DEUX L DESIGNS LIMITED ν. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΛΕΟΠΑ κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 2072 DEUX L DESIGNS LIMITED ν. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΛΕΟΠΑ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10700, 22 Δεκεμβρίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 2072

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10700

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ δ/στών

Μεταξύ:

DEUX L DESIGNS LIMITED

Εφεσει όντων/Εναγόντων

και

1. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΛΕΟΠΑ

2. GATHERINE΄S BUSINESS CO LIMITED

3. ANΔΡΟΥΛΛΑΣ ΘΕΡΑΠΟΝΤΟΣ

Εφεσιβ λήτων/Εναγομένων

-------------

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2.8.00

22 Δεκεμβρίου 2000

Για τους εφεσίβλητους-αιτητές: Π. Αγγελίδης και Ε. Μιχαήλ.

Για τους εφεσείοντες-καθ΄ων η αίτηση: Α. Ιωαννίδης και Γ. Γεωργιάδης.

---------------------

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η ακρόαση της αγωγής αρ. 414/96 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, οι ενάγοντες ζήτησαν την έκδοση certiorari σε σχέση με χειρισμούς του Δικαστηρίου. Ο Νικήτας Δ. επιλήφθηκε της αίτησης και την ενέκρινε. Ο χειρισμός του Δικαστηρίου που απέληξε σε έκδοση διαταγής με την οποία απαγόρευε στους δικηγόρους των εναγόντων να τους εκπροσωπούν, ακυρώθηκε. (Βλ. Αναφορικά με την αίτηση της εταιρείας Deux L Designs Ltd Αίτηση αρ. 147/99 ημερομηνίας 26.5.00). Προχώρησε όμως η διαδικασία, εκδόθηκε τελική απόφαση και οι ενάγοντες άσκησαν την παρούσα έφεση για παραμερισμό της.

Η έφεση ορίστηκε για προδικασία, δόθηκαν οδηγίες για την κατάθεση περιγραμμάτων αγόρευσης μέσα στις προθεσμίες που καθορίζονται και με την παρούσα αίτηση οι εφεσίβλητοι ζητούν παράτασή της. ΄Εχουν και οι ίδιοι ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε certiorari και εισηγούνται πως κατ΄ανάγκην πρέπει να εκδικαστεί εκείνη πρώτα.

Στην ένσταση των εφεσειόντων η αίτηση για παράταση εμφανίζεται να αποσκοπεί στην καθυστέρηση της εκδίκασης της έφεσης και χαρακτηρίζεται ως “κακόβουλη, αντιφατική και πιεστική”. Υποδεικνύεται συναφώς στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει πως όσα επικαλούνται οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να είχαν υποβληθεί ως λόγοι για ενδεχόμενη αναβολή της ακρόασης της έφεσης, αφού στο μεταξύ θα καταχωρούσαν το περίγραμμα αγόρευσής τους, ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω απώλεια χρόνου. Ουσιαστικά, όπως υποστήριξαν, η αίτηση για παράταση “περιέχει αιτιολογικό που ουδεμία σχέση έχει με την αιτούμενη διαταγή ή οδηγίες καθώς και με την έκδοσή της ή όχι υπό του σεβαστού Δικαστηρίου”. Εν τούτοις, όπως επισήμαναν οι εφεσίβλητοι, η ειδοποίηση έφεσης περιλαμβάνει σειρά λόγων έφεσης που εισάγουν κατευθείαν, ως προτεινόμενη αιτία για παραμερισμό της πρωτόδικης τελικής απόφασης, όσα αποκηρύχθηκαν με την απόφαση του Νικήτα Δ. ως παραβιάζοντα συνταγματικά δικαιώματα των εφεσειόντων και τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Εξήγησαν, λοιπόν, οι εφεσίβλητοι πως τα επιχειρήματα αναποφεύκτως θα εξαρτώνται από το κατά πόσο η πιο πάνω πρωτόδικη κρίση, που τώρα αποτελεί δεδικασμένο, θα ανατραπεί, όπως επιδιώκουν με την έφεσή τους.

Υπάρχει ένα ακόμα θέμα στο οποίο πρέπει να αναφερθούμε πριν ασχοληθούμε με ό,τι αναφύεται ως η ουσία των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν πως ο,τιδήποτε είχαν οι εφεσίβλητοι να προτείνουν σε σχέση με την προθεσμία καταχώρισης του περιγράμματός τους, θα έπρεπε να το προτείνουν κατά το στάδιο της προδικασίας. ΄Εχουμε συναφώς υπόψη την Θεόδωρος Λεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία ΑΕ 1579 ημερομηνίας 29.5.98 στην οποία η Ολομέλεια αναφέρθηκε στην ανάγκη, θέμα της προδικασίας να εγείρεται κατά τη διάρκειά της. Εισηγήθηκαν επίσης ότι πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί η αίτηση αφού υποβλήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε αρχικά, ενδεικτικό και αυτό της προσ-πάθειας των εφεσιβλήτων να προκαλέσουν αχρείαστη καθυστέρηση. Ζητήσαμε να πληροφορηθούμε τις λεπτομέρειες και υπό το φως τους οι εφεσείοντες εγκατέλειψαν και τις δυο πιο πάνω θέσεις τους. ΄Οταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για προδικασία στις 19.5.00 δεν είχε ακόμα εκδοθεί η πρωτόδικη απόφαση για certiorari και, βέβαια, μεταγενέστερη ήταν και η άσκηση έφεσης κατ΄αυτής. Δεν ήταν δυνατό, επομένως, να εγερθεί τέτοιο θέμα τότε. Περαιτέρω, όπως διαπιστώθηκε, δεν ήταν ορθό ότι η αίτηση για παράταση υποβλήθηκε μετά την εκπνοή της αρχικής προθεσμίας.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν πως δεν θα έπρεπε, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να εγκριθεί η αίτηση. Ενώ δέχονται πως το θέμα της παράτασης και της διάρκειας της εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εισηγούνται πως δεν είναι δυνατή η επ’ αόριστον διατήρηση της εκκρεμότητας. Δέχονται πως η εκδίκαση της παρούσας έφεσης πριν την εκδίκαση της άλλης, κατ΄ανάγκην θα γίνει υπό το δεδικασμένο της απόφασης για το certiorari. Eπίσης δεν αρνήθηκαν ότι οι λόγοι έφεσής τους, ως στοιχειοθετημένοι πλέον από την απόφαση για το certiorari, δεν θα ήταν δυνατό να απαντηθούν κατ΄ουσίαν από τους εφεσίβλητους. Εν τούτοις, εισηγούνται πως δεν πρέπει να επιτραπεί να παραμείνει επ’ αόριστον εκκρεμής η έφεσή τους. Επικαλούνται δικαίωμά τους για δίκη μέσα σε εύλογο χρόνο, και αναφέρονται σε σειρά αποφάσεων σε σχέση με τις γενικές αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Καταλήγουν με την εισήγηση πως είναι και καταχρηστική η προώθηση, όπως την αντιλαμβάνονται, από τους εφεσίβλητους του ίδιου θέματος με δυο ξεχωριστές διαδικασίες. Εκείνη της έφεσης για certiorari και την παρούσα. Επικαλέστηκαν ως προς αυτό την απόφαση της Ολομέλειας στην Beogradska DD (1996) 1 AAΔ 911.

Oι λόγοι έφεσης σε σχέση με τον αποκλεισμό του δικηγόρου των εφεσειόντων και τον εξ αιτίας του επηρεασμό των δικαιωμάτων τους, με αποτέλεσμα την εναντίον τους τελική απόφαση, εμφανίζονται να είναι αρρήκτως συνδεδεμένοι προς την απόφαση για το certiorari που εκδόθηκε στη συνέχεια. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Νικήτα Δ. δείχνει το συσχετισμό:

“Με την απόφαση του δικαστή της 18.11.99 η αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου της εκλογής της. Η συμπεριφορά του δικηγόρου της θα μπορούσε να είχε αντιμετωπισθεί διαφορετικά προς διαφύλαξη του κύρους του δικαστηρίου. Ούτε στην ουσία της παρασχέθηκε η ευκαιρία και ο χρόνος για εξεύρεση δικηγόρου κατά παράβαση των συνταγματικών της δικαιωμάτων και των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης”.

΄Ηταν δικαίωμα των εφεσιβλήτων να αμφισβητήσουν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης και ορθά δεν αμφισβητείται πως οι εφεσίβλητοι δεν θα είχαν τίποτε να πούν σε σχέση με τα πιο πάνω στην παρούσα διαδικασία. Αποτελούν δεδικασμένο που θα δεσμεύει παρά την εκκρεμότητα της έφεσης που ασκήθηκε και οι εφεσίβλητοι θα έχουν τη δυνατότητα να εισηγηθούν πως ήταν χρηστή η δίκη που διεξάχθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο και πως δεν παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι κανόνες που αναφέρθηκαν, μόνο αν επιτύχουν στην έφεση που άσκησαν.

Αιτήσεις για παράταση προθεσμιών προσεγγίζονται με αυστηρότητα για να διαπιστώνεται αν, πράγματι, η έγκρισή τους δικαιολογείται από τις ανάγκες της δικαιοσύνης, πάντοτε με βασικό γνώμονα και τη συνταγματική επιταγή για εκδίκαση μέσα σε εύλογο χρόνο. Στην προκείμενη περίπτωση δεν βρισκόμαστε μπροστά σε συνηθισμένο πρόβλημα αδυναμίας ετοιμασίας του περιγράμματος για λόγους που αναφέρονται στο διάδικο. Ούτε ο χρόνος, στο πλαίσιο της λογικής της αίτησης για παράταση, εξαρτάται από το διάδικο. Δεν είναι δυνατό να προσδιορίσουν χρόνο οι εφεσίβλητοι αφού δεν είναι από εκείνους που εξαρτάται ο χρόνος εκδίκασης της έφεσης που άσκησαν. Οι εφεσείοντες εισηγούνται να προχωρήσουμε εδώ για να τελειώσει χωρίς καθυστέρηση η υπόθεση έστω και αν αυτό θα σήμαινε στέρηση από τους εφεσίβλητους της δυνατότητας να αντιτάξουν όσα θεωρούν ότι αποτελούν απάντηση στους λόγους έφεσης αναφορικά με τους χειρισμούς του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε αυτή την άποψη. Ούτε την αντίληψη πως οι εφεσίβλητοι είναι ένοχοι κατάχρησης της διαδικασίας επειδή θέλουν να προβάλουν τις θέσεις τους και εδώ και στην έφεσή τους για το certiorari. Η υπόθεση Beogradska DD (ανωτέρω) και οι αρχές που υιοθετήθηκαν σ΄αυτή, δεν έχουν σχέση με την παρούσα περίπτωση. Εδώ είναι οι εφεσείοντες που ζήτησαν το certiorari και που άσκησαν την έφεση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου και δεν τίθεται ζήτημα επιλογής από την πλευρά των εφεσιβλήτων. Μάλιστα, στην απόφαση του Νικήτα Δ, περιέχεται αναφορά και σε εισήγηση των εφεσιβλήτων πως ήταν οι εφεσείοντες ένοχοι κατάχρησης ακριβώς γι΄αυτό το λόγο και πως, εν πάση περιπτώσει, αφού είχε ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η διαδικασία για το certiorari είχε πλέον μόνο ακαδημαϊκή σημασία. Αυτές οι εισηγήσεις απορρίφθηκαν και είναι δικαίωμα των εφεσιβλήτων να αντιταχθούν σε όσες διαδικασίες προωθούν οι εφεσείοντες. Επίσης, να προσδοκούν διασφάλιση ουσιαστικής δυνατότητας να το κάμουν.

Η συντόμευση του χρόνου ετοιμασίας μιας έφεσης για εκδίκαση εξαρτάται και από τους διαδίκους. Σε ό,τι αφορά στο Πρωτοκολλητείο, αναμένουμε πως, ενόψει της ιδιαιτερότητας της περίπτωσης, θα μεριμνήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Η αίτηση εγκρίνεται. Το πρόβλημα δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα των εφεσιβλήτων και, στο πλαίσιο των περιστατικών, δεν θα εκδώσουμε διαταγή για έξοδα.

Κωνσταντινίδης Δ.

 

Καλλής Δ.

 

Κρονίδης Δ.

/Mσι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο