L’ UNION NATIONALE (TOURISM SEA RESORTS) LTD ν. Ανδρέα Αγαθοκλέους (2000) 1 ΑΑΔ 2117 L’ UNION NATIONALE (TOURISM SEA RESORTS) LTD ν. Ανδρέα Αγαθοκλέους, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10676., 22 Δεκεμβρίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 2117

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10676.

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

L’ UNION NATIONALE (TOURISM & SEA RESORTS) LTD,

Εφεσει όντων

και

 

Ανδρέα Αγαθοκλέους,

Εφεσίβ λητου.

__________________

22 Δεκεμβρίου, 2000.

Για τους εφεσείοντες: Π. Μουαΐμης.

Για τον εφεσίβλητο: Χρ. Αδάμου.

___________________

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια και διαχειρίστρια του πολυτελούς “5 αστέρων” ξενοδοχείου Le Meridien, στη Λεμεσό.

Ο εφεσίβλητος εργαζόταν στο ξενοδοχείο ως Maitre D’ Hotel B. ΄Ηταν υπεύθυνος του ενός από τα τρία εστιατόρια.

Απολύθηκε στις 6.11.97. Στις 12.3.98 καταχώρησε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διεκδικώντας:

(α) Αποζημιώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν 24/67 όπως τροποποιήθηκε)

(“ο Νόμος”).

(β) Πληρωμή ημερομισθίων αντί προειδοποίησης δια περίοδον 77 ημερών,

με βάση τους όρους 14.2.1 και 14.2.2 της ισχύουσας τότε συλλογικής

σύμβασης του κλάδου.

(γ) Πληρωμή των ημερομισθίων 3 εβδομάδων, δυνάμει του όρου 14.2.2 της

συλλογικής σύμβασης.

(δ) £1,746.48 ως δεδουλευμένα, τιμαριθμικό, μονάδες, Κυριακές, οφειλόμενη

άδεια και αναλογία 13ου μισθού, και

(ε) Τόκον επί του πιο πάνω ποσού.

Πριν από την έναρξη της ακρόασης απέσυρε τις απαιτήσεις για βασικό μισθό, τιμάριθμο, μονάδες, αναλογίες 13ου μισθού και Κυριακές.

Εκτός από την απαίτηση του για αποζημιώσεις και πληρωμή αντί προειδοποίησης, παρέμεινε μόνο η απαίτηση του για £1119.16 που, κατά τον υπολογισμό του, αναλογούσαν σε 36 μέρες άδειες που δεν του παραχωρήθηκαν.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατέληξε πως τα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου είναι, συνοπτικά, τα πιο κάτω:

Στις 10.10.97 και περί ώρα 10.30 μ.μ. ο εφεσίβλητος έστειλε ένα γκαρσόνι από το εστιατόριο του οποίου ήταν υπεύθυνος, στην κα. Γιώτα Παπά, που το βράδυ εκείνο ήταν η ταμίας της βάρδιας και για τα τρία εστιατόρια, για να του δώσει τα φιλοδωρήματα που χρεώθηκαν σε δωμάτια πελατών, που δείπνησαν στο εστιατόριο.

Οι σταθερές οδηγίες της διεύθυνσης ήταν όπως τα φιλοδωρήματα δίνονται από το Λογιστήριο. Γινόταν, όμως ανεκτό όπως τις καθημερινές δίνονται και από τους ταμίες, νοουμένου ότι στο ταμείο τους θα έμεναν σταθερά £50 για να μπορούν να εξυπηρετούν πελάτες.

Η 10.10.97 ήταν Παρασκευή και η ταμίας, λόγω και των οδηγιών να μη δίνονται Παρασκευή και Σάββατο και λόγω του ό,τι δεν υπήρχαν και αρκετά μετρητά στο ταμείο της, πληροφόρησε τον αποστολέα του εφεσίβλητου ότι δεν μπορούσε να του δώσει τα φιλοδωρήματα. Το ποσό που αναλογούσε στο εστιατόριο δεν ξεπερνούσε τις £30.

Το γκαρσόνι είπε ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει πίσω με άδεια χέρια και ζήτησε από την κα. Παπά να πάει η ίδια να συνεννοηθεί με τον εφεσίβλητο.

Πράγματι, η κα. Παπά ανέβηκε στον πρώτο όροφο που βρίσκεται το εστιατόριο, μπήκε μέσα, και μόλις είδε τον εφεσίβλητο του είπε, ότι δεν είχε μετρητά για να του στείλει τα φιλοδωρήματα. Ο εφεσίβλητος θύμωσε και της είπε να περάσει αμέσως έξω. Σε ερώτηση της γιατί να περάσει έξω, χωρίς να της δώσει χρόνο, την άρπαξε δυνατά από τα δύο μπράτσα και την έσπρωξε βίαια προς την έξοδο.

Η κα. Παπά έφυγε αμέσως. Πήγε στο γραφείο της κας Κουτσουλίδου και κατάγγειλε το περιστατικό.

Η κα. Κουτσουλίδου, με τη σειρά της, το κατέγραψε στο βιβλίο που τηρείται για καταχώρηση περιστατικών τέτοιας φύσης.

Μετά από 45 λεπτά, περίπου, η κα. Παπά επέστρεψε και ζήτησε από την κα. Κουτσουλίδου να διαγραφεί η καταγγελία της. Στην πραγματικότητα απέσυρε το παράπονο της.

Όμως, την επομένη το πρωΐ, η κα. Κουτσουλίδου ενημέρωσε τον υπεύθυνο τροφίμων και ποτών, άμεσο προϊστάμενο του εφεσίβλητου, ο οποίος και κάλεσε τον εφεσίβλητο και του ζήτησε εξηγήσεις.

Το περιστατικό περιήλθε σε γνώση και της διεύθυνσης του ξενοδοχείου και βεβαίως διαδόθηκε και μεταξύ του υπόλοιπου προσωπικού.

Τη Δευτέρα πρωϊ, όταν η κα. Κουτσουλίδου επανήλθε στη δουλειά, την επισκέφθηκε στο γραφείο της ο εφεσίβλητος για να της πεί ότι δεν επιτέθηκε στην κα. Παπά. Απλώς, όταν η τελευταία μπήκε στο εστιατόριο, την έσπρωξε λίγο.

Παρά την απόσυρση του παραπόνου της κα. Παπά, η διεύθυνση προχώρησε σε μονομερή έρευνα για τη διαπίστωση της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου γενικά έναντι των υφισταμένων ή άλλων συναδέλφων του. Η έρευνα εκτεινόταν σε όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του εφεσίβλητου.

Σε όλο το διάστημα της έρευνας ο εφεσίβλητος προσερχόταν στο ξενοδοχείο και εργαζόταν κανονικά, χωρίς η διεύθυνση να τον ενημερώσει για τη διεξαγόμενη έρευνα γύρω από την εν γένει συμπεριφορά του.

Τελικά, στις 6.11.97, η κα. Κουτσουλίδου του έδωσε την πιο κάτω επιστολή με την οποίαν τον πληροφορούσε πως η απασχόληση του τερματίζεται αυθημερόν:

“Κύριε Αγαθοκλέους,

Μετά από λεπτομερή διερεύνηση της καταγγελίας της κας Γιώτας Παπά ημερομηνίας 10 Οκτωβρίου 1997 έχουμε διαπιστώσει τα ακόλουθα:

1. Στις 10 Οκτωβρίου 1997 γύρω στις 22.30 η κύρια Γιώτα

Παπά κατήγγειλε στην επί καθήκοντι διευθύντρια κα.

Λένια Κουτσουλίδου ότι μετά από διαφωνία σας βιαιο-

πραγήσατε εναντίον της με αποτέλεσμα τον τραυμα- τισμό της.

2. Η κα. Παπά μετά παρέλευση μικρού χρονικού διαστή- ματος απόσυρε την καταγγελία της.

3. Η Εταιρεία, παρά το γεγονός ότι η κα. Παπά δήλωσε

ότι δεν επιθυμεί να δοθεί συνέχεια στο επεισόδιο,

προχώρησε στην διερεύνηση του και κατέληξε στο

συμπέρασμα ότι η διαγωγή σας ήταν απαράδεκτη.

Η όλη συμπεριφορά σας στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ανεπίτρεπτη και τα πλείστα των μελών του προσωπικού του Ξενοδοχείου έχουν πληροφορηθεί το γεγονός. Η Εταιρεία δεν μπορεί να ανεχτεί αυτού του είδους την συμπεριφορά μεταξύ των υπαλλήλων της, πόσο μάλλον από έναν υπεύθυνο εστιατορίου. Πολιτική της Εταιρείας είναι οι αρμονικές σχέσεις μεταξύ των μελών του προσωπικού και η ομαδική προσπάθεια που έχουν σαν αποτέλεσμα την ομαλή λειτουργία των διαφόρων τμημάτων του Ξενοδοχείου και σαν επακόλουθο την καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών μας. Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι σαν Υπεύθυνος εστιατορίου δεν έχετε δείξει την ανάλογη συμπεριφορά.

Είμαστε στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσουμε ότι η Εταιρεία μας, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα του περιστατικού, έχει αποφασίσει να προχωρήσει στον τερματισμό των υπηρεσιών σας στο Ξενοδοχείο Le Meridien από σήμερα 6 Νοεμβρίου 1997”.

Μια-δυό μέρες πριν του δοθεί η επιστολή η διεύθυνση του ξενοδοχείου ενημέρωσε τη συντεχνία του.

Μετά την απόλυση του κλήθηκε και του καταβλήθηκαν όλα τα ωφελήματα εκ της απασχόλησης του. Υπέγραψε δε στις 28.1.98 σχετική απόδειξη παραλαβής του ποσού των £792.31 που αντιστοιχούσε σ΄ αυτά.

Ο τελευταίος μηνιαίος μισθός του εφεσίβλητου ανερχόταν σε £787.05. Του καταβαλλόταν δε και 13ος. Για σκοπούς του Νόμου οι εβδομαδιαίες απολαβές του ανέρχονταν σε £196.76.

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το νομικό πλαίσιο της υπόθεσης. Σημείωσε ότι ο Νόμος ακυρώνει το δικαίωμα του εφεσίβλητου σε αποζημιώσεις και σε πληρωμή αντί προειδοποίησης νοουμένου ότι η Εταιρεία, δια των εκπροσώπων της, απέδειξε ότι η απόλυση του οφειλόταν σ΄ ένα ή πλείονες από τους λόγους του άρθρου 5. Παρέθεσε τη θέση της εφεσείουσας η οποία ισχυρίσθηκε πως η συμπεριφορά του εφεσίβλητου, έναντι της συναδέλφου του το βράδυ της 10.10.97, συνιστούσε διαγωγή που εμπίπτει στις παραγράφους (ε) και (στ) του άρθρου 5.

Παρέθεσε, επίσης, το κείμενο των όρων 14 και 15.3 της συλλογικής σύμβασης στους οποίους παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσίβλητου και στο κείμενο του άρθρου 7 του κυρωτικού της Σύμβασης περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1982.

Σχολιάζοντας τη μαρτυρία που παρουσιάσθηκε από την πλευρά της εφεσείουσας το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε τα εξής, τα οποία κατά την άποψη του θα το βοηθούσαν στη διαμόρφωση της δικαιϊκής του κρίσης:

“Η κα. Κουτσουλίδου, απαντώντας σε ερώτηση που της υπέβαλε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, αν ο αιτητής θα απολυόταν με βάση μόνο το περιστατικό με την κα. Παπά, ύστερα, μάλιστα, που η τελευταία απέσυρε το παράπονο της, απάντησε: ‘΄Ηταν η αφορμή για να ξεκινήσει η έρευνα που έβγαλε άλλα πράγματα. Αν ήταν μόνο το γεγονός εκείνο πιθανό να μην προχωρούσαμε, πιθανό να προχωρούσαμε, δεν μπορώ να ξέρω’.

΄Ομως, αμέσως μετά, σε παρατήρηση του Δικηγόρου του αιτητή πως ο πελάτης του δεν απολύθηκε για την προηγούμενη του συμπεριφορά αλλά συνεπεία της συγκεκριμένης συμπεριφοράς του, έσπευσε να συμφωνήσει μαζί του.

Δεν μπόρεσε να δώσει πειστική απάντηση γιατί δεν τηρήθηκε η προθεσμία των τριών ημερών του όρου 15.3 της συλλογικής σύμβασης. Απλώς ανάφερε ότι άφησαν να διαρρεύσει τόσος χρόνος πριν λάβουν την απόφαση τους για να σιγουρευθούν για κάποιες διαπιστώσεις τους.

Η κα. Κουτσουλίδου δεν αρνήθηκε πως σε όλη τη διάρκεια της διεξαγωγής της έρευνας ο αιτητής δεν εκρατείτο ενήμερος και προ πάντων δεν του παραχωρήθηκε το δικαίωμα που η θεμελιώδης αρχή της φυσικής δικαιοσύνης Audi alteram partem κατοχυρώνει σε κάθε άτομο που του αποδίδεται ανεπίτρεπτη συμπεριφορά και/ή διάπραξη αδικήματος.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως στις 10.10.97, κατά το επεισόδιο με τη συνάδελφο του Γιώτα Παπά ο εφεσίβλητος συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που παρείχε νόμιμη δικαιολογία στην εφεσείουσα να τον απολύσει χωρίς προειδοποίηση. Ωστόσο - σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο - η εφεσείουσα “δεν χρησιμοποίησε σε λογικό χρόνο το δικαίωμα της αυτό. Αντ΄ αυτού προχώρησε να διερευνήσει και το παρελθόν του χωρίς μάλιστα, να του κατοχυρώσει το φυσικό του δικαίωμα να ακούγεται”.

Η πάροδος ενός μηνός, σχεδόν, - σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο - από την επίδειξη εκ μέρους του εφεσίβλητου της απρεπούς συμπεριφοράς μέχρι την απόλυση του, είναι πέραν του λογικού χρόνου εντός του οποίου θα έπρεπε να ασκηθεί από την Εταιρεία το δικαίωμα σε απόλυση του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

“Κρίνουμε την πάροδο τόσου χρόνου ως εγκατάλειψη άσκησης του δικαιώματος απόλυσης. Πολύ περισσότερο που υπήρχε και ρητός όρος στη συλλογική σύμβαση, που καθόριζε προθεσμία τριών ημερών εντός των οποίων έπρεπε να συμπληρωθεί η έρευνα εκ μέρους του εργοδότη και να ληφθεί η απόφαση.

Η διεύθυνση του ξενοδοχείου, με το να απολύσει τον αιτητή, χωρίς να τον ακούσει, γύρω από διαπιστώσεις τους για προηγούμενη του συμπεριφορά, παραβίασε θεμελιώδεις κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.”

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω καταλήξεων του το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε “πως ο εφεσίβλητος δικαιούται τόσο στις αποζημιώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) σε συνδυασμό με τον Πρώτο Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, όσο και στην αυξημένη προειδοποίηση ή σε ανάλογη πληρωμή αντί προειδοποίησης, όπως προνοείται από τη συλλογική σύμβαση. Και η συλλογική σύμβαση του παρέχει δικαίωμα σε 77 μέρες προειδοποίηση και 3 εβδομάδες επιπλέον ημερομίσθια”.

Η έφεση.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο χρόνος μέσα στον οποίο η εφεσείουσα άσκησε το δικαίωμα της για απόλυση του εφεσίβλητου δεν ικανοποιεί την έννοια “του λογικού χρονικού διαστήματος” στο άρθρο 5(ε) του Νόμου.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πάροδος του χρόνου που μεσολάβησε από την επίδειξη εκ μέρους του εφεσίβλητου απρεπούς συμπεριφοράς μέχρι την απόλυση του συνιστούσε εγκατάλειψη από την εφεσείουσα του δικαιώματος απόλυσης του εφεσίβλητου.

Λόγω της συνάφειας των πιο πάνω δύο λόγων της έφεσης αναπτύχθηκαν μαζί στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας.

Σύμφωνα με το άρθρο 12 (11Α) των περί Ετήσιων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1999, απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας ήταν ενήμερος αυτής της πτυχής. Δέχθηκε, επίσης, ότι το τί συνιστά “λογικό χρονικό διάστημα” είναι συνήθως ζήτημα πραγματικών γεγονότων (question of fact) και ως τέτοιο δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης. Υπέβαλε , ωστόσο, ότι στην κρινόμενη περίπτωση το ζήτημα - του λογικού χρονικού διαστήματος - εγείρεται αναπόφευκτα στο πλαίσιο των πιο πάνω λόγων της έφεσης (που αφορούν την εφαρμογή της πιο πάνω επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 5 του Νόμου, στα γεγονότα, όπως είχαν διαπιστωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο), και ως εκ τούτου συνιστά θέμα νομικό ή αν όχι αμέσως νομικό, μεικτό νομικό και πραγματικό. Τέτοιο ζήτημα - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος - είναι εφέσιμο, ιδιαίτερα στην περίπτωση που κριθεί ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού “είναι πεπλανημένη (perverse) ή ότι δεν καθοδηγήθηκε σωστά επί των εγειρομένων ζητημάτων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στην O’ Kelly and Others v. Trusthouse Forte Plc (1983) 3 All E.R. 456, Palmer and Another v. Southend-on-Sea Borough Council (1984) 1 All E.R. 945, KEM (Taxi) Ltd v. Tryfonos (1969) 1 C.L.R. 52 και Kyros Manufacturing Ltd v. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 937.

Στην Palmer (πιο πάνω) το Εφετείο ασχολήθηκε με την ερμηνεία του όρου “reasonably practicable” στο άρθρο 67(2) της Employment Protection (Consolidation Act) 1978. Αποφασίσθηκε, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι η ορθή προσέγγιση κατά την εφαρμογή του άρθρου 67(2) είναι κατά πόσο κάτω από όλες τις περιστάσεις, περιλαμβανομένου και του γεγονότος της εκκρεμούσας διαδικασίας (εάν υπάρχει) δυνάμει της εσωτερικής διαδικασίας του εργοδότη, ήταν εύλογα εφικτό για τον εργοδοτούμενο να παρουσιάσει το παράπονο του εντός της περιόδου της παραγραφής. Αυτό είναι ζήτημα πραγματικό και το Employment Appeal Tribunal δεν έπρεπε να εξετάσει την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών πάνω σε εκείνο το ζήτημα εκτός αν η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι πεπλανημένη.

Στην Edwards (Inspection of Taxes) v. Bairstow and Another (1955) 3 All E.R. 48 (H.L.), έφεση εναντίον απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος ήταν δυνατή μόνο σε σχέση με νομικό σημείο. Αποφασίσθηκε: Παρόλο ότι το Εφετείο μπορεί να επιτρέψει έφεση από απόφαση του Εφόρου μόνο αν αυτή είναι νομικά εσφαλμένη, εν τούτοις, όπου το υπόμνημα δεν αποκαλύπτει, στην όψη του, πλάνη περί το Νόμο, αν θα φαινόταν στο Εφετείο ότι κανένα πρόσωπο, που θα καθοδηγείτο ορθά ως προς το Νόμο και θα ενεργούσε δικαστικά, θα κατέληγε σε εκείνη τη συγκεκριμένη κατάληξη, το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει με την υπόθεση ότι για εκείνη την κατάληξη υπεύθυνη είναι η πλάνη περί το Νόμο.

Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Viscount Simonds στην Edwards (πιο πάνω, σελ. 53) είναι πολύ διαφωτιστικό για το πως ένα πραγματικό ζήτημα μπορεί να μεταβληθεί σε νομικό:

“It is universally conceded that, though it is a pure finding of fact, it may be set aside on grounds which have been stated in various ways but are, I think, fairly summarised by saying that the court should take that course if it appears that the commissioners have acted without any evidence, or on a view of the facts which could not reasonably be entertained. It is for this reason that I thought it right to set out the whole of the facts as they were found by the commissioners in this case. For, having set them out and having read and reread them with every desire to support the determination if it can reasonably be supported, I find myself quite unable to do so. The primary facts as they are sometimes called do not, in my opinion, justify the inference or conclusion which the commissioners have drawn; not only do they not justify it but they lead irresistibly to the opposite inference or conclusion. It is, therefore, a case in which, whether it be said of the commissioners that their finding is perverse or that they have misdirected, themselves in law by a misunderstanding of the statutory languages or otherwise, their determination cannot stand.”

Σε μετάφραση:

“Είναι καθολικά παραδεκτό ότι, ανκαι πρόκειται για αμιγώς πραγματική διαπίστωση, αυτή μπορεί να παραμερισθεί για λόγους που έχουν διατυπωθεί με διαφορετικούς τρόπους αλλά νομίζω ότι μπορούν να συνοψισθούν με το να λεχθεί ότι το δικαστήριο πρέπει να ακολουθήσει εκείνη την πορεία αν φανεί ότι οι ΄Εφοροι έχουν ενεργήσει χωρίς οποιαδήποτε μαρτυρία, ή με θεώρηση των γεγονότων η οποία δεν μπορούσε εύλογα να γίνει αποδεκτή. Είναι για αυτό το λόγο που το θεώρησα σωστό να παραθέσω το σύνολο των γεγονότων όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί από τους Εφόρους στην παρούσα υπόθεση. Γιατί αφού τα παρέθεσα και αφού τα διάβασα επανειλημμένα με κάθε επιθυμία να στηρίξω την κατάληξη αν αυτή εύλογα μπορεί να στηριχθεί, βρίσκω ότι αδυνατώ να το πράξω. Τα πρωτογενή γεγονότα, όπως αυτά κάποτε ονομάζονται, δεν δικαιολογούν, κατά την άποψη μου, το συμπέρασμα στο οποίο έχουν καταλήξει οι ΄Εφοροι. όχι μόνο δεν το δικαιολογούν αλλά οδηγούν στο αντίθετο ακαταμάχητο συμπέρασμα. Πρόκειται, επομένως, για υπόθεση στην οποία, είτε λεχθεί για τους Εφόρους ότι η διαπίστωση τους είναι πεπλανημένη (perverse) ή ότι έχουν καθοδηγηθεί εσφαλμένα ως προς το Νόμο λόγω παρανόησης του λεκτικού του Νόμου ή άλλωσπως, το συμπέρασμα τους δεν ευσταθεί.”

΄Εχουμε εξετάσει προσεκτικά την εκκαλούμενη απόφαση. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που θα μπορούσε να αναγάγει σε νομικό ένα πραγματικό θέμα. Τα όσα έθεσε ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας που σχετίζονται με την ερμηνεία του όρου “θεωρείται” τον οποίο συναντούμε στην επιφύλαξη του άρθρου 5(ε) δεν είναι ικανά να μεταβάλουν ένα καθαρά πραγματικό θέμα σε νομικό. Η θεώρηση του θέματος πρέπει να γίνεται με βάση τα νομολογηθέντα στην Edwards (πιο πάνω). Το επίδικο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία. Οι σχετικοί λόγοι της έφεσης δεν ευσταθούν.

Έχει προωθηθεί και λόγος έφεσης που σχετίζεται με το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στον εφεσίβλητο να ακουστεί. Περαιτέρω έχει υποβληθεί και λόγος έφεσης που σχετίζεται με το συμπέρασμα ότι δεν τηρήθηκε η προθεσμία των τριών ημερών του όρου 15.3 της συλλογικής σύμβασης.

Ανάγνωση της εκκαλούμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι ο λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτή την αίτηση του εφεσίβλητου είναι ότι η εφεσείουσα “δεν χρησιμοποίησε σε λογικό χρόνο το δικαίωμα της” για απόλυση του εφεσίβλητου. Τα όσα λέχθηκαν για το δικαίωμα του να ακουστεί και για την συλλογική σύμβαση λέχθηκαν επικουρικά. Εφόσο σύμφωνα με το Νόμο ο λόγος για τον οποίο υιοθετήθηκε το αίτημα του αιτητή, συνιστά καθόλα έγκυρο λόγο, η ενασχόληση μας με τους άλλους λόγους που έχει, επικουρικά, επικαλεσθεί το πρωτόδικο δικαστήριο, θα αποτελούσε ακαδημαϊκό εγχείρημα.

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι η επιδίκαση πληρωμής στον εφεσίβλητο αυξημένης προειδοποίησης και ημερομίσθια τριών εβδομάδων με βάση τον όρο 14.2.2 της συλλογικής σύμβασης αποτελεί εσφαλμένη άσκηση διακριτικής εξουσίας γιατί:

(α) Το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται να υπέθεσε ότι η συλλογική σύμβαση

εργασίας, στην οποία ο εφεσίβλητος δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος, θα

πρέπει να έχει ενσωματωθεί στην κατ΄ ιδίαν συμφωνία εργοδότησης

μεταξύ των εφεσειόντων και του εφεσιβλήτου, δημιουργώντας έτσι

ιδιωτικό δίκαιο δεκτικό εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση.

(β) Δεν φαίνεται από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση να έχει γίνει οποιαδήποτε

έρευνα αναφορικά με το ζήτημα αυτό και δεν υπάρχει οποιαδήποτε αιτιο-

λογία στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση για την υποθετική αυτή τοποθέτηση

του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλήρης

συμμόρφωση με τις ρητές πρόνοιες του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος

που επιβάλλουν πλήρη αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων.

Παρατηρούμε:

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε η μαρτυρία η οποία μάλιστα δόθηκε από υπάλληλο της εφεσείουσας, ότι η συλλογική σύμβαση ισχύει και για τον αιτητή (βλ. σελ. 12 και 13 των πρακτικών). Εν όψει της μαρτυρίας δεν μπορεί να γίνεται έγκυρα λόγος για εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τη σύμβαση ή για έλλειψη αιτιολογίας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο