(2000) 1 ΑΑΔ 2110
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10804.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
1. PAPHOS STONE C. ESTATES LTD,
2. PAPHIAN BAY HOTEL,
Εφεσειόντω ν
και
1. Βύρωνα Χριστοδουλίδη,
2. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού,
Εφεσιβλήτω ν.
_________________
22 Δεκεμβρίου, 2000
.Για τους εφεσείοντες: Δ. Χ” Νέστωρος.
Για τον εφεσίβλητο 1: Καμία εμφάνιση.
Για τους εφεσίβλητους 2: Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
__________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Π. Καλλής.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ
: Ο εφεσίβλητος 1 προσελήφθη στο ιδιόκτητο ξενοδοχείο της εφεσείουσας Paphian Bay Hotel, που βρίσκεται στην Πάφο, την 1.9.92 αρχικά ως βοηθός Διευθυντής Τροφίμων και Ποτών, ενώ αργότερα προήχθη σε Διευθυντή στην ίδια θέση μέχρι και την απόλυση του.Οι υπηρεσίες του εφεσίβλητου 1 τερματίστηκαν στις 11.1.97, αφού προηγήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας προειδοποιητική επιστολή ημερομηνίας 29.10.96. Με την εν λόγω επιστολή η εφεσείουσα πληροφόρησε τον εφεσίβλητο 1 ότι λόγω αλλαγής στις μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης του ξενοδοχείου κατέστη αναγκαίο να καταργηθεί η θέση του.
Με αίτηση του ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) ο εφεσίβλητος 1 αξίωσε από την εφεσείουσα αποζημιώσεις για αδικαιολόγητο και παράνομο τερματισμό της απασχόλησης του. Με την ίδια αίτηση υπέβαλε διαζευκτική αξίωση εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (οι εφεσίβλητοι 2) για πληρωμή σε περίπτωση που θα αποδειχθεί ότι η απόλυση του οφείλετο σε πραγματικές συνθήκες πλεονασμού.
Η εφεσίβλητη με την υπεράσπιση της ισχυρίσθηκε ότι απέλυσε τον εφεσίβλητο 1 νόμιμα λόγω κατάργησης της θέσης του “και/ή ως πλεονάζων λόγω αλλαγής στις μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης και/ή λειτουργίας του ιδιόκτητου της ξενοδοχείου PAPHIAN BAY HOTEL που βρίσκεται στην Πάφο”.
Οι εφεσίβλητοι 2 ισχυρίσθηκαν ότι απέρριψαν την αίτηση του εφεσίβλητου 1 που υποβλήθηκε στο Ταμείο στις 11.12.96 για να κηρυχθεί ως πλεονάζων, γιατί από τα στοιχεία που υπήρχαν, ο τερματισμός της απασχόλησης του δεν οφείλετο σε λόγους πλεονασμού.
Η θέση που είχε διατυπωθεί στο πιο πάνω δικόγραφο της εφεσείουσας τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου με τη μαρτυρία του Διευθυντή Προσωπικού της εφεσείουσας. Η θέση του εφεσίβλητου 1 τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου με τη μαρτυρία του ίδιου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από εκτεταμένη παράθεση και ανάλυση της μαρτυρίας έκρινε τη μαρτυρία του Διευθυντή της εφεσείουσας παντελώς αναξιόπιστη. Αντίθετα δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 ο οποίος ανέφερε ότι η μόνη αλλαγή που έγινε στο Ξενοδοχείο πριν την απόλυση του, ήταν η κατάργηση του ζαχαροπλαστείου και η προμήθεια γλυκισμάτων από έξω. Ανέφερε, επίσης, ότι όχι μόνο τα καθήκοντα του δεν είχαν μειωθεί, αλλά αντίθετα είχαν αυξηθεί κυρίως λόγω της πρόσληψης από την εφεσείουσα ατόμων άσχετων με το επάγγελμα και ξένων στην καταγωγή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι με βάση το άρθρο 6(1) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν 24/67, όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος) το βάρος της απόδειξης “για το ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσίβλητου 1 ήταν νόμιμος και οφείλετο σε κάποιο ή κάποιους από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 5 του Νόμου, το φέρει η Εργοδότρια Εταιρεία”.
Στην “προκείμενη περίπτωση - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - η Εργοδότρια Εταιρεία είχε το βάρος να αντικρούσει το νόμιμο τεκμήριο, που καθιερώνεται υπέρ του εργοδοτουμένου στο πιο πάνω άρθρο 6(1) του Νόμου και να αποδείξει ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του έγινε για λόγους πλεονασμού, με βάση το άρθρο 5(β) του Νόμου και σε συνδυασμό με το άρθρο 18, στο οποίο περιοριστικά καθορίζονται οι λόγοι πλεονασμού”.
Η μη αποδοχή της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί από την εφεσείουσα ισοδυναμεί με την απόρριψη της βασικής της θέσης την οποία είχε προβάλει με το δικόγραφο της ότι δηλαδή η επίδικη απόλυση του εφεσίβλητου 1 ήταν νόμιμη γιατί διενεργήθηκε “λόγω κατάργησης της θέσης του και/ή ως πλεονάζων λόγω αλλαγής στις μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης και/ή λειτουργίας του ιδιόκτητου της ξενοδοχείου PAPHIAN BAY HOTEL”.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του σε σχέση με την αξιοπιστία της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και διατύπωσε την εξής πρόταση:
“Αντιπαρερχόμενοι όμως όλα τα ανωτέρω, ακόμα και αν αποδεχόμαστε ως αληθή την μαρτυρία του μάρτυρα της Εργοδότριας Εταιρείας και ότι πράγματι έγινε η ισχυριζόμενη αλλαγή στις μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης στα 3 τμήματα του ξενοδοχείου και πάλι δεν στοιχειοθετούνται πραγματικές συνθήκες πλεονασμού για τον Αιτητή.”
Μετά την πιο πάνω διατύπωση το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε και ερμήνευσε τις πρόνοιες του άρθρου 18 (γ) (ι) του Νόμου και κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:
“Στην υπό κρίση υπόθεση, αυτό που συνέβη δεν ήταν η απορρόφηση των καθηκόντων του Αιτητή λόγω πραγματικής αναδιοργάνωσης αλλά, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, ακόμα και δεδομένων τον κατ΄ ισχυρισμό αλλαγών, αυτές δεν συνδέοντο με το είδος των καθηκόντων του Αιτητή, τα οποία παρέμειναν αναλλοίωτα και απλά αντικαταστάθηκε σε αυτά από τον υφιστάμενο του Ανδρέα Κυριάκου (Βλ. Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου S. & G. Colocassides Ltd v. 1. Πολύβιος Λαζαρίδης και 2. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, Υπόμνημα αρ. 320, η Απόφαση εκδόθηκε στις 23.12.1999).
Εν όψει όλων των ανωτέρω και με βάση όλο το ενώπιόν μας μαρτυρικό υλικό, κρίνουμε και καταλήγουμε, πως υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, η Εργοδότρια Εταιρεία δεν απέσεισε το βάρος που είναι επιφορτισμένη από το άρθρο 6 (1) του Νόμου και δεν απέδειξε ότι ο Αιτητής απελύθη υπό πραγματικές συνθήκες πλεονασμού, σύμφωνα με το άρθρο 5(β) σε συνδυασμό με το άρθρο 18 (γ) (ι) του Νόμου, όπως αναλύθηκε πιο πάνω.
Ως εκ τούτου η Αίτηση εναντίον του Ταμείου Πλεονασμού απορρίπτεται.
Το τελικό μας συμπέρασμα είναι ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του Αιτητή στις 11.7.97 από την Εργοδότρια Εταιρεία ήταν άδικος και αδικαιολόγητος (unfair dismissal) και κατά συνέπεια παράνομος.”
Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από την ενασχόληση του με την ερμηνεία του άρθρου 18 (γ) (ι) του Νόμου αποτέλεσαν το αντικείμενο των λόγων της παρούσας έφεσης.
Παρατηρούμε:
Με την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, η οποία κρίθηκε αναξιόπιστη, σφραγίσθηκε η μοίρα της υπεράσπισης της. Εφόσο δεν έγινε δεκτή η θέση της η οποία σχετιζόταν με τους λόγους απόλυσης και - αντίθετα - έγινε δεκτή η θέση του εφεσίβλητου, η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης του λόγου του τερματισμού το οποίο έφερε (Βλ. Αριστείδου ν. R. K. Super Beton Ltd, Υπόμνημα 326/27.1.99).
Τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο μετά την απόρριψη της μαρτυρίας που παρουσιάσθηκε από την εφεσείουσα λέχθηκαν “εν παρόδω” και ως εκ περισσού. ΄Ηταν αχρείαστα. Λέχθηκαν πάνω στην υποθετική βάση της τυχόν αποδοχής ως αληθούς της μαρτυρίας του μάρτυρα της εφεσείουσας. Ωστόσο πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι υποθέσεις αποφασίζονται και νομικά ζητήματα επιλύονται μόνο πάνω στη βάση των πραγματικών περιστατικών που γίνονται δεκτά από το δικαστήριο και ποτέ πάνω σε υποθετική βάση. Τα όσα λέχθηκαν εν παρόδω δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης. Δεν ήταν αναγκαία για να αποφασισθεί η υπόθεση. Δεν έχουν δεσμευτική ισχύ και δεν μπορούν έγκυρα να αποτελούν αντικείμενο έφεσης (Βλ.
Flower v. Ebbw Vale Steel, Iron & Coal Co. Ltd (1934) 2 K.B. 132, 134: “If a judge thinks it desirable to give his opinion on some point which is not necessary for the decision of the case, that of course has not the binding weight of the decision of the case, and the reasons for the decision”.Σε μετάφραση
: “Αν ένας δικαστής το θεωρεί επιθυμητό να διατυπώσει την άποψη του πάνω σε ένα σημείο το οποίο δεν είναι αναγκαίο για να αποφασισθεί η υπόθεση, αυτό βέβαια δεν φέρει το δεσμευτικό βάρος της απόφασης της υπόθεσης και των λόγων για την απόφαση”).Εφόσο η μαρτυρία του μάρτυρα της εφεσείουσας δεν έγινε δεκτή δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου το πραγματικό βάθρο το οποίο θα δικαιολογούσε την εφαρμογή του άρθρου 18 (γ) (ι) του Νόμου. Η εφαρμογή του έγινε εντελώς πάνω σε υποθετική ή θεωρητική βάση. Το οποιοδήποτε αντίθετο αποτέλεσμα στο οποίο θα κατέληγε το πρωτόδικο δικαστήριο θα είχε μόνο θεωρητική σημασία. Την ίδια σημασία θα έχει και η εξέταση των λόγων της έφεσης. Στην απουσία του πραγματικού βάθρου το οποίο θα δικαιολογούσε την εξέταση τους η οποιαδήποτε ενασχόληση μας με τους λόγους της έφεσης θα αποτελούσε ακαδημαϊκό εγχείρημα.
Τα δικαστήρια όμως ασχολούνται με θέματα τα οποία είναι επίδικα. Το μόνο επίδικο θέμα ήταν το νόμιμο ή παράνομο της επίδικης απόλυσης το οποίο είχε επιλυθεί υπέρ του εφεσίβλητου με την απόρριψη της μαρτυρίας του αντιδίκου του η οποία κρίθηκε αναξιόπιστη. Δεν προωθήθηκε λόγος έφεσης σε σχέση με αυτή την πτυχή της υπόθεσης ούτε και είναι δυνατή η προώθηση τέτοιου λόγου έφεσης σε έφεση εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Σύμφωνα με το άρθρο 12 (11Α) των περί Ετήσιων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1994 τέτοια έφεση είναι δυνατή βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο