ΠΑΝΤΕΛΗ ΓΙΩΡΓΑΛΛΑ ν. ΣΟΥΛΛΑΣ Χ” ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (2000) 1 ΑΑΔ 2060 ΠΑΝΤΕΛΗ ΓΙΩΡΓΑΛΛΑ ν. ΣΟΥΛΛΑΣ Χ” ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΝΟΜΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΑΡ. 346, 20 Δεκεμβρίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 2060

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΝΟΜΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΑΡ. 346

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών

Μεταξύ:-

ΠΑΝΤΕΛΗ ΓΙΩΡΓΑΛΛΑ, εκ Πομποιΐας, αρ. 58,

Καϊμακλί, Λευκωσία,

Αιτητή

- ν -

ΣΟΥΛΛΑΣ Χ” ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, εκ Δημητρίου Ψαθά 4,

Αυτοστέγαση Γερίου, Γέρι,

Καθ’ ης η Αίτηση

------------------------

20 Δεκεμβρίου, 2000

Για τον Αιτητή: Χρ. Θεμιστοκλέους.

Για την Καθ’ ης η Αίτηση: Α. Χατζησέργης.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Στις 5 Σεπτεμβρίου, 1998, ο Παντελής Γιωργαλλάς αποτάθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο, με αίτημα την έκδοση διαταγής ότι ο Στέλιος, παιδί το οποίο έφερε στον κόσμο κατά τη διάρκεια του γάμου τους, την 1η Ιουλίου, 1991, η πρώην σύζυγός του Σούλλα Χ” Χριστοδούλου, δεν είναι γνήσιο τέκνο του. Ο γάμος του με τη Σούλλα διαλύθηκε στις 22 Ιουνίου, 1995. Ο Παντελής, που τεκμαίρεται ότι είναι ο φυσικός πατέρας του Στέλιου, εξαιτείται την αποκήρυξη της πατρότητάς του.

Ο Παντελής γνώριζε, όπως ο ίδιος εκθέτει, από την ημέρα της γέννησης του Στέλιου ότι το παιδί δεν ήταν δικό του. Από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την αίτησή του, στα οποία θεμελιώνεται το αίτημα αποκήρυξης της πατρότητας του Στέλιου, διαφαίνεται ότι, από την 30ή Ιουνίου, 1990, που διαρρήχθηκε η σχέση με τη γυναίκα του, μέχρι τη γέννηση του παιδιού, την 1η Ιουλίου, 1991, δεν είχε σεξουαλική επαφή μαζί της. Το γεγονός ότι ο Στέλιος δεν είναι παιδί του, όπως ισχυρίζεται, βεβαιώθηκε και από αιματολογικές εξετάσεις, στις οποίες υποβλήθηκαν ο ίδιος, η πρώην σύζυγός του και ο Στέλιος, στις 5 Ιουνίου, 1996.

Η καθ’ ης η αίτηση, εκτός του ότι αμφισβητεί τους ισχυρισμούς του Παντελή σχετικά με την πατρότητα του Στέλιου, αμφισβητεί και το παραδεκτό της αίτησης, λόγω της υποβολής της έξω από τα χρονικά πλαίσια που προβλέπει ο νόμος, ο οποίος και παρέχει το δικαίωμα της αποκήρυξης της πατρότητας.

Δικαίωμα αποκήρυξης της πατρότητας τέκνου, που γεννάται κατά τη διάρκεια του γάμου, παρέχεται στον πατέρα από το ΄Αρθρο 11(1)(α) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91), (ο «Νόμος»), το οποίο προβλέπει:-

«11. - (1) Η προσβολή της πατρότητας αποκλείεται:

(α) Για το σύζυγο της μητέρας, όταν περάσει ένας χρόνος αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν, και, σε κάθε περίπτωση όταν περάσουν 5 χρόνια από τον τοκετό.»

Ο Ν. 187/91 τέθηκε σε ισχύ από την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, την 1η Νοεμβρίου, 1991. Το αίτημα του πατέρα είναι εκπρόθεσμο, από οποιαδήποτε ημερομηνία ήθελε προσμετρήσει η περίοδος του ενός έτους -

(α) την ημερομηνία γέννησης του παιδιού,

(β) την ημερομηνία έκδοσης του Ν. 187/91. ή ακόμα

(γ) την ημερομηνία επιστημονικής βεβαίωσης ότι ο Στέλιος δεν είναι παιδί του - 20 Ιουνίου, 1996.

Ο αιτητής έθεσε θέμα αντισυνταγματικότητας του ΄Αρθρου 11(1)(α) του Νόμου, αμφισβητώντας το συμβατό των προνοιών του με συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος.

Ο Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ο οποίος επιλήφθηκε της αίτησης, παρέπεμψε τα εγερθέντα ζητήματα αντισυνταγματικότητας του ΄Αρθρου 11(1)(α) του Νόμου προς κρίση από το Ανώτατο Δικαστήριο - (βλ. Νικολάου & άλλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045).

Επιζητείται η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πόσο οι προθεσμίες, οι οποίες τάσσονται από το ΄Αρθρο 11(1)(α) του Νόμου, και, συνακόλουθα, ο περιορισμός στην αποκήρυξη της πατρότητας τέκνου μέσω της δικαστικής οδού, προσκρούουν:-

(α) Στις διατάξεις του ΄Αρθρου 15 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το σεβασμό του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής.

΄Αρθρο 15.1:-

«1. ΄Εκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.»

(β) Στις διατάξεις του ΄Αρθρου 30.1 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει πρόσβαση στο δικαστήριο.

΄Αρθρο 30.1:-

«1. Εις ουδένα δύναται ν’ απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ό δικαιούται να προσφύγη δυνάμει του Συντάγ-ματος. Η σύστασις δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνομα απαγορεύεται.»

και

(γ) Στις διατάξεις του ΄Αρθρου 35 του Συντάγματος, το οποίο καθιστά καθήκον της Νομοθετικής, Εκτελεστικής και Δικαστικής Εξουσίας τη διασφάλιση και αποτελε-σματική εφαρμογή των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, που εγγυάται το Σύνταγμα - (Μέρος ΙΙ του Συντάγματος).

Το ΄Αρθρο 144 του Συντάγματος προβλέπει την παραπομπή θεμάτων, που άπτονται της συνταγματικότητας νόμων, ή αποφάσεων από τα κατώτερα δικαστήρια της χώρας, στο Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον η κρίση τους είναι ουσιώδης για τη διάγνωση υπόθεσης η οποία εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου. (Η διαδικασία της παραπομπής από τα κατώτερα δικαστήρια, οι αποφάσεις των οποίων υπόκεινται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ατόνησε από την καθίδρυση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1964 - ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμος του 1964, (Ν. 33/64) - The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195 - (Από το Οικογενειακό Δικαστήριο χωρεί έφεση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και όχι ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου - βλ. ΄Αρθρο 4 του Ν. 95/89 (νόμου τροποποιητικού του Συντάγματος) και ΄Αρθρο 21 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, (Ν. 23/90).).)

Στην προκείμενη περίπτωση, ουσιώδης για την επίλυση της εκκρεμούσας διαφοράς είναι η κρίση της συνταγματικότητας της πρώτης προθεσμίας, η οποία τάσσεται από το ΄Αρθρο 11(1)(α), εφόσον ο αιτητής, κατά τη δική του ομολογία, ήταν εξαρχής ενήμερος όλων των γεγονότων, σχετικών με τη γέννηση του Στέλιου:-

(α) Της απουσίας σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ του και της συζύγου του για περίοδο πέραν των δώδεκα μηνών πριν τη γέννηση του παιδιού. και

(β) Αυτής τούτης της γέννησης του παιδιού.

Το δεύτερο ερώτημα, αναφορικά με τη συνταγματικότητα της δεύτερης προθεσμίας των πέντε ετών από τον τοκετό, θα καταστεί κρίσιμο και η επίλυσή του ουσιώδης για την εκκρεμούσα υπόθεση, μόνο εφόσον αποφασιστεί ότι η προθεσμία του ενός έτους αντίκειται, ή έρχεται σε αντίθεση με μια ή περισσότερες από τις καθορισθείσες συνταγματικές διατάξεις.

Θα επικεντρωθούμε στη θεώρηση της συνταγματικότητας της πρώτης προθεσμίας του ενός έτους, που θέτει το ΄Αρθρο 11(1)(α).

ΑΡΘΡΟ 30.1 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ:

Στη Yiannis Fekkas v. The Electricity Authority of Cyprus (1968) 1 C.L.R. 173, το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καθιέρωση προθεσμιών για την άσκηση δικαιωμάτων που παρέχει ο νόμος δεν αντίκειται προς τις διατάξεις του ΄Αρθρου 30.1 του Συντάγματος, νοουμένου ότι η προθεσμία, η οποία τίθεται, δεν είναι περιοριστική, σε βαθμό που να αντιστρατεύεται την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος.

Στη Fekkas, (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κληθεί να αποφασίσει κατά πόσο οι πρόνοιες του ΄Αρθρου 2 του περί Δημοσίων Υπαλλήλων (Προστασία) Νόμου, ΚΕΦ. 313, το οποίο ίσχυε και σε απαιτήσεις εναντίον της Αρχής Ηλεκτρισμού βάσει των διατάξεων του ΄Αρθρου 11(2) του περί Ανάπτυξης Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 171, ήταν, λόγω της βραχύτητας της προβλεπόμενης προθεσμίας των τριών μηνών, αντίθετο προς το ΄Αρθρο 30.1 του Συντάγματος. Παράλληλα, το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει κατά πόσο η ίδια νομοθετική διάταξη προσέκρουε στις διατάξεις του ΄Αρθρου 28.1 του Συντάγματος, λόγω της διάκρισης που επιφέρει μεταξύ της προθεσμίας που τάσσεται για την έγερση απαιτήσεων εναντίον του δημοσίου και της προθεσμίας (χρονικά μακρύτερης) που τίθεται για όμοιας φύσεως απαιτήσεις εναντίον άλλων προσώπων, που καθορίζονται από άλλους νόμους - (βλ. περί Παραγραφής Νόμο, ΚΕΦ. 15).

Και στα δύο ερωτήματα αντισυνταγματικότητας του ΄Αρθρου 11(2) του ΚΕΦ. 171, το Ανώτατο Δικαστήριο στη Fekkas έδωσε καταφατική απάντηση. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που δόθηκε από τον Τριανταφυλλίδη, Δ., (όπως ήταν τότε), εκθέτει τη θέση του:- (σελ. 190)

“Furthermore, we would observe that the period of limitation of three months, laid down by section 11(2) of Cap. 171, appears to us to be so arbitrary and unreasonably short, by present-day standards, that it amounts, in effect, to a most serious interference with the right of access to, and hearing by, a Court, which is safeguarded under Article 30 of the Constitution; such right coincides, in this connection, with the right of equality.”

Το ΄Αρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβαση»), καθιερώνει τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και της ποινικής ευθύνης ατόμου από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με τα θέσμια δικαίας δίκης, αναφαίρετο δικαίωμά του. Παρόλο που το ΄Αρθρο 6(1) της Σύμβασης δεν κατοχυρώνει ρητά δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, αυτό έχει ερμηνευθεί ότι περιλαμβάνει τέτοιο δικαίωμα, αποκλειομένων αυθαίρετων ή παράνομων περιορισμών. Δεν αποκλείεται όμως ο χρονικός περιορισμός της πρόσβασης, με την καθιέρωση προθεσμιών, νοουμένου ότι αυτές δεν είναι ασφυκτικές, σε βαθμό που να πλήττουν τη δραστικότητα του δικαιώματος. Αφετέρου, ο χρονικός περιορισμός πρέπει να είναι, σε γενικές γραμμές, ανάλογος προς το σκοπό ο οποίος επιδιώκεται με την καθιέρωση της προθεσμίας και η προθεσμία να αντιστοιχεί προς αυτό. Σ’ αυτό το πεδίο αναγνωρίζεται βαθμός ελευθερίας (margin of appreciation) σε κάθε χώρα να καθορίσει την προθεσμία, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα δεδομένα της. δίχως η ευχέρεια αυτή του νομοθέτη να υπερακοντίζει τη δικαστική λειτουργία ως τον τελικό κριτή του συμβατού του περιορισμού με το κατοχυρωμένο δικαίωμα.

Σε σειρά αποφάσεών του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διακήρυξε ότι το ΄Αρθρο 6(1) της Σύμβασης εξασφαλίζει δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο. Το δικαίωμα υπόκειται σε περιορισμούς αναφορικά με την άσκησή του, οι οποίοι μπορεί να προσλάβουν τη μορφή προθεσμιών, τιθέμενων από το νομοθέτη - (βλ., μεταξύ άλλων, Golder v UK A 18 (1975). Airey v Ireland A 32 (1979). See Thornberry, 29 ICLQ 250 (1980). Ashingdane v UK A 93 para 57 (1985)).

Στην Case of Stubbings and Others v. The United Kingdom (36-37/1995/542-543/628-629), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διευκρίνισε ότι περίοδοι παραγραφής δικαιωμάτων εξυπηρετούν θεμιτούς σκοπούς, συνυφασμένους με τη βεβαιότητα ως προς τα δικαιώματα του ανθρώπου και την τελεσιδικία. Το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, υποδεικνύεται, δεν είναι απόλυτο. εκ της φύσεώς του, υπόκειται σε ρύθμιση από την πολιτεία. Τα κράτη μέλη απολαμβάνουν βαθμό ελευθερίας (margin of appreciation) στον καθορισμό των προθεσμιών. παραμένει όμως το δικαστήριο ο τελικός κριτής του συμβατού του περιορισμού με τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου. Το βασικό κριτήριο για το παραδεκτό της προθεσμίας, η οποία καθορίζεται, προσδιορίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου:- (page 14 of 23)

“It must be satisfied that the limitations applied do not restrict or reduce the access left to the individual in such a way or to such an extent that the very essence of the right is impaired.”

Στην X. v Sweden, Application No 9707/82, Decision of 6 October 1982, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επεσήμανε ότι η αποκήρυξη της πατρότητας ανάγεται στα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του ανθρώπου. Κατά συνέπεια, μπορεί η άσκηση του δικαιώματος να υποβληθεί σε χρονικούς περιορισμούς. Η καθιέρωση προθεσμιών, υποδείχθηκε, είναι αλληλένδετη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης.

Ο καθορισμός προθεσμιών συναρτάται με τη λελογισμένη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και τις επιπτώσεις που ενέχει η χρονικά απεριόριστη δυνατότητα διεκδίκησής τους στα δικαιώματα και υποχρεώσεις τρίτων. Η απουσία προθεσμιών, εξ αντικειμένου, δημιουργεί κλίμα αβεβαιότητας στο τι ανήκει στο άτομο και ποιες είναι οι υποχρεώσεις του. Το επιβεβλημένο της επιβολής χρονικών περιορισμών στη διεκδίκηση δικαιωμάτων αναγνωρίστηκε από το δίκαιο της επιείκειας, προ πολλού χρόνου, με την καθιέρωση της αρχής ή του δόγματος “laches” (ολιγωρία), σύμφωνα με το οποίο ουσιαστική καθυστέρηση στην άσκηση δικαιωμάτων, συνοδευόμενη από συνθήκες που καθιστούν άδικη την προβολή τους, παρεμβάλλει εμπόδιο στη διεκδίκησή τους.

Το ερώτημα, το οποίο τίθεται, είναι εάν η προθεσμία του ενός έτους από την ημερομηνία που τα ουσιώδη, σε σχέση με την πατρότητα τέκνου, γεγονότα περιέρχονται σε γνώση του κατά τεκμήριο πατέρα του τέκνου είναι αδικαιολόγητα περιοριστική ή, ακριβέστερα, εάν είναι τόσο περιοριστική, ώστε να πλήττει τη δραστικότητα του δικαιώματος της αποκήρυξης της πατρότητας, αλληλένδετου με λογική άνεση για την άσκησή του.

Πριν απαντήσουμε το ερώτημα που θέσαμε, θα εξετάσουμε κατά πόσο η εγγύηση σεβασμού του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής, που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 15.1 του Συντάγματος, συναρτάται με τον καθορισμό προθεσμιών στην προβολή δικαιωμάτων που ανάγονται στην οικογενειακή ζωή.

ΑΡΘΡΟ 15.1 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ:

Το ΄Αρθρο 15.1 του Συντάγματος εγγυάται το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ανθρώπου. Ανάλογο δικαίωμα εγγυάται και το ΄Αρθρο 8 της Σύμβασης, που αποτέλεσε το πρότυπο για τη διαμόρφωση του ΄Αρθρου 15.1 του Συντάγματος.

Το αντικείμενο, η ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής του ΄Αρθρου 15.1 του Συντάγματος αποτέλεσαν θέμα πολλών δικαστικών αποφάσεων - (βλ. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33. Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147).

Διασταλτική μπορεί να χαρακτηριστεί η προσέγγιση των κυπριακών δικαστηρίων στον προσδιορισμό του εύρους και της εμβέλειας του ΄Αρθρου 15.1 και συσταλτική η ερμηνεία των διατάξεων του ΄Αρθρου 15.2, ως προς τη δυνατότητα περιορισμού των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται - (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 2/99, 12 Μαΐου, 2000).

Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τείνει να καταδείξει ότι ο σεβασμός της οικογενειακής ζωής δεν εξαντλείται με την προστασία της ιδιωτικής ζωής του κύκλου της οικογένειας.

Στη Marckx Case A 31, Para 36 (1979), κρίθηκε ότι το ΄Αρθρο 8(1) της Σύμβασης επιβάλλει υποχρέωση στα κράτη μέλη προς καθιέρωση κανόνα δικαίου, ο οποίος να διασφαλίζει την ενσωμάτωση, στην οικογένεια, τέκνου που γεννήθηκε έξω από το γάμο.

Προκύπτει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής εκτείνεται και στα διαδικαστικά μέσα τα οποία παρέχονται, σχετικά με τη συγκρότηση της οικογένειας και τις σχέσεις μεταξύ των μελών της.

Στην Case of R v. The United Kingdom, Series A, Vol. 121, 105, υποδεικνύεται ότι, παρόλο που το ΄Αρθρο 8 της Σύμβασης δεν εξασφαλίζει ρητά τη συμμετοχή των γονέων σε αποφάσεις που επηρεάζουν την τύχη των παιδιών τους, η συμμετοχή τους σε τέτοιες αποφάσεις εξυπακούεται από αυτή τούτη τη φύση του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής, που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 8.

Στη Rasmussen, Judgment of 28 November 1984, Series A: Judgment and Decisions, Vol. 87, αποφασίστηκε ότι παρέχεται στα κράτη μέλη ευχέρεια υπαγωγής της άσκησης του κατά φύσιν αστικού δικαιώματος αποκήρυξης της πατρότητας σε χρονικούς περιορισμούς. Εμπλέκεται, επομένως, το δικαίωμα αποκήρυξης της πατρότητας με την πρόσβαση στο δικαστήριο, που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 6(1) της Σύμβασης, και, κατά βάση, ανάλογα είναι τα κριτήρια θεώρησης του παραδεκτού της προθεσμίας προσφυγής στο δικαστήριο.

Αναφορά στην εμβέλεια του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής και του πλέγματος σχέσεων που καλύπτει - (΄Αρθρο 15.1 του Συντάγματος και ΄Αρθρο 8.1 της Σύμβασης) - γίνεται στη Μαρκιτανή ν. Μουτζούρη, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 10606, 20/6/00, όπως και στη σημασία του τεκμηρίου της πατρότητας.

Το ΄Αρθρο 35 του Συντάγματος υπεισέρχεται στην άσκηση κάθε έκφανσης της πολιτειακής λειτουργίας. Δεσμεύει τη Βουλή να νομοθετεί, την Εκτελεστική Εξουσία να διοικεί και τη Δικαστική Εξουσία να δικάζει, υπό το πρίσμα και σύμφωνα με τις εγγυήσεις που παρέχουν στον άνθρωπο τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και οι Ελευθερίες του Ατόμου, που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος. Δεν καθιερώνει δικαιώματα άλλα από εκείνα που κατοχυρώνουν τα ΄Αρθρα 6-34 του Συντάγματος, (περιλαμβανομένων). Επομένως, εάν η ταχθείσα προθεσμία του ενός έτους είναι συμβατή προς τα ΄Αρθρα 30.1 και 15.1 του Συντάγματος, που επικαλείται ο αιτητής, παραδεκτή καθίσταται και η θεσμοθέτησή της από το νομοθέτη.

Αφότου περιέρχονται σε γνώση του πατέρα τα κρίσιμα γεγονότα για την πατρότητα του κατά τεκμήριο τέκνου, η προθεσμία του ενός έτους είναι αρκούντως μακρά, για να του παράσχει τη δυνατότητα διαπίστωσης των δικαιωμάτων του και διεκδίκησής τους ενώπιον του δικαστηρίου. Ο περιορισμός του δικαιώματος σε ένα χρόνο συνάδει με την, εξ αντικειμένου, αναγκαία βεβαιότητα του τέκνου για την υπόστασή του και τα δικαιώματά του έναντι του πατέρα. Εφόσον δε το τέκνο είναι ανήλικο, η τασσόμενη προθεσμία συνάδει με την προάσπιση των συμφερόντων του.

Απόφασή μας είναι ότι η χρονική περίοδος του ενός έτους, η οποία τάσσεται από το ΄Αρθρο 11(1)(α) του Νόμου για την άσκηση του δικαιώματος αποκήρυξης της πατρότητας, δεν αντίκειται σε, ούτε αντιβαίνει προς οποιαδήποτε από τις προταθείσες διατάξεις του Συντάγματος.

 

 

Η υπόθεση παραπέμπεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο για τα περαιτέρω.

 

Γ.Μ. Πικής, Π.

Σ. Νικήτας, Δ.

Χρ. Αρτεμίδης, Δ.

Π. Αρτέμης, Δ.

Κ. Κωνσταντινίδης, Δ.

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

Γ. Νικολάου, Δ.

Π. Καλλής, Δ.

Μ. Κρονίδης, Δ.

Τ. Ηλιάδης, Δ.

Α. Κραμβής, Δ.

Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

Α. Χατζηχαμπής, Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο