Γεωργίου Ανδρέας και Άλλη ν. Μόνικας Klohr (2000) 1 ΑΑΔ 93

(2000) 1 ΑΑΔ 93

[*93]2 Φεβρουαρίου, 2000

 

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

 

1. Aνδρεασ Γεωργιου,

2. Λολα Γεωργιου,

 

Eφεσείοντες-Eναγόμενοι,

 

v.

 

MONIKAΣ KLOHR,

 

Eφεσίβλητης-Ενάγουσας.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.10487)

 

 

Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Αναβολή ακροάσεως ― Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

 

Στις 26.2.99 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ανέβαλε την ακρόαση της υπόθεσης μετά από αίτημα του δικηγόρου της ενάγουσας-εφεσίβλητης κατοίκου Γερμανίας λόγω του ότι αυτή εξακολουθούσε να βρίσκεται σε νοσοκομείο σε πόλη της Γερμανίας. Το Δικαστήριο έκρινε δικαιολογημένο το αίτημα για αναβολή και για τον πρόσθετο λόγο της έλλειψης χρόνου λόγω συνέχισης ποινικής υπόθεσης στην οποία ο κατηγορούμενος βρισκόταν στις φυλακές.

 

Ο δικηγόρος των εναγομένων-εφεσειόντων υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και ως εκ τούτου η υπό έφεση απόφαση πρέπει να ακυρωθεί με αποτέλεσμα το Εφετείο να προχωρήσει στην απόρριψη της αγωγής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε λόγο να αιτιολογήσει επί πολύ την απόφαση για αναβολή, μια, και όπως αναφέρετο σ’ αυτή, υπήρχε έλλειψη δικαστικού χρόνου, δεδομένου ότι θα διεκπεραίωνε ποινική υπόθεση, στην οποία ο κατηγορούμενος ήταν στις κεντρικές φυλακές.

 

2.  Η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων, πως η αποδοχή της έφεσης θα είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη από το Εφετείο της [*94]αγωγής, είναι νομικά αβάσιμη.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Per Curiam: Δεν είναι αντιληπτό γιατί δικαστής, που ασχολείτο με αστικές υποθέσεις, στο μέσο του δικαστικού χρόνου συνέχιζε την ακρόαση ποινικών υποθέσεων.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,

 

Κρέντου v. General Constructions Company Ltd. κ.ά. (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1270,

 

Δημητριάδης v. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 692.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σταυρινίδης, Α.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 26/10/98 (Αρ. Αγωγής 6995/94) με την οποία δόθηκε η ζητηθείσα από την ενάγουσα, κάτοικο Γερμανίας, αναβολή της ακρόασης της υπόθεσής της για το λόγο ότι αυτή εξακολουθούσε να νοσηλεύεται σε νοσοκομείο της Γερμανίας, ώστε να μην εξαλειφθούν τα δικαιώματά της.

 

Ντ. Παπαδόπουλος για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Εφεσείοντες.

 

Στ. Στυλιανού για Γ. Γεωργίου, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 26.2.99, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ανέβαλε την ακρόαση υπόθεσης που είχε ενώπιον του, μετά από αίτημα του δικηγόρου της ενάγουσας-εφεσίβλητης, η οποία είναι κάτοικος Γερμανίας, και δεν βρισκόταν στο Δικαστήριο για να προωθηθεί η αγωγή της. Οι λόγοι που επικαλέσθηκε ο δικηγόρος για την αναβολή ήταν γιατί πληροφορήθηκε, λίγες μέρες πριν από [*95]την ακρόαση, πως η ενάγουσα εξακολουθούσε να βρίσκεται σε νοσοκομείο της πόλης Ροστόκ στη Γερμανία. Ανέφερε επίσης πως ήταν και ο ίδιος άρρωστος, σηκώθηκε όμως από το κρεβάτι για να εμφανιστεί στο Δικαστήριο, μετά που ο συνάδελφος του για τους εναγόμενους-εφεσείοντες, είπε στη σύζυγο του πως έπρεπε να παραστεί για να υποβάλει ο ίδιος το αίτημα για αναβολή.

 

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων, που ήταν άλλος στην πρωτόδικη διαδικασία, έφερε ένσταση. Εισηγήθηκε πως η υπόθεση αναβλήθηκε και προηγουμένως, στις 26.10.98, για τον ίδιο λόγο, ότι δηλαδή η εφεσίβλητη ήταν ασθενής στο νοσοκομείο, χωρίς να κατατεθεί όμως οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό. Αναφορικά με την ασθένεια του συναδέλφου του ο δικηγόρος των εφεσειόντων, με κάποια διάθεση ειρωνίας, ανέφερε στο Δικαστήριο πως είχε πράγματι πει στη σύζυγο του πως θάπρεπε: «να γιάνει και να έλθει στο Δικαστήριο για να γίνει η υπόθεση», όπως τα ίδια τα λόγια του καταγράφονται στο πρακτικό του Δικαστηρίου. Εξέφρασε δε τη χαρά του που πράγματι είχε σηκωθεί ο συνάδελφος του από το κρεβάτι και βρισκόταν στο Δικαστήριο, για να προχωρήσει η υπόθεση.

 

Το Δικαστήριο έκρινε δικαιολογημένο το αίτημα για αναβολή, πρόσθεσε μάλιστα ακόμη ένα λόγο γι’ αυτή. Είπε πως δεν μπορούσε να προχωρήσει η ακρόαση για έλλειψη δικαστικού χρόνου.   Θα συνέχιζε την ακρόαση στην ποινική υπόθεση 14748/97, στην οποία ο κατηγορούμενος βρισκόταν στις φυλακές.

 

Τα κριτήρια που εφαρμόζει το εφετείο στην εξέταση ζητήματος, όπως αυτό που μας απασχολεί, έχουν επαναβεβαιωθεί σε δυο πρόσφατες αποφάσεις: Τάσος Αρέστη ν. Άντρης Ηλία, (1991) 1 Α.Α.Δ. 984 και Δημήτρη Κρέντου και 1. General Constructions Company Ltd., 2. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1270, οι οποίες έχουν υιοθετηθεί και στην Ανδρέας Δημητριάδης και Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 692.

 

Στην τελευταία αυτή υπόθεση είπαμε τα εξής:

 

«Ο κανόνας είναι πως αποκλειστικός κριτής στην άσκηση της αρμοδιότητας για αναβολή υπόθεσης είναι ο δικαστής ο οποίος της επιλαμβάνεται. Η διακριτική αυτή ευχέρεια δεν αναθεωρείται, εκτός όπου διαπιστώνεται πως ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχει ο νόμος, ή οδηγεί σε πασιφανή αδικία εις βάρος διάδικου.»

[*96]Ο δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε εδώ πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, και ως εκ τούτου η υπό έφεση απόφαση πρέπει να ακυρωθεί με αποτέλεσμα, όπως ο ίδιος υπέβαλε μετά από σχετικό ερώτημα μας, να προχωρήσουμε στην απόρριψη της αγωγής, εφόσον ο δικηγόρος της  εφεσίβλητης δεν μπορούσε κατά την ημερομηνία της ακρόασης να την προωθήσει, προσάγοντας μαρτυρία. 

 

Κρίνουμε πως δεν τέθηκε ενώπιον μας κανένας βάσιμος λόγος για να επέμβουμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, σύμφωνα με αυτά που τέθηκαν ενώπιον του, πως θα έπρεπε να δώσει την αναβολή για να μην εξαλειφθούν τα δικαιώματα της εφεσίβλητης, που βρισκόταν κλινήρης σε νοσοκομείο της Γερμανίας. Θα προσθέταμε όμως πως δεν υπήρχε λόγος να αιτιολογήσει επί πολύ την απόφαση του για αναβολή, μια, και όπως αναφέρεται σ’ αυτή, υπήρχε έλλειψη δικαστικού χρόνου, δεδομένου ότι θα διεκπεραίωνε ποινική υπόθεση, στην οποία ο κατηγορούμενος ήταν στις κεντρικές φυλακές. Ανοίγουμε όμως μια παρένθεση εδώ για να πούμε πως δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί δικαστής, που ασχολείτο με αστικές υποθέσεις, στο μέσο του δικαστικού χρόνου συνέχιζε την ακρόαση ποινικών υποθέσεων.

 

Και η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων, πως η αποδοχή της έφεσης θα είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη από το Εφετείο της αγωγής, είναι νομικά αβάσιμη. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε πάνω στο ζήτημα.

 

Η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο