Βαλεντίνου Τ. Μανώλη ν. Δώρου Ελευθερίου (2000) 1 ΑΑΔ 2034 Βαλεντίνου Τ. Μανώλη ν. Δώρου Ελευθερίου, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10573, 19 Δεκεμβρίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 2034

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10573

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών

Μεταξύ:

Βαλεντίνου Τ. Μανώλη, ανήλικου, διά των γονέων του

Τάσου Μανώλη και Μάρως Μανώλη ως κηδεμόνων και

πλησιεστέρων φίλων και συγγενών του, εκ Στροβόλου,

Εφεσείοντος

- και -

Δώρου Ελευθερίου, εκ Στροβόλου,

Εφεσιβλήτου

---------------------------

Αίτηση ημερ. 25 Σεπτεμβρίου 2000 για επαναφορά της έφεσης

19 Δεκεμβρίου 2000

Για τον εφεσείοντα αιτητή: Ι. Παπαμιλτιάδους με Π. Κυπριανού.

Για τον εφεσίβλητο καθ΄ ου η αίτηση: Δ. Κούτρας.

---------------------------

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 7 Σεπτεμβρίου 2000 το Εφετείο επιλήφθηκε, βάσει του Κ.13(ε) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, παράλειψης του συνηγόρου του εφεσείοντος να καταχωρίσει περίγραμμα αγόρευσης· και απέρριψε την έφεση. Οδηγίες, στο πλαίσιο της προδικασίας, είχαν δοθεί στις 23 Ιουνίου 2000 και η ορισθείσα προθεσμία των 45 ημερών είχε λήξει στις 7 Αυγούστου 2000. Μη γνωρίζοντας όμως για την απόρριψη, ο συνήγορος του εφεσείοντος στις 18 Σεπτεμβρίου 2000 παρέδωσε στο Πρωτοκολλητείο, για καταχώριση, περίγραμμα αγόρευσης. Το οποίο του επιστράφηκε την επομένη. Ακολούθησε η παρούσα αίτηση για επαναφορά της έφεσης.

Επρόκειτο περί έφεσης από απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε αγωγή ανήλικου εφεσείοντος για αποζημιώσεις λόγω σωματικών βλαβών τις οποίες υπέστη σε τροχαίο ατύχημα κατά το 1995 όταν ήταν ηλικίας περίπου δέκα ετών. Συμφωνήθηκε ειδική ζημία ύψους £120 ενώ οι γενικές αποζημιώσεις, όπως καθορίστηκαν, ανέρχονταν σε £2.000. Όμως, το Δικαστήριο έκρινε ότι αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα έφερε ο ίδιος ο ανήλικος και επομένως απέρριψε την αγωγή.

Η αίτηση για επαναφορά υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση, ημερ. 25 Σεπτεμβρίου 2000, του δικηγόρου που είχε ως τότε χειριστεί την υπόθεση. Δεν θεωρούμε πως χρειάζεται να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες. Προβάλλεται ως λόγος για την παράλειψη η κατάσταση της σωματικής και ψυχικής υγείας του δικηγόρου, η οποία δεν του επέτρεψε να λειτουργήσει κανονικά. Συνοψίζουμε ότι λίγο προτού δοθούν οι οδηγίες για περιγράμματα ο δικηγόρος άρχισε θεραπεία για καρκίνο που είχε εμφανιστεί σε διάφορα σημεία του δέρματος και είχε να αντιμετωπίσει σοβαρές παρενέργειες ενώ λίγο αργότερα, η κατάσταση της ψυχικής του υγείας επιδεινώθηκε όταν αδελφή του, η οποία έπασχε από την ίδια ασθένεια, απεβίωσε λόγω μετάστασης και δεν ήταν παρά μόνο ύστερα από ιατρικές εξετάσεις στο εξωτερικό, περί τα μέσα Αυγούστου, που ο εν λόγω δικηγόρος άρχισε να επανέρχεται στην ομαλότητα. Ο συνήγορος της άλλης πλευράς δεν αμφισβήτησε την δοθείσα εξήγηση και δεν αντιτάχθηκε στην επαναφορά αλλά δεν εξέφρασε άποψη αναφορικά με το κατά πόσο τα δεδομένα τη δικαιολογούσαν.

Η εξουσία για επαναφορά έφεσης σε τέτοιες περιπτώσεις ρυθμίζεται από την επιφύλαξη η οποία προσετέθη στον Καν. 13(ε), με τροποποίηση ημερ. 29 Οκτωβρίου 1998, για αποτύπωση της επί του ζητήματος νομολογίας. Ολόκληρος ο Καν. 13(ε) (Διαδικαστικοί Κανονισμοί Αρ. 4 του 1996 και Αρ. 8 του 1998) έχει ως εξής:

“Στο τέλος εκάστου μηνός, το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ετοιμάζει κατάλογο των εφέσεων στις οποίες οι διάδικοι παρέλειψαν να καταχωρήσουν περιγράμματα αγορεύσεων και θέτει τον κατάλογο ενώπιον του αρμόδιου Εφετείου, το οποίο επιλαμβάνεται του θέματος.

Νοείται ότι έφεση ή αντέφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος Κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώριση περιγράμματος αγόρευσης, οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν.”

 

Έχουμε, για καθοδήγηση, αριθμό αποφάσεων της Ολομέλειας και του Εφετείου. Διακηρύχθηκε στην Τουβλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, η οποία αφορούσε ανάλογη περίπτωση βάσει της Δ.35 θ. 13, ότι όπου δεν υπάρχει ρητή πρόνοια “η επαναφορά έχει ως λόγο τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος”. Εξηγήθηκε στη Βαρδιάνου ν. Richards, Πολ. Έφ. 9112 ημερ. 14 Απριλίου 1998, η οποία αφορούσε απόρριψη έφεσης βάσει του Καν. 13(ε) του Δικαδικαστικού Κανονισμού του 1996, ότι “ο διάδικος δεν μπορεί κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών”. Έπειτα, υποδείχθηκε στη Cyprus Import Corporation Ltd ν. Σενέκης, Πολ. Έφ. 9359 ημερ. 22 Μαΐου 1998, που αφορούσε τον Καν. 13(ε) και πάλι πριν από την τροποποίηση του, πως “μόνο όπου λόγοι πέραν της θελήσεως του διαδίκου εμποδίζουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού, εγείρεται θέμα επαναφοράς της έφεσης γιατί σ΄ εκείνη την περίπτωση, τεκμαίρεται ότι ο διάδικος στερήθηκε της ευκαιρίας να παρουσιάσει την υπόθεση του”. Η πρώτη απόφαση μετά την τροποποίηση ήταν στη Ξενοφώντος ν. Χ”Αράπη, Πολ. Έφ. 9691 ημερ. 23 Φεβρουαρίου 1999, όπου το Εφετείο εξήγησε ότι λόγος “πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα” σήμαινει “λόγο η επέλευση του οποίου δεν οφείλεται στην συνήθη ανθρώπινη λειτουργία”. Στη Ρουβανιάς Λτδ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2525 και 2539 ημερ. 14 Απριλίου 2000, επεξηγήθηκε ότι η εν λόγω πρόνοια “δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου”.

Η σαφήνεια του νομικού πλαισίου μέσα στο οποίο καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει αίτημα για επαναφορά έφεσης δεν καθιστά πάντοτε χωρίς δυσκολία την άσκηση κρίσης αναφορικά με τι είναι που δικαιολογούν τα περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης. Η παρούσα περίπτωση μας έχει προβληματίσει ιδιαίτερα. Αποκλίναμε τελικά προς την άποψη ότι το πρόβλημα εδώ προέκυψε από αντικειμενικούς παράγοντες που αποδυνάμωσαν τον δικηγόρο του εφεσείοντος σε βαθμό που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε ό,τι απαιτείτο, με αποτέλεσμα να μην καθίστατο πρακτικώς εφικτή η άσκηση των δικαιωμάτων του εφεσείοντος. Θεωρούμε λοιπόν πως μπορεί εν προκειμένω να συγχωρεθεί η παράλειψη.

Η αίτηση για επαναφορά εγκρίνεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα αφού δεν ζητήθηκαν. Θα δώσουμε κατ΄ ακολουθίαν οδηγίες ως προς τα περαιτέρω.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο