Α.L.S. (Aircraft Leasing System) Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 51

(2000) 1 ΑΑΔ 51

[*51]31 Iανουαρίου, 2000

 

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑναφορικΑ με την αΙτηση τηΣ ΕταιρεΙΑΣ

A.L.S. (Aircraft Leasing System) Ltd.

για Αδεια για καταχΩρηση αΙτησηΣ για Ενταλμα Certiorari, Mandamus και Prohibition,

 

και

 

ΑναφορικΑ με την ενδιΑμεση απΟφαση

του ΕπαρχιακοΥ ΔικαστηρΙου ΛευκωσΙΑΣ

στην αΙτηση ρηματικΗΣ διακοΙνωσηΣ

αρ. 38/99 ΕπαρχιακοΥ ΔικαστηρΙου ΛευκωσΙαΣ.

 

(Αίτηση Αρ. 8/2000)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari, mandamus και prohibition ― Απόρριψη από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή αίτησης υπεράκτιας εταιρείας, μη διαδίκου σε διαδικασία, δυνάμει του περί Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Μαρτυρία) Νόμου, Κεφ. 12, με την οποία ζητούσε όπως της δοθεί αντίγραφο της ρηματικής διακοίνωσης και του διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου για λήψη μαρτυρίας σύμφωνα με την εν λόγω ρηματική διακοίνωση, με σκοπό να εμφανισθεί στη διαδικασία και να υποβάλει ενστάσεις στην περαιτέρω διεξαγωγή της ως συνταγματικά και νομικά παράνομης ― Άρνηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αποδεχθεί αίτηση άδειας καταχώρησης αίτησης για εντάλματα certiorari, mandamus και prohibition και να διατάξει αναστολή κάθε περαιτέρω διαδικασίας.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Με την έκδοσή τους ελέγχονται κατώτερα Δικαστήρια και όχι ισόβαθμα.

 

Μαρτυρία ― Λήψη μαρτυρίας δυνάμει του περί Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Μαρτυρία) Νόμου, Κεφ. 12 ― Εφαρμοστέες αρχές.

 

Η αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση των αιτούμενων προνομιακών ενταλμάτων αφορά απόφαση Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απερρίφθη αίτημα της αιτήτριας, υπεράκτιας εταιρείας, όπως της δοθεί αντίγραφο της ρηματικής διακοίνωσης αρ. 38/99 και του διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το οποίο διετάσσετο ο εν λόγω [*52]Δικαστής να λάβει μαρτυρία από την Federal Bank of Middle East Ltd - υπεράκτια τράπεζα στην οποία η εταιρεία διατηρεί λογαριασμό σε δολλάρια Αμερικής - σύμφωνα με την εν λόγω ρηματική διακοίνωση του κράτους της Ρωσσικής Ομοσπονδίας.

 

Η αιτήτρια ισχυρίσθηκε ότι η λήψη της σχετικής μαρτυρίας παραβιάζει το Τραπεζικό απόρρητο και η άρνηση του εξεταστή να της επιτρέψει να εμφανισθεί και να προβάλει τις ενστάσεις της παραβιάζει του κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Στην αγόρευση του ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία λήφθηκε παράνομα και παρά τις διατάξεις του Άρθρου 3 παράγραφος 2 του Κεφ. 12. Υπέβαλε ότι με το Άρθρο αυτό σαφώς επιτρέπεται μόνο η λήψη μαρτυρίας από πρόσωπα που είναι διάδικοι ή αντιμετωπίζουν ποινική κατηγορία.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η παράγραφος 1 του Άρθρου 3 του Κεφ. 12 σαφώς επιτρέπει τη λήψη μαρτυρίας οποιουδήποτε μάρτυρα ή μαρτύρων εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

 

2.  Το Κεφ. 12, το οποίο διέπει τη διαδικασία λήψης της μαρτυρίας, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν προβλέπει κοινοποίηση της ρηματικής διακοίνωσης και του διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε τρίτα πρόσωπα, ούτε νόμιμη εμφάνιση τρίτου στη διαδικασία λήψης της μαρτυρίας με δικαίωμα προβολής ενστάσεων.

 

3.  Η εξουσία του εξεταστή, με βάση το διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξαντλείται με τη λήψη της αιτούμενης μαρτυρίας, σύμφωνα με τη διαταγή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και την υποχρέωσή του να την αποστείλει στον Αρχιπρωτοκολλητή για τα περαιτέρω.

 

4.  Η αίτηση για άδεια προς έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων εστόχευε στην ακύρωση του διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι στην απόφαση του εξεταστή. Τον ίδιο στόχο είχε και ο ισχυρισμός για πρόδηλο νομικό σφάλμα (error of law on the face of the proceedings). Με βάση τη νομολογία δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί με τα προνομιακά εντάλματα ισόβαθμο Δικαστήριο. Τέτοιος έλεγχος δεν είναι επιτρεπτός ούτε με βάση τις συμφυείς εξουσίες (inherent jurisdiction) του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

[*53]Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρίστου (1962) Α.Α.Δ. 129,

 

Παναρέτου (1972) 1 Α.Α.Δ. 165,

 

Κάκος (1985) 1 Α.Α.Δ. 250,

 

Αργυρίδης (1987) 1 Α.Α.Δ. 23.

 

Aίτηση.

 

Αίτηση της αιτήτριας υπεράκτιας εταιρείας για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση ενταλμάτων Certiorari, Mandamus και Prohibition κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία εκδόθηκε στην αίτηση ρηματικής διακοίνωσης Αρ. 38/99 στις 12/1/2000.

 

Δ. Λιβέρας, για τους αιτητές.

 

Cur. adv. vult.

 

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ζητούν τις ακόλουθες θεραπείες:-

 

"(α)  Άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος certiorari για τον αφανισμό της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στην αίτηση ρηματικής διακοίνωσης αρ. 38/99 στις 12/1/2000.

 

(β)  Αναστολήν κάθε περαιτέρω διαδικασίας που απορρέει από την εν λόγω απόφαση.

 

(γ)  Άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος mandamus διατάττον τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή που χειρίζεται την αίτηση ρηματικής διακοίνωσης αρ. 38/99 όπως επιτρέψει στην αιτήτρια εταιρεία να προβάλει ένσταση στην ως είρηται αίτηση διά την λήψη πληροφοριών από τον υπεράκτιο τραπεζικό λογαριασμό της.

 

(δ)  Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος prohibition για τον εμποδισμό της διεξαγωγής περαιτέρω διαδικασίας στην αίτηση ρηματικής διακοίνωσης 38/99 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και στην αποστολήν της λη[*54]φθείσης μαρτυρίας στον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εν συνεχεία διά του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως στην Ρωσσική Ομοσπονδία.".

 

Οι λόγοι για τους οποίους ζητούνται οι πιο πάνω θεραπείες είναι:-

 

"(α)  Υπέρβαση δικαιοδοσίας καθ’ ότι ο πρωτόδικος δικαστής απαγόρευσε εις την αιτήτρια εταιρεία το δικαίωμα της να παρουσιαστεί εις την αίτησιν ρηματικής διακοίνωσης αρ. 38/99 και να φέρει ένσταση στην συνέχισιν της διαδικασίας.

 

(β)  Παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης η οποία συνίσταται στο ότι με την εν λόγω απόφαση δίδονται πληροφορίες από τραπεζικό λογαριασμό της αιτήτριας εταιρείας για χρήση εις το εξωτερικό ενώ η αιτήτρια εταιρεία δεν είναι διάδικος εις την διαδικασία που διεξάγεται εις την αίτηση ρηματικής διακοίνωσης αρ. 38/99 και ουδεμίαν σχέσιν έχει με το πρόσωπον το οποίον είναι υπό διερεύνηση με βάση την αίτησιν που έγινε στην εν λόγω ρηματικήν διακοίνωση.

 

(γ) Προφανές νομικό σφάλμα ήτοι παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα του κάθε πολίτη ή νομικού προσώπου στην Κυπριακή Δημοκρατία να διεκδικήσει τα νόμιμα του δικαιώματα εις τα Δικαστήρια της και να προβάλει τους ισχυρισμούς του ενώπιον του Δικαστηρίου.".

 

Τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν τους αιτητές στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης είναι τα ακόλουθα, όπως εξάγονται από την ένορκη δήλωση του λογιστού των αιτητών που συνοδεύει την αίτησή τους:-

 

Η αιτήτρια Εταιρεία είναι υπεράκτια, εγγεγραμμένη στην Κύπρο, σύμφωνα με το σχετικό νόμο. Η Εταιρεία διατηρεί λογαριασμό σε δολλάρια Αμερικής στην υπεράκτια επίσης Τράπεζα, στη Λευκωσία, την Federal Bank of the Middle East Ltd.

 

Με βάση Διάταγμα του Ανωτάτου Δικατηρίου που εκδόθηκε από τον Αρτέμη Δ. διατάχθηκε ο Α.Ε.Δ. Μ. Χριστοδούλου να λάβει μαρτυρία από τη Federal Bank of the Middle East Ltd. σύμφωνα με τη ρηματική διακοίνωση αρ. 38/99 του κράτους της Ρωσσικής Ομοσπονδίας. Με τη ρηματική διακοίνωση ζητείται η λήψη της μαρτυρίας και η προσκόμιση εγγράφων σχετικά με το άνοιγμα του λογα[*55]ριασμού αρ. 51344, τις καταθέσεις, τις αναλήψεις, εντολές και αποστολές εμβασμάτων στο εξωτερικό, της αιτήτριας Εταιρείας.

 

Στις 12.1.2000 και ενώ είχε περατωθεί η λήψη της μαρτυρίας, σύμφωνα με το Διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, από τον ορισθέντα εξεταστή Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ., η αιτήτρια εταιρεία στην παρούσα διαδικασία, μέσω των δικηγόρων της, υπέβαλαν αίτημα όπως της δοθεί αντίγραφο της ρηματικής διακοίνωσης και του Διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου με σκοπό να εμφανισθεί στη διαδικασία και υποβάλει ενστάσεις στην περαιτέρω διεξαγωγή της ως νομικά και συνταγματικά παράνομης. Ο εξεταστής απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας επικαλούμενος τις πρόνοιες του Κεφ. 12 και το Διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Απεφάνθη ότι δεν έχει τέτοια εξουσία.

 

Είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η λήψη της σχετικής μαρτυρίας παραβιάζει το Τραπεζικό απόρρητο και η άρνηση του εξεταστή να της επιτρέψει να εμφανισθεί και να προβάλει τις ενστάσεις της παραβιάζει τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Αγορεύοντας ενώπιόν μου ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας Εταιρείας εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία λήφθηκε παράνομα και παρά τις διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 2 του Κεφ. 12. Υπέβαλε ότι με το άρθρο αυτό σαφώς επιτρέπεται μόνο η λήψη μαρτυρίας από πρόσωπα που είναι διάδικοι σε διαδικασία ή αντιμετωπίζουν ποινική κατηγορία.

 

Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή του δικηγόρου της αιτήτριας.  Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Κεφ. 12 σαφώς επιτρέπει τη λήψη μαρτυρίας οποιουδήποτε μάρτυρα ή μαρτύρων εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου διασαφηνίζει ότι μπορεί να εκδοθεί διάταγμα για τη λήψη μαρτυρίας και από διάδικο σε διαδικασία στη ξένη χώρα ή αντίστοιχο κατηγορούμενο.

 

Είναι επίσης η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η όλη διαδικασία της λήψης της μαρτυρίας υπόκειται στους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατά συνέπεια έπρεπε να επιτραπεί στην αιτήτρια Εταιρεία να εμφανισθεί και να υποβάλει τις ενστάσεις της, μια των οποίων είναι η παραβίαση του Τραπεζικού απορρήτου. Εισηγήθηκε επίσης ότι η διαδικασία ενώπιον του εξεταστού είναι οιωνεί δικαστική διαδικασία. Δεν συμφωνώ με την τελευταία παράγραφο. Η δικαστική διαδικασία εξαντλείται με την έκδοση του διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τις οδηγίες προς τον [*56]εξεταστή που περιέχονται σ’ αυτό. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κεφ. 12 η εξέταση του μάρτυρα μπορεί να γίνει "ενώπιον οποιουδήποτε ικανού και κατάλληλου προσώπου που υποδεικνύεται από τον αιτητή ή ενώπιον οιουδήποτε δικηγόρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας ή οποιουδήποτε τέτοιου άλλου αρμόδιου προσώπου ως ήθελε φανεί κατάλληλο στο Δικαστήριο". Και σύμφωνα με το άρθρο 2 "το Δικαστήριο" σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει οποιοδήποτε δικαστή του Δικαστηρίου αυτού".

 

Η διαδικασία λήψης της μαρτυρίας πράγματι διεξάγεται σύμφωνα με τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σχετικός όμως νόμος είναι το Κεφ. 12, ο οποίος διέπει τη διαδικασία. Πουθενά στο νόμο δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ρηματικής διακοίνωσης και του διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε τρίτα πρόσωπα. Ούτε προβλέπεται οποιαδήποτε ειδοποίηση σε τρίτους παρά μόνο διαταγή προς το πρόσωπο από το οποίο ζητείται η μαρτυρία να προσέλθει σε καθορισμένο τόπο και χρόνο με σκοπό "την εξέταση του ή την προσαγωγή οποιωνδήποτε γραπτών κειμένων ή άλλων εγγράφων, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο διάταγμα".

 

Ο Νόμος (Κεφ. 12) δεν προνοεί τη νόμιμη εμφάνιση τρίτου στη διαδικασία λήψης της μαρτυρίας με δικαίωμα προβολής ενστάσεων. Αυτό το οποίο προβλέπει, σε σχέση με την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας για το τραπεζικό απόρρητο, είναι το δικαίωμα άρνησης του μάρτυρα να αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις και να παρουσιάσει έγγραφα τα οποία "δεν θα υποχρεωνόταν να παρουσιάσει κατά την εκδίκαση τέτοιας υπόθεσης". (άρθρο 7(β)).

 

Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται εντάλματα της φύσεως Certiorari για ακύρωση απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου, περιλαμβάνουν υπέρβαση ή έλλειψη εξουσίας, έκδηλη παρανομία (error of law on the face of the record), προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης και παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Η αιτήτρια προβάλλει, όπως ανέφερα προηγούμενα, ότι με τον αποκλεισμό της από τη διαδικασία παραβιάζονται οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Στην παρούσα υπόθεση όμως ο εξεταστής δεν επρόκειτο να αποφανθεί για οποιοδήποτε δικαίωμα της αιτήτριας αξιολογώντας τη μαρτυρία που ελάμβανε. Η εξουσία του, με [*57]βάση το διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξαντλείται στη λήψη της αιτούμενης μαρτυρίας, σύμφωνα με τη διαταγή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και την υποχρέωση του να την αποστείλει στον Αρχιπρωτοκολλητή για τα περαιτέρω. Δεν έχει εξουσία πέραν από το διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το σχετικό νόμο, Κεφ. 12. Και προκύπτει το ερώτημα το οποίο τέθηκε στο δικηγόρο της αιτήτριας. Αν δηλαδή σκοπείται η ακύρωση με την παρούσα αίτηση του διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι η "απόφαση" του εξεταστού. Η απάντηση ήταν ευθεία. Ότι επιδιώκεται η ακύρωση του διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σε παρατήρησή μου ότι με τα προνομιακά εντάλματα ελέγχονται μόνο κατώτερα Δικαστήρια, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι είναι δυνατό να ελεγχθούν και ισοβάθμια Δικαστήρια με βάση τις συμφυείς εξουσίες (inherent jurisdiction) του Δικαστηρίου. Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Με βάση τη νομολογία δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί με τα προνομιακά διατάγματα ισόβαθμο Δικαστήριο.

 

Προβάλλεται επίσης από την αιτήτρια το πρόδηλο νομικό σφάλμα (error on the face of the proceedings). Δεν εξειδικεύεται ποιό είναι το πρόδηλο νομικό σφάλμα. Στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την παρούσα αίτηση, αναφέρονται τα εξής:

 

"9. Εξ’ όσον μας συμβουλεύουν οι δικηγόροι της αιτήτριας εταιρείας, τόσον η απόρριψη του δικαιώματος της αιτήτριας εταιρείας να ενστούν εις την συνέχιση της ως άνω διαδικασίας όσον και η διεξαγωγή της εν λόγω διαδικασίας που αφορά την αιτήτριαν εταιρείαν, η οποία είναι ξεχωριστό νομικό πρόσωπο από το υπό διερεύνηση άτομο, είναι και νομικά και συνταγματικά παράνομη και δέον όπως το Ανώτατο Δικαστήριο διατάξη τον αφανισμό της εν λόγω ενδιάμεσης απόφασης και της διαδικασίας που διεξάγει ο εν λόγω Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής, όπως επίσης και την απαγόρευση της αποστολής οποιωνδήποτε πληροφοριών που έχουν ληφθή μέσω του Δικαστηρίου από τον λογαριασμόν της αιτήτριας εταιρείας και που προορίζονται διά αποστολή προς την Ρωσσική Ομοσπονδία, και να επιτρέψει εις την αιτήτρια εταιρεία να προβάλει την ένστασιν της που επιθυμεί εις την διεξαγωγή της εν λόγω αίτησης με τον τρόπο που διεξάγεται και επί της ουσίας της.".

 

Από την παράγραφο αυτή της ένορκης δήλωσης προκύπτει ο ισχυρισμός ότι παράνομα και αντισυνταγματικά (Άρθρο 30 του Συντάγματος) απεκλείσθη η αιτήτρια, από τη διαδικασία για να [*58]προβάλει τις ενστάσεις της. Καταλήγω κατά συνέπεια ότι το ισχυριζόμενο "πρόδηλο νομικό σφάλμα" αναφέρεται στο διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι στην "απόφαση" του εξεταστή. Διότι στην "απόφαση" του εξεταστή δεν διακρίνεται οποιοδήποτε πρόδηλο σφάλμα, ούτε και μου έχει υποδειχθεί κάτι τέτοιο. Όπως ανέφερα προηγούμενα, η πάγια νομολογία, την οποία δεν θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω, γιατί είναι σταθερή από την παλαιά μέχρι την πρόσφατη, είναι ότι με τα προνομιακά εντάλματα ελέγχονται κατώτερα Δικαστήρια και όχι ισόβαθμα.

 

Είναι γεγονός ότι στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο, κατά την εξάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, εξετάζει κατά πόσο υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας και δεν είναι αναγκαίο να εμβαθύνει περισσότερο. Είναι αρκετό, αν από το υλικό που βρίσκεται σ’ αυτό το στάδιο ενώπιον του Δικαστηρίου, δικαιολογείται η παραχώρηση τέτοιας άδειας (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Παναγιώτης Χρίστου (1962) Α.Α.Δ. 129, Εξ-Πάρτε Νίνα Παναρέτου (1972) 1 Α.Α.Δ. 165, Κάκος (1985) 1 Α.Α.Δ. 250, Αργυρίδης (1987) 1 Α.Α.Δ. 23).

 

Στην παρούσα υπόθεση, κατέληξα, ότι δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση που επαρκώς να δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας. Οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η παροχή άδειας δεν στοιχειοθετούνται ούτε εκ πρώτης όψεως, σύμφωνα με το σχετικό νόμο και τη νομολογία.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο