Χριστοφόρου Κάτια και Άλλοι ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 86

(2000) 1 ΑΑΔ 86

[*86]2 Φεβρουαρίου, 2000

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

 

1. ΚΑΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

2. ΦΩΚΑΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,

3. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΑΛΑΘΟΥΡΑ,

4. ΕΛΕΝΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,

5. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΛΑΘΟΥΡΑΣ,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

 

v.

 

ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

(ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10531)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης ― Οδήγησε σε απόρριψη της από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά και δεν παρεχόταν λόγος για επέμβαση του Εφετείου.

 

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία απορρίφθηκε αίτησή της που βασίστηκε στη Δ.17, θ.10 για την ακύρωση προηγούμενης απόφασης που είχε εκδοθεί εναντίον της. Η αγωγή κατά της εφεσείουσας και των άλλων εναγομένων ήταν για καθυστερημένα ενοίκια από σύμβαση ενοικιαγοράς τριών οχημάτων. Η εφεσείουσα παρέλειψε να καταχωρήσει εμφάνιση και έτσι 8 μήνες μετά την επίδοση εκδόθηκε εναντίον της απόφασης ως η απαίτηση.

 

Στην υπόθεση αυτή η αίτηση για ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης φαίνεται ότι καταχωρήθηκε:

 

(α) 2 χρόνια μετά την επίδοση της αγωγής,

(β) 16 μήνες μετά την έκδοση απόφασης και

(γ) 5 μήνες μετά την επίδοση αίτησης για παρακοή διατάγματος.

 

[*87]Οι λόγοι που προβλήθηκαν για τις καθυστερήσεις ήταν ο καθησυχασμός από τρίτα πρόσωπα ότι η απαίτηση θα διευθετηθεί και η άγνοια του δικαιώματος υπεράσπισης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η εφεσείουσα είχε δώσει επαρκείς εξηγήσεις για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης αλλά απέρριψε την αίτηση, αφού η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στη λήψη μέτρων για την ακύρωση της απόφασης αποτελούσε κατάφωρη περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων.

 

Ο κύριος λόγος έφεσης ήταν ότι οι λόγοι που πρόβαλε η εφεσείουσα στο πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγούσαν τη σημειωθείσα καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για ακύρωση της απόφασης και ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τη σχετική νομολογία επί του θέματος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εν τούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης.

 

2.  Η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ξανανοίξει την υπόθεσή του.

 

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια απορρίπτοντας την αίτηση και δεν συντρέχουν λόγοι που θα δικαιολογούσαν την επέμβαση του Εφετείου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646,

 

Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) [*88]C.L.R. 317,

 

Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159,

 

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

 

Mine and Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26,

 

Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 28,

 

Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτης (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 941,

 

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

 

Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1938.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγόμενους-αιτητές κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Σάντης, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 30/4/99 (Αρ. Αγωγής 492/97) με την οποία απορρίφθηκε αίτησή τους η οποία στηρίχθηκε στη διαταγή 17, Θεσμός 10, για παραμερισμό προηγούμενης απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον τους ερήμην σε αγωγή λόγω παράλειψής τους να καταχωρήσουν Σημείωμα Εμφάνισης.

 

Π. Χ” Παναγιώτου και Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Κλεάνθους, για τους Εφεσιβλήτους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της που βασίστηκε στη Διαταγή 17, θεσμός 10 για την ακύρωση προηγούμενης απόφασης που [*89]είχε εκδοθεί εναντίον της.

 

(α) Τα γεγονότα

 

Η εφεσίβλητη εταιρεία καταχώρησε στις 30/1/97 ειδικό οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα με το οποίο ζητούσε από την εφεσείουσα (πρωτοφειλέτιδα) και από άλλους τέσσερις εγγυητές το ποσό των £10.214 μετά τόκων, ως καθυστερημένα ενοίκια από σύμβαση ενοικιαγοράς τριών οχημάτων τύπου Mercedes, Mazda και Subaru.  H αγωγή επεδόθη στην εφεσείουσα στις 4/2/97.  Η εφεσείουσα παρέλειψε να καταχωρίσει εμφάνιση και έτσι μετά από 8 μήνες και πιο συγκεκριμένα στις 16/9/97 εκδόθηκε εναντίον της απόφαση ως η απαίτηση.

 

Μετά από παρέλευση 10½ μηνών από την ημερομηνία έκδοσης απόφασης, καταχωρήθηκε εναντίον της αίτηση για παρακοή διατάγματος για τη μη παράδοση των επίδικων οχημάτων, που ορίσθηκε στις 8/10/98. Η εφεσείουσα παρέλειψε να εμφανισθεί κατά την πιο πάνω ημερομηνία και εκδόθηκε εναντίον της ένταλμα σύλληψης το οποίο εκτελέστηκε στις 13/1/99.  Στις 14/1/99 κατόπιν παραδοχής της σε κατηγορία παρακοής διατάγματος, αφού υπήρξε συμμόρφωση προς το διάταγμα, καταδικάστηκε στην πληρωμή προστίμου. Στις 8/2/99 τα οχήματα πωλήθηκαν σε δημόσιο πλειστηριασμό σε τρίτα πρόσωπα.

 

Ο λόγος για τον οποίο καταχωρήθηκε η σχετική αίτηση για την ακύρωση της απόφασης ήταν γιατί η εφεσείουσα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, υπέγραψε το σχετικό συμβόλαιο ενοικιαγοράς κατόπιν “παράνομης επιρροής και/ή ψευδών παραστάσεων” που ασκήθηκαν από τον πατέρα της. Ειδικότερα η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι και τα τρία οχήματα που ανήκαν στον πατέρα της, απετέλεσαν το αντικείμενο συμβολαίου ενοικιαγοράς μεταξύ της εφεσίβλητης Τράπεζας και της εφεσείουσας, σε μια προσπάθεια να βοηθηθεί ο πατέρας της που κατά τον ουσιώδη χρόνο χρωστούσε μεγάλα χρηματικά ποσά στην εφεσίβλητη.

 

Αναφορικά με την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στη λήψη μέτρων για την ακύρωση της απόφασης η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι μετά την επίδοση της αγωγής πληροφόρησε σχετικά τον πατέρα της, ο οποίος τη διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί αφού θα διευθετούσε το θέμα με την εφεσίβλητη. Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν γνώριζε και δεν είχε λόγο να γνωρίζει τη δυνατότητα της να υπερασπισθεί στην αγωγή που καταχωρήθηκε εναντίον της, κάτι που διεπίστωσε μετά την καταχώριση εναντίον της στις [*90]2/7/98 αίτησης για παρακοή διατάγματος παράδοσης των επίδικων οχημάτων στους εφεσιβλήτους. Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι ενήργησε με όλη τη δυνατή ταχύτητα αλλά δυστυχώς για λόγους πέραν της θέλησης της δεν γνώριζε όλα τα σχετικά γεγονότα ενώ πολλά ουσιώδη γεγονότα κατόρθωσε να τα εξασφαλίσει με αρκετές δυσκολίες. Ως αποτέλεσμα της σύλληψης της και κράτησης της για μια νύκτα στις 13/1/90, ο πατέρας της εφεσείουσας παρέδωσε τα οχήματα στους εφεσιβλήτους και η εφεσείουσα καταχώρησε στις 5/2/99 την αίτηση για ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η εφεσείουσα είχε δώσει επαρκείς εξηγήσεις για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης αλλά απέρριψε την αίτηση, αφού η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στη λήψη μέτρων για την ακύρωση της απόφασης αποτελούσε κατάφωρη περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων.

 

Ο κύριος λόγος πάνω στον οποίο βασίζεται η παρούσα έφεση είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι είχε προβάλει ικανοποιητικούς λόγους που επεξηγούσαν την καθυστέρηση που είχε παρατηρηθεί στη λήψη μέτρων για την ακύρωση της απόφασης και ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τη σχετική νομολογία πάνω στο θέμα.

 

(β) Η νομική πλευρά

 

Οι αρχές που διέπουν τον παραμερισμό μιας απόφασης λόγω παράλειψης του εναγομένου να εμφανισθεί αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών Αγγλικών και Κυπριακών αποφάσεων. (Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R 646, Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317, Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159, Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Mine and Quarry Services Ltd. v. Α. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ. (1997) 1 Α.Α.Δ. 28.

 

Στην Milouca Motor Trading Ltd. v. Κούρτης (1997) 1 Α.Α.Δ. 941 γίνεται μια εκτενής ανάλυση της σχετικής νομολογίας υιοθετώντας τις αρχές όπως καθορίσθηκαν στην απόφαση Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, 210, που τονίζουν αφενός την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουσθεί και αφετέρου την ανάγκη διασφάλισης της άνευ προσκόμματος αποπεράτωσης της δίκης. Ταυτόχρονα τονίζεται ότι όταν η συμπεριφορά του διαδίκου που επιζητεί τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφα[*91]σης ισοδυναμεί με καταφρόνηση του Δικαστηρίου ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση. Όπως έχει θέσει το θέμα ο Πικής, Π., που εξέδωσε την απόφαση του Εφετείου,

 

“Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση.  Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης.”

 

Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για την ακύρωση της απόφασης είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που πιθανό να επηρεάσουν δυσμενώς την εξέλιξη της αίτησης. Όπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Νικήτα στην απόφαση Mine and Quarry Services Ltd. v. Α. Γεωργίου (Μαύρου) (πιο πάνω),

 

“Η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ξανανοίξει την υπόθεση του.”

 

(γ) Συμπεράσματα

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβηκε σε μια αξιολόγηση της μαρτυρίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση που θα δικαιολογούσε την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Ακολούθως προχώρησε να εξετάσει τους λόγους που προβλήθηκαν για την καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για την ακύρωση της απόφασης. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εφεσείουσα αρχικά καθυστέρησε να καταχωρίσει εμφάνιση μετά την επίδοση της αγωγής και ο ισχυρισμός της ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξη δυνατότητας υπεράσπισης κρίθηκε αδύνατος. Αργότερα η εφεσείουσα άνκαι μπορούσε να πάρει μέτρα για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης μετά την επίδοση της αίτησης παρακοής πριν από τις 8/10/98, εντούτοις παρέλειψε να το πράξει. Τελικά η αίτηση για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε στις 5/2/99, μετά τη σύλληψη της και την καταδίκη της σε πρόστιμο για παρακοή σε διάταγμα του Δικαστηρίου, αφού πρώτα συμμορφώθηκε με την παράδοση των οχημάτων.  Για την καθυστέρηση αυτή από τις 8/10/98 το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι καμιά επαρκής εξήγηση δεν είχε δοθεί.

[*92]

Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης φαίνεται ότι καταχωρήθηκε

 

(α)  2 χρόνια μετά την επίδοση της αγωγής,

(β)  16 μήνες μετά την έκδοσης απόφασης  και

(γ)  5 μήνες μετά την επίδοση αίτησης για

παρακοή διατάγματος.

 

Οι λόγοι που προβλήθηκαν για τις πιο πάνω καθυστερήσεις (καθησυχασμός από τρίτα πρόσωπα ότι η απαίτηση θα διευθετηθεί και άγνοια του δικαιώματος υπεράσπισης) είναι λόγοι που δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν ερείσματα τα οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε. Σε μια πρόσφατη απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αίτηση που καταχωρήθηκε 2½ χρόνια μετά από την έκδοση απόφασης και 8 μήνες μετά την επίδοση αίτησης καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, αφού η άγνοια του για τα νομικά επακόλουθα της μη καταχώρισης εμφάνισης και η έλλειψη νομικής συμβουλής δεν αποτελούσαν σοβαρό λόγο για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. (Ιδε Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1938.)

 

Είναι η θέση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μια εκτεταμένη και ορθή ανάλυση των αρχών που διέπουν την εξάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να διατάξει την ακύρωση μιας απόφασης και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν λόγοι που θα δικαιολογούσαν την επέμβαση μας.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

 

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο