Σμυρνιός Κώστας (2000) 1 ΑΑΔ 43

(2000) 1 ΑΑΔ 43

[*43]28 Ιανουαρίου, 2000

 

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

 

ΑναφορικΑ με το Αρθρο 155.4 του ΣυντΑγματοΣ

και τα Αρθρα 3 και 9 του περΙ ΑπονομΗΣ

τηΣ ΔικαιοσΥνηΣ (ΠοικΙλαι ΔιατΑξειΣ)

ΝΟμου, 1964, (ΝΟμοΣ 33/64,

ΟπωΣ Εχει τροποποιηθεΙ μΕχρι σΗμερα),

 

και

 

ΑναφορικΑ με την ΑΙτηση του ΚΩστα ΣμυρνιοΥ

ΑιτητΗ στην ΑΙτ. Διατρ. 357/99

του ΟικογενειακοΥ ΔικαστηρΙου ΛευκωσΙαΣ

για Αδεια να καταχωρΗσει ΑΙτηση για Εκδοση

ΔιαταγμΑτων Mandamus και/ή Certiorari

σε σχΕση με τιΣ αποφΑσειΣ

του πιο πΑνω ΔικαστηρΙου

στην πιο πΑνω υπΟθεση

με ημερ. 26/11/99 και/ή 16/12/99.

 

(Αίτηση Αρ. 6/2000)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και mandamus ― Έκδοση  από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας ενδιάμεσου διατάγματος για αναστολή εκτέλεσης διατάγματος διατροφής ανηλίκων ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης certiorari κατά του χρονικού περιορισμού του ενδιάμεσου διατάγματος αναστολής και της απόφασης για ακύρωση του ― Δυνατότητα προσβολής με έφεση ― Δεν χρησιμοποιήθηκε από τον αιτητή ― Κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε λόγος - παρά την μη ενδεδειγμένη αντιμετώπιση ορισμένων πτυχών της υπόθεσης από το Δικαστήριο - για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

Οικογενειακό Δικαστήριο ― Δικονομία ― Ισχύουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στην απουσία άλλης προνοίας ― Δ.48, θ.8(3) των Θεσμών ― Όπου το Δικαστήριο δεν είναι διατεθειμένο να εξετάσει ζήτημα στη βάση μονομερούς αιτήσεως μπορεί να δώσει οδηγίες όπως το ζήτημα τεθεί με αίτηση διά κλήσεως.

 

Ο αιτητής καταχώρησε στις 17.11.99 την αίτηση αρ. 357/99 για ακύρωση ή τροποποίηση διατάγματος διατροφής το οποίο είχε εκδοθεί σε αίτηση της συζύγου του αρ. 40/98 στις 3.9.98. Ταυτόχρονα ζήτησε [*44]με μονομερή αίτηση την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται ή να εμποδίζεται ή να αναστέλλεται η εκτέλεση του διατάγματος διατροφής που εκδόθηκε στις 3.9.98.

 

Η μονομερής αίτηση ορίσθηκε στις 18.11.99. Το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για επίδοση στην άλλη πλευρά και όρισε ως νέα ημερομηνία την 26.11.99. Έγινε επίδοση αλλά λόγω λάθους συνέχισε να εμφαίνεται στην αίτηση η 18.11.99 ως ημερομηνία ακρόασης. Η σύζυγος δεν παρουσιάσθηκε κατά την ορισθείσα ημερομηνία. Το Δικαστήριο δεν εντόπισε το λάθος και εξέδωσε διάταγμα αναστολής μέχρι την 16.12.99 ημερομηνία που ήταν ορισμένη η κυρία αίτηση για οδηγίες. Την ημέρα εκείνη το Δικαστήριο αποφάσισε να μη δώσει περαιτέρω ισχύ στο διάταγμα αναστολής της 26.11.99.

 

Ο αιτητής ζήτησε άδεια να καταχωρήσει αίτηση προς έκδοση ενταλμάτων (α) certiorari το ένα με αναφορά στο χρονικό περιορισμό του διατάγματος αναστολής και το άλλο με αναφορά σε ότι περιγράφεται ως απόφαση του Δικαστηρίου "με την οποία ακύρωσε το παρεμπίπτον διάταγμα που είχε εκδοθεί στις 26.11.99 χωρίς να το ανανεώσει και με την οποία θεώρησε ουσιαστικά το αίτημα του αιτητή λήξαν" και (β) εντάλματος mandamus ώστε το Δικαστήριο "να επιληφθεί της αίτησης του αιτητή ημερ. 17.11.99 για αναστολή οποιουδήποτε εκτελεστικού μέτρου στην Αίτηση Διατροφής 40/98 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας".

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Παρόλον ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν χειρίσθηκε με τον ενδεδειγμένο τρόπο ορισμένες πτυχές, ήταν εν τούτοις ορθή η βασική διαπίστωση ότι δεν απέμενε οτιδήποτε προς εξέταση σχετικά με την αίτηση για προσωρινό διάταγμα. Εσφαλμένα ήταν βέβαια που το Δικαστήριο συνέχισε να θεωρεί την αίτηση μονομερή. Διότι με τις δοθείσες οδηγίες για επίδοση, ώστε να ακουστεί και η άλλη πλευρά, τη μετέτρεψε, στον χρόνο που την όρισε, σε αίτηση διά κλήσεως. Το διάταγμα που εκδόθηκε υπό τις πιο πάνω συνθήκες είναι οριστικό προσωρινό διάταγμα και όχι επιστρεπτέο, με αποτέλεσμα η αίτηση για αναστολή του να εξαντλείται. Ως εκ τούτου δεν παρέχεται δυνατότητα για certiorari ή mandamus αναφορικά με την απόφαση του Δικαστηρίου να μη δώσει στις 16.12.99 περαιτέρω ισχύ στο διάταγμα αναστολής που εκδόθηκε στις 26.11.99.

 

2.  Οι λόγοι περιορισμού της ισχύος του διατάγματος μέχρι τις 16.12.99 παραμένουν άγνωστοι. Εν πάση όμως περιπτώσει, και αν ακόμη δεν δόθηκε κανένας λόγος από το Δικαστήριο, ο αιτητής εί[*45]χε τη δυνατότητα έφεσης για την προσβολή εκείνης της πτυχής της απόφασης της 26.11.99.

 

3.  Το certiorari - και μάλιστα μετά την πάροδο προθεσμίας για έφεση - δεν συνιστά εναλλακτικό ένδικο μέσο αφού το δικαίωμα έφεσης εξυπηρετούσε τις ανάγκες της περίπτωσης.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,

 

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41.

 

Αίτηση.

 

Αίτηση από τον αιτητή στην Αίτηση Διατροφής 357/99 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για άδεια καταχώρισης αίτησης Certiorari κατά του χρονικού περιορισμού, ο οποίος τέθηκε στο διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης του διατάγματος διατροφής ημερ. 26/11/99 το οποίο εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 3/9/98 στην αίτηση της συζύγου του Αρ. 40/98 και κατά της μη ανανέωσης του διατάγματος αυτού ημερ. 26/11/99 και αίτηση Mandamus ώστε το Δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησης του ημερ. 17/11/99 για αναστολή οποιουδήποτε εκτελεστικού μέτρου στην Αίτηση Διατροφής 40/98.

 

Κ. Βελάρης, για τον αιτητή.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 3 Σεπτεμβρίου 1998 το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε, στην Αίτηση αρ. 40/98 της συζύγου του παρόντος αιτητή, διάταγμα να της καταβάλλει ποσό £500,- μηνιαίως για τη διατροφή των ανήλικων παιδιών τους. Δεν εξελίχθηκε όμως η κατάσταση ομαλά. Κι αυτό προφανώς ενόψει της κλιμακούμενης έντασης στις σχέσεις των συζύγων. Η σύζυγος επανηλειμμένα έλαβε μέτρα προς εκτέλεση του διατάγματος με αποτέλεσμα, μάλιστα, σε κάποιο στάδιο - το Μάρτιο του  1999 - τη σύλληψη και κράτηση του αιτητή μέχρι που κατέβαλε τα ως τότε οφειλόμενα ποσά. Έπειτα αυτός καταχώρησε, στις 17 Νοεμβρίου 1999, την Αίτηση αρ. 357/99 για ακύρωση ή τροποποίηση του διατάγματος διατροφής. Και με μονομερή αίτηση της ίδιας ημερομηνίας ζήτησε  την έκδοση προσωρινού διατάγματος "με τ’ οποίο ν’ απαγορεύεται [*46]ή να εμποδίζεται ή ν’ αναστάλλεται με οποιοδήποτε τρόπο η εκτέλεση ή περαιτέρω εκτέλεση του διατάγματος διατροφής που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 3/9/98 στην Αίτ. 40/98 είτε με την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης κινητών και/ή οποιουδήποτε άλλου εντάλματος ή μέτρου μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι συμπλήρωσης της εκδίκασης της πιο πάνω Αίτησης."

 

Η μονομερής αίτηση ορίστηκε για την επομένη, 18 Νοεμβρίου 1999. Οπότε το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για επίδοση στην άλλη πλευρά και όρισε ως νέα ημερομηνία την 26 Νοεμβρίου 1999.  Έγινε επίδοση αλλά συνέχισε εκ λάθους να εμφαίνεται στην αίτηση ως ημερομηνία ακρόασης η αρχική, που ήταν η 18 Νοεμβρίου αντί η νέα, 26 Νοεμβρίου. Ως εκ τούτου δεν υπήρξε εμφάνιση από μέρους της συζύγου κατά την ορισθείσα ημερομηνία.  Το Δικαστήριο, που σημείωσε την επίδοση, δεν εντόπισε το λάθος και προχώρησε. Εξέδωσε διάταγμα αναστολής μέχρι 16 Δεκεμβρίου 1999. Που ήταν η ημερομηνία κατά την οποία βρισκόταν ορισμένη η κύρια αίτηση για οδηγίες. Σύμφωνα με τον Καν. 7 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικού  Κανονισμού του 1990 (Αρ. 2 του 1990):

 

"7. Κατά την πρώτη εμφάνιση το Δικαστήριο καθορίζει τα επίδικα θέματα και μεριμνά για την έκδοση των αναγκαίων οδηγιών για την πρόοδο της διαδικασίας, την παροχή λεπτομερειών ή διασαφήνιση γεγονότων που υποστηρίζουν την απαίτηση, την καταχώριση Έκθεσης Υπεράσπισης από οποιοδήποτε πρόσωπο που επηρεάζεται από την αιτούμενη θεραπεία καθώς και οδηγίες για οποιοδήποτε ενδιάμεσο ή παρεμπίπτον θέμα."

 

Εν συνεχεία όταν η σύζυγος, ενεργώντας μέσω συνηγόρου, έλαβε γνώση για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, καταχώρισε ένσταση στην ενδιάμεση αίτηση, προφανώς θεωρώντας ότι το διάταγμα θα ήταν επιστρεπτέο στις 16 Δεκεμβρίου 1999. Το ίδιο φαίνεται να θεώρησε και ο συνήγορος του αιτητή.  Έτσι στις 16 Δεκεμβρίου 1999 παρουσιάστηκαν και οι δύο πλευρές έτοιμες για ακρόαση.

 

Κατά εκείνη την ημερομηνία, οι συνήγοροι εξήγησαν, από τη δική του αντίστοιχη σκοπιά ο καθένας, το πως εξελίχθηκε η κατάσταση, ποιές ήταν οι ανάγκες της περίπτωσης και τι θα έπρεπε να γίνει. Επεκτάθηκαν ευρέως. Ο συνήγορος του αιτητή κάλεσε το Δικαστήριο να επιληφθεί της ex parte αίτησης η οποία, όπως πρόσθεσε, μετατράπηκε σε αίτηση διά κλήσεως εκτός αν επρόκειτο, όπως και εισηγήθηκε, να διατηρηθεί το status quo μέχρι την ακρόαση εί[*47]τε αυτής της αίτησης είτε της κύριας αίτησης.  Ο συνήγορος της καθ’ ης εισηγήθηκε να παραμείνει το διάταγμα διατροφής χωρίς αναστολή και να δοθεί σύντομη ημερομηνία ακρόασης της κύριας αίτησης. Πρόσθεσε ότι αν η άλλη πλευρά δεν το δεχόταν αυτό τότε το Δικαστήριο θα έπρεπε, δεδομένου ότι το διάταγμα αναστολής είχε εκπνεύσει, να προχωρήσει με την ακρόαση της μονομερούς, όπως τη χαρακτήρισε, αίτησης παρόλον που κατά την άποψη του αυτή παρέμεινε άνευ αντικειμένου ενόψει της δικής του εισήγησης για σύντομη ακρόαση της κύριας αίτησης.  Το Δικαστήριο αποφάσισε τότε να μη δώσει συνέχεια σε ό,τι είχε τεθεί με τη μονομερή αίτηση. Καθώς ανέφερε:

 

"Το Δικαστήριο στις 26 Νοεμβρίου 1999, όταν επιλαμβάνετο της Μονομερούς Αιτήσεως στην οποία υπήρχε συγκεκριμένο αίτημα, όπως είναι και η δήλωση του συνήγορου του αιτητή που τον εκπροσωπούσε, προχώρησε σε έκδοση Διατάγματος όπως στη δήλωση του συνήγορου, και είχε εκδώσει το Διάταγμα με ισχύ μέχρι και σήμερα. Συνεπώς, το αντικείμενο της Μονομερούς Αίτησης έχει ολοκληρωθεί."

 

Ύστερα όμως συνέχισε για να αναφέρει και τα εξής:

 

"Το Δικαστήριο έχοντας υπόψη τις θέσεις των δύο πλευρών, όπως έχουν εκτεθεί με τις αγορεύσεις των δύο πλευρών, και τη σχετική νομολογία, και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, αποφασίζω όπως μη δώσω περαιτέρω ισχύ στο παρόν Διάταγμα. Δεδομένης της θέσης του κ. Κιτρομηλίδη ότι είναι άνευ αντικειμένου η Αίτηση, δεν προτίθεμαι να ακούσω μαρτυρία, και θ’  αποτελέσει μόνο ακαδημαϊκής σημασίας το να ακουστούν περαιτέρω γεγονότα επί της Αίτησης.

 

Θα ορίσω την κυρίως Αίτηση το συντομότερο δυνατό για να καταχωρηθεί Υπεράσπιση, και στη συνέχεια το συντομότερο δυνατό γι’ ακρόασή της."

 

Με την παρούσα διαδικασία ζητείται άδεια για την καταχώριση αίτησης, πρώτο προς έκδοση ενταλμάτων certiorari το ένα με αναφορά στο χρονικό περιορισμό - μέχρι 16 Δεκεμβρίου 1999 - του διατάγματος αναστολής το οποίο εκδόθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1999· και το άλλο με αναφορά σε ό,τι περιγράφεται ως απόφαση του Δικαστηρίου "με την οποία ακύρωσε το παρεμπίπτον διάταγμα που είχε εκδοθεί στις 26 Νοεμβρίου 1999 χωρίς να το ανανεώσει και με την οποία θεώρησε ουσιαστικά το αίτημα του Αιτητή λήξαν"· δεύτερο, ένταλμα mandamus ώστε το Δικαστήριο "να επιλη[*48]φθεί της Αίτησης του Αιτητή ημερ. 17/11/99 γι’ αναστολή οποιουδήποτε εκτελεστικού μέτρου στην Αίτ. Διατρ. 40/98 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας." Επίσης ζητείται όπως, επακόλουθα της χορήγησης άδειας, διαταχθεί η αναστολή της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ημερ. 16 Δεκεμβρίου 1999, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μη συνέχιση ή ανανέωση της ισχύος του προσωρινού διατάγματος.

 

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η ύπαρξη ωστόσο αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση.  Διότι όπου προβλέπεται  άλλο ένδικο μέσο, άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενόψει των  οποίων το άλλο ένδικο μέσο να εμφανίζεται μη ευχερές και μη αποτελεσματικό. Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, (στις σελ. 48-49):

 

"Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ή/και συζητήσιμο ζήτημα, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να του δοθεί η αναγκαία άδεια. Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια.

 

Στην υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners [1983] 3 All E.R. 257, στη σελ. 262 ειπώθηκε:-

 

"But it is a cardinal principle that, save in the most exceptional circumstances, that jurisdiction will not be exercised where other remedies were available and have not been used."

 

Το απόφθεγμα αυτό υιοθετήθηκε στην υπόθεση R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257. Στην μεταγενέστερη υπόθεση R. v. Secretary of State [1986] 1 All E.R. 717, o Sir John Donaldson, MR., είπε στις σελ. 723-724:-

 

"However, the matter does not stop there, because it is well established that, in giving or refusing leave to apply for judicial review, account must be taken of alternative remedies available to the applicant. This aspect was considered by this court very recently in R. v. Chief Constable of Merseyside [*49]Police, ex p Calveley [1986] 1 All E.R. 257, [1986] 2 WLR 144 and it was held that the jurisdiction would not be exercised where there was an alternative remedy by way of appeal, save in exceptional circumstances. By definition, exceptional circumstances defy definition, but, where Parliament provides an appeal procedure, judicial review will have no place unless the applicant can distinguish his case from the type of case for which the appeal procedure was provided."

 

Όσο και αν ο τρόπος με τον οποίο το Οικογενειακό Δικαστήριο αντίκρυσε ορισμένες πτυχές υπόκειται σε επίκριση, ήταν εντούτοις ορθή η βασική διαπίστωση ότι δεν απέμενε ο,τιδήποτε προς εξέταση σχετικά με την αίτηση για προσωρινό διάταγμα.  Εσφαλμένα ήταν βέβαια που το Δικαστήριο συνέχισε να θεωρεί την αίτηση μονομερή. Διότι με τις δοθείσες οδηγίες για επίδοση, ώστε να ακουστεί και η άλλη πλευρά, εν προκειμένω τη μετέτρεψε, στο χρόνο που την όρισε, σε αίτηση διά κλήσεως. Όπως υποστήριξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή.  Αυστηρώς βέβαια θα έπρεπε, από τη στιγμή που το Δικαστήριο δεν ήταν διατεθειμένο να επιληφθεί του ζητήματος στη βάση μονομερούς αίτησης, να έδιδε οδηγίες όπως το ζήτημα τεθεί με αίτηση διά κλήσεως όπως ορίζει η Δ.48, κ. 8(3): σύμφωνα με τον Καν. 11 του αναφερθέντος Διαδικαστικού Κανονισμού του 1990, ισχύουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας εφόσον δεν έχει γίνει άλλη πρόνοια. Προβλέπεται στον κ. 8(3) της Δ.48 ότι:

 

"(3) The Court or Judge dealing with an application made ex parte may direct that it be made by summons with notice to such persons as the Court of Judge may think fit."

 

Το ίδιο εξ άλλου εσφαλμένα ήταν που το Δικαστήριο μίλησε για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας και για ζήτημα μόνο ακαδημαϊκής σημασίας, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι υπήρχε δικονομικό πλαίσιο για την εξέταση ζητήματος. Ενώ εξ αντικειμένου, όπως είχε και το ίδιο διαπιστώσει αμέσως πιο πριν, δεν υπήρχε.

 

Με δεδομένο λοιπόν ότι κατόπιν οδηγιών για επίδοση μονομερούς αίτησης, όπως εδώ, αυτή επέχει θέση αίτησης διά κλήσεως, η εξέταση του ζητήματος στην απουσία της άλλης πλευράς, όταν κατά τα φαινόμενα είχε γίνει επίδοση και είχε δοθεί στην άλλη πλευρά η ευκαιρία να ακουστεί, οδηγεί στην έκδοση απ’ ευθείας οριστικού προσωρινού διατάγματος και όχι επιστρεπτέου. Η αίτηση λοιπόν εξαντλείται. Δεν παρέχει πια δικονομικό πλαίσιο για την εξέταση οποιουδήποτε ζητήματος. Αυτό ήταν που έγινε στην προκείμενη περίπτωση.  Δεν μπορεί ως εκ τούτου να υπάρξει δυνατότητα για [*50]certiorari ή mandamus σε σχέση με ό,τι έγινε στις 16 Δεκεμβρίου 1999.

 

Το πρόβλημα βέβαια προέκυψε από το ότι κατά τις 26 Νοεμβρίου 1999 το Δικαστήριο περιόρισε την ισχύ του διατάγματος μέχρι τις 16 Δεκεμβρίου 1999 αντί να το αφήσει, όπως εζητείτο με την αίτηση και όπως θα ήταν άλλωστε το αναμενόμενο, μέχρι το πέρας της κύριας αίτησης. Οι λόγοι για αυτό το χρονικό περιορισμό παραμένουν εδώ άγνωστοι· τέθηκε υπόψη μου το συνταχθέν διάταγμα αλλά όχι και το σχετικό πρακτικό. Εν πάση όμως περιπτώσει, και λόγος καθόλου να μην δόθηκε από το Δικαστήριο, παρεχόταν η δυνατότητα έφεσης για την προσβολή εκείνης της πτυχής της απόφασης της 26 Νοεμβρίου 1999. Δεν αποτελεί το certiorari - και μάλιστα μετά την πάροδο της προθεσμίας για έφεση - εναλλακτικό ένδικο μέσο αφού το δικαίωμα έφεσης εξυπηρετούσε τις ανάγκες της περίπτωσης. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι δικαιολογείται η χορήγηση άδειας σε σχέση με ό,τι έγινε στις 26 Νοεμβρίου 1999.

 

Για τους λόγους που εξέθεσα η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί. Και απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο