότι η Εφεσίβλητη συνεβλήθη όχι με την Εφεσείουσα αλλά με τον κ. Δημητρίου, αλλά και την αντιφατική θέση ότι η χρέωση που της έγινε ήταν υπερβολική εξ ου και εγείρετο μάλιστα ανταπαίτηση κατά της Εφεσίβλητης για το ποσό το οποίο ισχυρίζεται ότι κατέβαλε επί πλέον του συμφωνηθέντος. Τα ίδια τα δικόγραφα λοιπόν δεν μπορεί να λεχθεί ότι εγείρουν θέμα παρανομίας, ώστε να ικανοποιούντο οι κανόνες που ρυθμίζουν το πράγμα (Δ.19 θ.13). Τις γραμμές των δικογράφων ακολούθησε και η μαρτυρία στην ακρόαση, ήταν δε μόνο στην αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα που έγινε αναφορά στην κατ΄ισχυρισμό παρανομία. Η υπόθεση πόρρω απέχει από την Glamor Development Ltd v. Cristodoulou (1984) 1 CLR 444 στην οποία υπήρξε ρητή αναφορά στην υπεράσπιση σε παρανομία και ακόλουθη ακυρότητα της σύμβασης ως εκ της πρόσκρουσης της στο άρθρο 64 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1967.

Αυτό που καταληκτικά υποβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα στην αγόρευση της είναι ότι, εφ΄όσον η παρανομία είναι έκδηλη στην ίδια τη σύμβαση, το δικαστήριο μπορεί να την εξετάσει και να μην εφαρμόσει τη σύμβαση παρά το ότι δεν εγείρεται στα δικόγραφα. Παραπομπή προς στήριξη της θέσης αυτής γίνεται στο Chitty on Contracts, 26η έκδοση, τόμος 1, σ. 801, και στην υπόθεση Ayia Napa Nissi Development Ltd ν. Παπαμιχαήλ (1992) 1 ΑΑΔ 549. Περαιτέρω αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Ιωάννου κ.α. ν. Μουσκαλλή κ.α., Πολ. Έφ. 9746, 3.12.1997, στην οποία το θέμα της έκδηλης παρανομίας ηγέρθη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο στην ακρόαση της έφεσης και ετέθη ως εξής από τον Αρτεμίδη, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, στη σ. 4:

"Η αυτεπάγγελτη εξέταση από το Δικαστήριο παρανομίας που παρουσιάζεται ενώπιον του αποτελεί δικαστικό καθήκον, το οποίο απορρέει από την εγγενή φύση της λειτουργίας του ως φύλακας της εφαρμογής του νόμου, που είναι ο πυρήνας της δικαστικής λειτουργίας."

 

Στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στην απόφαση του Court of Appeal στην υπόθεση Snell v. Unity Finance Ltd (1963) 3 All E.R. 50, περιλαμβανομένου του ακόλουθου αποσπάσματος από την απόφαση του Willmer, L.J., στη σ. 57:

"I see much force in the contention put forward by counsel for the defendants that in a case where the illegality emerges from the evidence (as it does here), and where the court can be plainly satisfied that there has been such an illegality, it should be treated in the same way as want of jurisdiction......."

 

Η παρανομία που μπορεί να δώσει λαβή σε αυτεπάγγελτη εξέταση της από το δικαστήριο μπορεί λοιπόν να προκύπτει έκδηλα είτε από την ίδια τη σύμβαση είτε από την προσκομισθείσα μαρτυρία σε συσχετισμό προς τη σύμβαση.

Η προκειμένη όμως δεν είναι περίπτωση παρανομίας έκδηλης στην ίδια τη σύμβαση ή στη μαρτυρία, όπως στην υπόθεση Ιωάννου ν. Μουσκαλλή. Η κατ΄ισχυρισμό παρανομία συναρτάται προς τις πρόνοιες του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου και του περί Συμβάσεων Νόμου καθώς και την ερμηνεία τους στα πλαίσια και της νομολογίας, όπως μάλιστα προκύπτει από την εκτεταμένη ανάλυση που γίνεται από την ίδια την ευπαίδευτη συνήγορο για την Εφεσείουσα σε ανάπτυξη του πρώτου λόγου έφεσης ο οποίος υποστηρίζει ότι η συμφωνία ήταν παράνομη. Η αντίστοιχη επιχειρηματολογία της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα με την οποία αμφισβητείται έντονα και σε ευρείες διαστάσεις η προβαλλόμενη στον πρώτο λόγο έφεσης παρανομία, καταδεικνύει έτι περαιτέρω ότι το θέμα της προβαλλόμενης παρανομίας κάθε άλλο παρά απλό είναι και, ακόλουθα, η παρανομία, και αν ακόμα τελικά διαπιστώνετο ότι υπήρχε, κάθε άλλο παρά έκδηλη θα ήταν. Η υπόθεση έχει αντιστοιχία προς την υπόθεση Παπαμιχαήλ, ανωτέρω, όπου η παρανομία την οποία επικαλέσθησαν οι Εφεσείοντες συνίστατο στο ότι υφίστατο συνεταιρισμός μεταξύ Εφεσιβλήτου και κάποιου Δαβερώνα, γαμβρού του Εφεσίβλητου, ο οποίος δεν είχε εγγραφεί σύμφωνα με τον περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο, Κεφ. 116, αλλά και στο ότι ο Δαβερώνας ήταν δημόσιος υπάλληλος και έτσι η σύμβαση των Εφεσειόντων με τον Εφεσίβλητο και το Δαβερώνα για ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων και στατικής μελέτης προσέκρουε στο άρθρο 64 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1967. Η επίκληση της εν λόγω παρανομίας έγινε στο στάδιο της ακρόασης, ενώ στην υπεράσπιση δεν περιείχετο οποιαδήποτε αναφορά σε αυτή, αν και υπήρχε αναφορά στην εμπλοκή και την ιδιότητα του Δαβερώνα. Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, παρέπεμψε, σε σχέση με την ανάγκη αναφοράς στην παρανομία στα δικόγραφα, αν διάδικος ήθελε να την εγείρει ως υπεράσπιση του, στις ρητές προς τούτο πρόνοιες της Δ.19 θ.13 αλλά και τις γενικότερες αρχές που διέπουν την περίληψη των επιδίκων θεμάτων στα δικόγραφα. Παρατήρησε δε τα ακόλουθα, ως προς τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης της, στις σελίδες 555-556:

"Το Δικαστήριο, όμως, αυτεπάγγελτα, εάν λάβει γνώση παρανομίας, η οποία είναι πρόδηλη στη σύμβαση, εξετάζει αυτή, παρόλο ότι δεν ηγέρθη από διάδικο η ένσταση για παρανομία της σύμβασης - (βλ. The Supreme Court Practice 1982, σελ. 308, 309. Belvoir Finance Co. v. Harold G. Cole & Co [1969] 2 All E.R. 904, στη σελ. 908)."

 

Διαπίστωσε όμως ότι (σ. 556):

"Στην παρούσα υπόθεση η έκθεση Υπερασπίσεως δεν περιέχει οποιαδήποτε γεγονότα, τα οποία να στηρίζουν τον ισχυρισμό για ύπαρξη παρανομίας."

 

Και ότι (επίσης στη σ. 556):

"Στην παρούσα υπόθεση, η σύμβαση μεταξύ ενάγοντα και εναγομένων δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε στοιχεία παρανομίας."

 

Δεν ετίθετο λοιπόν θέμα έκδηλης παρανομίας που να μπορούσε να εξετασθεί αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.

Ομοίως στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η σύμβαση ή η προσκομισθείσα μαρτυρία αποκαλύπτει πρόδηλη παρανομία που να μπορούσε να εξετασθεί αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Ήταν λοιπόν ορθή η κατάληξη της ευπαιδεύτου δικαστή ότι δεν της παρείχετο, είτε από τα δικόγραφα είτε αυτεπάγγελτα, δυνατότητα εξέτασης του θέματος της εγερθείσας στην αγόρευση παρανομίας. Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο