Vector Onega A.G. ν. Του Πλοίου M/V Girvas και Άλλων (Αρ. 1) (2000) 1 ΑΑΔ 16

(2000) 1 ΑΑΔ 16

[*16]11 Ιανουαρίου, 2000

 

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

Vector Onega A.G.,

 

Ενάγουσα,

v.

 

1. Του πλοiου Μ/V Girvas,

2. White Sea & Onega Shipping Company (ΑΡ. 1),

 

Εναγομένων.

 

(Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 121/97)

 

 

Ναυτοδικείο ― Αίτηση για αναθεώρηση διατάγματος Ναυτοδικείου ― Με το οποίο απερρίφθη αίτημα των εναγομένων για διαγραφή από το δικόγραφο της Αναφοράς συγκεκριμένων παραγράφων.

 

Ναυτοδικείο ― Δικονομία Ναυτοδικείου ― Διαγραφή δικογράφου ― Διακριτική εξουσία ― Βάρος αποδείξεως ― Εφαρμοστέες αρχές.

 

Ναυτοδικείο ― Δικονομία Ναυτοδικείου ― Δικόγραφα ― Ποία τα αναγκαία στοιχεία δικογράφου ― Καν. 87 και 88 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού.

 

Ναυτοδικείο ― Αίτηση για αναθεώρηση διατάγματος Ναυτοδικείου ― Άσκηση πρωτογενούς εξουσίας από το Εφετείο ― Επανεξέταση και επίλυση επιδίκων θεμάτων.

 

Μαρτυρία ― Εξωγενής μαρτυρία ― Υπό ποίες προϋποθέσεις είναι επιτρεπτή για να ενημερωθεί το Δικαστήριο για τις περιβάλλουσες συνθήκες συμφωνίας μεταξύ διαδίκων.

 

Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο ― Αλλοδαπό Δίκαιο ― Πρέπει να αναφέρεται στα δικόγραφα και να αποδεικνύεται με μαρτυρία ― Παράλειψη αναφοράς λεπτομερειών αλλοδαπού δικαίου στα δικόγραφα δεν αποκλείει την απόδειξη τους όταν υπάρχει σ’ αυτά ουσιώδης ισχυρισμός.

 

Η ενάγουσα-καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα διαδικασία, υπέβαλε στο αιτητικό της αγωγής δέκα χωριστά αιτήματα θεραπείας, με δεσπό[*17]ζον το αίτημα για δήλωση του Δικαστηρίου αναφορικά με την κυριότητα του εναγομένου πλοίου.

 

Οι εναγόμενοι ζήτησαν τη διαγραφή από το δικόγραφο της Αναφοράς, που κατέθεσε η καθ’ ης η αίτηση, συγκεκριμένων παραγράφων ή μέρους αυτών. Ζήτησαν συγχρόνως περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες συγκεκριμένων ισχυρισμών. Ο πρωτόδικος δικαστής αποφάνθηκε ότι τα γεγονότα των παραγράφων για τις οποίες εζητείτο η διαγραφή μπορεί να ήταν εκτεταμένα αλλά το γεγονός αυτό από μόνο του δεν ήταν αρκετό για να διαταχθεί η διαγραφή τους. Τα αιτήματα των αιτητών απορρίφθηκαν.

 

Με την παρούσα διαδικασία επιδιώκεται αναθεώρηση της απόφασης αναφορικά μόνο με το θέμα της μη διαγραφής.

 

Οι εναγόμενοι υποστήριξαν ότι οι παράγραφοι - αντικείμενο της αίτησης για διαγραφή - είναι νομικά διαβλητές. Προσκρούουν στις διατάξεις των Κανονισμών 87 και 88 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού αφενός και η διαγραφή τους είναι επιβεβλημένη για τους λόγους που θεσπίζει η αγγλική Δ.19, Καν. 27 αφετέρου.

 

Η ενάγουσα υποστήριξε ότι το περιεχόμενο της Αναφοράς βρίσκεται μέσα στα πλαίσια των Καν. 87 και 88 του πιο πάνω Διαδικαστικού Κανονισμού. Όλοι οι ισχυρισμοί αφορούν τα επίδικα γεγονότα που "είναι αλληλένδετα και συνυφασμένα" με αυτά.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1. Τα δικόγραφα σε ναυτική υπόθεση, πρέπει να περιέχουν σαφή έκθεση των ουσιωδών γεγονότων όπως προνοείται στους Καν. 87 και 88.

 

2. Η εξουσία διαγραφής που παρέχει η Δ.19 Καν. 27, είναι διακριτικής μορφής. Ακόμη και στις περιπτώσεις που οι συνθήκες υπαγορεύουν στένεμα της εξουσίας για να ασκηθεί κατά συγκεκριμένο τρόπο, όπως όταν επιζητείται διαγραφή υλικού από το δικόγραφο λόγω δεδικασμένου, η εξουσία αυτή δεν χάνει ολότελα το διακριτικό της χαρακτήρα.

 

3. Τηρουμένου του βασικού κανόνα που ενσωματώνεται στον Καν. 87, ο διάδικος είναι ελεύθερος να διαμορφώσει το δικόγραφό του.

 

4. Η αιτιολογία του πρωτόδικου δικαστή για απόρριψη του αιτήματος είναι ορθή και υιοθετείται.  Το δικόγραφο, παρόλο που είναι μακρό, [*18]φαίνεται να εκθέτει γεγονότα που διαπλέκονται με το φάσμα των απαιτήσεων της ενάγουσας.

 

5. Δεν εγείρεται θέμα ερμηνείας του λεκτικού της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων αφού από την Αναφορά προκύπτει μια παραδεκτή, από δικονομική σκοπιά, παρουσίαση που καθιστά κατανοητή την όλη υπόθεση της ενάγουσας.

 

6. Η παράλειψη για παροχή λεπτομερειών αλλοδαπού δικαίου στο δικόγραφο δεν εμποδίζει την απόδειξή τους με βάση τις αρχές της απόφασης Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co. Ltd. κ.ά.

 

Η αίτηση για αναθεώρηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Asimenos v. Paraskeva Chrysostomou & Another (1982) 1 C.L.R. 145,

 

Fasili & others v. Sun Boat (1984) 1 C.L.R. 679,

 

Carl-Zeiss-Stiftung v. Raymer & Another [1969] 3 All E.R. 897,

 

Knowles v. Roberts 38 Ch. D. 263,

 

Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd & Άλλου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168,

 

Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44,

 

Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 753.

 

Αίτηση.

 

Αίτηση των αιτητών - εναγομένων για αναθεώρηση της απόφασης του Δικαστηρίου στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 121/97 (Αρτέμης, Δ.) ημερ. 25/6/99, με την οποία απορρίφθηκαν τα αιτήματα των αιτητών για τη διαγραφή από το δικόγραφο της Αναφοράς την οποία κατέθεσε η καθ’ ης η αίτηση-ενάγουσα συγκεκριμένων παραγράφων ή μέρους αυτών.

 

Ν. Ιωάννου για Α. Αγαπίου, για τους εναγομένους-Αιτητές.

Σ. Πήττας για Α. Νεοκλέους, για την ενάγουσα-Καθ’ ης η αίτη[*19]ση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

 

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Οι εναγόμενοι/αιτητές (στο εξής θα τους αποκαλούμε "οι εναγόμενοι") ζήτησαν, με ad hoc αίτηση, τη διαγραφή από το δικόγραφο της Αναφοράς, που κατέθεσε η καθής, συγκεκριμένων παραγράφων ή μέρους αυτών. Η αίτηση επηρεάζει τις παραγράφους 1, 3, 4, 5, 6, 9, 10, 12, 13, 14 και 16. Ζήτησαν συγχρόνως περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες συγκεκριμένων ισχυρισμών. Τα αιτήματα καταγράφονται αναλυτικά σε δύο πίνακες που συνόδευσαν την αίτηση. Το υλικό που αφορά σε απαλείψεις είναι στον πρώτο πίνακα. Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε και τα δύο αιτήματα. Θα αναφερθούμε αργότερα στους λόγους που έδωσε. Με τη διαδικασία αυτή επιδιώκεται τώρα αναθεώρηση της απόφασης του. Περιορίζεται όμως μόνο στο θέμα της μη διαγραφής.

 

Το αιτητικό της αγωγής είναι πολύπτυχο. Υπάρχει μια δεκάδα χωριστών αιτημάτων θεραπείας. Δεσπόζουσα όμως θέση έχει το αίτημα για δήλωση του δικαστηρίου αναφορικά με την κυριότητα του εναγόμενου πλοίου.  Η καθής η αίτηση (εφεξής "η ενάγουσα") ισχυρίζεται πως είναι ιδιοκτήτρια του κατά ποσοστό 49%. Προβάλλεται περαιτέρω αριθμός απαιτήσεων για αποζημιώσεις για διάφορες αιτίες. Παράδειγμα αποτελεί η αξίωση για $ Η.Π.Α. 807.594, δαπάνη που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη, κατόπιν συμφωνίας με τους εναγομένους, για επιδιόρθωση του εναγόμενου πλοίου σε ναυπηγείο της Βάρνας, Βουλγαρίας. Επίσης αξιώνει $ Η.Π.Α. 119.659 για παράβαση συμφωνίας ημερ. 19/5/94 (που αποκλήθηκε από τους διάδικους η Συμφωνία Κοινοπραξίας) που, σύμφωνα πάλιν με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, ήταν προσωρινής ισχύος μέχρι που υπογράφτηκε μεταξύ των διαδίκων μερών νέα συμφωνία ημερ. 3/6/94. Άλλη απαίτηση για $ Η.Π.Α. 300.000 έχει σαν υπόστρωμα και τις δύο αυτές συμφωνίες, που φαίνεται να αποτελούν την κοινή βάση των περισσότερων από τις θεραπείες που αξιώνει η ενάγουσα.

 

Κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, η συμφωνία για επισκευές του πλοίου έγινε αρχικά από την αλλοδαπή εταιρεία Blue Strim Maritime S.A., σε συμμόρφωση με υποχρεώσεις που ανέλαβε απέναντι στην εναγόμενη 2. Όμως αρνήθηκε ή δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της και να προβαίνει σε [*20]πληρωμές (παράγραφος 3). Αφού οι διαπραγματεύσεις της εναγομένης 2 με άλλες εταιρείες στην κοινοπραξία απέτυχαν (παράγραφος 4), η ενάγουσα εταιρεία υπέγραψε συμφωνία με το ναυπηγείο (παράγραφος 5) για τις επισκευές.

 

Παραθέτουμε το μέρος της παραγράφου 6, του οποίου επιζητείται η διαγραφή. Δείχνει, ωστόσο, την πορεία και εξέλιξη των συμβατικών σχέσεων. Περαιτέρω συνιστά το συνδετικό κρίκο με τους ισχυρισμούς που έπονται και κατά χρονική αλληλουχία:

 

"Κατόπιν διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ των διαδίκων εσυμφωνήθη όπως οι Ενάγοντες αντικαταστήσουν τους κ.κ. BLUE STRIM MARITIME S.A. και ανέλαβαν αυτοί όλα τα έξοδα για την επισκευή του Εναγομένου πλοίου και εις αντάλλαγμα οι Εναγόμενοι 2 θα εμεταβίβαζαν στους Ενάγοντες 490 μετοχές (ήτοι τις μετοχές που ήταν εγγεγραμμένες επ’ ονόματι των κ.κ. BLUE STRIM MARITIME S.A. εκ των 1000 μετοχών της Κυπριακής Εταιρείας GIRVAS SHIPPING CO. LTD την οποία εδημιούργησαν οι Εναγόμενοι 2 με τους κ.κ. BLUE STRIM MARITIME S.A. για να μεταφερθή η ιδιοκτησία του Εναγομένου πλοίου όταν τούτο θα επεράτωνε τις επισκευές του στα ναυπηγεία της Βάρνας Βουλγαρίας. Οι Εναγόμενοι 2 είχαν 510 μετοχές στην Εταιρεία GIRVAS SHIPPING CO LTD και οι κ.κ. BLUE STRIM MARITIME S.A. 490 μετοχές."

 

Στις 15/9/94 οι δικηγόροι της εναγομένης 2 μεταβίβασαν τις 490 μετοχές, που ήταν ιδιοκτησία της Blue Strim στην ενάγουσα (παράγραφος 9). Η εναγόμενη ίδρυσε τελικά άλλη εταιρεία (επίσης τοπική) για να μεταβιβάσει σ’ αυτήν το εναγόμενο πλοίο (παράγραφος 10). Δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε εδώ και σε άλλες παραγράφους. Επισημαίνουμε μόνο ότι η παράγραφος 14 αναφέρεται σε πρόνοιες της συμφωνίας ημερ. 19/5/94 και το αποτέλεσμα της.

 

Το γενικό επιχείρημα των εναγομένων, που προώθησαν και στη διαδικασία αυτή, είναι ότι όλες αυτές οι παράγραφοι είναι νομικά διαβλητές. Προσκρούουν στις διατάξεις των Κανονισμών 87 και 88 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού αφενός και η διαγραφή τους είναι επιβεβλημένη για τους λόγους που θεσπίζει η αγγλική Δ.19, Καν. 27 αφετερου. Ας σημειωθεί ότι η διάταξη, όπως ήταν διαμορφωμένη αμέσως πριν από την κυπριακή ανεξαρτησία, ισχύει και εφαρμόζεται εδώ, με βάση τις διατάξεις του Καν. 237 του παραπάνω Διαδικαστικού Κανονισμού. Ο τελευταίος δεν περιέχει ειδική πρόβλεψη για διαγραφή δικογράφου με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται η αγγλική δικαστηριακή πρακτική, [*21]όπως την εκφράζει η διάταξη στην οποία αναφερθήκαμε: βλ. Asimenos v. Paraskeva Chrysostomou & Another (1982) 1 C.L.R. 145 και Fasili & others v. Sun Boat (1984) 1 C.L.R. 679.

 

Πρέπει να έχουμε υπόψη τι ακριβώς προβλέπει η Δ.19, Καν. 27:

 

"The Court or a Judge may at any stage of the proceedings order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass or delay the fair trial of the action; and may in any such case, if they or he shall think fit, order the costs of the application to be paid as between solicitor and client".

 

Οι εναγόμενοι υπέβαλαν ότι οι ισχυρισμοί που θεωρούν επιλήψιμους και ζητούν διαγραφή τους είναι άσχετοι προς τα επίδικα θέματα. Περιλήφθηκαν εκ του περισσού. Είναι περαιτέρω σκανδαλώδεις. Η ελαττωματικότητα του δικογράφου θα έχει ως επακόλουθα την αύξηση των εξόδων και καθυστέρηση της δίκης. Περαιτέρω, αναφέρουν πως ό,τι προηγήθηκε του καταρτισμού της Συμφωνίας Κοινοπραξίας είναι απαράδεκτο. Η πρόθεση των συμβαλλόμενων μερών ανευρίσκεται μόνο μέσα από το ίδιο το έγγραφο. Απευθείας μαρτυρία για τη διευκρίνηση του νοήματος του είναι αδιανόητη. Σημασία έχει, κατά την ίδια εισήγηση, τι συμφωνήθηκε και όχι οι λόγοι που οδήγησαν στη συμφωνία. Αν το υλικό επιτραπεί να παραμείνει ως μέρος του δικογράφου, θα υπάρχει αναπόφευκτα δικαίωμα προσαγωγής και σχετικής μαρτυρίας.

 

Ο δικηγόρος της ενάγουσας είχε διαφορετική άποψη και εισήγηση. Υποστήριξε ότι το περιεχόμενο της Αναφοράς βρίσκεται μέσα στα πλαίσια που καθορίζουν οι Καν. 87 και 88. Όλοι οι ισχυρισμοί αφορούν ουσιαστικά και επομένως σχετικά με τα επίδικα θέματα γεγονότα "που είναι αλληλένδετα και συνυφασμένα" με αυτά. Όπως ο ισχυρισμός ότι η ενάγουσα αντικατέστησε την Blue Strim στην κοινοπραξία για την εκμετάλλευση του εναγόμενου πλοίου. Χωρίς αναφορά στη σχέση της εναγόμενης με την Blue Strim, ανωτέρω, και τις διαφορές τους, μένει μετέωρη και ανεξήγητη η απόφαση της εναγομένης να μεταβιβάσει το πλοίο στη νέα τοπική εταιρεία που ίδρυσε αντί στην Girvas Shipping Co. Ltd.

 

Πέραν τούτου, το τμήμα της παραγράφου 6, που ήδη παραθέσαμε, είναι απαραίτητο. Μόνο έτσι μπορεί να απαντηθούν κρίσιμα ερωτήματα αναφορικά με τη μεταβίβαση 490 από τις 1000 μετοχές της Girvas Shipping από την Blue Strim στην ενάγουσα προς εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων της τελευταίας και της ενα[*22]γομένης στο ναυπηγείο. Επίσης επεξηγείται η ενέργεια της εναγομένης να μεταβιβάσει το πλοίο στη νέα εταιρεία, αντί στην εταιρεία Girvas Shipping, που ήταν η συμβατική υποχρέωση της με βάση τη συμφωνία της 3/6/94. Τα προβλήματα μεταξύ της εναγομένης 2 και της Blue Strim ώθησαν την πρώτη στη σύσταση της νέας εταιρείας στην οποία η ενάγουσα, προς υλοποίηση των συμφωνηθέντων, θα ήταν μέτοχος κατά 49%.

 

Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε πως δεν τεκμηριώθηκε παραβίαση των σχετικών δικονομικών διατάξεων βρίσκεται στο εξής απόσπασμα από την απόφαση του Αρτέμη Δ.:

 

"Αν εξετάσει ένας με προσοχή το περιεχόμενο των παραγράφων αυτών (3, 4, 5, 9 και 10) είναι καθαρό ότι δεν περιέχουν μαρτυρία αλλά γεγονότα. Τα γεγονότα αυτά μπορεί να είναι εκτεταμένα αλλά όπως αναφέρεται πιο πάνω στον Bullen & Leake το γεγονός τούτο και μόνο δεν είναι αρκετό για να διαγραφούν. Ο ισχυρισμός ότι το τι οδήγησε στην υπογραφή της συμφωνίας κοινοπραξίας είναι άσχετο εφόσον υπάρχει η έγγραφη συμφωνία, δεν μπορεί να είναι απόλυτος, γιατί υπάρχει περίπτωση όπου τέτοια θέματα μπορεί να δοθούν σε μαρτυρία και τούτο δεν μπορεί να διαφανεί πριν από την ακρόαση της υπόθεσης. Αντίθετα, κρίνω ότι με το να δοθούν λεπτομερώς όλα τα γεγονότα αυτά, όχι μόνο δεν καθιστούν δυσκολότερο το έργο της υπεράσπισης αλλά δίδουν σε αυτούς την ευκαιρία να γνωρίζουν τι θα έχουν να αντιμετωπίσουν κατά την ακρόαση.  Τούτο κατά τη γνώμη μου ισχύει και για τις παραγράφους 13 και 14Κ.

 

Αναφορικά με την παράγραφο 12 της Αναφοράς, όπου αναφέρεται ότι "Η εν λόγω συμφωνία θα ρύθμιζε προσωρινά τις σχέσεις των διαδίκων μέχρις ότου καταστεί δυνατή η μεταβίβαση του εναγομένου πλοίου στην Κυπριακή Εταιρεία", ο ισχυρισμός των αιτητών ότι το μέρος αυτό είναι πασιφανώς αναληθές, δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο διαγραφής. Όπως αναφέρεται και πάλιν στο απόσπασμα από τον Bullen & Leake, που ανέφερα πιο πάνω "a pleading is not embarrassing merely because it is probable that the allegations made may ultimately turn out to be untrue in fact."

 

Οι Καν. 87 και 88 καθορίζουν τα αναγκαία στοιχεία ενός δικογράφου σε ναυτική υπόθεση. Πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των ουσιωδών γεγονότων:

"87. Εvery pleading shall be divided into short paragraphs numbered consecutively, and shall state concisely the facts on [*23]which the party relies; and shall be signed by the party filing it or his advocate.

 

88. It shall not be necessary to set out in any pleading the words of any document referred to therein, except so far as the precise words of the document are material."

 

Η εξουσία διαγραφής που παρέχει η Δ.19 Καν. 27, την οποία παραθέσαμε προηγουμένως αυτούσια, είναι διακριτικής μορφής.  Ακόμη και στις περιπτώσεις που οι συνθήκες υπαγορεύουν στένεμα της εξουσίας για να ασκηθεί κατά συγκεκριμένο τρόπο, όπως όταν επιζητείται διαγραφή υλικού από δικόγραφο λόγω δεδικασμένου, η εξουσία αυτή δε χάνει ολότελα το διακριτικό της χαρακτήρα. Στην Carl-Zeiss-Stiftung v. Rayner & Another [1969] 3 All E.R. 897, έχουν λεχθεί τα εξής αναφορικά με το εύρος της εξουσίας και επίσης το βάρος απόδειξης που έχει ο επιδιώκων τη διαγραφή (σελ. 909):

 

"On the other side it has been suggested that, if it is once shown that a particular issue is res judicata, the court is bound to strike out any plea by the estopped party which raises that issue. I feel unable to accept that argument.  R.S.C., Ord. 18, r. 19, is framed in language which is not mandatory but permissive. Its predecessors in earlier rules of court have always been treated as conferring a discretionary jurisdiction. (See, for example, Golding v. Wharton Salt Works Co. [1876] 1 Q.B.D. 374.)  It it were the fact that in certain kinds of circumstances, such as that an issue which is res judicata has been pleaded, the court would always exercise the jurisdiction in a particular way, this would not import that the jurisdiction was not discretionary but merely that in such circumstances the discretion ought to be exercised in that particular way..............................................................................It appears to me that, if a party adopts the course taken by the plaintiff here, it is for the applicant to show that to allow the offending plea to stand in the pleading will in fact give rise to one of the vices mentioned in R.S.C., Ord. 18, r. 19, of such a quality and in such circumstances that the court ought, in the exercise of its discretion, to strike out the offending matter.  Every case must depend on its own facts."

 

Tηρουμένου του βασικού κανόνα που ενσωματώνεται στον Καν. 87, ο διάδικος είναι ελεύθερος να διαμορφώσει το δικόγραφο του. Η ρήση του δικαστή Bowen στη Knowles v. Roberts 38 Ch. D. 263, 270, που επαναλαμβάνεται συχνά σε τέτοιες υποθέσεις, είναι [*24]δηλωτική της ελευθερίας αυτής:

 

"....... the rule that the Court is not to dictate to parties how they should frame their case, is one that ought always to be preserved sacred. But that rule is, of course, subject to this modification and limitation, that the parties must not offend against the rules of pleading which have been laid down by the law;...."

 

Γιαυτό, όπως υπογράμμισε ο Α. Λοΐζου Δ., (όπως ήταν τότε) στη Fasili, ανωτέρω, "striking out is employed only in plain and obvious cases".

 

Στη διαδικασία αναθεώρησης το δικαστήριο αυτό ασκεί πρωτογενή εξουσία. Όπως έχει λεχθεί στην πιο πρόσφατη από τις αποφάσεις της Ολομέλειας στο θέμα αυτό στην Cyprus Trading Corporation Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. & Another (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168, που άπτεται του θέματος "Τα επίδικα θέματα .................... επανεξετάζονται και λύονται ανάλογα με τη θεώρηση τους από το Εφετείο."

 

Με όλα αυτά υπόψη υιοθετούμε βασικά τις σκέψεις και τους λόγους του πρωτόδικου δικαστή για απόρριψη του αιτήματος.  Πράγματι το δικόγραφο περιττολογεί σε ορισμένα σημεία. Πλατειασμός όμως που δεν οδηγεί σε αοριστία ή σε διφορούμενες θέσεις ή είναι αβλαβής δεν αποτελεί λόγο διαγραφής. Το δικόγραφο, παρόλο που είναι μακρό, φαίνεται να εκθέτει γεγονότα που διαπλέκονται με το φάσμα των απαιτήσεων της ενάγουσας. Για παράδειγμα, η αξίωση της που αφορά τη δαπάνη επισκευής, που εμφανίζεται και ως αυτοτελής, δεν μπορεί να αφήσει έξω από την εικόνα το φάσμα των σχέσεων των διαδίκων μεταξύ τους καθώς και με την αλλοδαπή εταιρεία και τη νέα οντότητα. Ούτε μπορεί σε αυτό το στάδιο να αποκλεισθεί η ενάγουσα να θέσει την εκδοχή της αναφορικά με το αποτέλεσμα των συμφωνιών.

 

Οι κανόνες ερμηνείας στους οποίους παρέπεμψε η εναγόμενη αναφέρονται στην αρχή του δικαίου της απόδειξης ότι δεν είναι επιτρεπτή απευθείας μαρτυρία για να εξευρεθεί το νόημα του λεκτικού συμφωνίας. Δεν είναι όμως αυτό το πρόβλημα ή το ζητούμενο. Από τη μεμονωμένη, κατά παράγραφο, αλλά και σφαιρική θεώρηση της Αναφοράς προκύπτει μια παραδεκτή, από δικονομική σκοπιά, παρουσίαση που καθιστά κατανοητή την όλη υπόθεση της ενάγουσας. Δε θα προχωρήσουμε σε άλλο σχόλιο για να αποφευχθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος πρόωρης έκφρασης γνώμης σε θέματα δεκτότητας μαρτυρίας. Θα υπομνήσουμε απλώς τον κανόνα που επιτρέπει, [*25]υπό ορισμένες προϋποθέσεις,  και εξωγενή ακόμη μαρτυρία για να ενημερωθεί το δικαστήριο για τις περιβάλλουσες μια συμφωνία συνθήκες: G.D. Nokes "An introduction of Evidence" 4η έκδοση, σελ. 259.

 

Η τελευταία παρατήρηση μας αφορά την παράγραφο 16. Οι εναγόμενοι εναντιώθηκαν στην εξής πρόταση που περιέχει:

 

"Οι ενάγοντες επιφυλάσσονται να αναφερθούν λεπτομερώς κατά τη δικάσιμο στο πλήρες περιεχόμενο των ανωτέρω νομοθετικών προνοιών ως και σε άλλες σχετικές πρόνοιες των ανωτέρω Ρωσικών Νομοθετημάτων."

 

Όπως υποδηλώνει και η παραπάνω φράση διατυπώνονται στην ίδια παράγραφο συγκεκριμένες πρόνοιες της ρωσικής νομοθεσίας που υποστηρίζουν την αξίωσή τους για συνιδιοκτησία του εναγόμενου πλοίου. Το παρακάτω απόσπασμα από την απόφαση στην Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Νίκου Κ. Σιακόλα, (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, που έδωσε εκ μέρους του Εφετείου ο Νικολάου Δ., και στην οποία υιοθετήθηκε η προηγούμενη απόφαση του Εφετείου Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 753, αποτελεί πλήρη απάντηση στις ανυπόστατες αιτιάσεις των εναγομένων εναντίον της συμπερίληψης της πρότασης αυτής στο δικόγραφο:

 

"Θα έπρεπε βέβαια να είχαν δοθεί λεπτομέρειες του Λιβανικού δικαίου σε σχέση με προβληθέντες ουσιώδεις ισχυρισμούς (εδώ παρέχονται). Αναφέραμε ήδη τις αυθεντίες. Το ότι όμως δεν δόθηκαν δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν οι ουσιώδεις ισχυρισμοί να προωθηθούν με απόδειξη που να εκτεινόταν στις οποιεσδήποτε λεπτομέρειες. Εκτός εάν γινόταν σχετικό διάβημα και δεν δίδονταν. Αυτή είναι η έννοια της απόφασης του Εφετείου στη Royal Bank of Scotland (ανωτέρω). Αποκλείεται η απόδειξη μόνο όπου ελλείπει ουσιώδης ισχυρισμός. Ουσιώδης είναι ο ισχυρισμός ο αναγκαίος για τη διατύπωση πλήρους βάσης αγωγής."

 

Καταλήγουμε πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για να ασκήσουμε διαφορετικά τη διακριτική μας εξουσία. Η αίτηση για αναθεώρηση απορρίπτεται. Με έξοδα.

 

Η αίτηση για αναθεώρηση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο