Γεωργίου Ανδρέας Λουκά και Άλλοι ν. Επάρχου Λεμεσού (2000) 1 ΑΑΔ 79

(2000) 1 ΑΑΔ 79

[*79]1 Φεβρουαρίου, 2000

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

 

1. Ανδρεασ Λουκα Γεωργιου,

2. Ανδρεασ Χριστου Καρτσιουλη,

3. Γεωργιοσ Χριστου Καρτσιουλη, δια

του πληρεξουσιου αντιπροσωπου

του Χριστου Λουκα Καρτσιουλη,

 

Εφεσείοντες-Απαιτητές,

 

v.

 

Επαρχου Λεμεσου υπο την ιδιοτητα του ωσ Προεδρου

τησ Επιτροπησ Αρδευτικου Τμηματοσ, “Κλαδοσ Αγριδιων”,

 

Εφεσίβλητης-Αποζημιούσης Αρχής.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10434)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση, δυνάμει της Δ.33, θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, για παραμερισμό απόφασης σε Παραπομπή που εκδόθηκε ερήμην του δικηγόρου των απαιτητών κατά τη δικάσιμο και κατόπιν απορρίψεως του αιτήματος για αναβολή εκπροσώπου δικηγόρου ― Απόρριψη της αίτησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Εσφαλμένη νομική προσέγγιση ― Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι το γεγονός ότι η απόφαση είναι εφέσιμη δεν υποδηλώνει αφεαυτού ότι δεν μπορεί να παραμεριστεί εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της Δ.33, θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα ήθελε κριθεί η αίτηση, εδικαιολογείτο η επαναφορά της Παραπομπής.

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Καθοριστική απόφαση ― Απόφαση η οποία δίδεται στην απουσία αντιδίκου είναι εξίσου καθοριστική για τα δικαιώματα των διαδίκων, όπως και απόφαση η οποία εκδίδεται μετά από δίκη επί της ουσίας.

 

Κατά την ακρόαση της παραπομπής, στις 11.9.1998, εμφανίστηκε εκ μέρους των εφεσειόντων-απαιτητών άλλος δικηγόρος από το δικηγόρο τους και ζήτησε αναβολή για τον λόγο ότι ο δικηγόρος τους ήταν απασχολημένος σε άλλη υπόθεση. Το Δικαστήριο καθόρισε την αποζημίωση βάσει της μαρτυρίας που προσήγαγε η εφεσίβλητη.  Δεν ακού[*80]στηκε η άλλη πλευρά η οποία είχε διαφορετική θέση ως προς το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης.

 

Στις 23.9.1998 οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης, επικαλούμενοι τις πρόνοιες της Δ.33, θ.5, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η καθ’ ης η αίτηση δεν έφερε ένσταση στο αίτημα για επαναφορά της παραπομπής ούτε αμφισβήτησε τα γεγονότα της ένορκης δήλωσης η οποία υποστήριξε την αίτηση.

 

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κατά κύριο λόγο διότι η εκδοθείσα απόφαση δεν ήταν νομικά εφικτό να παραμεριστεί. Όπως συνάγεται από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου διατυπώθηκαν οι θέσεις ότι:

 

1)  Επρόκειτο για απόφαση ουσίας η οποία προέκυψε σε διαδικασία στην οποία πήραν μέρος αμφότεροι οι διάδικοι οπόταν δεν χωρούσε παραμερισμός της βάσει της Δ.33, θ.5, και

 

2)  Εφόσον η απόφαση ήταν καθοριστική για τα δικαιώματα των διαδίκων και κατά συνέπεια εφέσιμη, το μόνο μέσο παραμερισμού της ήταν η άσκηση έφεσης.

 

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το γεγονός ότι απόφαση είναι εφέσιμη, δεν υποδηλώνει αφ’ εαυτού ότι δεν μπορεί να παραμεριστεί εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της Δ.33, θ.5.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την απόφαση που δόθηκε ως απόφαση επί της ουσίας για το λόγο και μόνο ότι ο δικηγόρος παρακολούθησε τη διαδικασία που ακολούθησε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι η παρουσία του δικηγόρου ήταν πλασματική, χωρίς εξουσία να εκπροσωπήσει τους απαιτητές και χωρίς να γνωρίζει την υπόθεσή τους. Επίλυση υπόθεσης επί της ουσίας προϋποθέτει ακρόαση και των δύο μερών σε σχέση με τη διαφορά η οποία ανακύπτει από την αντιπαραβολή των εκατέρωθεν θέσεων.

 

     Κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα ήθελε κριθεί το αίτημα των εφεσειόντων, εδικαιολογείτο η επαναφορά της παραπομπής.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

[*81]

Mesolongitis v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161,

 

Toumbouros Estates Limited v. Ιωαννίδου (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1512,

 

Evagorou v. Christodoulou and Another (1982) 1 C.L.R. 771,

 

Ιεροδιακόνου κ.ά. ν. Γεωργίου (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. 2307,

 

Α. Efthymiou Enterprises Ltd κ.ά. ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου κ.ά. (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 160,

 

Μαυρονικόλα ν. Φοινιώτη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1659,

 

Πάφος Στόουν Εστέϊτς ν. Βαλαωρίτη (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 220,

 

Apak Agro v. Union Des Co operatives (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1166,

 

Χάσικος ν. Χαραλαμπίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 389,

 

Νεοκλέους ν. Γενικού Εισαγγελέα (1993) 1 Α.Α.Δ. 352.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους αιτητές κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μαδέλλα, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 8/2/99 (Αρ. Παραπομπής 27/89) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση τους ημερομ. 23/9/98 για παραμερισμό της απόφασης η οποία εκδόθηκε στην πιο πάνω Παραπομπή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 11/9/98, με την οποία αξίωναν τον καθορισμό της καταβλητέας σ’ αυτούς αποζημίωσης αναφορικά με την απαλλοτρίωση κτήματός τους.

 

Μιχ. Μούρος, για τους Εφεσείοντες-Απαιτητές.

 

Δ. Λαμπριανίδης για Γ. Χαραλαμπίδη, για την Εφεσίβλητη-Αποζημιούσα Αρχή.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

 

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Με Παραπομπή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμε[*82]σού οι εφεσείοντες αξίωσαν τον καθορισμό της καταβλητέας σ’ αυτούς αποζημίωσης από την απαλλοτριούσα Αρχή - την εφεσίβλητη - για την απαλλοτρίωση κτήματός τους.

 

Η Παραπομπή ορίστηκε προς ακρόαση στις 11 Σεπτεμβρίου 1998. Την ημέρα εκείνη εμφανίστηκε εκ μέρους των απαιτητών, δικηγόρος άλλος από το δικηγόρο τους, ο οποίος ζήτησε όπως η υπόθεση αναβληθεί για το λόγο ότι ο δικηγόρος ο οποίος τους εκπροσωπούσε ο κ. Μούρος, ήταν απασχολημένος σε άλλη υπόθεση.  Το αίτημα απορρίφθηκε. Το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι επροτίθετο να προχωρήσει με την ακρόαση της Παραπομπής. Ο δικηγόρος ο οποίος εμφανίστηκε εκ μέρους του κ. Μούρου πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι οι οδηγίες του περιορίζονταν στην υποβολή αιτήματος για αναβολή. Δεν είχε οδηγίες να εκπροσωπήσει τους εφεσείοντες κατά την ακρόαση, ούτε θα μπορούσε να το πράξει εφόσον δεν ήταν ενήμερος της υπόθεσης. Παρέμεινε όμως στο Δικαστήριο και παρακολούθησε την εξέλιξη της υπόθεσης μετά την απόρριψη του αιτήματός του.

 

Κλήθηκε ο εκτιμητής της απαλλοτριούσας Αρχής ο οποίος κατέθεσε για την αξία του κτήματος, προφανώς σύμφωνα με την προγενέστερη εκτίμησή του. Ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε. Στην πρόσκληση του Δικαστηρίου στο δικηγόρο που εμφανίστηκε εκ μέρους του δικηγόρου των απαιτητών, να αντεξετάσει το μάρτυρα, δόθηκε αρνητική απάντηση, ως ήταν αναμενόμενο. Το Δικαστήριο καθόρισε την αποζημίωση βάσει της  μαρτυρίας που προσήγαγε η εφεσίβλητη. Δεν ακούστηκε η άλλη πλευρά, η θέση της οποίας ήταν διάφορη ως προς το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης.

 

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1998 οι εφεσείοντες υπέβαλαν  αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης επικαλούμενοι προς νομική θεμελίωσή της, τις πρόνοιες της Δ.33 θ.5, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας οι οποίες προβλέπουν:

 

«Αny judgment obtained where one party does not appear at the trial may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as may seem fit, upon an application made within fifteen days after the trial.»

 

Σε ένορκη δήλωση ενός των απαιτητών, η οποία υποστηρίζει την αίτηση, εκτίθενται οι λόγοι για τη μή προώθηση της αίτησης κατά την ημέρα της δίκης.  Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι βρίσκονταν σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις για ανεύρεση συμβιβαστικής λύσης της διαφοράς, γεγονός για το οποίο ήταν ενήμερη η άλλη πλευρά. Η [*83]καθ’ ης η αίτηση, η εφεσίβλητη δεν έφερε ένσταση στο αίτημα για την επαναφορά της Παραπομπής ούτε αμφισβήτησε τα γεγονότα που παρατίθενται στην ένορκη δήλωση.

 

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση  κατά κύριο λόγο διότι η εκδοθείσα απόφαση δεν ήταν νομικά εφικτό να παραμεριστεί.  Διατυπώνεται η θέση, ως συνάγεται από την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ότι επρόκειτο για απόφαση ουσίας η οποία προέκυψε σε διαδικασία στην οποία πήραν μέρος αμφότεροι οι διάδικοι, οπόταν δεν χωρούσε ο παραμερισμός της βάσει της Δ.33 θ.5. Διακρίνονται οι αποφάσεις στη Μesolongitis v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161, και Τoumbouros Estates Limited v. Χαριτίνης Ιωαννίδου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1512, (απόφαση πλειοψηφίας), στις οποίες εγκρίθηκαν αιτήματα για επαναφορά αγωγών που απορρίφθηκαν κατά την ημέρα της ακρόασης με το σκεπτικό ότι σε καμιά από εκείνες δεν ήταν παρών ο αντίδικος, ως η παρούσα περίπτωση. Στη Mesolongitis, αίτημα για επαναφορά εγκρίθηκε μετά την απόρριψη αγωγής λόγω της παράλειψης του ενάγοντος να την προωθήσει κατά την ημέρα της ακρόασης.  Το ίδιο και στην Toumbouros Estates Ltd (ανωτέρω). Διέκρινε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, επίσης και την Evagorou v. Christodoulou and Another (1982) 1 C.L.R.  771, στην οποία υπογραμμίζεται η ευρύτητα της εξουσίας για επαναφορά υπόθεσης η οποία απορρίπτεται ερήμην του ενάγοντος με το δικαιολογητικό ότι, το αίτημα στην υπόθεση εκείνη υποβλήθηκε κάτω από διαφορετική διάταξη των θεσμών, συγκεκριμένα τη Δ.26, θ.14.

 

Εάν σωστά ερμηνεύουμε την πρωτόδικη απόφαση, ομιλούμε υποθετικά διότι το σκεπτικό της απόφασης στο σημείο αυτό δεν είναι ευκρινές. παρατίθεται και δεύτερος νομικός λόγος για την απόρριψη της αίτησης, τούτος· εφόσον η απόφαση ήταν καθοριστική για τα δικαιώματα των διαδίκων και κατά συνέπεια εφέσιμη κατά τη νομολογία η οποία πραγματεύεται το θέμα, το μόνο μέσο παραμερισμού της ήταν η άσκηση έφεσης. Οι αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναγνωρίζουν ότι μόνο αποφάσεις καθοριστικές για τα δικαιώματα των διαδίκων, σε αντίθεση με ενδιάμεσες αποφάσεις που δεν έχουν αυτό το χαρακτηριστικό, μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο έφεσης. Παραπέμπει στις, Νίκος Ιεροδιακόνου κ.ά. ν. Σωτηρούλλας Τηλεμάχου Γεωργίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2307· A. Efthymiou Enterprises Ltd κ.ά. ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 160· Μαυρονικόλα ν. Φοινιώτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1659· Πάφος Στόουν Εστέϊτς ν. Βαλαωρίτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 220· Apak Agro v. Union Des Co operatives (Aρ.1), (1992) 1 A.A.Δ. 1166· Χάσικος ν. Χαραλαμπίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 389.)

[*84]

Το γεγονός ότι απόφαση είναι εφέσιμη, δεν υποδηλώνει αφεαυτού ότι δεν μπορεί να παραμεριστεί εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει ο σχετικός διαδικαστικός κανονισμός Δ.33, θ.5.  Απόφαση η οποία δίδεται στην απουσία του αντιδίκου είναι, εξίσου καθοριστική  για τα δικαιώματα των διαδίκων, όπως και απόφαση η οποία εκδίδεται μετά από δίκη επί της ουσίας.

 

Παρά το γεγονός ότι δεν προσάχθηκε μαρτυρία εκ μέρους των εφεσειόντων-απαιτητών και παρά το ότι ο δικηγόρος που εμφανίστηκε εκ μέρους τους, δήλωσε ότι η εντολή του περιοριζόταν στην υποβολή αιτήματος για αναβολή, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την απόφαση που δόθηκε ως απόφαση επί της ουσίας για το λόγο και μόνο ότι ο δικηγόρος παρακολούθησε τη διαδικασία που ακολούθησε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι η παρουσία του δικηγόρου ήταν πλασματική, χωρίς εξουσία να εκπροσωπήσει τους απαιτητές και χωρίς να γνωρίζει την υπόθεσή τους. Άλλη πτυχή της υπόθεσης στην οποία δεν έστρεψε την προσοχή του είναι ο κατ’ ουσία εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας για τον προσδιορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης, όπως διαφαίνεται και από τους ίδιους τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς που διέπουν τον καθορισμό της. (Βλ. Από τους περί Δικαστηρίου Εκτίμησης Αποζημιώσεων Κανονισμούς του 1956, Τhe Compensation Assessment Tribunal Rules, 1956/Νο. 1151 και Νεοκλέους ν. Γενικού Εισαγγελέα (1993) 1 Α.Α.Δ. 352.) Στην ουσία ακούστηκε η μια πλευρά ερήμην της άλλης.  Επίλυση υπόθεσης επί της ουσίας προϋποθέτει ακρόαση και των δύο μερών σε σχέση με τη διαφορά η οποία  ανακύπτει από την αντιπαραβολή των εκατέρωθεν θέσεων, όπως αυτές στοιχειοθετούνται στη δικογραφία.

 

Συνάγεται από την απόφαση του Δικαστηρίου ότι, αν δεν έκρινε νομικά ανέφικτη την επαναφορά της Παραπομπής, θα αποδεχόταν το αίτημα. Τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε η αίτηση δεν αμφισβητήθηκαν από την απαλλοτριούσα Αρχή ούτε διατυπώθηκε οποιοδήποτε ερωτηματικό γι’ αυτά από το Δικαστήριο. Το κώλυμα στο ανέφικτο ικανοποίησης του αιτήματος εντοπίζεται στις διαπιστώσεις που έχουμε αναφέρει που κρίνονται, για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, εσφαλμένες.

 

Κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα ήθελε κριθεί το αίτημα των εφεσειόντων, εδικαιολογείτο η επαναφορά της Παραπομπής.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η Παραπομπή επαναφέρεται στο πινάκιο των εκκρεμουσών Παραπομπών. Δεν γίνεται καμιά πρόνοια [*85]στην απόφασή μας σε σχέση με τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο